Μεθοδολογικά ζητήματα στην ιστορική κοινωνιολογία
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται μια σειρά από μεθοδολογικά ζητήματα στην ιστορική κοινωνιολογία. Τι είναι όμως η ιστορική κοινωνιολογία; Είναι κάτι που προκύπτει από το πάντρεμα δύο επιστημών σε ένα γάμο που συμμετέχουν και οι δύο εξ’ ίσου, ή μήπως πρόκειται για μια υπηρεσία που προσφέρει η ιστορία στην κοινωνιολογία, ή είναι ένας ακόμη κλάδος της κοινωνιολογίας ο οποίος απλά δανείζεται κάποια χαρακτηριστικά από την επιστήμη της ιστορίας; Προσωπικά δεν μπορώ να δώσω έναν απλό ορισμό, άλλωστε πόσα πράγματα μπορεί να καταλάβει κάποιος μέσα από έναν απλό ορισμό; Ένας καλός τρόπος κατά τη γνώμη μου για να δώσουμε απάντηση στο τι είναι η ιστορική κοινωνιολογία, τι περιλαμβάνει και τι αναζητά, είναι να παρακολουθήσουμε τον μεθοδολογικό διάλογο, ανάμεσα σε διακεκριμένους κοινωνιολόγους(πολλοί από τους οποίους είναι θεράποντες της ιστορικής κοινωνιολογίας), ο οποίος αναπτύσσεται στα παρακάτω υπό εξέταση άρθρα.
Η δομή της εργασίας ακολουθεί την χρονική σειρά έκδοσης των άρθρων. Κάθε κεφάλαιο αντιστοιχεί σε ένα από τα άρθρα, και αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να παρουσιάσω, και όπου χρειαστεί να σχολιάσω ή να συγκρίνω μεταξύ τους, τα βασικά επιχειρήματα του κάθε ενός από τους έξι συγγραφείς. Στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας, παρουσιάζω μερικά από τα πιο κεντρικά κατά τη γνώμη μου συμπεράσματα που προκύπτουν και από τα έξι άρθρα.
Kai T. Erikson, η κοινωνιολογία και η ιστορική οπτική (1970)
Ο Erikson ασκεί κριτική στους αμερικάνους κοινωνιολόγους, υποστηρίζοντας ότι τα έργα τους –πέρα από κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις- στερούνται κοινωνιολογικής ματιάς. Μας αναφέρει ότι ακόμη και ο ίδιος, πριν αποκτήσει εμπειρία στο πεδίο της ιστορικής κοινωνιολογίας, ήταν πεπεισμένος ότι η μελέτη της ιστορίας και η μελέτη της κοινωνικής ζωής, αποτελούν δύο διαφορετικές μορφές επιστημονικού στοχασμού. Η τριβή του με την μελέτη ιστορικών αρχείων τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι παραδοσιακές διακρίσεις μεταξύ της ιστορίας και της κοινωνιολογίας, δεν έθεταν κανένα πραγματικό εμπόδιο στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται σήμερα η κοινωνική έρευνα. Ο Erikson ενδιαφέρεται να παραθέσει τις αιτίες εκείνες εξαιτίας των οποίων, οι αναστολές που δυσκολεύουν την όποια προσέγγιση μεταξύ ιστορίας και κοινωνιολογίας, συνεχίζουν να υφίστανται.[1]
Στο σημείο αυτό, καλό θα ήταν να εξετάσουμε μερικές από τις τυπικές –παραδοσιακές- διακρίσεις μεταξύ ιστορίας και κοινωνιολογίας στις οποίες ο Erikson αναφέρεται. Μια από τις πιο βασικές διακρίσεις πηγάζει από την αντίληψη πως οι ιστορικοί ασχολούνται με το «παρελθόν» ενώ οι κοινωνιολόγοι με το «παρόν», και αυτό είναι κάτι καθορίζει τόσο το είδος των τεκμηρίων τους αλλά και τον τρόπο που τα συγκεντρώνουν. Οι ιστορικοί δηλαδή βασίζονται στον παράγοντα τύχη, αφού τα όποια δεδομένα έρθουν στο φως θα είναι εκείνα που έχουν τελικά ανακαλυφθεί από το σύνολο όσων έχουν επιβιώσει στο χρόνο και δεν έχουν χαθεί για πάντα. Ο κοινωνιολόγος από την άλλη, είναι δυνατόν να δημιουργήσει τις δικές του πηγές πληροφοριών, αφού μπορεί με σχεδιασμένη έρευνα πεδίου να παραγάγει νέα δεδομένα.[2]
Για τον Erikson η συγκεκριμένη διάκριση έχει χάσει πλέον την ισχύ της, και αυτό επειδή τόσο οι ιστορικοί όσο και οι κοινωνιολόγοι έχουν σταματήσει να «κάθονται στα αυγά τους» και αναζητούν αμφότεροι νέες πηγές πληροφοριών. Οι ιστορικοί έχουν αρχίσει να κάνουν χρήσεις μεθόδων με τις οποίες παράγουν τα δικά τους δεδομένα, ενώ οι κοινωνιολόγοι συχνά χρησιμοποιούν τις ίδιες πηγές με τους ιστορικούς, με αυτόν τον τρόπο αυξάνονται τα διαθέσιμα δεδομένα τους, αλλά και τα διαθέσιμα είδη δεδομένων.
Όμως, ακόμη και η ίδια η έρευνα των κοινωνιολόγων πάνω στα διάφορα κοινωνικά ζητήματα, γίνεται τελικά με την πάροδο του χρόνου τεκμήριο για τους ιστορικούς, όταν και εφόσον μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτή.[3]
Παρόλα αυτά, μέσα στα μυαλά πολλών ιστορικών και πολλών κοινωνιολόγων η τυπική αυτή διάκριση υπάρχει. Για τον Erikson, η ρίζα αυτής της αντίληψης πρέπει να αναζητηθεί στο διαφορετικό επαγγελματικό κλίμα που επικρατεί στο εσωτερικό των δυο επιστημονικών πεδίων. Η δουλειά του ιστορικού διεξάγεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα σπάνεως, ενώ η δουλειά του κοινωνιολόγου, αν θεωρήσουμε ότι αυτός περιορίζεται στο παρόν, γίνεται μέσα σε ένα κλίμα αφθονίας. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο ιστορικός, σε αντίθεση με τον κοινωνιολόγο, δεν έχει την πολυτέλεια της δειγματοληψίας. Η αίσθηση αυτή, ότι δηλαδή ιστορικοί και κοινωνιολόγοι δουλεύουν με έναν θεμελιωδώς διαφορετικό τρόπο, δυσκολεύει την προσέγγιση του πεδίου της ιστορικής έρευνας από ένα κοινωνιολόγο, όπως επίσης και το αντίστροφο.[4]
Μια άλλη διάκριση στην οποία αναφέρεται ο Erikson είναι αυτή μεταξύ «ιδιογραφικού» και «νομοθετικού», όπου θέλει τους ιστορικούς να ασχολούνται με το ιδιαίτερο και τους κοινωνιολόγους με το γενικό, το διαχρονικό, το «νομοτελειακό». Για τον Erikson ωστόσο, κάθε συμβάν έχει τόσο την ιδιογραφική όσο και την γενική πλευρά του.[5] Για παράδειγμα μια απεργιακή κινητοποίηση, ως φαινόμενο, ανήκει σε μια ευρύτερη/γενικότερη κατηγορία, αυτή των απεργιών, όμως ταυτόχρονα κάθε απεργία έχει παράλληλα τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η επιστημονική πειθαρχία του καθενός είναι εκείνη που συνήθως μεσολαβεί, και έτσι οι κοινωνιολόγοι τείνουν να εστιάζουν στα γενικά χαρακτηριστικά ενός συμβάντος, στα μοτίβα, ενώ οι ιστορικοί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στις διακριτές δράσεις κάποιων προσωπικοτήτων, κλπ. Στην πράξη βέβαια, και οι ιστορικοί συχνά αναγκάζονται να γενικεύσουν αλλά και οι κοινωνιολόγοι να ασχοληθούν με ιδιαιτερότητες, όμως αυτό είναι κάτι που συσκοτίζεται εξαιτίας της κατεστημένης αντίληψης που περιγράψαμε παραπάνω.[6]
Η συνήθεια που έχουν οι κοινωνιολόγοι να θέλουν να γενικεύουν αποτυπώνεται στο ερευνητικό τους έργο, όχι πάντα με θετικό τρόπο. Ο Erikson το εντοπίζει αυτό τόσο στους τίτλους των πονημάτων τους, όσο και στους προλόγους τους.
«Ας πάρουμε ως παράδειγμα τους τίτλους: η κοινωνιολογία πρέπει να είναι ένα από τα λίγα ακαδημαϊκά πεδία όπου μια μελέτη για τις τιμές των υπηρεσιών στα νοσοκομεία της Μασαχουσέτης θα μπορούσε να ονομαστεί ψύχωση και πολιτισμός ή όπου μια μελέτη για τους νέους άνδρες και τις νέες γυναίκες στη βιομηχανική Αγγλία θα ονομαζόταν Νεολαία και κοινωνική τάξη(για να αναφέρω δύο μελέτες που θεωρώ θαυμάσιες).»[7]
Αναλόγως, πολλοί πρόλογοι κοινωνιολογικών έργων, προαναγγέλλουν αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει σαν κάτι πολύ γενικό, ενώ τελικά μπορεί να αφορά απλά την εξέταση ενός φαινομένου προσδιορισμένου σε πολύ συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο Erikson αναφέρεται και σε ένα άλλο ζήτημα το οποίο έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει και με την δεοντολογία της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Συχνά τα δεδομένα μιας έρευνας που γίνεται στο παρόν και αφορά δρώντα υποκείμενα, είναι τόσο ευαίσθητα, που οι ταυτότητες των υποκειμένων και ο τόπος που αυτά ζουν πρέπει να μείνει κρυφός έτσι ώστε αυτά να προστατευθούν. Όταν όμως μια έρευνα πεδίου για παράδειγμα, αφορά συγκεκριμένο τόπο, κοινότητα, γειτονιά, ίδρυμα κλπ, και αυτά αποκρύβονται, η αξία των αποτελεσμάτων της έρευνας πλήττεται. Αυτό συμβαίνει επειδή, παρ’ ότι τα δεδομένα μιας τέτοιου τύπου έρευνας αφορούν ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό/χωρικό πλαίσιο, με το να μην αποκαλύπτεται αυτό το πλαίσιο, η εξειδικευμένη έρευνα χάνει την αξία της ως τέτοια και τα όποια αποτελέσματα εξάγονται από αυτή, ανάγονται [αυτομάτως] από το ειδικό στο γενικό.[8]
Τα δυο αυτά μεθοδολογικά «τείχη» μεταξύ ιστορίας και κοινωνιολογίας, δηλαδή η διάκριση ιδιογραφικού/νομοθετικού και η αντίληψη ότι η κοινωνιολογία ασχολείται με το παρόν και η ιστορία με το παρελθόν, δεν απεικονίζουν από μόνα τους κάποια πολύ επιβλητική διαφορά σε πρακτικό επίπεδο σύμφωνα με τον Erikson. Αυτό που ουσιαστικά συγκαλύπτεται πίσω από αυτές τις δύο διακρίσεις, είναι τα επαγγελματικά αντανακλαστικά του κάθε επιστημονικού αντικειμένου, ας δούμε τι έχει να μας πει ο ίδιος για αυτό.
«Όταν, για παράδειγμα, ένας κοινωνιολόγος μελετά μια συνομιλία μεταξύ δύο ατόμων, είναι προφανώς εκπαιδευμένος να παρατηρεί τη μορφή της σχέσης μάλλον, παρά τη συμβολή του κάθε ατόμου που συμμετέχει σε αυτή –τις λέξεις και τις χειρονομίες που εκπορεύονται από ένα κοινό πολιτισμικό λεξιλόγιο, και λιγότερο αυτές που υποδηλώνουν ατομικές ιδιοσυγκρασίες. Είναι εκπαιδευμένος να κατευθύνει το βλέμμα του στο χώρο ανάμεσα στα διαντιδρώντα άτομα, και λιγότερο σε εκείνον που καταλαμβάνει το καθένα ως ξεχωριστή οντότητα· να αντιλαμβάνεται τα δυο άτομα ως μια και μόνη κοινωνική μονάδα, και όχι τόσο ως αντικείμενα διακριτά στον χώρο τα οποία έτυχε να διασταυρωθούν για μια φευγαλέα στιγμή. Βλέπει τα δρώντα υποκείμενα ως αντανακλάσεις της τάδε ή της δείνα θέσης στην κοινωνική ιεραρχία –ως φορείς κοινωνικού κύρους, ως υποκείμενα που παίζουν κοινωνικούς ρόλους, ως εκπροσώπους ταξικών συμφερόντων ή εθνοτικών παραδόσεων.»[9]
Η αλήθεια είναι πως έχω κάποιες αμφιβολίες σχετικά με το αν θα καλοδέχονταν οι θιασώτες του «μεθοδολογικού ατομισμού» αυτήν την αντίληψη του Erikson, σίγουρα όμως υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κοινωνιολόγων που σκέφτονται κατ αυτόν τον τρόπο. Πάντως με το να το κάνουν αυτό οι κοινωνιολόγοι, γίνονται καλύτεροι στο να εστιάζουν σε κάποιες διαστάσεις ενός φαινομένου, ενώ μαθαίνουν να μην προσέχουν κάποιες άλλες. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που ένας αριθμός από αυτούς που μετέχουν στην επιστημονική πειθαρχία της κοινωνιολογίας, δεν αντιλαμβάνεται το τίμημα της «εξειδικευμένης του οπτικής», με αποτέλεσμα η μεθοδολογία του και οι έξεις του – που διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να εξυπηρετούν κάποιους πρακτικούς σκοπούς – να τον περιορίζουν τελικά στο εσωτερικό τους.[10]
Ο Erikson θεωρεί ότι υπάρχει πρόβλημα και με τον τρόπο που οι κοινωνιολόγοι διαχειρίζονται τον παράγοντα χρόνο. Αποτελεί κάτι σαν επαγγελματικό τους αντανακλαστικό(τουλάχιστον στις ΗΠΑ), να παγώνουν το χρόνο προκειμένου να αποκτήσουν μια πιο ξεκάθαρη όψη των σχεσιακών μοτίβων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχει δυσκολία στο να αντιληφθούν τον χρόνο στη συνέχεια του, στη ροή του, κάτι που το φανερώνει και το επιστημονικό τους λεξιλόγιο. Έννοιες όπως διαντίδραση, ανταλλαγή, ισοζύγιο, ισορροπία, λειτουργία, συναίνεση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν σχέσεις παράλληλες, όμως δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αφηγηματικού τύπου αναλύσεις.[11]
Ο Erikson(και όχι μόνο όπως θα δούμε παρακάτω) διακρίνει προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο οι αμερικάνοι κυρίως κοινωνιολόγοι περιγράφουν την κοινωνική μεταβολή, και για αυτό φταίει σε μεγάλο βαθμό το ότι έχουν συνηθίσει να παγώνουν το χρόνο. Εκείνο που στην ουσία κάνουν, είναι να εφιστούν την προσοχή στα διαδοχικά στάδια ανάπτυξης ενός θεσμού ή μιας δομής, σαν να είναι αυτός ο μοναδικός τρόπος να εντάξουμε το στοιχείο του χρόνου στις αναλύσεις μας. Χρησιμοποιούν θα έλεγε κανείς αυτά τα επινοημένα στάδια ισορροπίας ως να ήταν δομικά υλικά, και τα στοιβάζουν το ένα πάνω στο άλλο. Ενώ αντίθετα, όπως υποστηρίζει ο Erikson, οι ιστορικοί βλέπουν την μεταβολή ως μια πολυμεταβλητή ροή στο χρόνο.[12] Η λεπτή ειρωνεία που κατά τη γνώμη μου υποβόσκει εδώ, είναι ότι όσον αφορά στο πώς διαχειρίζονται τον χρόνο οι κοινωνιολόγοι, λειτουργούν ιδιογραφικά, με την έννοια ότι αναζητούν και αναγνωρίζουν διακριτές ιδιαίτερες στιγμές μέσα σε αυτόν. Εκεί λοιπόν, που στις τρείς διαστάσεις οι κοινωνιολόγοι θα αναζητούσαν πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ δρώντων υποκειμένων, δομών, λειτουργιών, εθνών και ομάδων, όταν μπαίνει στο παιχνίδι η «τέταρτη διάσταση»- ο χρόνος δηλαδή- εκείνοι τεμαχίζουν.
Ακόμη ένα εμπόδιο μεταξύ των δυο πειθαρχιών πηγάζει από το τι θεωρεί η κάθε μια ότι αποτελεί εξήγηση ενός φαινομένου. Οι ιστορικοί θεωρούν πως ένα φαινόμενο εξηγείται από τη στιγμή που μπορούν να αφηγηθούν μια αληθοφανή ιστορία σε σχέση με την ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν στο φαινόμενο αυτό. Επειδή ακριβώς τα τεκμήρια τους είναι λειψά, αφού κάποια έχουν χαθεί για πάντα στο χρόνο, συμπληρώνουν τα στοιχεία που τους λείπουν με χρήση της διαίσθησης τους και της φαντασίας τους, η οποία για τον Erikson αποτελεί και αυτή εργαλείο έρευνας(βέβαια εδώ τίθεται κατά τη γνώμη μου ζήτημα μέτρου, δηλαδή από κάποια όρια και πέρα, αν το παρακάνουμε με την διαίσθηση και τη φαντασία, η ιστορική αφήγηση μπορεί να καταντήσει ιστορικό παραμύθι). Οι κοινωνιολόγοι από την άλλη, θεωρούν ότι έχουν εξηγήσει ένα φαινόμενο, όταν μπορούν να ανιχνεύσουν τη σύνδεση του με άλλους θεσμούς και δυνάμεις εντός του περιβάλλοντος που το περικλείει. Τα ιστορικά τεκμήρια συνήθως δεν επαρκούν ώστε να μπορούν οι κοινωνιολόγοι να κάνουν τούτη τη σύνδεση, και σε συνδυασμό με την μη εξοικείωση τους με την ιστορική αφήγηση, τους κάνει απρόθυμους να ασχοληθούν με το παρελθόν.[13]
Μιλάει όμως ο Erikson και για ένα άλλο ζήτημα, αυτό της αίσθησης της εγγύτητας του ερευνητή με τα δεδομένα του. Οι κοινωνιολόγοι τείνουν να πορεύονται σαν να έχουν προσωπική εποπτεία των δεδομένων που χρησιμοποιούν, η εντύπωση αυτή τους δημιουργείται επειδή σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να έρθουν σε επαφή με το πεδίο τους. Υπάρχουν, ωστόσο, άλλες περιπτώσεις που οι κοινωνιολόγοι βρίσκονται σε ανάλογη απόσταση από τα δεδομένα τους όπως και οι ιστορικοί, αφού αυτά τελικά δεν συγκεντρώνονται από τους ίδιους, αλλά από φοιτητές τους, βοηθούς τους, εξειδικευμένους οργανισμούς κλπ. Η ψευδαίσθηση όμως που έχουν, αυτή της εγγύτητας των δεδομένων, τους οδηγεί σε μια άλλη ψευδαίσθηση, όπου πιστεύουν ότι τα τεκμήρια τους αναπαριστούν τα πράγματα ως έχουν, αυτό μεταξύ άλλων αμβλύνει και την ικανότητα τους για αναστοχασμό(ο Mann, όπως θα δούμε παρακάτω, ονομάζει αυτό το φαινόμενο «δεδομενολαγνεία»).
Η ενασχόληση ενός κοινωνιολόγου με το παρελθόν – επειδή ακριβώς η διαδικασία άντλησης και η φύση των τεκμηρίων του παρελθόντος δεν προσφέρει αυτήν την ψευδαίσθηση(της εγγύτητας και της πληρότητας των δεδομένων) – τον προσγειώνει στην πραγματικότητα. Ο ερευνητής που δεν θα κάνει πίσω όταν θα το συνειδητοποιήσει αυτό, θα αναγκαστεί να είναι πιο επιφυλακτικός στη σχέση του με τα δεδομένα, την προέλευση τους, την αξιοπιστία τους, την γνησιότητα τους κ.α.[14] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Erikson σε σχέση με την έρευνα αρχείου:
«Τα αρχεία δεν είναι τα τυχαία απομεινάρια μιας νεκρής εποχής, όπως τα ερείπια που ανακαλύπτονται σε έναν αρχαιολογικό χώρο. Κάθε γενιά ανθρώπων που έζησε έκτοτε έχει λειτουργήσει για ένα διάστημα ως φύλακας αυτών των αρχείων, πράγμα που σημαίνει ότι, από πολλές απόψεις, το αρχειακό υλικό που επιβίωσε δεν αποτελεί τεκμήριο μοναχά για τα πρώτα χρόνια μετά την καταγραφή του αλλά και για όλα τα ενδιάμεσα.»[15]
Εξαιτίας λοιπόν της φύσης των τεκμηρίων του παρελθόντος, οι ιστορικοί, ή όσοι ασχολούνται με την ιστορική έρευνα, έχουν επίγνωση ότι τα δεδομένα τους έχουν περάσει, μέχρι να φτάσουν στα χέρια τους, μέσα από διάφορα φίλτρα. Έχουν μάλιστα επίγνωση ότι και οι ίδιοι λειτουργούν ως φίλτρα, και ότι το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς τους αποτελεί μια [καλύτερη ή χειρότερη] ερμηνεία του τι πραγματικά συνέβη στο παρελθόν. Στο βαθμό που η έρευνα του παρελθόντος μπορεί να διαμορφώσει αυτού του είδους τη συνείδηση στους κοινωνιολόγους, θα τους κάνει καλύτερους (δηλαδή πιο υποψιασμένους) και όσον αφορά στο πώς να διαχειρίζονται τα δεδομένα που συλλέγονται στο παρόν, τα οποία κάθε άλλο παρά ακριβή απεικόνιση/αντανάκλαση της πραγματικότητας αποτελούν.[16]
Παρακάτω, ο Erikson παρατηρεί ότι υπάρχει αυξητική τάση, τόσο των κοινωνιολόγων να περνούν στο στρατόπεδο της ιστορικής έρευνας, με στόχο να αναζητήσουν τα πλούσια αποθέματα δεδομένων που βρίσκονται στα ιστορικά αρχεία, όσο και των ιστορικών να κάνουν το ίδιο, προκειμένου να μάθουν νέες τεχνικές που θα τους βοηθήσουν να διαχειριστούν μεγάλους όγκους δεδομένων, αλλά και να βρουν νέες έννοιες, που θα τους επιτρέψουν να ταξινομήσουν το παρελθόν με κοινωνιολογικούς όρους.[17] Μέσα από αυτήν την «δοσοληψία» θα έπρεπε κατά τον Erikson οι κοινωνιολόγοι να μάθουν να σκέφτονται με αφηγηματικούς όρους.[18] Έτσι ίσως, θα μπορούσαν να διαχειρίζονται το χρόνο με «αναλογικό»(σαν ροές) αντί με «ψηφιακό»(σαν ακίνητες στιγμές ενδιαφέροντος, που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη) τρόπο , οπότε και να δώσουν καλύτερες ερμηνείες για την κοινωνική μεταβολή.
Πέρα από τα παραπάνω, οι κοινωνιολόγοι πρέπει να μάθουν να σκέφτονται σαν ιστορικοί, επειδή όπως πολλοί υποστηρίζουν, είναι στην πραγματικότητα «ιστορικοί του παρόντος». Οφείλουν δηλαδή να αντιληφθούν, ότι κάθε εποχή, ακόμη και αυτή μέσα στην οποία ζουν, είναι μια ιστορική εποχή, για αυτό και όλα αυτά τα οποία πρέπει να προσέχει κάποιος όταν ερευνά το παρελθόν, πρέπει να τα έχει υπόψη του και όταν ερευνά το παρόν. Αυτό είναι κάτι που αντανακλάται και στα έργα των κοινωνιολόγων, το φαινόμενο δηλαδή να είναι ένα έργο πολύ δημοφιλές την εποχή που δημιουργήθηκε, αλλά να θεωρείται ξεπερασμένο μερικές γενιές ή και λίγα χρόνια αργότερα.[19] Κάποιος κοινωνιολόγος που λαμβάνει υπ’ όψιν κάτι τέτοιο, ενδέχεται να μπορεί να παραγάγει έργα περισσότερο διαχρονικά(ή να μην έχει την ψευδαίσθηση ότι τα έργα του θα είναι το ίδιο επίκαιρα στο πέρασμα του χρόνου), σε σχέση με κάποιον που δεν το λαμβάνει.
Ο Erikson όμως υποστηρίζει, ότι εκτός από ιστορικός του παρόντος, ο κοινωνιολόγος είναι ταυτόχρονα και ένας συμμετέχων ιστορικός. Αυτό όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, επηρεάζει την παραγωγή των αποτελεσμάτων των ερευνών του. Το ζήτημα της επίδρασης του παρατηρητή είναι κάτι που, κατά τον Erikson, δεν έχει απασχολήσει πολύ συστηματικά τον κοινωνιολογικό στοχασμό. Μάλιστα οι κοινωνιολόγοι που ενδιαφέρονται για αυτό το ζήτημα αντιμετωπίζονται από τους συναδέλφους τους ως εκπρόσωποι μιας πιο «χαλαρής» παράδοσης, αυτής των ανθρωπιστικών σπουδών [soft and humanistic] σε αντίθεση με μια πιο «σκληρή» πιο επιστημονική παράδοση [hard and scientific]. Οι εκπρόσωποι της «σκληρής» παράδοσης, τείνουν μάλλον να έχουν υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στην αξιοπιστία των δεδομένων τους.[20]
Το πρόβλημα λοιπόν για τον Erikson, είναι ότι οι κοινωνιολόγοι εγκλωβίζονται μέσα στα πλαίσια της επιστημονικής πειθαρχίας τους. Ο ίδιος ορίζει την «επιστημονική πειθαρχία» ως εξής.
«[…]μια επιστημονική πειθαρχία είναι ένα σύνολο αντιλήψεων το οποίο μοιράζεται μια κοινότητα ερευνητών σχετικά με ζητήματα όπως: ποιο είναι το κατάλληλο είδος τεκμηρίων, ποια η ορθή μέθοδος έρευνας και ποια τα αρμόζοντα κριτήρια για την άσκηση κριτικής. Πιθανότατα, τούτες οι έννοιες δεν διαθέτουν κανένα άλλο κύρος πέρα από το γεγονός πως έχουν νόημα για τους ανθρώπους που τις συντηρούν, και, από αυτή την άποψη, μια επιστημονική πειθαρχία θα πρέπει να νοηθεί ως μια κανονιστική τάξη, ένα σύστημα πεποιθήσεων, ένα πολιτισμικό προϊόν.»[21]
Στο εσωτερικό της κάθε επιστημονικής πειθαρχίας, ορίζονται τα κριτήρια απόδοσης και αντικειμενικότητας, βάσει των οποίων αξιολογούνται οι έρευνες των συμμετεχόντων στις πειθαρχίες αυτές. Όμως με βάση αυτά τα κριτήρια αντικειμενικότητας, το να γίνεται κάποιος «περισσότερο αντικειμενικός», σημαίνει να καταβυθιστεί η ατομική του υποκειμενικότητα, στην υποκειμενικότητα μιας ευρύτερης συλλογικότητας(της εκάστοτε επιστημονικής πειθαρχίας). Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος, μια επιστημονική πειθαρχία να μετατραπεί σε άκαμπτη ορθοδοξία, όταν επιβιώνουν στο εσωτερικό της κανόνες που οι λόγοι για τους οποίου θεσπίστηκαν έχουν παρέλθει. Ο Erikson είναι αισιόδοξος για το μέλλον, αφού παρατηρεί ότι υπάρχουν τα σημάδια μιας στροφής προς ένα είδος ριζοσπαστικού σκεπτικισμού, μέσα από τον οποίο οι ερευνητές αμφισβητούν την ίδια τους τη νόηση και όλη την κατεστημένη κοινωνιολογική σκεύη.[22]
Philip Abrams, Το περί παρελθόντος αίσθημα και οι καταβολές της κοινωνιολογίας (1972)
Για τον Abrams η κοινωνιολογία συνιστά μια προσπάθεια κατανόησης της κατεύθυνσης της κοινωνικής μεταβολής. Αν κάτι υπάρχει κοινό στα ερευνητικά προγράμματα του Max Weber, του Talcott Parsons και τις κοινές μέριμνες του Theodor Geiger και Raymond Aron, αυτό είναι πως όλες τους κινούνται προς δυο συγκεκριμένες κατευθύνσεις. α) Να αναγνωρίσουν την ταυτότητα της βιομηχανικής κοινωνίας, σε αντιδιαστολή με προηγούμενους τύπους κοινωνιών β) να μπορέσουν να ανιχνεύσουν το πού οδεύει η εκβιομηχάνιση. Ακόμα και όταν κοινωνιολόγοι σαν τον Durkheim ή τον Parsons, προκειμένου να ξεφύγουν από αυτή τη δέσμευση, προσπαθούν να κατασκευάσουν υπερ-ιστορικές θεωρίες, αναγκάζονται αργά ή γρήγορα να «προσγειωθούν», και επιστρέφουν στην μελέτη των τάσεων μέσα από ιστορικά δεδομένα και κατασκευασμένα μοντέλα για το παρελθόν.[23]
Η μελέτη των νόμων των τάσεων, είναι για τον Abrams το στοιχείο που δίνει στην επιστημονική πειθαρχία την σημασία της και την κρισιμότητα της. Θεωρεί όμως, ότι οι τρόποι με τους οποίους η κοινωνιολογία μελετά τις εν λόγω τάσεις, αλλά και την ιστορική μετάβαση, κουβαλούν τις αδυναμίες μιας ριζικά εσφαλμένης μεθοδολογίας που έχει να κάνει με τον τρόπο που οι κοινωνιολόγοι αντιλαμβάνονται το παρελθόν.[24]
Μια από τις βασικές λειτουργίες της κοινωνιολογίας είναι η αποτύπωση δομικών συστημάτων(π.χ. φεουδαρχική κοινωνία, βιομηχανική κοινωνία, θεοκρατική κοινωνία, κλπ). Αυτό για τον Abrams δεν είναι κάτι κακό, αρκεί να μπορούσε ο δομισμός αυτού του είδους, να χρησιμεύσει ως βάση για την διαμόρφωση εξηγητικών σχημάτων για τον μετασχηματισμό αυτών των δομών, ή διαφορετικά, για την κοινωνική μετάβαση. Αντί όμως οι κοινωνιολόγοι να μεριμνούν για τέτοιου τύπου εξηγήσεις, αρκούνται στο να παραβάλουν δομικούς τύπους με έναν επιφανειακό και ιστορικά αβασάνιστο τρόπο.[25] Αντιπαραβάλλοντας δομικούς τύπους του παρελθόντος με το παρόν, κατασκευάζουν σχέσεις μεταξύ εννοιών, πχ ότι η «διευρυμένη οικογένεια» εξελίχθηκε σε «πυρηνική οικογένεια», και χωρίς να μελετούν στην πραγματικότητα το περιεχόμενο της μεταβολής, θεωρούν ότι αυτό αποτελεί εξήγηση του φαινομένου.
Το παράδειγμα που μας δίνει ο Abrams σε σχέση με το άρθρο του Parsons, «The Institutional Framework of Economic Development» είναι χαρακτηριστικό. Όταν ο Parsons εφαρμόζει το μοντέλο του για την εκβιομηχάνιση στις υπανάπτυκτες χώρες, λαμβάνει υπ’ όψιν του ότι το παρόν αυτών των χωρών διαφέρει από το προ-βιομηχανικό παρελθόν των ανεπτυγμένων χωρών. Όμως όταν μιλάει για το μέλλον αυτών των χωρών, χρησιμοποιεί το Ευρωπαϊκό μοντέλο εκβιομηχάνισης, που έχει σημείο εκκίνησης το δομικό τύπο της «παραδοσιακής κοινωνίας» και προορισμό το δομικό τύπο της «βιομηχανικής κοινωνίας».[26] Η διαδικασία πρόβλεψης αυτή, θυμίζει λίγο το κρεβάτι του Προκρούστη, αφού είναι σαν να εκβιάζουμε κάποιο φαινόμενο να χωρέσει στο εξηγητικό μας μοντέλο, χωρίς να έχουμε κάνει όλα αυτά που θα έπρεπε να είχαμε κάνει για να δούμε αν το εξηγητικό μας μοντέλο είναι κατάλληλο. Πόσο μάλλον όταν το εξηγητικό μας μοντέλο δεν αναλώνεται τόσο στο να περιγράψει την πορεία και τη διαδικασία μεταβολής από το Α στο Β, αλλά αρκείται στο να διαπιστώσει απλά ότι το Α μας έδωσε Β. Ο Abrams ενδιαφέρεται στο συγκεκριμένο δοκίμιο να αναφερθεί στις αιτίες αυτής της προβληματικής οπτικής.
Ο Abrams εξηγεί, ότι σκοπός του δεν είναι να δώσει άλλη μια ευκαιρία να αισθανθούν οι ιστορικοί ανώτεροι των κοινωνιολόγων(ίσως υπάρχει εδώ και κάποια νύξη για τη συμπάθεια που δείχνει ο Erikson στους ιστορικούς στο προηγούμενο άρθρο που εξετάσαμε), η ενασχόληση τους με την κοινωνική μεταβολή είναι κατά τη γνώμη του μέριμνα πολύ πιο σημαντική από τα συνήθη εγχειρήματα των ιστορικών. Αυτό που τον προβληματίζει είναι ότι άρτια ως προς τον στόχο αυτόν έργα, όπως είναι ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου του Marx, είναι αρκετά σπάνια στην κοινωνιολογία. Οι περισσότεροι αρκούνται στο να διατάσουν δομικούς τύπους στο χρόνο, αυτό όμως για τον Erikson είναι μοναχά μια αφετηρία, καθώς θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει η ουσιαστική, περιεκτική ανάλυση της δομικής μεταβολής, που δεν εξαντλείται με κανένα τρόπο στην παράθεση εννοιών.[27]
Το φαινόμενο αυτό, αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, αιτιολογείται ιστορικά από την εποχή στην οποία γεννήθηκε η κοινωνιολογία(19ο αιώνα).[28] Ήταν μια μεταβατική περίοδος κατάλυσης της τάξης, η οποία ώθησε τη διανόηση της εποχής να χρησιμοποιήσει το παρελθόν ως δεξαμενή για να προλέξει το μέλλον.[29] Ήταν απαραίτητο να βρεθεί ένα πλαίσιο αναφοράς, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσε να αντληθεί από το παρόν, αφού οι εξηγητικές έννοιες που υπήρχαν ήταν ακατάλληλες, η ραγδαία μεταβολή της κοινωνίας τις είχε καταστήσει παρωχημένες. Όμως έπρεπε να αλλάξει και ο τρόπος που αντιλαμβανόμασταν το παρελθόν, διότι μέχρι τότε, η ιστορική σχέση του παρόντος με το παρελθόν ήταν ένα ζήτημα καταγραφής της διάρκειας και της διαδοχής. Τώρα η πρόκληση ήταν να κατανοηθεί η βιομηχανική κοινωνία, η οποία ερχόταν σε ευθεία ρήξη με το παρελθόν.[30] Η «λύση» ήταν να κατασκευαστούν δομικοί τύποι, οι τύποι αυτοί αναπαριστούσαν την παραδοσιακή κοινωνία σε αντιπαραβολή με την βιομηχανική κοινωνία, ο ιστορικός χαρακτήρας του παρελθόντος σε εκείνη τη φάση αγνοήθηκε. Το κακό, όπως μας λέει ο Abrams, είναι ότι οι μετέπειτα κοινωνιολόγοι συνέχισαν να επιμένουν, στην πλειοψηφία τους, σε αυτούς τους δομικούς/ιδεατούς τύπους, και δεν προχώρησαν σε μια ουσιαστική μελέτη της ιστορικής μετάβασης. Το φαινόμενο αυτό ο Abrams το χαρακτηρίζει ως ανιστορικό ιστορικισμό της κοινωνιολογίας. Αν κάποιον πρέπει να εξαιρέσουμε από αυτές τις κατηγορίες, αυτός είναι ο Marx, ο οποίος πάντοτε ενδιαφερόταν πρωτίστως για τους μηχανισμούς μετάβασης και δευτερευόντως με την κατασκευή ιδεοτύπων.[31]
Στο ερώτηση γιατί δεν έγινε το παραπέρα βήμα, ο Abrams απαντά πως έπαιξε ρόλο το γεγονός πως η θεώρηση του παρελθόντος ως δομικός τύπος, είναι ένα υπόδειγμα που μας εξυπηρετεί, διότι επιτρέπει μια γενική περιγραφή της δομής και της πορείας της βιομηχανικής κοινωνίας. Κατά δεύτερον, αναπτύχθηκε σε μια εποχή που η κοινωνιολογία όφειλε να ξεχωρίσει από την ιστορία, η ενασχόληση της με ιστορικά στοιχεία έπρεπε να αναπτυχθεί με βάση τη δική της μεθοδολογία(ή πειθαρχία όπως είδαμε πιο πάνω στον Erikson). Η μεθοδολογία αυτή, δηλαδή η αντιπαραβολή δομικών τύπων, κατέληξε να μπαίνει αρκετές φορές εμπόδιο στην υιοθέτηση νέων τεχνικών και τρόπων ενασχόλησης με την ιστορία.[32]
Ακόμη ένας λόγος που οι δομικοί τύποι έχουν τόσο ευρεία διάδοση στην κοινωνιολογία, είναι ότι έπρεπε να δημιουργηθεί και ένα νέο λεξιλόγιο που να μπορεί να «εκφράσει» την νέα κατάσταση μέσα στην οποία η κοινωνιολογία «ανδρώθηκε». Οι όροι που αφορούσαν τις παραδοσιακές κοινωνίες ήταν ακατάλληλοι, οι δομές της κοινωνίας, οι σχέσεις των ανθρώπων μέσα σε αυτές τις δομές είχαν μεταβληθεί ριζικά. Το πρόβλημά του λεξιλογίου εντάχθηκε στην γενική προσπάθεια να περιγραφεί το παρόν ως ένας τύπος κοινωνικής ευταξίας. Υπήρχε ανάγκη να εξασφαλισθεί ένας γενικός, αφηρημένος κανόνας, στον οποίο θα μπορούσε αναχθεί η παρούσα μπερδεμένη κατάσταση, και με βάση αυτόν τον κανόνα θα γινόταν δυνατόν κατανοηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια σειρά από εννοιολογικά δίπολα, τα οποία έφερναν σε αντίθεση το παρελθόν με το παρόν.[33] Παράλληλα, κατασκευάστηκαν διάφορες θεωρίες για υποτιθέμενα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης. Και ο ένας τύπος εξήγησης και ο άλλος, αντιμετώπιζε την ιστορία σαν ένα απλό αντικείμενο. Έτσι η μεταβολή, δεν γίνονταν αντιληπτή ως αποτέλεσμα μιας συνεχούς ροής πολύπλοκων κοινωνικών διεργασιών, αλλά μέσα από ακίνητες στο χρόνο νοητικές κατασκευές.[34] Οι κοινωνιολόγοι μάλλον ένιωθαν ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να εξηγήσουν πως από το ένα στάδιο προέκυψε το επόμενο. Ο Abrams το αποκαλεί αυτό «συντομογράφηση της ιστορίας».[35] Με τη συντομογράφηση αυτή, κατέστη αδύνατον να αποτυπωθούν νόμοι της ανάπτυξης, οι οποίοι να επιβεβαιώνονται μέσα στο πέρασμα του χρόνου.[36]
Για τον Abrams, οι κοινωνιολόγοι δεν ενδιαφέρονταν να περιγράψουν τους μηχανισμούς της ιστορικής μετάβασης, εκείνο που τους ενδιέφερε στην ουσία, ήταν να κατακτήσουν μια θεωρία της νεωτερικότητας, και αν ήταν δυνατόν, της εκβιομηχάνισης. Συχνά, η έρευνα αποδεικνύει, ότι σχέσεις μεταξύ τύπων και εννοιών οι οποίες θεωρούνταν δεδομένες, τελικά δεν είναι και τόσο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της σχέσης της εκβιομηχάνισης με τη μεταβολή του οικογενειακού προτύπου και το πέρασμα από τη διευρυμένη οικογένεια στην πυρηνική οικογένεια. Οι σχετικές έρευνες του W. J. Goode δείχνουν ότι ανάμεσα στα οικογενειακά πρότυπα και την εκβιομηχάνιση δεν μπορεί να θεμελιωθεί καμιά απολύτως συγκεκριμένη σχέση, και προς καμία κατεύθυνση.[37]
Η σύγχρονη κοινωνιολογία χρησιμοποιεί ένα μεγάλο αριθμό από προσδιορισμούς που αφορούν την προηγμένη βιομηχανική κοινωνία. Οι προσδιορισμοί αυτοί όμως δεν έχουν προκύψει ύστερα από επιστημονική κοινωνική ανάλυση. Στηρίζονται σε μια υποτιθέμενη ιστορική διαδικασία ή οποία δεν γνωρίζουμε αν είναι πραγματική. Στην περίπτωση που δεν είναι, όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί μένουν χωρίς ουσιαστικά κανένα θεμέλιο, αφού η περιγραφή ιστορικών διαδικασιών και η περιγραφή των δομών του παρόντος είναι αλληλένδετες. Οι κοινωνιολόγοι όμως βάζουν στο περιθώριο όλα τα ερωτήματα που σχετίζονται με το πώς περάσαμε από τον ένα δομικό τύπο στον άλλο, βάζουν δηλαδή στο περιθώριο την διαδικασία της κοινωνικής μεταβολής. Όπως μας λέει ο Parsons, μονάχα αν εξηγήσουμε τη μεταβολή ιστορικά, θα ξέρουμε αν όλες οι δομικές έννοιες που έχουμε κατασκευάσει έχουν κάποιο νόημα, αν μπορούν να εξηγήσουν το οτιδήποτε.[38]
John H. Goldthorpe, Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων (1991)
Στο άρθρο που εξετάζουμε ο Goldthorpe ασκεί πολεμική στην άποψη που υποστηρίζει ότι καμία έμπλεος νοήματος διάκριση δεν μπορεί να ανιχνευθεί ανάμεσα στις ακαδημαϊκές πειθαρχίες της ιστορίας και της κοινωνιολογίας. Μέσα από την πολεμική του αυτή επιτίθεται σε όσους θεωρεί θιασώτες της συγκεκριμένης αντίληψης, τους οπαδούς δηλαδή αυτού που ο ίδιος ονομάζει «μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία».[39]
Σύμφωνα με τον Goldthorpe, υπάρχουν σοβαρές διακρίσεις μεταξύ των δυο πειθαρχιών οι οποίες δεν επιτρέπουν την «εξομοίωση» τους. Μια από αυτές, στην οποίο για διαφορετικούς λόγους αναφέρθηκε και ο Erikson(αφού εκείνος τάχθηκε υπέρ της συμφιλίωσης), είναι η διάκριση μεταξύ νομοθετικού και ιδιογραφικού. Πριν προχωρήσει παρακάτω, ο Goldthorpe ξεκαθαρίζει πως δεν πιστεύει ότι οι κοινωνιολόγοι θα καταφέρουν να κατασκευάσουν υπέρ-ιστορικές θεωρίες, ούτε και οι ιστορικοί ερμηνείες οι οποίες να είναι ανεξάρτητες από γενικές ιδέες περί κοινωνικής δράσης και δομής. Παρά όλα αυτά, θεωρεί πως η διάκριση αυτή έχει σημασία, όχι επί της αρχής, αλλά όσον αφορά την ιδιαίτερη έμφαση που δίνουν οι κοινωνιολόγοι στο νομοθετικό και οι ιστορικοί στο ιδιογραφικό. Για τον Goldthorpe, η ιστορία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια «υπολειμματική κατηγορία» για την κοινωνιολογία, με την έννοια ότι θα ανάγκαζε τους κοινωνιολόγους να αποδεχθούν το ρόλο του ιδιαίτερου, και έτσι θα χαλιναγωγούνταν κάπως η τάση που έχουν να γενικεύουν.[40]
Εκεί όμως που προτίθεται να εστιάσει περισσότερο ο Goldthorpe, είναι στη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της φύσης των τεκμηρίων που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί, και εκείνων που χρησιμοποιούν οι κοινωνιολόγοι. Ο Goldthorpe αποκαλεί τα τεκμήρια των ιστορικών «απομεινάρια του παρελθόντος» και μπορούν να είναι πολλών ειδών(εργαλεία, έργα τέχνης, κτίσματα), αυτά όμως που θεωρεί σημαντικότερα είναι τα κάθε είδους έγγραφα, τα οποία χαρακτηρίζει ως «αντικειμενοποιημένες επικοινωνιακές δραστηριότητες». Σύμφωνα με τον ίδιο, χωρίς αυτά τα απομεινάρια δεν υφίσταται ιστορία.[41] Η αλήθεια είναι ότι αυτό έχει να κάνει με το πώς ορίζει κανείς το τι είναι ιστορία, μιας και όπως είδαμε, ο Erikson, όπως και πολλοί άλλοι, θεωρούν τους κοινωνιολόγους ιστορικούς του παρόντος. Πάντως για τον Goldthorpe τα τεκμήρια των ιστορικών είναι αποκλειστικά και μόνο τα απομεινάρια του παρελθόντος, τα οποία μάλιστα είναι πεπερασμένα και ελλιπή, μπορούν να καταστραφούν αλλά όχι να αυξηθούν.[42] Ο Goldthorpe γνωρίζει ότι η «σκαπάνη» του ερευνητή θα φέρει νέα δεδομένα στο φως, αλλά λέει ότι τα συνολικά διαθέσιμα, φανερά και κρυμμένα, δεν μπορούν να αυξηθούν. Έχω να κάνω πάνω σε αυτό μια κριτική δύο σημείων. Καταρχήν τα διαθέσιμα δεδομένα αυξάνονται μέρα με τη μέρα καθώς ο χρόνος κινείται και παράλληλα κινείται και ο πολιτισμός. Η ιστορία δεν σταματά ούτε στον 15ο αιώνα, ούτε στον 19ο, συνεχίζει όσο συνεχίζουμε και εμείς να υπάρχουμε. Κατά δεύτερον, ο συνδυασμός μεταξύ των διαθέσιμων τεκμηρίων μπορεί να μας παραγάγει νέα τεκμήρια, αν δεν το αποδεχθούμε αυτό, τότε είναι σαν να αποκλείουμε, ως δυνατότητα, τη δευτερογενή γνώση.
Σε αντίθεση με τα περιορισμένα τεκμήρια των ιστορικών, τα τεκμήρια των κοινωνιολόγων, μας λέει ο Goldthorpe, επειδή ακριβώς μπορούν να αναζητηθούν και στο παρόν, είναι δυνατόν να παραχθούν. Οι κοινωνιολόγοι δεν βασίζονται στην «τύχη», και αυτό σύμφωνα με τον Goldthorpe αποτελεί ένα πλεονέκτημα που δεν το έχουν οι ιστορικοί. Για αυτό, όπως ο ίδιος μας λέει, οι κοινωνιολόγοι δεν θα πρέπει να στρέφονται στην ιστορία, παρά μόνο όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να το κάνουν. Αν οι γενικές τους θεωρίες μπορούν να τεκμηριωθούν στο παρόν, είναι καλύτερα να μένουν σε αυτό, αφού έχει να τους προσφέρει πολύ μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών σε σχέση με το παρελθόν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν και τα τεκμήρια του παρόντος τα δικά τους ζητήματα αξιοπιστίας(Αυτό για τον Goldthorpe είναι κάτι που μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπισθεί με διαδικασίες ελέγχου και επαλήθευσης).[43]
Θέλοντας να δώσει ένα παράδειγμα εσφαλμένης προσφυγής στην ιστορία, ο Goldthorpe χρησιμοποιεί το βιβλίο του Kai Erikson Δύστροποι Πουριτανοί. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια μελέτη της κοινωνικής παρέκκλισης στο πλαίσιο της Πουριτανικής κοινότητας του κόλπου ης Μασαχουσέτης του 17ου αιώνα. Ο Erikson διατείνεται ότι το συγκεκριμένο του βιβλίο, έχει σκοπό να παραγάγει, όχι ειδική(που θα αφορούσε τις κοινότητες των Πουριτανών της Μασαχουσέτης του 17ου αιώνα) αλλά γενική γνώση σε σχέση με την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Σε αυτό ακριβώς επικεντρώνει ο Erikson για να κάνει την πολεμική του, το βασικό του επιχείρημα είναι το εξής:[44]
«Κρινόμενοι υπό το πρίσμα αυτής της θέσης, οι Δύστροποι Πουριτανοί συνιστούν, θα υποστήριζα, μια αποτυχία –και μάλιστα μια κατ’ ανάγκην αποτυχία- εξαιτίας της εξάρτησης τους από το ιστορικό υλικό. Οι υποθέσεις από τις οποίες ξεκινά ο Erikson δεν εξετάζονται σοβαρά, και δεν θα μπορούσαν άλλωστε, αφού ο Erikson δεν έχει στη διάθεση του εκείνα τα τεκμήρια από τα απομεινάρια του παρελθόντος που θα ήταν απαραίτητα για κάτι τέτοιο.[…]Ασφαλώς, οι υποθέσεις με τις οποίες ασχολείται ο Erikson δεν είναι από εκείνες που θα υποβάλλονταν εύκολα σε έλεγχο, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όμως, δεδομένου ότι απορρέουν από μια θεωρία που προσβλέπει σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο γενίκευσης, υπάρχουν ακόμη περισσότεροι λόγοι για να θέσουμε το ερώτημα: γιατί ο Erikson θα έπρεπε να επιβάλει στον εαυτό του τους περιορισμούς που απορρέουν από την επιλογή μιας ιστορικής περίπτωσης; Γιατί θα έπρεπε να αρνηθεί στον εαυτό του τη δυνατότητα να παραγάγει τα δικά του τεκμήρια, τον δικό του σχεδιασμό, και μάλιστα σε συνθήκες υπό τις οποίες τα προβλήματα της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με καλύτερο τρόπο; Κάθε κοινωνιολόγος, θα υποστήριζα, ο οποίος ασχολείται με μια θεωρία που μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο στο παρόν θα έπρεπε να την υποβάλει ευθύς εξαρχής σε έλεγχο στο παρόν˙ διότι, κατά πάσα πιθανότητα, με αυτόν τον τρόπο είναι που μπορεί αυτή να υποβληθεί στον αρτιότερο δυνατό έλεγχο.»[45]
Ένας σοβαρός λόγος για να στραφεί κάποιος κοινωνιολόγος στην ιστορία σύμφωνα με τον Goldthorpe, είναι αν θέλει να καταπιαστεί με το είδος εκείνο της κοινωνικής μεταβολής που είναι ιστορικά προσδιορισμένο. Σαν παράδειγμα μας δίνει το βιβλίο του Michael Anderson, με τίτλο Οικογενειακή δομή στο Λάνκασαϊρ του 19ου αιώνα. Η υπόθεση του Anderson αφορά την διατάραξη των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων από την διαδικασία της εκβιομηχάνισης. Επιλέγει λοιπόν την Βρετανία του 19ου αιώνα, που αποτελεί «το πρώτο βιομηχανικό έθνος», και πιο συγκεκριμένα έναν τόπο όπου κατά παράδοση εμφανίζεται η απογείωση της εκβιομηχάνισης, το Λάνκασαϊρ. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η συγκεκριμένη επιλογή του, όπως θα έλεγε ο Goldthorpe, είναι νόμιμη και αναγκαία.[46]
Αν και ο Goldthorpe θεωρεί την μελέτη αυτή πολύ αξιόλογη, εντούτοις υποστηρίζει ότι υπολείπεται και αυτή, όπως και κάθε μελέτη που βασίζεται στα απομεινάρια του παρελθόντος, σε σύγκριση με αυτές που αντλούν τεκμήρια από το παρόν. Τα στατιστικά δεδομένα πάνω στα οποία στηρίζεται ο Anderson, μας δίνουν κάποια δημογραφικά στοιχεία για το πώς ήταν η οικογένεια δομημένη, για την εγγύτητα των τόπων διαμονής των συγγενών κλπ. Ο Anderson έχει όμως πρόβλημα με τα ποιοτικά δεδομένα, και συγκεκριμένα με τη σημασία που είχε για τα εμπλεκόμενα άτομα η συγγένεια.[47] Σε σχέση με αυτό ο ίδιος αναφέρει:
«Πρέπει φυσικά να υπογραμμισθεί ότι το γεγονός της διαντίδρασης με τους συγγενείς δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη για το ότι η συγγένεια ήταν σημαντική. Ο πραγματικός έλεγχος περί αυτού, ο οποίος είναι μάλλον αδύνατος καθ’ οποιονδήποτε ακριβή τρόπο στη δουλειά του ιστορικού, θα ήταν να εξετάσουμε τον βαθμό στον οποίο η συγγένεια έχαιρε προτίμησης έναντι των άλλων σχεσιακών επαφών(καθώς και τους λόγους αυτής της προτίμησης), όπως επίσης και το βαθμό στον οποίο οι επαφές με τους συγγενείς επιτελούσαν λειτουργίες που δεν θα επιτελούνταν αν η συγγένεια δεν έδινε τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο»[48]
Ο Goldthorpe θέλει να ρίξει μερικά ακόμη βέλη σε ένα άλλο είδος ιστορικής κοινωνιολογίας που όπως μας λέει έχει δυο βασικά χαρακτηριστικά. Α) Προσφεύγει στην ιστορία επειδή πραγματεύεται πολύ εκτενή θέματα που απαιτούν την ανίχνευση μακροπρόθεσμων διαδικασιών, ή συνεπάγονται συγκρίσεις(συγκριτική κοινωνιολογία). [και] Β) Δεν βασίζεται με άμεσο τρόπο στα «απομεινάρια του παρελθόντος», αλλά σε δευτερογενείς πηγές, δηλαδή σε έργα που έχουν γράψει οι ιστορικοί. Πίσω από αυτού του είδους την ιστορική κοινωνιολογία, βρίσκεται σύμφωνα με τον Goldthorpe η ιδέα που πρώτα είχε εκφραστεί από τον Herbert Spencer τον 19ο αιώνα, ότι οι ιστορικοί παρέχουν στους κοινωνιολόγους τα υλικά για να χτίσουν τις θεωρίες τους. Αυτός ο τρόπος κατανόησης της σχέσης μεταξύ ιστορίας και κοινωνιολογίας δέχθηκε αυστηρή κριτική κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και έχασε τους υποστηρικτές του. Από τη μια οι ιστορικοί δεν ήθελαν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως τους «χαμάληδες» των κοινωνιολόγων, και από την άλλη οι κοινωνιολόγοι άρχισαν όλο και περισσότερο να ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη δικών τους μεθόδων συλλογής δεδομένων.[49]
Ο Goldthorpe παρ’ όλα αυτά διακρίνει μια αναβίωση αυτού του είδους της κοινωνιολογίας που το αποκαλεί «μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία». Αν και οι πιο σύγχρονοι συγγραφείς δεν βλέπουν τους ιστορικούς σαν εργάτες που τους έχουν στην υπηρεσία τους, παρόλα αυτά, χρησιμοποιούν και εκείνοι τις μελέτες των ιστορικών για να παραγάγουν τις έρευνες τους. Η μελέτη δευτερογενών ιστορικών πηγών όμως παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες και δυσκολίες, ο Goldthorpe πιστεύει ότι οι θεράποντες της «μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας» έχουν επιδείξει ελάχιστη προθυμία να τις αναγνωρίσουν, πόσο μάλλον να τις αντιμετωπίσουν.[50]
Πίσω από την αναβίωση της μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας υπάρχει κατά τον Goldthorpe μια μεγάλη ειρωνεία. Η ειρωνεία αυτή έγκειται στο γεγονός, ότι ενώ η μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία ήρθε σαν αντίδραση ενάντια στον θετικισμό, τελικά, έστω και άρρητα, αναγκάζεται να υιοθετήσει θετικιστικές αντιλήψεις. Ο Goldthorpe μας λέει πως όσο πολλά στοιχεία και αν έχει κάποιος ιστορικός στη διάθεση του, ποτέ δεν θα καταφέρει να αναπαραστήσει το παρελθόν όπως ακριβώς ήταν. Αυτό που στην πραγματικότητα κάνει, είναι ότι δίνει μια ερμηνεία για το παρελθόν, και η ερμηνεία αυτή μπορεί να συμπληρωθεί, να καταρρεύσει, να αναδιατυπωθεί. Με λίγα λόγια οι ερμηνείες που έχουμε για το παρελθόν είναι ατελείς, ρευστές, και δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ειδωθούν ως σταθερές οντότητες. Αυτό όμως που κάνουν οι οπαδοί της μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας, όπως μας λέει ο Goldthorpe, είναι ότι αντιμετωπίζουν τις ερμηνείες αυτές σαν να ήταν σταθερές οντότητες που μπορούν να παραταχθούν η μια δίπλα στην άλλη. Η αντίληψη αυτή φλερτάρει με τον θετικισμό, γιατί είναι σαν να «υιοθετεί» την επικίνδυνη θέση, ότι οι διάφορες όψεις του παρελθόντος συνιστούν ένα πάζλ, που αν μαζέψουμε όλα τα κομμάτια του θα έχουμε μια πλήρη εικόνα. Όμως καμία από αυτές της ερμηνείες των ιστορικών, που δευτερογενώς χρησιμοποιούν οι κοινωνιολόγοι, δεν αντικατοπτρίζει το παρελθόν επακριβώς.[51]
Ο Goldthorpe μας λέει ότι οι οπαδοί της μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας δεν έχουν αναπτύξει κάποια συγκεκριμένα κριτήρια, ή κάποια μεθοδολογία, ή κάποιο τρόπο γενικά να δικαιολογούν γιατί επέλεξαν την μια ή την άλλη μεταξύ δυο, ή και παραπάνω διαφορετικών ή και αλληλοαναιρούμενων ερμηνειών. Και εφόσον δεν το έχουν κάνει αυτό, ο Goldthorpe ισχυρίζεται ότι μπορούν κάλλιστα να διαλέγουν τις ερμηνείες εκείνες που ταιριάζουν καλύτερα στην συνολική τους θέση. Αυτό μας λέει ότι κάνει ο Barrington Moore, ο οποίος όταν στο βιβλίο του Οι κοινωνικές καταβολές της Δικτατορίας και της Δημοκρατίας αναφέρεται σε δευτερογενείς πηγές που υποστηρίζουν τη δική του θέση, μιλάει με τα καλύτερα λόγια, όταν όμως αναφέρεται σε πηγές λιγότερο συμβατές, τις απαξιώνει.[52] Η Theda Skocpol έχει παραδεχθεί ότι «γεγονός παραμένει πως η συγκριτική ιστορική κοινωνιολογία δεν έχει επεξεργαστεί ως τώρα σαφείς και γενικώς αποδεκτούς κανόνες και διαδικασίες όσον αφορά την έγκυρη χρήση της τεκμηρίωσης μέσω δευτερογενών πηγών».[53] Χωρίς όμως την ύπαρξη τέτοιων κανόνων, μας λέει ο Goldthorpe, είναι λες και οι εκπρόσωποι της μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας υποδύονται τους μάγειρες στην κουζίνα της ιστορίας.[54]
Σύμφωνα με τον Goldthorpe, πρέπει κάποιος να μελετήσει τις πρωτογενής πηγές πάνω στις οποίες βασίστηκε μια ιστορική μελέτη, για να έχει έγκυρη γνώμη για την ποιότητα της. Η Theda Skocpol, προφανώς αμυνόμενη σε τέτοιου είδους επικρίσεις, αναφέρει τα παρακάτω στο τελευταίο κεφάλαιο της συλλογής που επιμελήθηκε, Όραμα και μέθοδος στην ιστορική κοινωνιολογία:
«Από τη σκοπιά της ιστορικής κοινωνιολογίας {όμως}, η δογματική εμμονή στην [επιστροφή στην] πρωτογενή έρευνα θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική, αφού θα απέκλειε εκ προοιμίου σχεδόν κάθε έρευνα συγκριτικής ιστορίας. Αν ένα θέμα είναι υπερβολικά μεγάλο για καθαρά πρωτογενή έρευνα(και αν επίσης διαθέτουμε αρκετές πρώτης τάξεως εξειδικευμένες μελέτες του), τότε οι δευτερογενείς πηγές θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασική πηγή τεκμηρίωσης μιας μελέτης. Όταν τις χρησιμοποιούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν κάνουμε τίποτε διαφορετικό από τους αναλυτές στοιχείων(οι οποίοι επεξεργάζονται τα δεδομένα προηγούμενων ερευνών, αντί να θέσουν όλα τα ερωτήματα εκ νέου)»[55]
Ο Goldthorpe παραθέτει το απόσπασμα αυτό της Skocpol για να της «επιτεθεί». Κατ αρχήν μας λέει ότι ο τρόπος που βλέπει η Skocpol την επιστροφή στις πρωτογενείς πηγές, ως «δογματική», είναι σαν να προεξοφλεί ότι το αποτέλεσμα κάθε φορά που επιστρέφουμε σε αυτές θα είναι το ίδιο. Κατά δεύτερον, μας λέει ότι το να εξομοιώνει το είδος της έρευνας που εκείνη κάνει, με την δευτερογενή έρευνα των αναλυτών στοιχείων, είναι ένα επιχείρημα εντελώς άστοχο. Η δευτερογενής ανάλυση των ερευνών γνώμης απαιτεί επιστροφή στις πρωτότυπες σειρές δεδομένων, στα αρχικά ερωτηματολόγια, ή στο προσχέδιο των συνεντεύξεων, η Skocpol δεν ανατρέχει στις πρωτότυπες πηγές.[56]
Δεν ξέρω κατά πόσο το να μη δείχνουμε καθόλου εμπιστοσύνη στις δευτερογενείς ιστορικές πηγές, όπως αφήνει ο Goldthorpe να εννοηθεί, έχει κάποιο νόημα τελικά. Αν οι «κατασκευές» των ιστορικών πρέπει να αντιμετωπίζονται με τόση καχυποψία, τότε ποιο το νόημα να γίνονται εξαρχής; Αν επιβάλλεται ο κοινωνιολόγος κάθε φορά να ανατρέχει στις πρωτογενείς πηγές για να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα, τότε οι μελέτες των ιστορικών δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην ιστορική κοινωνιολογία. Με αυτό το σκεπτικό κινδυνεύουμε να πάμε από το ένα στο άλλο άκρο, από την αντίληψη ότι οι ιστορικοί είναι οι «σκαφτιάδες» των κοινωνιολόγων, στην αντίληψη ότι οι μελέτες των ιστορικών δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στην ιστορική κοινωνιολογία.
Michael Mann, Εγκώμιο στη μακρο-κοινωνιολογία: Μια απάντηση στον Goldthorpe (1994)
Με τη σειρά του ο Mann επιτίθεται στον Goldthorpe για την πολεμική που άσκησε στην «μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία»(ο Mann αντί για τον όρο «μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία», χρησιμοποιεί τον όρο «μακρο-κοινωνιολογία»). Θεωρεί ότι ο Goldthorpe είναι προσβλητικός απέναντι στην μακρο-κοινωνιολογία αν και ανεπαρκώς πληροφορημένος, και δουλοπρεπής απέναντι στους ιστορικούς.[57]
Ο Mann δεν αποδέχεται τον διαχωρισμό του Goldthorpe, ο οποίος θεωρεί την κοινωνιολογία ως την επιστήμη που μελετά το παρόν, και την ιστορία ως την επιστήμη που μελετά το παρελθόν. Για τον Mann η κοινωνιολογία είναι η επιστήμη της κοινωνίας ανεξαρτήτως χρόνου. Με τον όρο «επιστήμη» εννοεί τη συστηματική γνώση, τη γνώση μέσω της χρήσης μιας συστηματικής μεθοδολογίας. Μας λέει επίσης ότι η ιστορία δεν επιδιώκει κατ ανάγκη μια τέτοια μορφή γνώσης, αλλά είναι σε θέση να το κάνει. Για τον Mann, οι δύο ακαδημαϊκοί κλάδοι δεν είναι ούτε ταυτόσημοι ούτε και θεμελιωδώς διαφορετικοί, όμως εν μέρει αλληλεπικαλύπτονται. Υπερασπιζόμενος τους συναδέλφους του, ο Mann αναφέρει, ότι σε αντίθεση με ότι πιστεύει ο Goldthorpe, ελάχιστοι από τους θεράποντες της μακρο-κοινωνιολογίας, θεωρούν ότι η κοινωνιολογία και η ιστορία είναι κάτι ενιαίο και αδιαίρετο.[58]
Σε σχέση με τη διάκριση ιδιογραφικού και νομοθετικού, ο Mann διακρίνει ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ως προς το που δίνει έμφαση ο κάθε κλάδος, ιδιαίτερα στην Μ. Βρετανία, όμως δεν θεωρεί ότι υφίσταται κάποια αναγκαία σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το ιδιογραφικό, και το παρόν και το νομοθετικό. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν διαφορές στη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τη μελέτη του παρόντος και σε εκείνη που χρησιμοποιείται για την μελέτη του παρελθόντος. Πάντως για το επιχείρημα του Goldthorpe, ότι οι κοινωνιολόγοι μπορούν να δημιουργήσουν στο παρόν τα δικά τους τεκμήρια, ο Mann μας λέει ότι αυτό δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο. Οι διάφοροι φορείς, δεν είναι πάντα τόσο πρόθυμοι να δώσουν τα στοιχεία τους. Οι έρευνες γνώμης έχουν και αυτές τους δικούς τους περιορισμούς, για παράδειγμα, η κάθε γνώμη που αποτυπώνεται σε αυτές εκλαμβάνεται σαν να έχει το ίδιο βάρος με οποιαδήποτε άλλη, όμως στην πραγματικότητα κάθε άτομο έχει λιγότερη ή περισσότερη «ισχύ» μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία. Επιπλέον, τα δεδομένα που δημιουργούν οι κοινωνιολόγοι περνάνε μέσα από το υποκειμενικό τους πρίσμα, το οποίο τα επηρεάζει. Τέλος, η συλλογή και η επεξεργασία ποσοτικών δεδομένων, μπορεί να δημιουργήσει στους ποσοτικούς κοινωνιολόγους την αίσθηση ότι αυτά τα νούμερα υποκαθιστούν την πραγματικότητα, αυτό το φαινόμενο ο Mann το ονομάζει δεδομενολαγνεία.[59]
Προς υπεράσπιση της μακρο-κοινωνιολογίας, ο Mann μας λέει ότι οι ρίζες της ίδιας της γενικής θεωρίας βρίσκονται στην ιστορική κοινωνιολογία. Ήταν τα έργα του Marx, του Durkheim, του Weber, εκείνα τα οποία δημιουργήθηκαν με σκοπό να κατανοηθεί η ανάδυση και η ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας.[60]
Ο Mann διακρίνει τρείς τρόπους με τους οποίους οι μακρο-κοινωνιολόγοι χρησιμοποιούν το παρελθόν, από τους οποίους κανένας δεν είναι ιδιογραφικός.
- Για ιστορικές αιτιακές αναλύσεις των καταβολών των κοινωνικών φαινομένων, ώστε να βρεθούν οι συνθήκες από τις οποίες γεννήθηκαν οι διάφοροι θεσμοί.
- Για συγκριτικές αναλύσεις μεταξύ διαφορετικών τύπων κοινωνιών, και κοινωνικών ομάδων, οι οποίες αποσκοπούν στην κατανόηση των σύγχρονων θεσμών.
- Για τον έλεγχο γενικότερων θεωρητικών προτάσεων για τις ανθρώπινες κοινωνίες, οι οποίες (προτάσεις) υποβάλλονται σε έλεγχο μέσα στο χρόνο.[61] Πρόκειται προφανώς για θεωρίες που αναφέρονται σε φαινόμενα μεγάλης διάρκειας.
Σύμφωνα με τον Mann, ο Goldthorpe υποστηρίζει πως η σύγχρονη κοινωνιολογία έχει βελτιώσει τόσο τις τεχνικές της, ώστε να μπορεί να εγκαταλείψει και τις τρεις αυτές αναζητήσεις.[62] Προσωπική μου άποψη, κρίνοντας από το άρθρο που εξέτασα παραπάνω, είναι ότι ο Goldthorpe δεν εκφράζει κάτι το τόσο αιρετικό. Περισσότερο τον ενδιαφέρει να τονίσει ότι η διάκριση μεταξύ κοινωνιολογίας και ιστορίας έχει νόημα, και ότι υπάρχει κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στα είδη των πηγών που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί, και σε εκείνα που χρησιμοποιούν οι κοινωνιολόγοι. Αν σε κάποιους επιτίθεται παραπάνω, είναι σε εκείνους που κάνουν συγκριτική ιστορική κοινωνιολογία, και δεν τους λέει να την παρατήσουν, απλά να παρουσιάσουν μια μέθοδο μέσω της οποίας να αξιολογούν τις δευτερογενείς τους πηγές(αν και αυτό που μοιάζει περισσότερο να τους προτείνει, είναι ότι χρειάζεται να επιστρέφουν στις πρωτογενείς ιστορικές πηγές και να μην επαναπαύονται με τις δευτερογενείς, όσο και αν τους εξυπηρετούν, διότι αυτές δεν είναι τίποτα περισσότερο από ερμηνείες).
Αντίθετα με τον Goldthorpe, ο οποίος μοιάζει να «κολακεύει» τους ιστορικούς στο άρθρο του, ο Mann προσπαθεί να εστιάσει στα σημεία που οι κοινωνιολόγοι υπερέχουν σε σχέση με τους πρώτους. Ένα από αυτά, αφορά την παιδεία των κοινωνιολόγων, η οποία τους παρέχει μια πλούσια θεωρία για το πώς λειτουργούν οι κοινωνίες, κάτι στο οποίο οι ιστορικοί -ιδιαίτερα στη Μ. Βρετανία- υστερούν. Οι θεωρίες των ιστορικών, σύμφωνα με τον Mann, υπάρχουν, αλλά είναι άρρητες και συνήθως αντανακλούν τη συμβατική σοφία της εποχής και της κοινωνίας του εκάστοτε συγγραφέα, αυτός είναι και ο λόγος που αποδεικνύονται λιγότερο διεισδυτικοί όταν χρειάζεται να γενικεύσουν στις μελέτες τους.[63] Αυτό που μας λέει εδώ ο Mann, είναι ότι για τους κοινωνιολόγους οι θεωρίες αποτελούν ένα εργαλείο, ενώ για τους ιστορικούς, έχει μάλλον να κάνει με το πώς έχουν διαμορφωθεί οι προσωπικές τους πεποιθήσεις. Σαν να λέμε δηλαδή, ότι οι κοινωνιολόγοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν την θεωρία με μια κάποια αξιολογική ουδετερότητα, ενώ για τους ιστορικούς η θεωρία κατά κάποιο τρόπο εκφράζει τις ιδεολογικές τους καταβολές.
Πάντως αν σε κάτι δικαιώνεται ο Goldthorpe μέσα στο κείμενο του Mann, είναι στην παρατήρηση του ότι οι κοινωνιολόγοι της παράδοσης της μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας, βλέπουν τους ιστορικούς σαν εργάτες στην υπηρεσία τους. Αυτό είναι περισσότερο από ξεκάθαρο στα παρακάτω αποσπάσματα:
«Τρέφω μεγάλο σεβασμό για την ικανότητα των ιστορικών σε ότι έχει να κάνει με τα απομεινάρια του παρελθόντος, καθώς και για τη διαισθητική αντίληψη που έχουν για την περίοδο που μελετούν, οι οποίες είναι πολύ ανώτερες από τις δικές μου. Δεν επιθυμώ να δαγκώσω ένα από τα χέρια που με ταΐζουν.»[64]
Και
«Δεν μπορώ απλώς και μόνο να χρησιμοποιώ για τις θεωρίες μου τα «γεγονότα» τα οποία παράγουν οι «αφανείς εργάτες» ιστορικοί.»[65]
Όπως μας λέει ο Mann, οι ιστορικοί εξειδικεύουν σε τόσο μεγάλο βαθμό, σε ένα έθνος κράτος, σε μια ιστορική περίοδο κλπ, που δεν γνωρίζουν τελικά πολλά πράγματα για το παρελθόν. Δεν έχουν ευρεία κοινωνική γνώση, δεν είναι εξειδικευμένοι σε πολλούς διαφορετικούς τύπους κοινωνιών, και κατ επέκταση δεν γνωρίζουν αρκετά για τη διαδικασία της ανθρώπινης εξέλιξης(ο Mann χρησιμοποιεί τον όρο «ανθρώπινης», προσωπικά θεωρώ ότι ο όρος «κοινωνικής» θα ταίριαζε καλύτερα στον συλλογισμό του).
Σύμφωνα με την ανάγνωση που έκανα εγώ στο άρθρο του Goldthorpe, διαφωνώ σε σημεία της παρακάτω διαπίστωσης του Mann.
«Δεν μπορώ απλώς και μόνο να χρησιμοποιώ για τις θεωρίες μου τα «γεγονότα» τα οποία παράγουν οι «αφανείς εργάτες» ιστορικοί. Το μοντέλο του Goldthorpe, στο πλαίσιο του οποίου η ιστορία συνιστά τη βάση, και η μεγάλη ιστορική κοινωνιολογία το εποικοδόμημα, υποδηλώνει πως πρέπει να σεβόμαστε την ανώτερη γνώση των ιστορικών για τα γεγονότα-ότι πρέπει να δεχόμαστε τις προσεγγίσεις τους για τα απομεινάρια του παρελθόντος ως «συνολικές ερμηνείες». Αν αυτοί διαφωνούν μεταξύ τους, τότε θεωρεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε «ένα μείζον πρόβλημα»: «ποια από τις δευτερογενείς ερμηνείες θα πρέπει να γίνει αποδεκτή;»[66]
Ο Goldthorpe αν και φαίνεται να τρέφει μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τους ιστορικούς, δεν τους θεωρεί αυθεντίες της αντικειμενικότητας, και αυτό ακριβώς επειδή η φύση των τεκμηρίων τους είναι τέτοια που επιδέχεται πολλαπλών ερμηνειών. Ίσως ο Mann έχει δίκιο που υπονοεί ότι ο Goldthorpe βλέπει τις θεωρίες των ιστορικών σαν «δομικά υλικά» για να δανειστώ τον όρο του Erikson(αυτό καταλαβαίνω εγώ με το «συνολικές ερμηνείες»), αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ότι ο κοινωνιολόγος πρέπει να μείνει στην μια ή στην άλλη ερμηνεία σαν αυτή να ήταν ευαγγέλιο. Αντίθετα τους καλεί να είναι υποψιασμένοι, σε τόσο μεγάλο βαθμό, που όπως έγραψα και παραπάνω, είναι σαν να απαξιώνει την ενδεχόμενη συμβολή του έργου των ιστορικών στην ιστορική κοινωνιολογία.
Αυτό που δικαίως, κατά τη γνώμη μου, έρχεται να προσθέσει ο Mann, είναι ότι για να αξιολογήσει κάποιος το έργο των ιστορικών, έχει στη διάθεση του και άλλους τρόπους πέρα από το να επιστρέψει στις πρωτογενείς πηγές. Ένας κοινωνιολόγος για παράδειγμα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα επιστημονικά του αντανακλαστικά, τα οποία έχουν οξυνθεί από την βαθιά γνώση της κοινωνικής θεωρίας. Η γνώση που έχουν οι κοινωνιολόγοι για το πώς λειτουργούν οι κοινωνίες, μπορεί να τους βοηθήσει[μεταξύ άλλων], όταν μελετάνε το έργο του Α ή του Β ιστορικού, να δουν πως αντανακλούνται στο έργο οι κοινωνικές θεωρίες της εποχής του, οι επιστημονικές διαμάχες της περιόδου εκείνης που γράφτηκε, κλπ.[67]
Όσον αφορά την επιστημολογία της μακρο-κοινωνιολογίας ο Mann μας λέει ότι όσοι ασχολούνται με αυτή πρέπει να λειτουργούν «ως εάν» θετικιστές[68], έτσι ώστε να μην μπλέξουν με κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι περισσότερο επικίνδυνο από τον ωμό θετικισμό, δηλαδή τον σχετικισμό. Οι μακρο-κοινωνιολόγοι πρέπει να επιδιώκουν οι θεωρίες τους να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή εξηγητική ισχύ, πρέπει όμως ταυτόχρονα να είναι έτοιμοι να τις συμπληρώσουν, να τις διορθώσουν, ακόμη και να τις εγκαταλείψουν, αφού αυτές αναμετριούνται καθημερινά με άλλες θεωρίες που παράγονται και με νέα δεδομένα που έρχονται στο φως.[69]
Ο Mann κατηγορεί τον Goldthorpe ως ακραίο εμπειριστή, ότι δηλαδή αυτός θεωρεί πως τα γεγονότα είναι ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις μας, σταθερά και απαρασάλευτα. Όμως ο Goldthorpe, τουλάχιστον στο υπό εξέταση άρθρο, είναι προσεκτικός ως προς αυτό. Σε πολλά σημεία φαίνεται πως δεν πιστεύει έτσι αφελώς ότι ο κόσμος εκεί έξω και περιμένει εμάς, έτσι απλά, να τον μετρήσουμε και να τον ποσοτικοποιήσουμε. Ούτε δείχνει να πιστεύει, έστω και αν από τη φύση του είδους της κοινωνιολογίας που ασκεί δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια και εμπιστοσύνη στα ποσοτικά δεδομένα, ότι αυτά μπορούν να μας δώσουν μια τέλεια απεικόνιση του κόσμου. Ζητήματα όπως η συμμετοχή του παρατηρητή, το πώς και το ποιος συλλέγει τα δεδομένα, το πώς ερμηνεύει κάποιος τα δεδομένα, δείχνουν να τον απασχολούν και αυτόν. Ίσως βέβαια ο Goldthorpe είναι υπερβολικά αισιόδοξος για το πόσο κοντά στην απεικόνιση της πραγματικότητας μπορούν να μας φτάσουν τα ποσοτικά δεδομένα αν τα επαληθεύσουμε ξανά και ξανά, δεν είναι όμως τόσο αφελής όσο ίσως θέλει να τον παρουσιάσει ο Mann, ώστε να εκφράζει ανοιχτά έναν τόσο ακραίο θετικισμό.[70]
Ας πάρουμε ως παράδειγμα το παρακάτω χωρίο.
«Ούτε προϋποθέτω ότι τα παραγόμενα τεκμήρια, σε σχέση με εκείνα που έχουν τη μορφή καταλοίπων του παρελθόντος, δεν ενέχουν προβλήματα. Έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι και αυτά τα τεκμήρια πρέπει πάντοτε να αντιμετωπίζονται με κριτικό τρόπο σε ό,τι έχει να κάνει μ ε την πληρότητα, την αξιοπιστία και την εγκυρότητα τους˙ όπως έχω βεβαίως επίγνωση του ότι, από αυτή την άποψη, ειδικά προβλήματα ανακύπτουν εξαιτίας ακριβώς των διαδικασιών παραγωγής τους.»[71]
Για να επιστρέψουμε όμως στα της επιστημολογίας, ο Mann μας λέει ότι αν και η μέθοδος των μακρο-κοινωνιολόγων διαφέρει αρκετά από αυτή των ιστορικών, δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από αυτή των υπόλοιπων κοινωνιολόγων. Διαμορφώνουν υποθέσεις με βάσει θεωρητικές υποψίες, συμβουλεύονται εναλλακτικές υποθέσεις, βελτιώνουν τις δικές τους, προσπαθούν να καταστήσουν τις μεταβλητές τους όσο το δυνατόν περισσότερο λειτουργικές. Όσο πιο γενικά ερωτήματα θέτουν τόσο πιο δύσκολη είναι η δουλειά τους, ενώ πρέπει συχνά, όταν τα εγχειρήματα τους εκ των πραγμάτων αποδεικνύονται υπερβολικά φιλόδοξα, να παραδεχθούν την άγνοια τους. Η τριβή όμως των μακρο-κοινωνιολόγων με θεωρίες άλλων, και η μεταξύ τους διαπλοκή, μας δείχνει ότι έχουν εμπειρία στο πώς να διαχειρίζονται δευτερογενή δεδομένα. Το να πάνε λοιπόν να εξετάσουν τα πρωτογενή στοιχεία κάποιας έρευνας, είτε ιστορικής είτε κοινωνιολογικής, όταν αυτή τους γεννά κάποιου είδους καχυποψία, δεν είναι κάτι που βρίσκεται ούτε έξω από την ρουτίνα τους ούτε έξω από τις ικανότητες τους.[72] Μπορεί να μην είναι τόσο συχνό οι μακρο-κοινωνιολόγοι να καταπιάνονται με την πρωτογενή ιστορική έρευνα, όμως ούτε και οι κοινωνιολόγοι του παρόντος το κάνουν σε τόσο μεγάλο βαθμό[73], διότι είναι κάτι το οποίο εκτός των άλλων, έχει μεγάλο οικονομικό κόστος. Πάντως η ψευδαίσθηση ότι μπορεί κάποιος να συλλέξει άπειρα δεδομένα μπορεί να οδηγήσει στην δεδομενολαγνεία, οι μακρο-κοινωνιολόγοι, εξαιτίας του ότι τα τεκμήρια τους είναι περιορισμένα, κινδυνεύουν λιγότερο από αυτό το φαινόμενο.[74]
Αναφερόμενος στις πρακτικές των μακρο-κοινωνιολόγων o Mann μας λέει, ότι πολλοί από τους συναδέλφους του, όπως και ο ίδιος, δεν διστάζουν όπου αυτό χρειάζεται, να αναμετρηθούν με τα πρωτογενή ιστορικά δεδομένα. Επίσης μας λέει, πως όταν ένας κοινωνιολόγος εξετάζει ένα ιστορικό γεγονός, φέρνει στο φως πράγματα, επειδή ακριβώς έχει την ανάλογη θεωρητική κατάρτιση, τα οποία ένας ιστορικός, που είναι εκπαιδευμένος σε μια διαφορετική πειθαρχία, δεν μπορεί να τα δει. Ένας κοινωνιολόγος μπορεί επίσης, εκτός από το να συμπληρώσει τα δεδομένα που πηγάζουν από μια ιστορική έρευνα, να διαπιστώσει ανακολουθίες και αβασιμότητες στις ερμηνείες των ιστορικών, όπως επίσης και να θέσει ερωτήματα τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν τεθεί.[75]
Παρακάτω, αν και δεν το λέει ρητά, ο Mann πολεμάει τον Goldthorpe με τα ίδια του τα επιχειρήματα. Ο Goldthorpe κατηγορούσε τους οπαδούς της μεγάλης ιστορικής κοινωνιολογίας ότι διάλεγαν να χρησιμοποιούν τις ιστορικές μελέτες που τους εξυπηρετούσαν μόνο και μόνο επειδή ήταν στην ίδια κατεύθυνση με τα δικά τους επιχειρήματα, και κακολογούσαν ή σνόμπαραν τις υπόλοιπες. Τώρα ο Mann, κατηγορεί τον Goldthorpe, ότι διάλεξε να στοχοποιήσει την έρευνα του Moore(για τις κοινωνικές καταβολές της δικτατορίας και της δημοκρατίας), και όχι άλλες μακρο-κοινωνιολογικές έρευνες, επειδή είχε αρκετά τρωτά σημεία κυρίως λόγω της ηλικίας της. Ήταν όμως οι οπαδοί της μακρο-κοινωνιολογίας οι πρώτοι που τα είχαν εντοπίσει και είχαν αναφερθεί σε αυτά πολύ πριν το κάνει ο Goldthorpe. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το συγκεκριμένο επιχείρημα του Goldthorpe αντί να στραφεί εναντίον των οπαδών της μακρο-κοινωνιολογίας του γυρίζει μπούμερανγκ, αφού δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για ένα «κουσούρι», το οποίο ο ίδιος το έχει από καιρό αναγνωρίσει και ξεπεράσει. Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη έρευνα του Moore κάθε άλλο παρά αποτυχημένη, μας λέει ο Mann, μπορεί να θεωρηθεί, διότι τα αποτελέσματα της είχαν απήχηση σε μια ολόκληρη γενιά κοινωνιολόγων και ιστορικών.[76]
Εν τέλει, ο Mann διαπιστώνει[με πνεύμα ειρωνείας], ότι αφού ο Goldthorpe αποδέχεται ότι οι κοινωνιολόγοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ιστορία, εφόσον οι θεωρίες τους δεν μπορούν ποτέ να είναι πλήρως υπέρ-ιστορικού τύπου, τότε το μόνο που μένει από την κριτική του είναι οι συστάσεις που κάνει προς τους μακρο-κοινωνιολόγους για το τι να προσέχουν όταν κάνουν την έρευνα τους. Ο Mann του ανταποδίδει τη «χάρη» κάνοντας τις δικές του συστάσεις προς τους εμπειριστές, θα αναφερθώ εν συντομία σε αυτές.[77]
Να σκέφτονται μακρο-κοινωνιολογικά
Ο Mann καλεί τους εμπειριστές να σκέφτονται μακρο-κοινωνιολογικά, και να μην παίρνουν σαν δεδομένη και αιώνια την προσωρινή κατάσταση που βρίσκεται η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν. Οι κοινωνιολόγοι πρέπει να αποκτήσουν αίσθηση της ενδεχομενικότητας των κοινωνικών δομών. Ότι τα κοινωνικά γεγονότα δεν είναι πράγματα, αλλά εξαρτώνται από ένα πλέγμα κοινωνικών ρυθμίσεων των οποίων η μορφή και η μεταξύ τους σχέση συνεχώς μεταβάλλεται.[78]
Να αποφεύγουν τη «δεδομενολαγνεία»
Όταν κάποιος αγνοεί την ρευστότητα των κοινωνικών δομών, μας λέει ο Mann, κινδυνεύει να υποκαταστήσει με τα δεδομένα και τις έννοιες του, την ίδια την πραγματικότητα. Για να το δείξει αυτό χρησιμοποιεί το έργο των Erikson και Goldthorpe The Constant Flux για την κοινωνική κινητικότητα. Ο Mann τονίζει ότι το έργο αυτό καθοδηγείται από τα δεδομένα και όχι από τη θεωρία, όμως τα δεδομένα μπορεί να είναι παραπλανητικά.[79]
Οι Eriskson και Goldthorpe κατασκευάζουν μια κλίμακα για την κοινωνική κινητικότητα, ο Mann θεωρεί ότι είναι δύσκολο κάτι τόσο πολύπλοκο να αποτυπωθεί σε μια και μόνη κλίμακα. Καταρχήν κοινωνία από κοινωνία διαφέρουν σε όρους τους πως αντιλαμβάνονται τα υποκείμενα την κινητικότητα. Αλλά και μέσα σε μια δεδομένη κοινωνία –η οποία όπως φαίνεται κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι- αλλιώς αντιλαμβάνονται την κινητικότητα οι άνδρες, αλλιώς οι γυναίκες, αλλιώς τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και αλλιώς τα κατώτερα, και σε όλο αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις αλλαγές των αντιλήψεων μέσα στο χρόνο καθώς συντελείται η κοινωνική μεταβολή. Εν ολίγοις, ο Mann κατηγορεί τους Erikson και Goldthorpe, ότι όσο αυτοί προσπαθούν μανιωδώς να κατασκευάσουν την καλύτερη δυνατή κλίμακα, παγιδεύονται μέσα στους περιορισμούς που μια τέτοια κλίμακα θέτει, και χάνουν την ουσία, ότι δεν μπορεί να κατασκευαστεί μια σταθερή κλίμακα για την κοινωνική κινητικότητα, επειδή οι ίδιες οι κοινωνίες δεν είναι σταθερές και διαφέρουν μεταξύ τους. Όσο τέλεια και αν την κάνουν την κλίμακα τους σε στατιστικό, μαθηματικό ή άλλο επίπεδο, δεν θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει την πραγματικότητα, και όσο πεισματικά επιμένουν στο να την ψηλαφίζουν, τόσο περισσότερο θα καθυστερούν να συνειδητοποιήσουν αυτό που μας διδάσκει η θεωρία. Ότι όσους σωρούς δεδομένων και αν έχουμε, όσους στατιστικούς δείκτες και αν χρησιμοποιήσουμε, δεν μπορούν ποτέ αυτά να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, και ότι αν θέλουμε να έχουμε ο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, πρέπει το εγχείρημα μας να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του και την [κοινωνική] θεωρία.[80]
Να επιλέγουν τη σωστή χρονική στιγμή
Ο Mann θεωρεί ότι ο Goldhorpe διαλέγει λάθος χρονική στιγμή για να μιλήσει υπέρ ενός τόσο ριζικού διαχωρισμού μεταξύ των μεθόδων της ιστορία και της κοινωνιολογίας. Εκείνος πιστεύει ότι είναι σημαντικό οι κοινωνιολόγοι και οι φοιτητές της κοινωνιολογίας να μάθουν να σκέφτονται μακρο-κοινωνιολογικά, οφείλουν να το κάνουν, διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις σύγχρονες επιστημονικές προκλήσεις που τίθενται από την κοινωνία.[81]
Charles Tilly, Για την εξήγηση των πολιτικών διαδικασιών (1995)
Ο Tilly ξεκινά το άρθρο του λέγοντας μας ότι κάθε φορά που οι κοινωνιολόγοι καλούνται να εξηγήσουν περιπτώσεις βίαιων ταραχών, κοινωνικών κινημάτων, διεκδίκησης πολιτικών δικαιωμάτων, πολέμων, εθνικισμού ή κρατικού μετασχηματισμού, αναζητούν γενικά σταθερά υποδείγματα των φαινομένων αυτών. Πιστεύουν, ότι, με το να τα εντάξουν σε μια σχετική κατηγορία, τότε θα μπορέσουν να κάνουν προβλέψεις για την εξέλιξη των φαινομένων αυτών.[82] Η λογική τους [χοντρικά] είναι η εξής, ότι εφόσον καταφέρουμε να δούμε σε τι τύπο επαναστάσεων ταιριάζει μια συγκεκριμένη επανάσταση, τότε, παίρνοντας ως μοντέλο τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν αυτού του τύπου οι επαναστάσεις, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε με σχετική ασφάλεια για το πώς θα εξελιχθεί, ή τι θα επακολουθήσει της συγκεκριμένης. Οι κοινωνιολόγοι που το κάνουν αυτό, μας λέει ο Tilly, «συνήθως υποθέτουν ότι οι υπό εξέταση διαδικασίες λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό αυτοτελών κοινωνικών μονάδων –κοινωνιών, κρατών, πληθυσμών[…] Προϋποθέτουν την ύπαρξη μάλλον συνεκτικών, σταθερών στο χρόνο οντοτήτων, και όχι συγκυριακών, παροδικών σχέσεων μεταξύ κοινωνικά συγκροτημένων ταυτοτήτων.»[83]
Αυτό για τον Tilly είναι λάθος, αναγνωρίζει όμως ότι η πηγή του είναι ο τρόπος που διδάσκεται η κοινωνιολογία μέχρι και τις μέρες του. Η γενιά του έμαθε, και δίδαξε και τις επόμενες, να προϋποθέτουν μια συνεκτική, σταθερή στο χρόνο, αυτοδύναμη κοινωνική οντότητα, να της αποδίδουν μια γενική συνθήκη ή διαδικασία, να επινοούν ένα σταθερό υπόδειγμα αυτής της συνθήκης και να εξηγούν την συμπεριφορά της εν λόγω οντότητας με βάση το βαθμό συμμόρφωσης τους προς το σταθερό υπόδειγμα. Αυτό είναι κάτι που φαίνεται πολύ ξεκάθαρα στις συγκριτικές-ιστορικές αναλύσεις όπου αντικείμενα σύγκρισης είναι έθνη, κράτη ή κοινωνίες.[84] Οι συνεκτικές, σταθερές στο χρόνο, αυτοδύναμες κοινωνικές οντότητες, μας λέει ο Tilly, καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών θεωριών, απέχουν όμως πολύ από το να αντικατοπτρίζουν ορθά την πραγματικότητα. Η χρήση των σταθερών υποδειγμάτων θα αποτελούσε τέλεια μέθοδο αν ο κόσμος και η ιστορία ήταν γεμάτοι από ακολουθίες που επαναλαμβάνονται με την ίδια ουσιαστική μορφή, όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό δεν είναι αληθές.[85]
Όσον αφορά τις συγκριτικές μελέτες που προϋποθέτουν σταθερές οντότητες ο Tilly μας λέει ότι ακολουθούν τον παρακάτω λογισμό.
- Όλα τα φαινόμενα Α διαθέτουν τα χαρακτηριστικά Χ, Ψ και Ω.
- Η περίπτωση α συνιστά ένα φαινόμενο Α.
- Ως εκ τούτου, η περίπτωση α διαθέτει τα χαρακτηριστικά Χ,Ψ και Ω.
Το Α μπορεί να είναι μια επανάσταση, ένας πόλεμος, ένα πραξικόπημα κλπ, ενώ τα Χ,Ψ και Ω μπορεί να είναι οι ικανές συνθήκες, είτε οι αναγκαίες συνθήκες, είτε κανονικές γεγονοτικές ακολουθίες, η ακόμα και οι αιτίες η οι συνέπειες του φαινόμενου Α. Δεν θεωρείται ότι όλες οι περιπτώσεις Α είναι ταυτόσημες, όμως θεωρείται ότι αυτές μοιράζονται έναν δεδομένο αριθμό από ουσιώδεις ιδιότητες που τις κάνουν να διαφέρουν από όλες τις μη Α περιπτώσεις.[86]
Δηλωμένος στόχος του Tilly στο παρόν άρθρο είναι να δείξει ότι:[87]
- Η κατασκευή σταθερών μοντέλων περί επανάστασης, που είναι μια ευρέως διαδεδομένη δραστηριότητα μεταξύ αμερικάνων κοινωνιολόγων, είναι χάσιμο χρόνου.
- Ότι αυτά α μοντέλα απέχουν πάρα πολύ από το να περιγράψουν τον πραγματικό χαρακτήρα των επαναστάσεων.
- Ότι πέρα από τις επαναστάσεις, τα παραπάνω ισχύουν για μια ευρεία γκάμα πολιτικών διαδικασιών μεγάλης κλίμακας.
Η εμμονή σε σταθερά υποδείγματα οδηγεί σε μια παράδοξη διαδικασία που ο Tilly την ονομάζει «βελτίωση του υποδείγματος» και περιγράφει τα στάδια της ως εξής.
- Σκιαγράφηση ενός ευρέως αποδεκτού υποδείγματος κάποιου φαινομένου Α.
- Την αναγνώριση μιας περίπτωσης του Α η οποία αποτυγχάνει να ταιριάξει στο υπόδειγμα κατά έναν ή περισσότερους τρόπους.
- Την τροποποίηση του υποδείγματος ώστε να ενσωματώνει την μέχρι πρότινος εξαιρούμενη περίπτωση.
Αυτή η διαδικασία είναι παράδοξη, επειδή κατ αυτόν τον τρόπο η αξιοπιστία του υποδείγματος πάει περίπατο. Διότι αν διευρύνουμε το υπόδειγμα κάθε φορά που παρουσιάζεται μια νέα περίπτωση, τότε ποια είναι τελικά η εξηγητική του χρησιμότητα, μήπως από ένα σημείο πρόκειται απλά περί σαλαμοποίησης; Παρ’ ότι ο Tilly δεν εγκρίνει αυτόν τον τρόπο δουλειάς, παρατηρεί ότι ως βιβλιοκριτικός διαβάζει μια ντουζίνα προσχέδια κειμένων τα οποία ακολουθούν τη συγκεκριμένη συλλογιστική.[88]
Ο Tilly μας δίνει ως παράδειγμα το βιβλίο της Farideh Farhi States and urban-based revolutions, στο οποίο η συγγραφέας συγκρίνει τις επαναστάσεις στο Ιράν και τη Νικαράγουα οι οποίες άρχισαν το 1979. Παρότι η Farhi αναφέρει ότι η κάθε περίπτωση έχει τις ιδιαιτερότητες της, εξακολουθεί να αναζητά τα μεταξύ τους Χ, Ψ και Ω κοινά στοιχεία, δηλαδή τις ουσιώδεις ιδιότητες που τις κάνουν να διαφέρουν από όλες τις μη Α περιπτώσεις. Αυτό που κάνει τελικά η Farhi, είναι να παίρνει ένα μοντέλο για τις επαναστάσεις το οποίο είχε κατασκευάσει πρώτη η Skocpol, να το τοποθετεί σε μια πιο σύγχρονη εποχή για να δείξει ότι υπάρχει μια τομή με το παρελθόν, και να προτείνει υποκατάστατα για έναν προς έναν τους παράγοντες στους οποίους δίνει έμφαση η Skocpol. Αυτού του είδους η ανάλυση έχει ως σκοπό, όχι να διαφοροποιηθεί με το υπόδειγμα της Skocpol, αλλά να το διευρύνει γενικεύοντας το. Κατά τη γνώμη του Tilly, η Farhi αποτυγχάνει να βρει στοιχεία που να ανήκουν στις ίδιες αιτιακές κατηγορίες με αυτές της Skocpol. Κατ επέκταση, αποτυγχάνει να κατασκευάσει ένα γενικευμένο σταθερό μοντέλο, ακριβώς επειδή το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να γενικευθεί σε τέτοιο βαθμό, που να χωράει υποδείγματα που είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.[89] Αιτία για αυτό μπορεί να είναι είτε η χρονικής απόσταση μεταξύ των επαναστάσεων, είτε το ότι συμβαίνουν σε διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτισμούς, είτε επειδή έχει αλλάξει η ίδια η κοινωνική θεωρία από την εποχή που έγινε η έρευνα της Skocpol μέχρι την εποχή που έγινε η έρευνα της Farhi(μεσολάβησαν 11 χρόνια). Ο Tilly το θέτει ως εξής:
«Επειδή, σε έναν δεδομένο τόπο και χρόνο, πολλά κράτη μοιράζονται τους ίδιους πολιτικούς, εθνικούς και διεθνείς, κανόνες, προκύπτουν κατά προσέγγιση ομοιότητες αλλά και ευεξήγητες διαφοροποιήσεις στις επαναστατικές εμπειρίες αυτών των κρατών. Ως εκ τούτου, η αναζήτηση συγκρίσεων στη βάση της χρονικής εγγύτητας προάγει την κατανόηση, ενώ η προσπάθεια οικοδόμησης υπερ-ιστορικών μοντέλων περί επανάστασης είναι καταδικασμένη σε αέναη αποτυχία.»[90]
Το ίδιο ισχύει, μας λέει ο Tilly, και για άλλα κοινωνικά φαινόμενα, όπως αυτό του εθνικισμού, των κοινωνικών κινημάτων, του εκδημοκρατισμού, κλπ, όμως πολλοί κοινωνιολόγοι επιμένουν να τα εξετάζουν σαν να πρόκειται για οντότητες συνεκτικές, σταθερές στο χρόνο και αυτοδύναμες. Έτσι τους αποδίδουν κάποια γενικά χαρακτηριστικά και ύστερα τις κατατάσσουν με βάση τη συμμόρφωση τους σε ένα σταθερό επινοημένο υπόδειγμα.[91]
Ο Tilly εξηγεί ότι δεν ευαγγελίζεται κανέναν ιστορικό παρτικιουλαρισμό, ούτε κάποιον επιστημολογικό σχετικισμό. Δεν αρνείται ότι εμφανίζονται κανονικότητες στην πολιτική ζωή οι οποίες είναι δι-ιστορικές, αλλά δεν πρόκειται περί δομών φτιαγμένων από τσιμέντο και διαδικασιών που επαναλαμβάνονται με απόλυτη ακρίβεια σε βάθος χρόνου. «Συνίστανται σε αιτίες οι οποίες επανεμφανίζονται συχνά και οι οποίες, στο πλαίσιο διαφορετικών συνθηκών και διαφορετικών γεγονοτικών αλληλουχιών, συντείνουν προς εξαιρετικά ποικίλες, αλλά πάντως εξηγήσιμες, συνέπειες.»[92] Πιο συγκεκριμένα:
- Κάθε εκδήλωση ενός φαινομένου, διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη. Αυτό σημαίνει ότι μια καλή θεωρία δεν πρέπει να έχει σαν πρώτο στόχο να αναγνωρίσει τις ομοιότητες μεταξύ των διαφόρων εκδηλώσεων του φαινομένου, αλλά να παρέχει μια συστηματική, ευρεία, και παράλληλα, σφικτή ερμηνεία της ποικιλομορφίας τους.
- Αν συνδυαστούν διαφορετικά, οι διάφορες συνθήκες και γεγονοτικές ακολουθίες που παράγουν ένα φαινόμενο, πχ μια επανάσταση, είναι δυνατόν να παραγάγουν άλλα, παραπλήσια φαινόμενα, όπως πραξικοπήματα και ανταρτοπολέμους.
- Οι διαδικασίες αυτές έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Ο χρόνος, ο τόπος, και η γεγονοτική ακολουθία επηρεάζει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο θα εκφραστούν τα όποια φαινόμενα.
- Το κάθε υπό εξέταση συμβάν, απέχει πολύ από το να συνιστά μια ανεξάρτητη, αυτοτελή δομή. Αντίθετα, είναι τοπικές εκδηλώσεις συνεχών ροών οι οποίες εκτείνονται πολύ παραπέρα από τα όρια τα οποία αναγκάζεται να θέσει ο ερευνητής ώστε να μπορεί να δουλέψει πάνω στο κάθε υπόδειγμα.[93]
Στο ερώτημα πώς να αναζητούμε τις αιτίες των επαναστάσεων, ο Tilly ξεκινά να απαντά δίνοντας μας την εκδοχή του Arthur Stinchombe για την αναγνώριση βαθιών αιτιακών αναλογιών μεταξύ λεπτομερών διαστάσεων, διαφορετικών, εκ πρώτης όψεως, ιστορικών ακολουθιών. Σύμφωνα με τη μέθοδο του Stinchombe η αιτία του συμβάντος Χ είναι το ελάχιστο σύνολο προγενέστερων συμβάντων τα οποία έχουν συμβεί πραγματικά, είναι εν γένει επαρκή για την παραγωγή συμβάντων τύπου Χ και χωρίς τα οποία το συμβάν Χ δεν θα είχε εμφανιστεί.[94] Αυτού του είδους η αναζήτηση προσφέρεται για μια ιστορικά θεμελιωμένη οπτική, η οποία αναζητά τις βαθιές αιτίες οι οποίες λειτουργούν σε ποικίλους συνδυασμούς, συνθήκες και ακολουθίες, και οδηγούν σε ποικίλα αποτελέσματα. Το ζήτημα πολλές φορές δεν είναι ο εντοπισμός των ομοιοτήτων μεταξύ των διαφόρων φαινομένων που παρατηρούμε, αλλά να παραχθεί μια ερμηνεία, με βάση την οποία θα εξηγείται η ποικιλομορφία των διαφόρων δομών και διαδικασιών που παράγουν τα φαινόμενα αυτά.[95]
Ο Tilly, μιλώντας για το βιβλίο του European Revolutions, που αναφέρεται στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις, εστιάζει την προσοχή του στην ποικιλομορφία στο εσωτερικό της Ευρώπης κατά τους πέντε τελευταίους αιώνες. Κάνει διάκριση μεταξύ «επαναστατικών καταστάσεων»(στιγμών που υπάρχει βαθιά διαίρεση στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας) και επαναστατικών απολήξεων(βίαιων, γρήγορων, ανθεκτικών στο χρόνο μεταβιβάσεων της κρατικής εξουσίας) και προσδιορίζει ως πλήρως ανεπτυγμένη επανάσταση οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών των δυο.[96] Αυτό που εν ολίγοις κάνει, είναι ότι ορίζει ένα ιστορικό πλαίσιο, το εξετάζει, και αντλεί μέσα από αυτό την ιδέα του περί του τι είναι επανάσταση.
«Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι οι χρονολογίες των επαναστάσεων δείχνουν[…] τον τρόπο με τον οποίο ποικίλες, από τοπικής και χρονικής απόψεως, μορφές διεθνών σχέσεων, κρατικής εξουσίας, διοικητικής δομής, στρατιωτικής δραστηριότητας, ξεριζωμού και καταστολής διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, για να μην αναφερθούμε σε άλλες μορφές πολιτικής σύγκρουσης. Για παράδειγμα, στον βαθμό που η κυβερνητική διαδοχή εξαρτιόταν από πολεμιστές-βασιλιάδες που στρατολογούνταν μέσω πατρογαμμικών βασιλικών επιγαμιών, οι επαναστατικές καταστάσεις επικεντρώνονταν σε εκείνα τα χρονικά σημεία όπου στο θρόνο ανερχόταν ένα παιδί ή κάποιος που εθεωρείτο ως ακατάλληλος. Σε περιοχές έντονης εμπορικής δραστηριότητας, για να δώσουμε ένα άλλο παράδειγμα, οι επαναστατικές καταστάσεις συνήθως έπαιρναν τη μορφή της αστικής αντίστασης προς την εξουσία του ηγεμόνα. Η επανάσταση αποδεικνύεται ένα φαινόμενο συνεκτικό, αλλά συνεκτικό στην ποικιλότητα του, καθώς και στη συνέχεια του με τη μη επαναστατική πολιτική, και όχι ως προς μια οποιαδήποτε σταθερή ομοιομορφία.»[97]
Ο Tilly συμπληρώνει, ότι ασχέτως με το τι δηλώνουν οι διάφοροι ερευνητές στις εισαγωγές και στα συμπεράσματα των έργων τους, όταν ερευνούν τέτοιου είδους πολιτικά φαινόμενα όπως είναι οι επαναστάσεις, αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να τα δουλέψουν λαμβάνοντας υπ όψιν τόσο την πορεία των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτά, όσο την εποχή και τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες έλαβαν χώρο.[98]
Immanuel Wallerstein, Από την κοινωνιολογία στην ιστορική κοινωνική επιστήμη: Προοπτικές και εμπόδια (2000)
Ο Wallerstein υποστηρίζει, πως η εποχή μέσα στην οποία γεννήθηκε και ως πρόσφατα έζησε η κοινωνιολογία, ήταν μια εποχή διάχυτου οπτιμισμού, ο οποίος βασίζονταν στην αντίληψη ότι η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας θα οδηγήσει τον ανθρώπινο πολιτισμό σε κάποιου είδους επίγειο παράδεισο. Στις συνθήκες αυτές, η ανθρώπινη πρόοδος θεωρούταν κάτι αναπόφευκτο, αν και υπήρχαν διαμάχες ως προς το τι εννοούνταν ως πρόοδος και στο πως θα φτάναμε ως εκεί. Δυο ήταν τα μεγάλα ερωτήματα που έθεταν οι κοινωνιολόγοι της εποχής αυτής της «ευδαιμονίας». Πρώτον, ερωτήματα που είχαν να κάνουν με τις καταβολές της «μεγάλης ιστορικής περιπλάνησης» που ο κόσμος φερόταν να έχει ξεκινήσει, και δεύτερον ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις παράπλευρες απώλειες που προκαλούσε αυτή η περιπλάνηση. Αν αποκαλύπτονταν οι καταβολές αυτής της περιπλάνησης, τότε θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι αποκλίσεις από τον στόχο, που ήταν η ανθρώπινη πρόοδος, και ίσως να δικαιολογούνταν η ύπαρξη τους ως μια «αναγκαίως κακή» διάσταση στην πορεία μας προς την ευδαιμονία. Μια καλή ερμηνεία της περιπλάνησης ίσως να βοηθούσε να επιταχυνθεί η όλη διαδικασία, ή τουλάχιστον θα έδειχνε αν ήμασταν σε καλό δρόμο.[99]
Το αποτέλεσμα των όσων περιγράψαμε παραπάνω, ήταν σύμφωνα με τον Wallerstein η δημιουργία εναλλακτικών «μεγάλων αφηγήσεων», μια τέτοιου τύπου αφήγηση είναι η «φιλελεύθερη ερμηνεία της ιστορίας». Η φιλελεύθερη οπτική ήθελε την ανθρωπότητα να ζει σε μια ατομικιστική ελεύθερη κοινωνία, με ελάχιστες δομές επιβολής και ελέγχου, και απέραντες επιλογές που θα επέτρεπε στα άτομα να συνειδητοποιήσουν και να καλλιεργήσουν τα έμφυτα τους χαρίσματα. Οι θιασώτες αυτής της οπτικής πίστευαν ότι ο κόσμος βρισκόταν σε καλό δρόμο, μπορεί προς το παρόν να τα κατάφερναν μόνο οι χώρες της Δύσης, αλλά ήταν σίγουροι ότι θα ακολουθούσε και ο υπόλοιπος κόσμος(ίσως για αυτό δόθηκε και η ονομασία «αναπτυσσόμενες χώρες» στις χώρες εκείνες που ήταν καθυστερημένες, επειδή μια τέτοια ονομασία δήλωνε μια πορεία προόδου). Μπορεί η φιλελεύθερη αντίληψη στην πραγματικότητα να ικανοποιούσε τα συμφέροντα εκείνων που κατείχαν οικονομικά και κοινωνικά προνόμια, όμως η οικουμενικότητα η οποία εξέφραζε ως ιδεολογία την βοηθούσε να βρει θιασώτες και στα λιγότερο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.[100]
Οι κοινωνιολόγοι, βασισμένοι σε αυτήν την οπτική, διαμόρφωσαν την έννοια της νεωτερικότητας, η νεωτερική εποχή οριζόταν ως μια τομή με το παρελθόν και μέσω της αντιπαραβολής μεταξύ αυτής και του παρελθόντος δημιουργούνταν ένα δίπολο. Το συμβόλαιο αντί της κοινωνικής θέσης, η κοινωνία αντί της κοινότητας, η οργανική αντί της μηχανικής αλληλεγγύης(αυτοί είναι μερικοί μόνο όροι που επινόησαν κοινωνιολόγοι όπως ο Durkheim και ο Weber, έτσι ώστε να καταδείξουν την τομή που έφερε η νεωτερική εποχή σε σχέση με το παρελθόν).[101]
Υπήρξαν δυο βασικές διιστάμενες εκδοχές της φιλελεύθερης μεγάλης αφήγησης, μια συντηρητική και μια ριζοσπαστική. Η συντηρητική εξέφραζε αμφιβολίες για το κατά πόσο η φιλελεύθερη στοχοθεσία ήταν επιθυμητή και εφικτή. Η άλλη, η ριζοσπαστική, εκφράστηκε κυρίως μέσω του μαρξισμού. Για τον Wallerstein, η βασική διαφορά του μαρξισμού με την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη, είναι ότι έδινε έμφαση στο γεγονός ότι το τέλος της ιστορίας δεν είχε έρθει ακόμη, και υπήρχε ακόμη ένα εξελικτικό στάδιο που έμελλε να εκπληρωθεί. Πάντως και ο Μαρξισμός υιοθετούσε τόσο την διπολική εννοιολόγηση του παρόντος, όσο και το αναπόφευκτο της προόδου.[102]
Όσον αφορά τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις της πορείας προς την πρόοδο, όλοι οι κοινωνιολόγοι συμφωνούσαν στο ότι η μετάβαση από την παραδοσιακή κοινωνία στην νεωτερική είχε αλλοτριώσει τις ζωές των ανθρώπων επειδή άλλαξε ραγδαία και αποφασιστικά τις συνθήκες της ζωής τους. Προκειμένου να εξηγήσουν αυτήν την «ανομία», οι κοινωνιολόγοι άρχισαν να μελετούν φαινόμενα όπως η παραβατικότητα, η φτώχεια, το έγκλημα και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν ότι σχετιζόταν με την εν λόγω μετάβαση. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία πάντως, πίστευαν ότι αυτές οι ανομίες ήταν παροδικές, και θα εξαλείφονταν όσο η ανθρωπότητα προόδευε. Οι κοινωνιολόγοι εμφανίζονταν σαν «γιατροί»(ή όπως λέει ο Wallerstein σαν κοινωνικοί λειτουργοί), οι οποίοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην καταπολέμηση αυτών των φαινομένων, και στο βαθμό που κατάφερναν να είναι πειστικοί ως προς αυτό, επιτύγχαναν να αποσπούν χρηματοδότηση από κρατικά ιδρύματα και λοιπούς οργανισμούς.[103]
Με την πάροδο του χρόνου το ενδιαφέρον των κοινωνιολόγων για τις καταβολές της νεωτερικότητας και της αστικής αταξίας ατόνησε. Οι ερευνητές άρχισαν να έχουν μετα-ενδιαφέροντα, και πολλοί από αυτούς υποστήριξαν ότι περάσαμε από την νεωτερικότητα στην στην μετα-νεωτερικότητα. Οι κοινωνιολόγοι πάντως στην εποχή μας, μας λέει ο Wallerstein, έχουν πάψει να πιστεύουν με τόση θέρμη, όση είχαν αυτοί των προηγούμενων γενεών, ότι μπορούν με το έργο τους να «θεραπεύσουν» την κοινωνία.[104] Ο όρος που οι περισσότεροι χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την τωρινή κατάσταση είναι «παγκοσμιοποίηση», αν και ο Wallerstein πιστεύει ότι ως γενική έννοια στερείται νοήματος. Παρατηρεί όμως, ότι δίνει μια αίσθηση που συνηθίζουν να δίνουν οι μετα-έννοιες, την αίσθηση της αόριστης αγωνίας.[105]
Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα των ημερών μας, σύμφωνα με τον Wallerstein, είναι αν ο 21ος αιώνας θα φέρει μια ώθηση της νεωτερικότητας προς τα εμπρός, ή αν θα προκληθεί μια κατάρρευση του συστήματος. Στην αυγή του 20ού αιώνα οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι ήταν αισιόδοξοι για το μέλλον, και η επιστήμη –στην νευτώνεια της μορφή- έχαιρε την εμπιστοσύνη του συνόλου της κοινωνίας, η μόνη εναλλακτική στην επιστήμη ήταν η θρησκεία. Στην αυγή του 21ου αιώνα κυριαρχεί ο φόβος και η αβεβαιότητα, και οι επιστήμονες μοιάζουν ανήμποροι να δώσουν απαντήσεις. Τα τελευταία τριάντα χρόνια(το άρθρο του Wallerstein γράφτηκε το 2000) υπάρχει ένας τρίτος τρόπος εξήγησης που δεν είναι ούτε νευτώνειος, ούτε ντετερμινιστικός, ούτε θεολογικός. Ο Wallerstein τον ονομάζει «τρόπο των επιστημών της πολυπλοκότητας» , οι οποίες [επιστήμες] υποστηρίζουν ότι τα φαινόμενα είναι πολύπλοκα, και οι ερμηνείες τους είναι και αυτές πολύπλοκες. Η γραμμικότητα είναι προσωρινή, τα διάφορα κοινωνικά φαινόμενα διακλαδώνονται μέσα στην ιστορία και οι διαδικασίες γίνονται χαοτικές, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να κάνουμε ασφαλείς προβλέψεις. Αν πάρουμε στα σοβαρά όλες αυτές τις προτάσεις, τότε πρέπει να απαντήσουμε με διαφορετικό τρόπο, από ότι προσπαθούσαμε μέχρι τώρα, στο αν οδηγούμαστε σε μια περίοδο κορύφωσης της νεωτερικότητας ή κατάρρευσης της.[106]
Σήμερα το κύριο ερώτημα μετατοπίζεται από το ποιος είναι ο κόσμος που θέλουμε να περιγράψουμε, στο ποιο είναι εκείνο το πλαίσιο που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κανείς για να τον περιγράψει. Ο Wallerstein θέλει να κάνει μερικές προτάσεις που πιστεύει πως θα βοηθούσαν τους κοινωνιολόγους να αντιμετωπίσουν την πρόκληση αυτή.[107]
Καταρχήν εντοπίζει μια διαίρεση στον κόσμο της γνώσης ανάμεσα σε δυο επιστημονικές κουλτούρες που έχει ξεκινήσει δυο αιώνες πριν. Η διαίρεση αυτή έχει τις ρίζες της στην ανάδυση του θετικισμού. Εκείνοι που σήμερα αποκαλούμε φυσικούς επιστήμονες, ήθελαν να διαχωρίσουν την θέση τους από την φιλοσοφία, γιατί θεωρούσαν πως ότι δεν υπακούει σε εμπειρικούς κανόνες είναι μεταφυσική, και πίστευαν πως μόνο αυτό που εκείνοι έκαναν ήταν πραγματική επιστήμη. Σήμερα αυτός ο διαχωρισμός επιβιώνει με την μορφή των «φυσικών επιστημών» και των «ανθρωπιστικών σπουδών», κάτι που εκλαμβάνεται, όπως μας λέει ο Wallerstein, ως μια διάκριση μεταξύ του «αληθινού» και του «ωραίου»(Θυμίζει τη διάκριση soft humanistic/hard scientific στην οποία αναφέρεται ο Erikson). Αυτές οι διακρίσεις θεσμοθετήθηκαν μέσα στο πανεπιστημιακό σύστημα κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να αποτελούν το κυρίαρχο μοντέλο. Οι κοινωνικοί επιστήμονες άρχισαν να διαλέγουν πλευρές, κάποιοι από αυτούς ήθελαν να είναι νομοθετικοί(δηλαδή να πάνε με την πλευρά των φυσικών επιστημών) ενώ κάποιοι άλλοι ήθελαν να είναι ιδιογραφικοί(δηλαδή ανθρωπιστικοί), αυτό ήταν κάτι που οδήγησε σε έναν κατακερματισμό του χώρου.[108]
Στα πλαίσια αυτού του διαχωρισμού οι κοινωνικές επιστήμες διασπάστηκαν σε δύο κλαδους, τα οικονομικά, η πολιτική επιστήμη και η κοινωνιολογία ταυτίστηκαν με το νομοθετικό, ενώ η ιστορία, η ανθρωπολογία και οι Ανατολικές σπουδές με το ιδιογραφικό. Το μοντέλο αυτό έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να αμφισβητείται, όμως αυτή η αμφισβήτηση δεν ξεκίνησε από το εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών. Από τη μια έχουμε την ανάδυση των επιστημών της πολυπλοκότητας, που ξεκινά από το εσωτερικό των φυσικών επιστημών, οι οποίες συγκρούστηκαν με το θεμελιώδες και κυρίαρχο υπόδειγμα της επιστήμης, που ήταν ντετερμινιστικό. Από την άλλη, οι πολιτισμικές σπουδές, που έχουν την καταγωγή τους από τις ανθρωπιστικές σπουδές(κυρίως τη φιλοσοφία και τις λογοτεχνικές σπουδές), έβαλαν στο στόχαστρο την κυρίαρχη οπτική εντός του δικού τους πεδίου, δηλαδή όλους τους θιασώτες της άποψης ότι υπάρχουν σταθεροί αισθητικοί κανόνες που περνούν από τη μια γενιά στην άλλη. Αυτοί υποστήριξαν ότι οι αισθητικές κρίσεις είναι ριζωμένες κάθε φορά στην εκάστοτε κοινωνία και εξελίσσονται συνεχώς αντανακλώντας κοινωνικές θέσεις και εξουσιαστικές δομές. Η κουλτούρα λοιπόν, σύμφωνα με αυτήν την οπτική, είναι σχετική και ιστορική. Το συγκεκριμένο ρεύμα βρήκε οπαδούς στις μειονοτικές ομάδες και στις γυναίκες.[109]
Οι κοινωνικές επιστήμες, αν και επηρεάστηκαν από αυτά τα δύο ρεύματα, δεν πρόσφεραν κάτι σημαντικό στην συγκεκριμένη συζήτηση. Απλά δημιουργήθηκε μια διαμάχη στο εσωτερικό τους, για το αν θα έπρεπε αυτή η καινούρια εξέλιξη να γίνει αποδεκτή ως νέα σοφία και να ενσωματωθεί ή ως ανεπιθύμητη αίρεση και να εξορκιστεί. Πάντως ο Wallerstein λέει ότι αυτά τα δυο ρεύματα όσο πάει κερδίζουν και περισσότερους οπαδούς στον χώρο των επιστημών, και αυτό είναι κάτι που τον κάνει να χαίρεται διότι η τάση αυτή ενδέχεται να απαλύνει τον διαχωρισμό μεταξύ «φυσικών επιστημών» και «ανθρωπιστικών σπουδών».[110]
«Έχουμε σήμερα εκπροσώπους των επιστημών της πολυπλοκότητας που μιλούν μια γλώσσα που συνάδει περισσότερο με τον λόγο της κοινωνικής επιστήμης(π.χ. με τα περί διανύσματος του χρόνου) αλλά και θεράποντες των πολιτισμικών σπουδών που κάνουν το ίδιο(π.χ. με τα περί κοινωνικών καταβολών των αξιών και των αισθητικών κρίσεων). Και οι δύο αυτές ομάδες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη ισχύ. Το μοντέλο γίνεται κεντρομόλο με την έννοια ότι τα δύο άκρα(οι φυσικές επιστήμες και οι ανθρωπιστικές σπουδές) κινούνται προς την κατεύθυνση του ενδιάμεσου κέντρου(της κοινωνικής επιστήμης) και, σε κάποιο βαθμό, με τους όρους αυτού του κέντρου»[111]
Το δεύτερο ζήτημα που απασχολεί τον Wallerstein «είναι το πώς θα φέρουμε την έννοια της «υλικής ορθολογικότητας» στο επίκεντρο της δουλειάς μας. Η έννοια της υλικής ορθολογικότητας[…] προτάθηκε από τον Max Weber, κατ’ αντιδιαστολή προς την τυπική ορθολογικότητα, για να υποστηρίξει πως η τυπική ορθολογικότητα(τα βέλτιστα μέσα για δεδομένους σκοπούς) δεν είναι η μοναδική μορφή ορθολογικότητας. Ο Weber αναφέρει ότι η έννοια της υλικής ορθολογικότητας είναι «άκρως πολυσήμαντη». Την χρησιμοποιεί για να δηλώσει την εφαρμογή «αξιώσεων», οι οποίες μπορεί να είναι «ηθικές, πολιτικές, ωφελιμιστικές, ηδονιστικές, νομοταξικές[…], εξισωτικές, ή κάποιες άλλες» προκειμένου για τη μέτρηση των αποτελεσμάτων της οικονομικής πράξης με τους όρους αυτών των «αξιώσεων»».[112]
Στις μέρες μας έχουμε διαπιστώσει ότι πίσω από κάθε τυπικά ορθολογική επιλογή, κρύβονται οι αξιακές προτιμήσεις κάποιου.[113] Αυτό, όπως το καταλαβαίνω εγώ, σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχουμε έναν κανόνα για το τι είναι τυπικώς ορθολογικό, μιας και αυτό τελικά εξαρτάται από ένα σωρό υποκειμενικούς παράγοντες.
Ένα τρίτο πρόβλημα που εντοπίζει ο Wallerstein, έγκειται στη διαίρεση των επιστημονικών κατηγοριών. Διακρίνει ότι στην αρχή είχαμε πολλές επιστημονικές κατηγορίες, από το 1850 και ως το 1950 οι κατηγορίες αυτές μειώνονται κατά πολύ, όμως από το 1950 και ύστερα οι κατηγορίες αρχίζουν πάλι να αυξάνουν, όσο νέες πειθαρχίες τυγχάνουν αναγνώρισης. Ο Wallerstein θεωρεί ότι ο αριθμός των επιστημονικών κατηγοριών θα συνεχίσει να αυξάνεται. Όμως η τόση πολυδιάσπαση, μπορεί να σημαίνει ακραία εξειδίκευση, που ίσως είναι χρήσιμη έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ο καταμερισμός της εργασίας, όμως η ακραία εξειδίκευση αφαιρεί από τον κοινωνικό επιστήμονα τη δυνατότητα να σκέφτεται κοινωνιολογικά(δηλαδή να έχει μια ευρεία αντίληψη του κοινωνικού) και τον μετατρέπει σε απλό τεχνικό.[114]
Υπάρχουν τρία πιθανά σενάρια για το πώς θα εξελιχθεί όλο αυτό σύμφωνα με τον Wallerstein. Το πρώτο είναι να συνεχιστεί το μπάλωμα της οργανωτικής δομής των κοινωνικών επιστημών, δηλαδή να συνεχιστεί αυτό που γίνεται ως τώρα, μέχρι η δομή αυτή να καταρρεύσει αυτό το βάρος της. Το δεύτερο είναι να περιμένουν οι κοινωνικοί επιστήμονες από κάποιους άλλους να οργανώσουν το πεδίο τους, ο Wallerstein ανυσηχεί ότι αυτή τη δουλειά μπορεί να την αναλάβουν διάφοροι [κρατικοί] γραφειοκράτες ή πολιτικοί που ως στόχο θα έχουν τον «εξορθολογισμό» για τη μείωση των δαπανών. Το τρίτο, είναι να ηγηθούν οι κοινωνικοί επιστήμονες μιας νέας διαίρεσης στις κοινωνικές επιστήμες, την οποία θα ακολουθήσει και ένας νέος, καλύτερος, καταμερισμός εργασίας. Κάτι τέτοιο, μας λέει ο Wallerstein, θα μπορούσε να γίνει αν συμφωνούσαν όλοι οι κοινωνικοί επιστήμονες ότι καταγίνονται με το ίδιο ακριβώς πράγμα, την «ιστορική κοινωνική επιστήμη». Διότι όλες οι χρήσιμες ερμηνείες της κοινωνικής επιστήμης είναι κατ ανάγκη ιστορικές(δηλαδή λαμβάνουν υπόψη τους την ιδιαιτερότητα και τη μεταβολή) και κοινωνικό-επιστημονικές(δηλαδή αναζητούν δομικές εξηγήσεις μακράς διαρκείας, που όμως δεν μπορούν να είναι υπερ-ιστορικές).[115] Επίσης, ο Wallerstein θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ προ-νεωτερικού και νεωτερικού, έχει λειτουργήσει παραπλανητικά. Έχει δημιουργήσει προκαταλήψεις στους κοινωνικούς επιστήμονες οι οποίοι βλέπουν με συμπάθεια το νεωτερικό, ως μια υπόσχεση παραδείσου(έστω και αν αυτή η εικόνα έχει αρχίσει εδώ και καιρό να τρεμοπαίζει), και το προ-νεωτερικό ως μια σχεδόν πρωτόγονη, ανεπιθύμητη κατάσταση.[116]
Ο WallersteIn, μας λέει, ότι για αν θέλουμε να προχωρήσουμε παραπέρα, και να μπορέσουμε, να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που τις τίθενται, πρέπει να υπάρχει μια διάχυση της γνώσης και η κοινωνική επιστήμη, η οποία ανθεί μόνο στις πλούσιες γωνιές του Δυτικού κόσμου, να αναπτυχθεί παντού εξ ίσου μέσω της ανταλλαγής γνώσης. Είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα καλύτερο επίπεδο επικοινωνίας μεταξύ των επιστημόνων σε όλο τον κόσμο, που μεταξύ άλλων αυτό σημαίνει, να μάθουν οι κοινωνικοί επιστήμονες όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες για να μπορούν να διαβάζουν ξενόγλωσσα έργα συναδέλφων τους.[117]
Ο Wallerstein προτείνει έναν κοινωνικό μετασχηματισμό της ίδιας κοινωνικής επιστήμης, οι πιθανότητες που δίνει να συμβεί κάτι τέτοιο τα επόμενα 20-25 χρόνια(το άρθρο εκδόθηκε το 2000) είναι 50/50 γιατί υπάρχουν και οι ανάλογες αντιστάσεις από όλους όσους βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά και βολεύονται με την παρούσα κατάσταση.[118] Αυτό που ζητά ο Wallerstein προσωπικά μου μοιάζει με αίτημα για να ολοκληρωθεί η αλλαγή «παραδείγματος»(Paradigm, με την έννοια που δίνει ο T. Kuhn) που έχει αρχίσει να διαφαίνεται ως αίτημα, στον κόσμο των κοινωνικών επιστημών. Όσον αφορά τη διάχυση της γνώσης την οποία ευαγγελίζεται, είναι άραγε δυνατόν άραγε αυτή να συμβεί μοναχά στον χώρο τις επιστήμης, χωρίς ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν η ανισομέρεια της ανάπτυξης την οποία επιφέρει ο καπιταλισμός, να ξεπεραστεί στις κοινωνικές επιστήμες(ή στις επιστήμες γενικότερα), ενώ όλοι οι άλλοι όροι της οικονομίας θα έχουν μείνει σταθεροί;
Συμπεράσματα
Τώρα που έχουμε μελετήσει και τα έξι άρθρα, μπορούμε να κάνουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο τους. Υπάρχουν κάποια κεντρικά ζητήματα που θίγονται σε παραπάνω από ένα άρθρα και αφορούν το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον των κοινωνικών επιστημών και της ιστορικής κοινωνιολογίας, θέλω να αναφερθώ επιγραμματικά και να συνοψίσω αυτά που θεωρώ περισσότερο ουσιαστικά.
Το ζήτημα των πηγών και των δεδομένων
Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς μιλούν για τις πηγές και τοποθετούνται στο ζήτημα της διάκρισης των πηγών που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί και των πηγών που χρησιμοποιούν οι κοινωνιολόγοι. Όλοι τους, εκτός ίσως από τον Goldthorpe, είναι υπέρ της εξασθένισης της διάκρισης μεταξύ των πηγών σε αυτές που είναι κατάλληλες για κοινωνιολόγους και σε αυτές που είναι κατάλληλες για ιστορικούς. Η ίδια η πραγματικότητα έχει βάλει τον έναν στα χωράφια του άλλου, αφού χρόνο με τον χρόνο αυξάνονται οι κοινωνιολόγοι που ανατρέχουν σε ιστορικές πηγές, ή κάνουν έρευνα του παρελθόντος, αλλά και οι ιστορικοί που χρησιμοποιούν για πηγές τους πρωτογενή ή και δευτερογενή δεδομένα των κοινωνιολόγων. Η επαφή των κοινωνιολόγων με τις ιστορικές πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές ενδέχεται να τους «εκπαιδεύσει» με διάφορους τρόπους. Μπορεί να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν διάφορες προκαταλήψεις για το παρελθόν, να τους κάνει πιο προσεκτικούς με τα δεδομένα τους(να μην είναι για παράδειγμα δεδομενολάγνοι) κλπ.
Το ζήτημα της διάκρισης ιδιογραφικού/νομοθετικού(όπου το ιδιογραφικό αφορά την ιστορική έρευνα και το νομοθετικό την κοινωνιολογική)
Αν και όλοι σχεδόν συγγραφείς συνηγορούν στο ότι στην πράξη αυτή η διάκριση επιβιώνει μέχρι και τις μέρες μας, όλοι τους-πλην του Goldthorpe, θεωρούν ότι αυτή θέτει εμπόδια στην πρόοδο και των δυο επιστημών. Διότι κάθε φαινόμενο έχει και ιδιογραφικές και νομοθετικές ιδιότητες, και ότι κάθε κοινωνικό φαινόμενο, ανεξαρτήτως αν συμβαίνει στο παρόν ή στο παρελθόν, είναι ιστορικό, με την έννοια ότι υπόκειται σε ιστορικούς νόμους, ή πιο σωστά ότι έχει «ιστορικότητα». Η έμφαση που δίνουν οι ιστορικοί στο ιδιογραφικό και οι κοινωνιολόγοι στο νομοθετικό, έχει να κάνει με τα επαγγελματικά τους αντανακλαστικά, αφού είναι εκπαιδευμένοι να προσέχουν κάποια πράγματα και να αγνοούν κάποια άλλα. Οι απόψεις των περισσότερων συγγραφέων συνηγορούν, στο ότι θα ήταν καλό οι κοινωνιολόγοι να ασχοληθούν με την ιστορία, ακριβώς επειδή με αυτόν τον τρόπο θα αναπτύξουν την ικανότητα να βλέπουν πέρα από το πεδίο μέσα στο οποίο τους περιορίζουν τα επαγγελματικά τους αντανακλαστικά.
Ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνιολόγοι βλέπουν το παρελθόν
Πολλοί από τους συγγραφείς(Erikson, Abrams, Mann) υποστηρίζουν ρητά, ότι αν κάτι είναι σημαντικό να κάνει η κοινωνιολογία, είναι να μπορεί να ερευνήσει, να κατανοήσει και να περιγράψει την κοινωνική μεταβολή. Ιστορικοί λόγοι, έχουν διαμορφώσει την επιστήμη της κοινωνιολογίας, έτσι ώστε οι θεράποντες της να βλέπουν παντού δομές. Η εμμονή τους όμως στην κατασκευή δομικών τύπων και στην αντιπαραβολή του ενός τύπου με τον άλλον, έχει αναπτυχθεί εις βάρος της ικανότητας τους να περιγράφουν την κοινωνική μεταβολή. Στις περιγραφές τους για την μετάβαση από την μια κοινωνία στην άλλη, οι περισσότεροι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να μας λένε «από αυτόν τον δομικό τύπο πήγαμε σε εκείνον και μετά σε αυτόν», χωρίς στην ουσία να περιγράφουν την διαδικασία μέσω της οποίας συνέβη αυτή η μεταβολή χάνοντας έτσι την ουσία. Για να καταφέρουν να το ξεπεράσουν αυτό πρέπει να γίνουν περισσότερο ιστορικοί, να μάθουν να διαχειρίζονται το χρόνο ως μια πραγματική διάσταση στις θεωρίες τους, να γίνουν καλύτεροι στην αφήγηση, να κατανοήσουν ότι τα κοινωνικά φαινόμενα που μελετούν μπορεί πολλές φορές να είναι δι-ιστορικά, αλλά ποτέ δεν είναι υπερ-ιστορικά. Στα πλαίσια των απαιτήσεων της επιστήμης της ιστορίας, έχει καλλιεργηθεί η τεχνική(ή και τέχνη) της αφήγησης, οι κοινωνιολόγοι θα μπορούσαν και αυτοί να μάθουν να «αφηγούνται» προκειμένου, όπως μας λέει ο Abrams να γίνουν καλύτεροι στο να περιγράψουν την κοινωνική μεταβολή.
Ο κατακερματισμός της γνώσης
Με το να κλείνονται πεισματικά οι επιστήμονες ο καθένας μέσα στη δική του «πειθαρχία», αλλά και εντός της ίδιας επιστήμης μέσα σε ξεχωριστές «σχολές», η γνώση κατακερματίζεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν διακριτά επιστημονικά πεδία(αν και ο Wallerstein θέτει το ερώτημα, πόσα;), σημαίνει όμως ότι οι κανόνες και οι συνήθειες που υπάρχουν εντός των ορίων τους δεν πρέπει να λειτουργούν υπέρ της περιχαράκωσης των επιστημόνων και της εσωστρέφειας. Η διεπιστημονικότητα είναι κάτι από το οποίο όλες οι επιστήμες μπορούν να βγουν κερδισμένες. Ένας κοινωνιολόγος για παράδειγμα, ερευνώντας το υλικό ενός ιστορικού, μπορεί να βγάλει καινούρια συμπεράσματα, να του θέσει καινούρια ερωτήματα, και παράλληλα θα διδαχθεί και ο ίδιος κάτι από την επιστημονική πειθαρχία του άλλου κλάδου. Πάντως κάποιοι από τους συγγραφείς, παρότι είναι κοινωνιολόγοι(Π.Χ ο Erikson), δείχνουν μια ιδιαίτερη συμπάθεια [ίσως και να της αναγνωρίζουν κάποιου είδους ανωτερότητας σε κάποιους τομείς] για την επιστήμη της ιστορίας και προτείνουν στους κοινωνιολόγους να αντλήσουν τόσο από την ιστορική γνώση όσο και από τις μεθόδους των ιστορικών προκειμένου να εμπλουτίσουν την «εργαλειοθήκη» τους και να βγουν από κάποια πιθανά αδιέξοδα και «λούπες».
Η σχέση της κοινωνιολογίας με την ανάδυση των βιομηχανικών κοινωνιών
Όλοι οι συγγραφείς, ναι αυτή τη φορά και ο Goldthorpe, δείχνουν να συμφωνούν στο ότι η κοινωνιολογία είναι μια επιστήμη που αναδύθηκε χέρι-χέρι με την βιομηχανική κοινωνία, αυτό είναι κάτι που της έχει προσδώσει πολλά από τα ιδιαίτερα της χαρακτηριστικά(όπως για παράδειγμα την συνήθεια να βλέπουν οι κοινωνιολόγοι το παρελθόν σαν μια δομή παγωμένη στο χρόνο). Αν και γεννήθηκε σε μια εποχή μεγάλης «αναμπουμπούλας» η κοινωνιολογία, όπως και οι υπόλοιπες επιστήμες της περιόδου εκείνης, ήταν αισιόδοξη. Δεν άργησαν να κατασκευασθούν μεγάλες θεωρίες, οι οποίες μιλούσαν για το αναπόδραστο της εξέλιξης, έκαναν την διάκριση με την προηγούμενη(λιγότερο ανεπτυγμένη) προβιομηχανική εποχή, και ήταν σίγουρες ότι η εκπλήρωση της υπόσχεσης της νεωτερικότητας θα οδηγούσε σε έναν επίγειο παράδεισο.
Τι θα γίνει με την επιστήμη της κοινωνιολογίας στο μέλλον;
Αν και οι περισσότεροι συγγραφείς εμφανίζονται αισιόδοξοι, έχουν όλοι τους ταυτόχρονα και πολλές ανησυχίες όσον αφορά το μέλλον της κοινωνιολογίας. Οι παραδοσιακές μέθοδοι και οπτικές δεν φαίνεται να απαντούν με τόσο μεγάλη επιτυχία στις σύγχρονες προκλήσεις, και αυτό περιθωριοποιεί κάπως την ίδια την επιστήμη της κοινωνιολογίας, που αν δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε να προβλέψει, τότε ποια η χρησιμότητα της; Αυτό είναι κάτι που πυροδοτεί αναστοχαστικές διαδικασίες, εντός της επιστημονικής κοινότητας οι οποίες σχετίζονται με ένα σωρό ερωτήματα και μετά-ερωτήματα. Από τον αναστοχασμό αυτόν προκύπτουν νέες τάσεις. Μια από τις τάσεις αυτές είναι η τάση για εξασθένιση των συνόρων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών επιστήμων, και των εσωτερικών διαιρέσεων μέσα σε κάθε μια από αυτές. Άλλο ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, όπως τονίζει Wallerstein αλλά και ο Erikson, είναι το να ενσωματώσου στην πρακτική τους οι κοινωνικές επιστήμες, εξελίξεις οι οποίες αναδύθηκαν από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, όπως είναι για παράδειγμα ο κλάδος των θετικών επιστήμων.[119] Πιθανόν οι παραπάνω προβληματισμοί, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο την έμπρακτη παραδοχή κάποιων κοινωνικών επιστημόνων, ότι «τώρα που φτάσαμε σε αδιέξοδο και κανείς δεν μας παίρνει πια στα σοβαρά, ας μαζευτούμε να τα πούμε να δούμε τι θα κάνουμε». Ο Wallerstein εκφράζει ρητά την ανησυχία του ότι μπορεί στο μέλλον οι κοινωνικοί επιστήμονες να χάσουν τον έλεγχο του πεδίου τους αν δεν το αναδιοργανώσουν. Όμως αλήθεια, με πεδίο αναφοράς την εποχή μας, σε πόσο μεγάλο βαθμό έχουν σήμερα οι κοινωνικοί επιστήμονες τον έλεγχο του πεδίου τους όταν είναι εξαρτημένοι από ολοένα και πιο δυσεύρετα ερευνητικά προγράμματα που αφορούν πολύ συγκεκριμένους τομείς έρευνας; Πως θα ανατροφοδοτηθεί ο κλάδος, όταν είναι τόσο δύσκολο ένας κοινωνικός επιστήμονας στις μέρες μας να βρει χρηματοδότηση για να αξιοποιήσει και να εξετάσει τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα; Και αν υποθέσουμε ότι σκοπός μιας επιστήμης είναι να ωφελήσει την ίδια την κοινωνία, πως θα γίνει αυτό όταν οι θεράποντες της βρίσκονται στην ουσία με δεμένα τα χέρια;
[1] Kai T. Erikson, «Η κοινωνιολογία και η ιστορική οπτική», στο, Νίκος Βαφέας – Γιάννης Κουμπουρλής(Επίμ.), Ιστορική Κοινωνιολογία, αντικείμενο και μέθοδος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2014, σ. 57-78, σ. 57-58.
[2] Στο ίδιο, σ. 58-59.
[3] Στο ίδιο, σ. 59.
[4] Στο ίδιο, σ. 59-60.
[5] Στο ίδιο, σ. 60-61.
[6] Στο ίδιο, σ. 61-62.
[7] Στο ίδιο, σ. 62.
[8] Στο ίδιο, σ. 63.
[9] Στο ίδιο, σ. 65.
[10] Στο ίδιο, σ. 65.
[11] Στο ίδιο, σ. 66-67.
[12] Στο ίδιο, σ. 67-68.
[13] Στο ίδιο, σ. 68-69.
[14] Στο ίδιο, σ. 70.
[15] Στο ίδιο, σ. 70.
[16] Στο ίδιο, σ. 71.
[17] Στο ίδιο, σ. 72.
[18] Στο ίδιο, σ. 73.
[19] Στο ίδιο, σ. 73-74.
[20] Στο ίδιο, σ. 74-75.
[21] Στο ίδιο, σ. 76.
[22] Στο ίδιο, σ. 76-78.
[23] Philip Abrams, «Το περί παρελθόντος αίσθημα και οι καταβολές της κοινωνιολογίας», στο, Νίκος Βαφέας – Γιάννης Κουμπουρλής(Επίμ.), Ιστορική Κοινωνιολογία, αντικείμενο και μέθοδος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2014, σ. 79-98, σ. 79-80.
[24] Στο ίδιο, σ. 80.
[25] Στο ίδιο, σ. 80-81.
[26] Στο ίδιο, σ. 82-83.
[27] Στο ίδιο, σ. 84.
[28] Στο ίδιο, σ. 83.
[29] Αναφέρεται στο Philip Abrams, «Το περί παρελθόντος αίσθημα και οι καταβολές της κοινωνιολογίας», ο.π, σ. 79-98, σ. 85, στο, E.J. Hobsbawm, «The social Function of the past», στο, D, Apter(επιμ.), Ideology and discontent, Νέα Υόρκη 1964, σ.3-17.
[30] Philip Abrams, «Το περί παρελθόντος αίσθημα και οι καταβολές της κοινωνιολογίας», ο.π, σ. 85-86.
[31] Στο ίδιο, σ. 87-88.
[32] Στο ίδιο, σ. 89.
[33] Στο ίδιο, σ. 90-91.
[34] Στο ίδιο, σ. 90-91.
[35] Στο ίδιο, σ. 93.
[36] Στο ίδιο, σ. 91.
[37] Αναφέρεται στο Philip Abrams, «Το περί παρελθόντος αίσθημα και οι καταβολές της κοινωνιολογίας», ο.π, σ. 79-98, σ. 95, στο, V.j. Goode, «industrialization and family change», στο, B.F. Hoselitz και W.E. Moore(επιμ.), Industralisation and society, Νέα Υόρκη 1963, σ. 237-259.
[38] Philip Abrams, «Το περί παρελθόντος αίσθημα και οι καταβολές της κοινωνιολογίας», ο.π, σ. 79-98, σ. 97-98.
[39] John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», στο, Νίκος Βαφέας – Γιάννης Κουμπουρλής(Επίμ.), Ιστορική Κοινωνιολογία, αντικείμενο και μέθοδος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2014, σ. 145-174, σ. 145.
[40] Στο ίδιο, σ. 147-148.
[41] Στο ίδιο, σ. 149.
[42] Στο ίδιο, σ. 149-150.
[43] Στο ίδιο, σ. 151-152.
[44] Στο ίδιο, σ. 153.
[45] Στο ίδιο, σ. 153-155.
[46] Στο ίδιο, σ. 155-156.
[47] Στο ίδιο, σ. 157.
[48] Πρθ. στο, John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», ο.π, σ. 145-174, σ. 158, στο, M. Anderson, Family structure in nineteenth century Lancashire, Κέμπριτζ 1971, σ. 62.
[49] John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», ο.π, σ. 145-174, σ. 160-161.
[50] Στο ίδιο, σ. 161-162.
[51] Στο ίδιο, σ. 162-164.
[52] Στο ίδιο, σ. 166-168.
[53] Πρθ. στο, John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», ο.π, σ. 145-174, σ. 171, στο, Th. Skocpol(επιμ.), ιστορική κοινωνιολογία, σ. 486.
[54] John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», ο.π, σ. 145-174, σ. 171.
[55] Πρθ. στο, John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», ο.π, σ. 145-174, σ. 171, στο, Th. Skocpol(επιμ.), ιστορική κοινωνιολογία, σ. 486.
[56] John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», ο.π, σ. 145-174, σ. 170-171.
[57] Michael Mann, «Εγκώμιο στη μακρο-κοινωνιολογία: Μια απάντηση στον Goldthorpe», στο, Νίκος Βαφέας – Γιάννης Κουμπουρλής(Επίμ.), Ιστορική Κοινωνιολογία, αντικείμενο και μέθοδος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2014, σ. 175-202, σ. 175.
[58] Στο ίδιο, σ. 176.
[59] Στο ίδιο, σ. 176-178.
[60] Στο ίδιο, σ. 178-179.
[61] Στο ίδιο, σ. 179.
[62] Στο ίδιο, σ. 180.
[63] Στο ίδιο, σ. 181-182.
[64] Στο ίδιο, σ. 182.
[65] Στο ίδιο, σ. 183.
[66] Στο ίδιο, σ. 183.
[67] Στο ίδιο, σ. 184.
[68] Στο ίδιο, σ. 184.
[69] Στο ίδιο, σ. 184-185.
[70] Στο ίδιο, σ. 184.
[71] John H. Goldthorpe, «Οι χρήσεις της ιστορίας στην κοινωνιολογία: Σκέψεις επί ορισμένων πρόσφατων τάσεων», ο.π, σ. 145-174, σ. 152.
[72] Michael Mann, «Εγκώμιο στη μακρο-κοινωνιολογία: Μια απάντηση στον Goldthorpe», ο.π, σ. 175-202, σ. 186.
[73] Στο ίδιο, σ. 189-190.
[74] Στο ίδιο, σ. 191.
[75] Στο ίδιο, σ. 186-187.
[76] Στο ίδιο, σ. 191-192.
[77] Στο ίδιο, σ. 193.
[78] Στο ίδιο, σ. 193-195.
[79] Στο ίδιο, σ. 195-196.
[80] Στο ίδιο, σ. 196-200.
[81] Στο ίδιο, σ. 201.
[82] Charles Tilly, «Για την εξήγηση των πολιτικών διαδικασιών», στο, Νίκος Βαφέας – Γιάννης Κουμπουρλής(Επίμ.), Ιστορική Κοινωνιολογία, αντικείμενο και μέθοδος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2014, σ. 203-224, σ. 203.
[83] Στο ίδιο, σ. 204.
[84] Στο ίδιο, σ. 204.
[85] Στο ίδιο, σ. 207.
[86] Στο ίδιο, σ. 207-208.
[87] Στο ίδιο, σ. 221.
[88] Στο ίδιο, σ. 209.
[89] Στο ίδιο, σ. 209-210.
[90] Στο ίδιο, σ. 214.
[91] Στο ίδιο, σ. 214.
[92] Στο ίδιο, σ. 214.
[93] Στο ίδιο, σ. 215.
[94] Αναφέρεται στο Charles Tilly, «Για την εξήγηση των πολιτικών διαδικασιών», ο.π, σ. 203-224, σ. 216, στο, Arthur L. Stinchvombe, Theoretical methods in social history, Νέα Υόρκη 1978, σ. 115.
[95] Charles Tilly, «Για την εξήγηση των πολιτικών διαδικασιών», ο.π, σ. 203-224, σ. 217.
[96] Στο ίδιο, σ. 220.
[97] Στο ίδιο, σ. 220-221.
[98] Στο ίδιο, σ. 221.
[99] Immanuel Wallerstein, «Από την κοινωνιολογία στην ιστορική κοινωνική επιστήμη: Προοπτικές και εμπόδια», στο, Νίκος Βαφέας – Γιάννης Κουμπουρλής(Επίμ.), Ιστορική Κοινωνιολογία, αντικείμενο και μέθοδος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2014, σ. 225-240, σ. 226-227.
[100] Στο ίδιο, σ. 227.
[101] Στο ίδιο, σ. 227-228.
[102] Στο ίδιο, σ. 228.
[103] Στο ίδιο, σ. 229.
[104] Στο ίδιο, σ. 229.
[105] Στο ίδιο, σ. 230.
[106] Στο ίδιο, σ. 230-231.
[107] Στο ίδιο, σ. 231.
[108] Στο ίδιο, σ. 232-233.
[109] Στο ίδιο, σ. 233-234.
[110] Στο ίδιο, σ. 235.
[111] Στο ίδιο, σ. 235.
[112] Αναφέρεται στο Immanuel Wallerstein, «Από την κοινωνιολογία στην ιστορική κοινωνική επιστήμη: Προοπτικές και εμπόδια», ο.π, σ. 225-240, σ. 235-236, στο, M. Weber, Economy and society, Νέα Υόρκη 1968, σ. 85-86..
[113] Immanuel Wallerstein, «Από την κοινωνιολογία στην ιστορική κοινωνική επιστήμη: Προοπτικές και εμπόδια», ο.π, σ. 225-240, σ. 236.
[114] Στο ίδιο, σ. 237-238.
[115] θυμίζει λίγο την άποψη του Erikson, ότι κάθε φαινόμενο έχει ταυτόχρονα μια ιδιογραφική και μια νομοθετική διάσταση.
[116] Στο ίδιο, σ. 238-239.
[117] Στο ίδιο, σ. 239-240.
[118] Στο ίδιο, σ. 340.
[119] Όπως είναι για παράδειγμα ο προβληματισμός –ο οποίος αναδείχθηκε από τις θετικές επιστήμες- για το κατά πόσο ο παρατηρητής επηρεάζει το αποτέλεσμα ενός πειράματος.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)