Μου ήρθε πρίν λίγο στο νού, ενα περιστατικό απο όταν ήμουν μικρός, και πήγαινα δημοτικό στο Καστέλι Κισσάμου. Πρέπει να πήγαινα ή τρίτη ή τετάρτη δεν είμαι σίγουρος, και η αγαπημένη μου ασχολία ήταν να παίζω ξύλο στο σκάμα, με τον Αντώνη τον Βερυκάκη και τον Γιάννη τον Γιαννουδάκη, κάποιους συμμαθητές που εχω να δω απο τότε. Επειδή εγώ ήμουν διπλάσιος απο εκείνους, και επειδή μεταξύ τους ήταν πιο «κολητοί» απο ότι ήταν με εμένα, πήγαιναν οι δυο τους και μόνος μου. Πρέπει να βλέπαμε ήδη τους αγώνες «κατς» στην τηλεόραση, γιατί θυμάμαι ότι στην αρχή έμπαινε ο ένας μέσα στο σκάμα, τον κέρδιζα και ύστερα ερχόταν και ο άλλος, όπως γινόταν και στο κάτς όταν παίζαν σε ομάδες. Όταν αντιμεώπιζα και τους δύο ταυτόχρονα με πλακώνανε, το θεωρούσα μεγάλη αδικία, αλλά παρόλα αυτά το διασκέδαζα.
Αυτό όμως που θεωρούσα επίσης μεγάλη αδικία, και δεν το διασκέδαζα καθόλου, είναι το γεγονός πως οι δασκάλοι δεν με επέλεγαν ποτέ για να χτυπήσω το manual κουδούνι που σήμανε το τέλος του διαλείματος. Δεν ήταν ότι ήθελα να τελειώσει το διάλειμμα, αλλά εκείνο εκεί το μπρούτζινο κουδούνι με την ξύλινη λαβή, αποτελούσε για κάποιο λόγο το «αντικείμενο του πόθου» για μενα(αν έχει σκοπό κανεις να κάνει σχόλια σχετικά με την ξύλινη λαβή, να τη γυρίσει στο πλάι και…). Αυτόν που έβαζαν συνήθως να το χτυπά, ήταν ένα παιδί που το παρατσούκλι του ήταν «Σαίτας» και που το όνομα του δεν το θυμάμαι πιά, ίσως και να μην το ήξερα ποτέ. Μου έσπαγε τα νέυρα που διάλεγαν συνεχώς εκείνον, γιατί ήταν ο μικρός σατανάς του σχολείου και δεν θα έπρεπε να τον επιβραβεύουν και απο πάνω με τέτοιου είδους εξουσία, but life sucks. Κάποια στιγμή λοιπόν, άρχισα να συχνάζω έξω απο το γραφέιο των δασκάλων όποτε υπολόγιζα ότι ήταν η ώρα να τελειώσει το διάλειμα, ελπίζοντας ότι θα με διαλέξουν και εμένα για να υποδυθώ τον Κουασιμόδο του σχολείου, όπως και τελικά έγινε.
Εκείνη τη στιγμή, αν και τότε δεν το ήξερα, αισθάνθηκα σαν τον βασιλιά Αρθούρο όταν τράβαγε το Excaliber, απο τον βράχο. ΕΙΧΑ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ!!! ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΠΑΡΕΧΕΙ ΤΟ ΜΑΤΣΟΥΚΙ ΕΤΟΥΤΟ, ΔΙΑΤΑΣΣΩ ΠΕΡΑΣ ΔΙΑΛΕΙΜΑΤΟΣ, ντινγκ-ντονγκ, ντινγκ-ντονγκ, ΟΛΟΙ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΓΡΗΓΟΡΑ!!! ΗΜΟΥΝ ΣΑΙΤΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΑΙΤΑ!!!
Το κακό με την εξουσία, είναι ότι είναι εθιστική, και εγώ, έχοντας πλέον επιλεχθεί απο τους ανώτερους μου, αποφάσισα ότι θα έπρεπε να πάρω πρωτοβουλία και να επεκτείνω τη «θητεία» μου. Το επόμενο διάλειμα, υπολόγισα πάνω κάτω το χρόνο, και όταν θεώρησα ότι είχε έρθει η ώρα, πήρα πάλι το κουδούνι και άρχισα να το χτυπάω, μπήκαν όλοι μέσα, κανείς δάσκαλος δεν με επέπληξε(προφανώς θα νόμισε ότι κάποιος απο τους άλλους δασκάλους μου το είχε ζητήσει), όλα καλά. Η πλάκα είναι, ότι μέχρι να με πάρουν χαμπάρι, πέρασαν τουλάχιστον 3-4 μέρες κατά τις οποίες εγώ ήμουν ο απόλυτος άρχοντας του σχολείου και όχι ο «Σαίτας».
Μοιραία, κάποια στιγμή, πήραν χαμπάρι το μικρό μου πραξικόπημα για τον σφετερισμό του θρόνου του μεγάλου κωδονοκρούστη, και άρχισαν να μου φωνάζουν και να με επιπλήττουν. Εγώ προσπαθούσα να κατευνάσω το εξαγριωμένο πλήθος τον εκπαιδευτικών, και να τους εξηγώ, με το περιορισμένο μου λεξιλόγιο, πως «τα είχα κανονίσει όλα», δεν υπήρχε πρόβλημα, το έκρουα τη σωστή ώρα και δεν θα έπρεπε να αντιδρούν έτσι υπερβολικά. Μου είχε φανεί παράλογο που δεν δεχόταν τα επιχειρήματα μου. Αλλά τι να έκανα, έβαλα την ουρά στα σκέλια, και παραχώρησα τη θέση μου πάλι στον «Σαίτα», ο οποίος ήταν τόσο χαζός, που δεν μπορούσε να υπολογήσει απο μόνος του τη σωστή ωρα λήξης και περίμενε να την υποδείξουν(αν υπήρχε αξιοκρατία στο σχολείο εγώ θα έπρεπε να ήμουν ο «εκλεκτός», που εφάρμοζα το αυτόματο σύστημα και δεν φοβόμουν να πάρω πρωτοβουλία).
Τώτα που τα ανασκάλεψα αυτά, θυμήθηκα ακόμα ενα «αντικείμενο του πόθου» που υπήρχε στο σχολείο του Καστελιού. Ήταν μια προτομή του Περικλή η οποία μοστράριζε στον διάδρομο, ακριβώς απέναντι απο την κεντρική είσοδο. Υπήρχαν κι΄άλλες προτομές στο διάδρομο, όπως για παράδειγμα αυτή του Σωκράτη, αλλά η συγκεκριμένη δεν μου έκανε τόση εντύπωση, ίσως επειδή δεν φορούσε περικεφαλαία, ή επειδή κάπου βαθυά στο DNA μου ήξερα ότι του άρεσαν(με την κακή έννοια) τα αγοράκια. Σχετικά πάντως με αυτές τις προτομές, εγώ ήμουν σίγουρος ότι ήταν αρχαίες, και αν δεν ήταν τόσο βαρυές, ίσως εξελισσόμουν σε αρχαιοκάπηλο, όμως εξαιτίας της αδυναμίας μου να τις μεταφέρω, έμεινα αρχαιοκάπηλος «εν δυνάμει».
Πάντως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η δεύτερη μου καλύτερη ασχολία, μετά απο το να βάζω φωτιές με τον μεγενθυντικό μου φακό(δεν με άφηναν να κρατώ αναπτήρα οι γονείς μου, δεν ξέρω γιατί), ήταν να ανοίγω τρύπες στο χώμα. Ήλπιζα έτσι, ότι θα ανακάλυπτα και εγώ τον δικό μου Περικλή που με περίμενε θαμμένος στη γή για 2,5 χιλιάδες χρόνια, αλλά μάταια(αργότερα άνοιγα τρύπες στην άμμο και τις κάλυπτα με αλμυρίκια, έφτιαζα χάρτες θησαυρού, τους έβανα σε μπουκάλια της κοκα-κολα, ελπίζοντας ότι κάποιος θα την πάταγε, και ψάχνοντας το θησαυρό θα κατέληγε στην τρύπα που τον οδηγούσε ο χάρτης). Το καλύτερο που είχα καταφέρει να ανακαλύψω, ήταν ενας μεγάλος σβώλος χαλικιού ο οποίος γυάλιζε στον ήλιο, με αποτέλεσμα να ήμουν σίγουρος για μια ολόκληρη μέρα ότι ήταν τεράστιο διαμάντι. Δυσανασχετούσα που οι γονείς μου δεν το παραδεχόταν, αλλά εγώ επειδή ήξερα την αλήθεια, αποφάσισα να τον κρατήσω μέχρι να μεγαλώσω λιγάκι και μετά να τον πουλήσω και να πάρω παιχνίδια. Τελικά την επόμενη μέρα, τράβηξε και εκείνος το δρόμο του, ως πολεμοφόδιο σε ενα πετροπόλεμο για τη διεκδίκηση του κουφαριού ενός κόκορα(που τον νομίζαμε για αετό(ούτε για το πτώμα του Έκτωρα δεν είχε γίνει τέτοια Ομηρική μάχη)), και εγώ το δικό μου.
Βέβαια στο σχολείο, εκτός απο εκείνα που τα λυμπιζόμουνα, υπήρχαν και εκείνα που τα φοβόμουν, όπως για παράδειγμα ενας πλαστικός ανθρώπινος σκελετός σε φυσικό μέγεθος, που του είχαμε κολήσει το παρατσούκλι «Αγησίλαος». Όμως φοβούμαι ότι τελείωσε το διάλειμα και δεν προφτάινω να σας πω και τούτη την ιστορία, ίσως στο επόμενο…
Καλή σας νύχτα
Σχολιάστε