
Εισαγωγή
Το να προσπαθήσει να δώσει κάποιος απάντηση στα ζητήματα της εργασίας για μια περίοδο 800 χρόνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας αποτελεί ένα σχετικά περίπλοκο επιχείρημα. Αυτό διότι στην μακρά αυτή περίοδο τίποτα δεν έμενε ίδιο, αφού η βυζαντινή κοινωνία μετασχηματιζόταν προοδευτικά(αλλά και άναρχα και απότομα σε μερικές περιπτώσεις), κάτι που σημαίνει τεράστιες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα.
Για τις ανάγκες της απάντησης θα χωρίσω την εργασία, εκτός της εισαγωγής και των συμπερασμάτων, σε 4 ενότητες. Στην πρώτη ενότητα θα αναφερθούμε εν συντομία στον ρόλο που είχε η γη και η γαιοκτησία στο βυζάντιο και τη σχέση, ή την αντιστρόφως ανάλογη σχέση αυτής, με τον αστικό τρόπο ζωής. Το ίδιο ζήτημα, μιας και είναι κεντρικό, θα το προσεγγίσουμε από διάφορες σκοπιές και στις υπόλοιπες 3 ενότητες.
Στην δεύτερη ενότητα, η οποία είναι χωρισμένη σε 3 υποενότητες, γίνεται μια παρουσίαση των χαρακτηριστικών της βυζαντινής αριστοκρατίας, καθώς επίσης και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Γίνεται περιορισμένη αναφορά στις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους καθώς επίσης και στις ανακατατάξεις και τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην περίοδο που μας ενδιαφέρει. Η συγκεκριμένη ενότητα, εξαιτίας της πολυπλοκότητας της είναι και η μεγαλύτερη της εργασίας.
Στην τρίτη ενότητα γίνεται μια μικρή αναφορά στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, απλά για να συμπληρωθεί καλύτερα η εικόνα καθώς και να φανεί η αντίθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα θα ασχοληθούμε με τους τρόπους τους οποίους μπορούσε κάποιος να πλουτίσει, αλλά και με το τι μπορούσε να του εξασφαλίσει ο πλούτος αυτός.
Ενότητα 1: Ο ρόλος της γης στην βυζαντινή κοινωνία
Εφόσον στην παρούσα εργασία, ένα μεγάλο κομμάτι θα αναφέρεται στους βυζαντινούς γαιοκτήμονες, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε λέγοντας μερικά πράγματα σχετικά με τον ρόλο που είχε η καλλιέργεια της γης για την βυζαντινή οικονομία, και κατ επέκταση για την βυζαντινή κοινωνία.
Στο Βυζάντιο λοιπόν, η κύρια πηγή πλούτου και φορολογίας ήταν η γεωργία, παρόλα αυτά η βυζαντινή οικονομία δεν μπορούσε από την αρχή να χαρακτηριστεί φεουδαρχική. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, και ειδικότερα 4-6 αιώνα, παρατηρούμε μια τάση διάσπασης της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας[1] και την δημιουργία χωριών τα οποία κατοικούταν από ανεξάρτητους και σχετικά εύπορους καλλιεργητές.[2]
Σύμφωνα με τον Τηλέμαχο Λουγγή, η τάση για φεουδαρχοποίηση[3] του Βυζαντίου, έρχεται σε σύγκρουση με τα από την αρχαία Ρώμη κληρονομημένα χαρακτηριστικά της δουλοκτητικής κοινωνίας. Καθώς παρακμάζουν, όχι αθόρυβα, τα κληρονομημένα από την αρχαιότητα χαρακτηριστικά, η Βυζαντινή κοινωνία προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο την φεουδαρχία. Μέχρι τον 9ο αιώνα, τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής κοινωνίας και οικονομίας μετατρέπονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία σε φεουδαρχικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάποια κατάλοιπα του παρελθόντος.[4]Η μετάβαση αυτή συνοδεύτηκε από παρακμή των πόλεων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, οι οποίες εξαιτίας των συνεχών επιδρομών(πχ. Αβάροι) μετατρέπονται σε κάστρα και οι πληθυσμοί μεταφέρονται προς την ύπαιθρο και γίνονται καλλιεργητές.[5] Η αστική ζωή διατηρήθηκε σε λίγες πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια, όμως και εκεί όχι χωρίς σημάδια παρακμής. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης ο οποίος λειτουργούσε μόνο μερικές ημέρες τον χρόνο, ενώ η ζωή για τους κατοίκους, από δημόσια είχε μετατραπεί σε ιδιωτική.[6] Αξίζει να σημειωθεί ότι η βυζαντινή φεουδαρχία, εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βυζαντινής κοινωνίας, δεν απόκτησε τον ξεκάθαρο χαρακτήρα και τις θεσμοθετημένες και σχεδόν απόλυτα διακριτές, σχέσεις υποτέλειας που χαρακτήριζαν την δυτική φεουδαρχία.[7]
Κατά τον 10ο αιώνα παρατηρούμε ξανά ένα είδος αστικοποίησης της ζωής της Κωνσταντινούπολης, ενώ αρχίζει δημιουργείται ένα ανερχόμενο κοινωνικό μόρφωμα που περιλαμβάνει όλους εκείνους που ασχολούνται με το εμπόριο. Το μόρφωμα αυτό είχε χαρακτήρα αστικής τάξης, και κατάφερε μάλιστα να κερδίσει πρόσβαση στην σύγκλητο, όχι βέβαια χωρίς τις ανάλογες αντιδράσεις από την παραδοσιακή αριστοκρατία.[8] Αυτή η επανεμφάνιση του αστικού τρόπου ζωής, δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο της, αφού εν τέλει ανακόπηκε από τους σταυροφόρους της Δύσης και την πρώτη άλωση της Πόλης, αλλά και από την πρωτύτερη οικονομική εισβολή των ανεξάρτητων πόλεων της Ιταλίας(Γένοβα, Πίζα, Βενετία).
Ενότητα 2: Η βυζαντινή αριστοκρατία τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και τα χαρακτηριστικά τους στο πέρασμα των αιώνων
Παρακάτω θα προσπαθήσω να σταθώ στο τι συνιστούσε την αριστοκρατία(και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα) στο Βυζάντιο, βάσει των αξιωμάτων της, την συμμετοχή της στην εξουσία, την συμμετοχή της στην οικονομία και το ρόλο της στην παραγωγή. Πριν ξεκινήσω την ανάλυση, να σημειωθεί πως η Βυζαντινή ανώτερη τάξη, τα περισσότερα χρόνια της αυτοκρατορίας, δεν είναι κλειστή αλλά ρευστή, ενώ δεν υπάρχει κάποιος αυστηρός, γραφτός ή άγραφος κανόνας σχετικά με το ποιοι μπορούσαν να γίνουν μέλη της. Ανάλογα με την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν, κάποιος μπορούσε να βρεθεί στην «ελίτ» ακολουθώντας εκκλησιαστική, στρατιωτική, ή υπαλληλική(στο κράτος) καριέρα, ενώ μπορούσε να ανέλθει κοινωνικά και μέσω του αποκτημένου πλούτου. Λίγες ήτανε εκείνες οι περιόδοι, που οι σχέσεις συγγένειας(όπως είναι για παράδειγμα η εποχή των παλαιολόγων), καθόριζαν αυστηρά την σύνθεση της αυλής και της αριστοκρατίας.[9]
2.1 Ο αυτοκράτορας και η συγκλητική αριστοκρατία
Ξεκινώντας από την κορυφαία μορφή εξουσίας στο βυζάντιο, τον αυτοκράτορα, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος τρόπος διαδοχής, ο αυτοκράτορας μπορούσε να κατακτήσει τη θέση του είτε κληρονομικά, να διοριστεί από τον προηγούμενο, να ανέλθει με μηχανορραφίες, με επανάσταση, ακόμα και με εκλογή. Δεν αποκλειόταν θεωρητικά κανείς από το αυτοκρατορικό αξίωμα, όμως για να μπορέσει κάποιος να φτάσει και να κρατηθεί στην εξουσία, έπρεπε σίγουρα να βασιστεί είτε στην υποστήριξη του στρατού, είτε της εκκλησίας, είτε της οικονομικής αριστοκρατίας, ανάλογα πάντα με την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Ο αυτοκράτορας επέλεγε και διόριζε τους υπουργούς του, ενώ η διακυβέρνηση προωθούταν από όλο το παλάτι και όχι μόνο από τον ίδιο. Η έδρα του αυτοκράτορα ήταν η Κωνσταντινούπολη και η κατοικία του το αυτοκρατορικό παλάτι. Ήταν περιστοιχισμένος από την αυλή και έμενε μακριά από τα δημόσια βλέμματα.[10]Ο αυτοκράτορας άλλοτε ήταν ισχυρή προσωπικότητα, και εκπορευόταν από αυτόν μεγάλη μερίδιο της εξουσίας, και άλλοτε είχε λιγότερη ισχύ, κάτι που έδινε περισσότερες εξουσίες στους λοιπούς αξιωματούχους. Βέβαια αυτό δεν καθοριζόταν μόνο από την προσωπικότητα του αυτοκράτορα, αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούσαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.
Η σύγκλητος, ένας θεσμός κληρονομημένος από το Ρωμαϊκό παρελθόν, αποτελούσε το συμβούλιο του αυτοκράτορα. Ενώ τους πρώτους δυο αιώνες του βυζαντινού κράτους η σύγκλητος έχει δικαστική και διοικητική εξουσία στην πόλη, σταδιακά οι αρμοδιότητες της προωθούνται στην περιφέρεια.[11] Με τον καιρό η σύγκλητος και οι συγκλητικοί έχασαν την ισχύ τους και ο όρος αποτελούσε περισσότερο τίτλο παρά αξίωμα ενώ ο ρόλος τους στο παλάτι έγινε άτυπα συμβουλευτικός. Κατά την περίοδο του 11ου αιώνα το «μόρφωμα» της συγκλήτου διευρύνθηκε αριθμητικά αφού άρχισαν να γίνονται μέλη του και άτομα από την ανερχόμενη αστική τάξη, εκφυλίζοντας έτσι περεταίρω τον θεσμό. Τέλος από την εποχή του Αλεξίου Ά του Κομνηνού(1081-1118), η αριστοκρατική ιεραρχία οριζόταν από τον βαθμό συγγένειας με τον αυτοκράτορα, και έτσι οι παλιοί τίτλοι σταμάτησαν πια να απονέμονται.[12]
2.2 Οι βουλευτές και η εκκλησία
Όσο άνθιζε η ζωή στην περιφέρεια, τόσο απαξιωνόταν το αξίωμα του βουλευτή ή δευκουρίωνα.[13] Όσοι πλούσιοι είχαν αγροτική περιουσία εγκατέλειπαν όπως όπως την πόλη και ασχολούταν με την διαχείριση των κτημάτων τους, συνεπώς οι βουλευτές που είχαν απομείνει στην πόλη, δεν ήταν και οι πλουσιότεροι. Στις αρχές του 4ου αιώνα ο αυτοκράτορας καθιέρωσε τον θεσμό του εκδίκου. Ο έκδικος, που προερχόταν από το σώμα των βουλευτών, αναλάμβανε την υποχρέωση να τελεί δικαστήρια για μικρής αξίας υποθέσεις, να διορίζει επίτροπο για ανήλικο που η περιουσία του δεν ήταν περισσότερη των 500 νομισμάτων κ.α. Γενικά οι υποχρεώσεις ενός βουλευτή στην πόλη, σχετιζόταν με την κοινωνική πρόνοια και απαιτούσαν χρόνο και χρήμα. Έτσι οι αστοί, και σε συνδυασμό με την παρακμή του αστικού τρόπου ζωής, επεδίωκαν να πάρουν δημόσιο αξίωμα, να γίνουν κληρικοί, ή να μετακομίσουν στην επαρχία, προκειμένου να αποφύγουν τον τίτλο και τις υποχρεώσεις του βουλευτή.[14]
Σε συνεχώς ανερχόμενη δύναμη μετατρέπεται ο κλήρος και η εκκλησία, τόσο τα μοναστήρια όσο και οι επισκοπές συγκεντρώνουν όλο και περισσότερη γη στα χέρια τους από δωρεές. Το διοικητικό κενό που άφηναν όσο παρήκμαζαν τα αστικά βουλευτήρια, το αναλάμβανε η εκκλησία, αυξάνοντας έτσι την πολιτική και κοινωνική της επιρροή. Οι επίσκοποι έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην διοίκηση των επαρχιακών πόλεων, ενώ μια σταδιοδρομία στην εκκλησία μπορούσε να εγγυηθεί σε κάποιον μια πλουσιοπάροχη ζωή. Γύρω στο έτος 600 Ο επίσκοπος Ανστασιουπόλεως της Γαλατίας, μιας πολύ μικρής πόλης, είχε επιχορήγηση 365 νομίσματα για την διατροφή του, από τα οποία ξόδευε μόνο τα 40. Για να καταλάβουμε σε τι αριθμό αντιστοιχεί αυτό, αρκεί να πούμε ότι ένα εργάτης κέρδιζε 10-20 νομίσματα το χρόνο. Επίσης η εκκλησία είχε αναλάβει το έργο της κοινωνικής πρόνοιας, αφού μέρος του τεράστιου πλούτου της το δαπανούσε για την στήριξη των φτωχών και των εξαθλιωμένων,[15] οι οποίοι ήταν πάντα ευάλωτοι σε κρίσεις εντός της αυτοκρατορίας.[16]
Η αίγλη και ο πλούτος της εκκλησίας στα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας έδειχνε συνεχώς να αυξάνεται, ενώ με την σύνοδο της Χαλκηδόνας(451), δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να προσχωρήσει η άρχουσα τάξη στον χριστιανισμό κάτι που ένωνε την τύχη της με την τύχη της εκκλησίας.[17] Μέχρι τον 11 αιώνα, και δεδομένης της μέχρι τότε εξασθένησης της κεντρικής εξουσίας, η δύναμη του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης ξεπερνούσε τα πολιτικά σύνορα του κράτους, ενώ ο θεσμός του πατριάρχη δείχνει να είναι γενικά πιο σταθερός και πιο προσαρμοστικός από αυτόν του αυτοκράτορα.[18]
2.3 Οι γαιοκτήμονες και ο στρατός
Όσο η βυζαντινή οικονομία φεουδοποιείται(και ειδικότερα από τον 8ο αιώνα και μετά), τόσο περισσότερο αυξάνει και η σημασία της υπαίθρου και του χωριού σε σχέση με τις πόλεις, οι οποίες παρακμάζουν, ενώ ταυτόχρονα αδυνατίζει και διασπάται η κεντρική εξουσία.[19] Η αυτοκρατορία από τον 7ο αιώνα (επί βασιλείας Ηρακλείου 611) χωρίζεται σε θέματα[20] και κάθε θέμα, διατηρεί θεματικό στρατό που αποτελείται από καλλιεργητές γης που είναι ταυτόχρονα και στρατιώτες. Τα θέματα είναι και διοικητικά, εκτός από στρατιωτικά κέντρα, αφού έχουν μεγάλη σημασία τόσο για την παραγωγή τροφίμων, όσο και για την άμυνα της επικράτειας. [21] Χαρακτηριστικό της περιόδου άνθισης των θεμάτων, είναι η μεγάλη δύναμη του στρατού και των στρατιωτικών αξιωματούχων, οι οποίοι έφταναν να κατακτούν μέχρι και τον αυτοκρατορικό θρόνο.
Η μεγάλη γαιοκτησία που διατηρούταν ακόμα μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα, πλήττεται όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τους πολέμους, αφού με την κατάληψη της Αιγύπτου, της Συρίας, της Βορείου Αφρικής και της Παλαιστίνης, χάνονται οι μεγάλες αγροτικές ιδιοκτησίες που υπήρχαν σε αυτά τα μέρη.[22] Τον 8ο αιώνα και επί της δυναστείας των Ισαύρων παίρνονται νόμοι που προστατεύουν τους μικρούς καλλιεργητές όπως ήταν για παράδειγμα ο Αγροτικός Νόμος, που καταργούσε τις δουλοπαροικίες και εξασφάλιζε την ανεξαρτησία των αγροτών.[23]
Παρόλα αυτά, κάποιες μεγάλες ιδιοκτησίες, όπως αυτή της εκκλησίας, δεν πειράχτηκαν, αλλά ούτε και οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης εξαφανίστηκαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Φιλάρετος από την Παφλαγονία, η προσωπική περιουσία του οποίου αναλυόταν σε 48 προάστια(καλώς αρδευόμενα αγροκτήματα) και άλλα αγροκτήματα, 600 βόδια, 12.000 πρόβατα, 800 άλογα και 250 μελίσια.[24]
Από τον 10ο αιώνα και μετά, αρχίζουν ξανά να αυξάνονται οι περιουσίες των μεγάλων γαιοκτημόνων. Η «μετάβαση» αυτή διευκολύνθηκε από τον μεγάλο λιμό του 927-928, που ανάγκασε τους μικρούς ιδιοκτήτες γης, να ξεπουλήσουν τα κτήματα τους στους οικονομικά δυνατότερους προκειμένου να μη λιμοκτονήσουν. Οι ισχυροί αυτοί γαιοκτήμονες, που ονομάστηκαν δυνατοί[25](παλιότερα γνωστοί ως Potentiores), γινόταν όλο και πιο επικίνδυνοι για την κεντρική εξουσία. Αρκετοί αυτοκράτορες, όπως ο Ρωμανός Λακαπηνός, προσπάθησαν με διάφορα νομοθετήματα να περιορίσουν τις αυθαιρεσίες των δυνατών, όμως τα νομοθετήματα αυτά, στο σύνολο τους αποτύγχαναν, καθώς η απληστία των δυνατών δεν έδειχνε να μπορούσε τόσο εύκολα να τιθασευτεί.[26]
Ενότητα 3: Τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα
Η Βυζαντινή κοινωνία ήταν μια κοινωνία έντονων αντιθέσεων, υπήρχαν άνθρωπο και οικογένειες απίστευτα πλούσιες, ενώ η πλειοψηφία του πληθυσμού, στην καλύτερη περίπτωση τα έβγαζε πέρα με το ζόρι. Οι μικροί καλλιεργητές επιβαρυνόταν από δυσβάσταχτους φόρους, ενώ μια κακή σοδειά μπορεί να σήμαινε και το τέλος τους, κάτι που όπως είδαμε τους οδηγούσε συχνά στην στυγνή εκμετάλλευση από τους δυνατούς. Οι χειρώνακτες εργάτες των πόλεων κέρδιζαν μόλις και μετά βίας τα προς το ζην, υπολογίζεται ότι ο μισθός τους τους αρκούσε ίσα για να τραφούν.[27]
Οι έμποροι οι μαγαζάτορες και οι τεχνίτες, αν και σε λίγο καλύτερη μοίρα, δεν είχαν την δυνατότητα για μεγάλη κερδοφορία. Αφενός επειδή υπήρχε έντονος κρατικός παρεμβατισμός και αφετέρου επειδή το κράτος και ο στρατός δεν κατανάλωνε τα εμπορεύματα των ιδιωτών, αλλά δημιουργούσε για τις ανάγκες του δικά του εργαστήρια. Με την παρακμή των πόλεων φυσικά, οι μεγάλοι χαμένοι όπως είναι λογικό ήταν οι έμποροι οι κατασκευαστές και οι καταστηματάρχες.[28] Όπως είδαμε και παραπάνω, η τάση για ανάκαμψη του εμπορίου και η εμφάνιση μιας αστικής μέσης τάξης από τον 11ο αιώνα και μετά, ανακόπηκε απότομα από την στρατιωτική εισβολή των Δυτικών, ενώ είχε προηγηθεί αντίστοιχα και οικονομική.
Τέλος, ένα μεγάλο μέρος των βυζαντινών, αποτελούσε το εξαθλιωμένο, ακόμη και πεινασμένο πλήθος, των οποίων ο τρόπος και η ποιότητα ζωής προσέγγιζε την ζωή των δούλων.
Ενότητα 4: Η απόκτηση πλούτου και η ζωή των πλουσίων
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι η Βυζαντινή κοινωνία, και ιδιαίτερα τα αστικά κέντρα, ήταν μια ενχρήματη κοινωνία ενω τα χρήματα εξασφάλιζαν δύναμη και κύρος στους κατόχους τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, πως τις περιόδους που επερχόταν παρακμή των πόλεων, υπήρχε μείωση του κυκλοφορούντος χρήματος.[29] Με ποιους τρόπους μπορούσε όμως κάποιος να γίνει πλούσιος στο Βυζάντιο;
Καταρχήν μέσω του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών αξιωμάτων. Το κράτος μέσω της φορολογίας των καλλιεργητών και της εκμετάλλευσης των γαιών του, συγκέντρωνε τεράστιο πλούτο, έτσι οι κρατικοί αξιωματούχοι, μικροί και μεγάλοι, κατάφερναν μέσω της καριέρας τους στην κρατική διοίκηση ή στην κρατική γραφειοκρατία/υπαλληλία να ζουν μια πολυτελή ζωή και να συγκεντρώνουν τον ανάλογο πλούτο. Ο συνδυασμός ατομικής περιουσίας και κρατικών αξιωμάτων, ήταν ένας σίγουρος δρόμος για να εισέλθει κάποιος στην «τάξη» των δυνατών. Γνωρίζουμε πως ο Ιωάννης ο Λυδός(έζησε τον 6ο αιώνα), ένας μέσης βαθμίδας δημόσιος υπάλληλος, κέρδισε μέσα σε ένα χρόνο «τίμια»(όπως ο ίδιος λέει) 1000 χρυσά νομίσματα από προμήθειες.[30]
Φυσικά όπως είδαμε και πρωτύτερα, ένας ακόμη δρόμος προς τον πλουτισμό και την πολυτελή ζωή ήταν η εκκλησιαστική καριέρα. Το αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής γης, η συνεχής συσσώρευση πλούτου μέσω των δωρεών και η στενή σχέση της με το κράτος, έδινε στα μέλη της των ανώτερων και μέσων βαθμίδων πολλές ευκαιρίες.[31] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Επισκόπου Αναστασιουπόλεως που ήδη παραθέσαμε.
Όμως και η στρατιωτική καριέρα πρόσφερε ευκαιρίες για πλουτισμό και κοινωνική άνοδο, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις πληροφορίες που έχουμε για τον Βελισάριο, έναν μεγάλο στρατηγό που έζησε τα χρόνια του Ιουστινιανού. Όταν ο συγκεκριμένος στρατηγός έπεσε σε δυσμένεια, το μέρος της περιουσίας του που δημεύτηκε έφτανε τα 216.000 χρυσά νομίσματα.[32]
Εφόσον όμως είδαμε μερικούς από τους πιο συνηθισμένους τρόπους που μπορούσε να αποκτήσει κανείς πλούτο στο Βυζάντιο, ας ρίξουμε μια ματιά στον πολυτελή τρόπο ζωής που μπορούσε να οδηγήσει ο πλούτος αυτός όσους τον κατείχαν, και ποιες ήταν εκείνες οι απολαύσεις και τα προνόμια που στερούνταν όσοι δεν τον κατείχαν.
Όσο η αστική ζωή βρισκόταν σε άνθιση, η πόλη ήταν το μέρος εκείνο που μπορούσε να απολαύσει κάποιος τον πλούτο του. Ακόμα όμως και όταν η αστική ζωή δεν βρισκόταν σε άνθιση, οι διάφοροι αξιωματούχοι της εκκλησίας και του κράτους, αλλά και όσοι πλούσιοι ζούσαν στην επαρχία[33], προσπαθούσαν να περνούν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στις πόλεις που διατηρούταν[34], έστω και ως ένα βαθμό, ο αστικός τρόπος ζωής(τουλάχιστον όσο δεν υπήρχαν προβλήματα επισιτισμού και επιδημιών). Τι περιελάμβανε όμως αυτός ο τρόπος ζωής που τον έκανε τόσο ελκυστικό;
Στις πόλεις λοιπόν μπορούσε κανείς να απολαύσει δημόσια λουτρά, θεάματα(θέατρο ιππόδρομος), να έρθει σε επαφή με φίλους, να διασκεδάσει στις ταβέρνες και στην αγορά, να επισκευθεί μεγάλους και πολυτελείς ναούς. Σε όλες αυτού το είδους τις επίγειες απολαύσεις μπορούσε κανείς να ξοδέψει μεγάλα χρηματικά ποσά αλλά και χρόνο, όπως μας αποκαλύπτει ο ιστορικός Μένανδρος(6ος αιώνας), έχοντας ιδία πείρα. Ο Μένανδρος μας περιγράφει πως σπατάλησε τα νιάτα του και εγκατέλειψε τις σπουδές του, για χάρη του ιπποδρόμου, της παντομίμας και της πάλης.[35]Τέλος οι πόλεις αποτελούσαν εμπορικά κέντρα στις οποίες μπορούσε ο εύπορος να αγοράσει μια σειρά από καταναλωτικά προϊόντα, την ίδια βέβαια στιγμή που το εξαθλιωμένο ή φτωχό πλήθος πάσχιζε να εξασφαλίσει προϊόντα πρώτης ανάγκης. Εδώ δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε, ότι κατά μεγάλο μέρος της μέσης βυζαντινής περιόδου, η ζωή στις πόλεις είχε γίνει ιδιωτική και ο κόσμος περνούσε τις περισσότερες ώρες εντός της οικείας του.[36]
Εκτός όμως από τις ιδιαίτερες απολαύσεις που πρόσφερε ο πλούτος σε όσους τον κατείχαν, τους πρόσφερε παράλληλα και ασφάλεια. Η αμοιβή που ζητούσε για παράδειγμα ένας γιατρός, αντιστοιχούσε στον μισθό ενός ολόκληρου χρόνου ενός ανειδίκευτου εργάτη.[37]Επίσης, ιδιαίτερα την εποχή που οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποκτούσαν μεγάλη εξουσία και πλούτο, χρειαζόταν προσωπική προστασία, την προστασία αυτή μπορούσε να τους την παράσχει η δημιουργία ιδιωτικής φρουράς ή ιδιωτικού στρατού. Η παρουσία των ιδιωτικών στρατών άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα έντονη από τον 11 αιώνα και ύστερα και δεν μπορούμε παρά να κάνουμε(έστω και τηρουμένων των αναλογιών) την αντιστοιχία με τους στρατούς των μεγάλων ευρωπαίων φεουδαρχών. Βέβαια μεγάλο μέρος της περιουσίας και του ίδιου του κράτους πήγαινε υπέρ της διατήρησης στρατού, που ως σκοπό του είχε την διαφύλαξη των συνόρων αλλά και την διεξαγωγή επεκτατικών πολέμων, ενώ σε πολυάριθμες περιπτώσεις γινόταν όργανο κατάληψης η υπεράσπισης της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Συμπεράσματα
Όπως παρατηρούμε και στην εργασία, οι κάτοχοι του πλούτου και της δύναμης στο Βυζάντιο, τα ανώτερα δηλαδή κοινωνικά στρώματα, δεν διακρινόταν για την ομοιογένεια τους, ούτε και είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά όλα τα χρόνια της αυτοκρατορίας. Συχνά στην κορυφή βρισκόταν οι στρατιωτικοί ηγέτες, άλλοτε οι κρατικοί αξιωματούχοι της ρωμαϊκής παράδοσης , ενώ σταθερά αυξανόμενη στο χρόνο εξουσία(και περιουσία) έδειχναν να έχουν οι εκκλησιαστικοί ηγέτες και η εκκλησία.
Αυτό που από ένα σημείο και μετά είναι ξεκάθαρο, είναι το γεγονός ότι ο πλούτος σχετίζεται με το ποιος ελέγχει την γη. Για παράδειγμα την εποχή άνθισης των θεματικών στρατών, που την γη την έχει σε μεγάλο βαθμό ο στρατός, τον έλεγχο του κράτους τον έχουν οι στρατιωτικοί ηγέτες. Όταν αρχίζουν να επανεμφανίζονται οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, μεγάλη εξουσία περνάει σε αυτούς και οι όποιες προσπάθειες του κράτους να τους ελέγξει ή έστω να τους περιορίσει με διάφορα νομοθετήματα, ναυαγούν.
Ακόμα ένα χαρακτηριστικό της βυζαντινής κοινωνίας είναι οι έντονες αντιθέσεις μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, της «καλής ζωής» και της εξαθλίωσης, του αγώνα για εξουσία και του αγώνα για επιβίωση.
Όσο ανθεί ο αστικός τρόπος ζωής, οι πόλεις είναι μεγάλα κέντρα διοικητικής εξουσίας αλλά και τρυφηλού βίου. Όσο παρακμάζει ο αστικός τρόπος ζωής, η διοίκηση διαχέεται στην περιφέρεια. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ζωτικότητα των πόλεων τροφοδοτείται από την ύπαιθρο, αφού η κύρια πηγή πλούτου του κράτους, είναι η φορολόγηση των αγροτικών πληθυσμών.
Τέλος, παρατηρούμε ότι σταδιακά και επίπονα το Βυζάντιο εγκαταλείπει τον ρωμαϊκό του χαρακτήρα, τα αξιώματα και τους «τρόπους» που σχετιζόταν με αυτόν και ακολουθεί την Δυτική Ευρώπη στο δρόμο προς την φεουδαρχία. Η διαδικασία αυτή εξαιτίας και του ρωμαϊκού παρελθόντος καθυστερεί, ενώ γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Από τον 10ο αιώνα και μετά η κεντρική εξουσία αρχίζει να διασπάται για τα καλά και εμφανίζεται μια μέση τάξη εμπόρων και αστών αντίστοιχη με αυτή των Δυτικών, που δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει νωρίτερα, όταν το κράτος έλεγχε ασφυκτικά το εμπόριο. Η τάση αυτή ανακόπτεται από την οικονομική και στρατιωτική εισβολή της Δύσης.
Βιβλιογραφία:
– Τηλέμαχος Κ. Λουγγής, Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας, Α’ Τόμος(324-1204), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998
– Cyril Mango, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, εκδόσεις ΜΥΕΤ, Αθήνα 2010, μτφ. Δημήτρης Τσουγκαράκης
– Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Το πολίτευμα και οι θεσμοί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κράτος-διοίκηση-οικονομία-κοινωνία, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004
– http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10947
[1] Σύμφωνα όμως με τον Λουγγή εκείνη την περίοδο η μεγάλη ιδιοκτησία συνέχισε να δεσπόζει, «…στο πρώιμο Βυζάντιο, ως το 650 περίπου, δέσποζε η μεγάλη ιδιοκτησία…»(Τηλέμαχος Κ. Λουγγής, Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας, Α’ Τόμος(324-1204), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998, σελ. 223).
[2] Cyril Mango, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, εκδόσεις ΜΥΕΤ, Αθήνα 2010, μτφ. Δημήτρης Τσουγκαράκης, σελ. 57.
[3] Σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, το πέρασμα από την αρχαία στην φεουδαρχική κοινωνία χαρακτηριζόταν από την μετατόπιση του κέντρο των εξελίξεων, που στην αρχαία κοινωνία ήταν η πόλη, στην αγροτική ύπαιθρο.( Λουγγής, στο ίδιο, σελ. 26).
[4] Λουγγής, στο ίδιο, σελ. 26.
[5] Λουγγής, στο ίδιο, σελ. 140.
[6] Mango, στο ίδιο, σελ.102.
[7] Mango, στο ίδιο, σελ. 70.
[8] Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Το πολίτευμα και οι θεσμοί της Βυζαντινής αυτοκρατοριας, κράτος-διοίκηση-οικονομία-κοινωνία, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004, σελ. 336-337.
[9] Χριστοφιλοπούλου, στο ίδιο, σελ.167.
[10] Mango, στο ίδιο, σελ.44-45.
[11] Σε μια προσπάθεια να μην ερημώσουν οι πόλεις της περιφέρειας, αλλά και επειδή οι αυτοκράτορες αρχίζουν να φοβούνται την επικίνδυνη(Λουγγής, στο ίδιο, σελ.41,61).
[13] Οι βουλευτές ήταν μέλη του τοπικού κοινοβουλίου των πόλεων, προερχόταν από τα ψηλά κοινωνικά στρώματα, συχνά κατείχε πλούτο και κρατικά αξιώματα. Ο θεσμός αυτός κληρονομείται από την δυτική αυτοκρατορία.
[14] Χριστοφιλοπούλου, στο ίδιο, σελ, 66-68.
[15] Αναπαράγοντας έτσι τις σχέσεις υποτέλειας και εξάρτησης.
[16] Mango, στο ίδιο, σελ. 49, 51 – 53.
[17] Λουγγής, στο ίδιο, 77.
[18] Λουγγής, στο ίδιο, 280-281.
[19] Τόσο εξαιτίας των συνεχών πολέμων και της πολιτικής αστάθειας, όσο και εξαιτίας των συχνών επιδημιών που αποδεκάτιζαν των πληθυσμό των πόλεων.( Mango, στο ίδιο, σελ. 86-87).
[20] Διοικητικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας.
[21] Λουγγής, στο ίδιο, σελ. 190-191.
[22] Η Αίγυπτος συγκεκριμένα τροφοδοτούσε με σιτηρά την Κωνσταντινούπολη.
[23] Χριστοφιλοπούλου, στο ίδιο, σελ. 152,155.
[24] Χριστοφιλοπούλου, στο ίδιο, σελ. 154.
[25] Οι δυνατοί ήταν άνθρωποι που είτε προσωπικά, είτε μέσω τρίτων, ήταν σε θέση να τρομοκρατούν του πωλητές(γης) ή να τους δωροδοκούν με υποσχέσεις προστασίας. Ήταν κάτοχοι πολιτικών ή στρατιωτικών τίτλων, μέλη της αυτοκρατορικής συγκλήτου, επαρχιακοί διοικητές, επίσκοποι, ηγούμενοι.( Mango, στο ίδιο,σελ. 67).
[26] Mango, στο ίδιο, σελ. 66-67.
[27] Mango, στο ίδιο, σελ. 53.
[28] Mango, στο ίδιο, σελ. 55-56.
[29] Mango, στο ίδιο, σελ. 91-92.
[30] Mango, στο ίδιο, σελ. 54
[31] Χριστοφιλοπούλου, στο ίδιο, σελ. 153.
[32] Mango, στο ίδιο, σελ. 54.
[33] Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες για παράδειγμα, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν μια κατοικία στην Κωνσταντινούπολη(Χριστοφιλοπούλου, στο ίδιο, σελ. 334.
[34] Mango, στο ίδιο, σελ. 64-65.
[35] Mango, στο ίδιο, σελ. 80-82.
[36] Mango, στο ίδιο, σελ. 103
[37] Mango, στο ίδιο, σελ. 99.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Read Full Post »