Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Ιουνίου 2017

i-daniel-blake-3

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Αναζητώντας το νανουριστικό1 μου μερικές μέρες πριν, έπεσα πάνω σε μια «άγνωστη» ταινία της οποίας το σενάριο μου κίνησε το ενδιαφέρον, και, έχοντας δει σχεδόν οτιδήποτε άλλο έχει κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό, αποφάσισα να της δώσω μια ευκαιρία. Η ταινία όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν διόλου άγνωστη, απλά εγώ δεν είχα προσέξει το όνομα του σκηνοθέτη (Ken Loach), αν και κατά τη μέση της ταινίας μάντεψα –από τα συμφραζόμενα- ότι ήταν δική του.

Πρόκειται για την ταινία I, Daniel Blake που αφηγείται την ιστορία ενός 59χρονου μαραγκού οικοδομών, ο οποίος αναγκάστηκε να σταματήσει την δουλειά του εξαιτίας ενός εμφράγματος που υπέστη. Ο καθόλα αξιοπρεπής κύριος Blake, είναι ένας καθημερινός λαϊκός ήρωας, που, από τη στιγμή του εμφράγματος και πέρα μπαίνει σε ένα σωρό μπελάδες. Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω πολλά για την ταινία, θα πω ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με την βρετανική γραφειοκρατία, τις επιτροπές τεχνοκρατών, τον αντίστοιχο βρετανικό ΟΑΕΔ, κ.α. Όλα αυτά στην προσπάθεια του να πάρει είτε επίδομα ανεργίας είτε επίδομα αναπηρίας, αφού οι γιατροί του απαγορεύουν αυστηρά να επιστρέψει στην εργασία του. Ο ίδιος, αγαπάει την δουλειά του και ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσει, μάλιστα επισκέπτεται συχνά την οικοδομή και τους συναδέλφους του, αφού έχοντας χάσει τη γυναίκα του τους νιώθει κάτι σαν δεύτερη οικογένεια του.

Μεταξύ άλλων ο ξεροκέφαλος –και με το δίκιο του- Daniel, καλείται να αποδείξει στον ΟΑΕΔ ότι ψάχνει δουλειά (διαφορετικά επίδομα δεν έχει), να μάθει τη χρήση υπολογιστών για να στείλει μια ατελείωτη σειρά από αιτήσεις, και, όπως και ο ίδιος παραδέχεται «μπορώ να σου φτιάξω ένα σπίτι από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά δεν έχω ιδέα από αυτά τα μαραφέτια». Προσωπικά, γέλασα πολύ στη σκηνή που προσπαθεί να μάθει να χρησιμοποιεί το ποντίκι, αλλά δε θα σας πω περισσότερα.

Αν κάτι έχει αξία στην ταινία πέρα από την καλή σκηνοθεσία και την άριστη ηθοποιία, είναι το πόσο πιστά αποτυπώνονται οι επιπτώσεις της κρίσης στις λαϊκές γειτονιές των αγγλικών πόλεων. Κοινωνικά παντοπωλεία, ουρές για συσσίτια, ξενώνες αστέγων, ανεργία, τσαλάκωμα της αξιοπρέπειας, αδιέξοδα, και πάνω σε όλα αυτά ένα κράτος το οποίο μοιάζει να έχει σαν αποστολή του να κάνει τα δύσκολα δυσκολότερα. Το φιλμ σε κάνει να απορείς τι «αμαρτίες» πληρώνει ο βρετανικός λαός, και πόσο οι τιμωρίες για τις «αμαρτίες» αυτές μοιάζουν με τις δικές μας εδώ στην Ελλάδα. Μάλλον θα ήταν και αυτοί σπάταλοι, τεμπέληδες, κομπιναδόροι, όπως λένε και για εμάς τους Έλληνες διάφορα παπαγαλάκια. «Κρίση, ποια κρίση, γεμάτες οι καφετέριες…»

maxresdefault-4

Το βασικό καστ της ταινίας

Η ταινία, εκτός του ότι μου άρεσε πάρα πολύ με συγκίνησε κιόλας. Σε αυτό συνέβαλαν οι άριστες ερμηνείες όλων των ηθοποιών σε μικρότερους και μεγαλύτερους ρόλους, η αλληλεπίδραση μεταξύ τους, η ταύτιση με τις περιγραφόμενες καταστάσεις που μπορεί να νιώσει ο καθένας που βιώνει την καπιταλιστική κρίση, και ο συμπαθητικός χαρακτήρας του πρωταγωνιστή (David Johns) που θα μπορούσε να ήταν ο παππούς, ο πατέρας ή ο αδερφός μας (ή και εμείς οι ίδιοι actually).

Όπως καταλάβατε, την ταινία σας την συνιστώ ανεπιφύλακτα, απλά θα ήθελα να σημειώσω δυο πράγματα ακόμα, προσπαθώντας να μην γίνω πολύ μαρτυριάρης (ή spoilerιάρης αν προτιμάτε). Ο Μαρξ λέει πως «οι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να περιγράψουν τον κόσμο, εμείς θέλουμε να τον αλλάξουμε». Θα λέγαμε ότι το πρώτο σκέλος αυτής της δήλωσης ταιριάζει γάντι στο «I, Daniel Blake», αφού ο σκηνοθέτης, πέρα από το να δώσει με αριστοτεχνικό και ανθρώπινο τρόπο μια εικόνα για το πώς βιώνει ο απλός κόσμος την κρίση στην Αγγλία, δεν προχωράει καθόλου παραπέρα. Οι ήρωες μένουν κλεισμένοι στον εαυτό τους, ή, στην καλύτερη περίπτωση μοιράζονται τον πόνο τους με ένα μικρό κύκλο φίλων και συμπασχόντων. Απόγνωση, πείσμα, οργή, απάθεια, μάταια ξεσπάσματα, ντροπή, είναι μερικά από τα συναισθήματα που αποδίδουν αριστοτεχνικά οι ηθοποιοί στην οθόνη και σε αυτά μένουν παγιδευμένοι μέχρι το τέλος.

Προσωπικά, θα με ενδιέφερε περισσότερο αν η ταινία έδειχνε και προς κάποια διέξοδο από όλο αυτό το λαβύρινθο, όχι ατομική, διότι τι και αν σωθεί ένας οι υπόλοιποι θα μείνουν μετέωροι, αλλά συλλογική. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης θα έπρεπε να εισάγει κάποιο όραμα στην ταινία, και να πάει ένα βήμα παραπέρα από το να περιγράψει τον κόσμο. Δεν του το χρεώνω αυτό του Loach, απλά εγώ θα ευχαριστιόμουν πολύ περισσότερο την ταινία αν εξερευνούσε και αυτήν την εκδοχή. Πάντως, ακόμη και έτσι, το I Daniel Blake, είναι ένα πολύ καλό φιλμ, ικανό να ευαισθητοποιήσει και να προβληματίσει, χωρίς υπερβολές ή ακραίες δραματοποιήσεις των φαινομένων, και χωρίς να τραβάει το συναίσθημα του θεατή από τα μαλλιά. Σε όλα αυτά, ας προστεθεί και μια νότα διακριτικού μαύρου χιούμορ που δένει απόλυτα με το υπόλοιπο μείγμα.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

1 Μου αρέσει –ή πιο σωστά μου έχει γίνει συνήθεια- όταν πέφτω για ύπνο να βάζω να βλέπω κάποια ταινία ή κάποια σειρά για να νανουριστώ.

Read Full Post »

23

Έκατσα και είδα πριν από μερικές μέρες την ταινία “Ares” και αποφάσισα να γράψω δυο πράγματα για αυτήν έτσι ώστε να μην σας διαφύγει. Την επέλεξα στην τύχη, ομολογώ ότι περίμενα να δω μια b-movie του στυλ “Bloodsport” με βανταμιές και τα ρέστα, αφού για κάτι τέτοιο σε προδιέθετε το εξώφυλλο το trailer και η περιγραφή, όμως όπως αποδείχθηκε η ταινία το πήγαινε παραπέρα. Όχι ότι δεν υπήρχαν βανταμιές, αποτελούσαν όμως απλά διαλείμματα αδρεναλίνης που εξυπηρετούσαν ένα γενικότερο σενάριο με πολύ περισσότερο βάθος.

Η παραγωγή είναι γαλλική και διαδραματίζεται στο Παρίσι του μέλλοντος και συγκεκριμένα στο 2035. Η ευρωπαϊκή ήπειρος έχει μετατραπεί σε ένα δυστοπικό μέρος και οι άνθρωποι που ζουν εκεί υποφέρουν, καθώς μαστίζονται από την ανεργία και την ανέχεια, την περιθωριοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Όσοι δε κάνουν την προσπάθεια να αντιδράσουν ατομικά ή συλλογικά, χτυπιούνται ανελέητα από τις δυνάμεις καταστολής, φυλακίζονται ή εκτελούνται επί τόπου.  Αν και οι εκλογές δεν έχουν καταργηθεί, η ταινία μας ξεκαθαρίζει ότι μικρό ρόλο παίζουν, καθώς οι όποιες κυβερνήσεις αποτελούν απλά και ξεδιάντροπα πιόνια των πολυεθνικών που κυριαρχούν δικτατορικά.

Ειδικοί νόμοι έχουν θεσπιστεί, οι οποίοι –στο όνομα της αυτοδιαχείρισης του ανθρώπινου σώματος- επιτρέπουν χρήση όλων των ναρκωτικών και των αναβολικών. Επιπλέον, οι φτωχοποιημένοι και λουμπενοποιημένοι πολίτες επιτρέπεται να συμμετέχουν σε πειράματα της φαρμακοβιομηχανίας ως πειραματόζωα έναντι αμοιβής, ρισκάροντας έτσι την ζωή και τη υγεία τους, χωρίς να θεωρούνται οι εταιρίες υπεύθυνες για τους ατελείωτους θανάτους που σημειώνονται στα πειράματα αυτά. Τα αναβολικά, οι γενετικές μεταλλάξεις και οι σωματικές τροποποιήσεις έχουν επιτραπεί σε όλα τα σπορ, ενώ χορηγοί των αθλητών είναι συνήθως εταιρίες που παράγουν αναβολικά ή που φτιάχνουν υπερανθρώπους στο εργαστήριο μέσω της ευγονικής και της κλωνοποίησης.

Ήρωας της ταινίας είναι ένας πρώην πρωταθλητής ενός βίαιου και δημοφιλούς αγωνίσματος σε στυλ MMA(Mixed Martial Arts), που συμμετείχε σε αυτό με το ψευδώνυμο Ares. Πλέον έχει χάσει την παλιά του δόξα, έχει ξεχαστεί και αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ενώ το σύστημα που τον ανέδειξε τώρα τον έχει πετάξει σαν γερασμένο άλογο κούρσας. Το τωρινό του επάγγελμα είναι [κάτι σαν] μισθοφόρος ματατζής, που κατά περιόδους προσλαμβάνεται για να συμμετέχει σε διμοιρίες που σαν αποστολή τους έχουν να διαλύουν διαδηλώσεις και να συνθλίβουν ή συλλαμβάνουν τους διαδηλωτές. Ο Ares είναι κυνικός, δεν έχει όραμα, δεν έχει ούτε καν φιλοδοξίες, δεν έχει φίλους, και σχεδόν το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να έχει (βρωμο)δουλειά και να πληρώνεται. Και λέω σχεδόν, γιατί στην πραγματικότητα νοιάζεται για την αδερφή του και για τα ανίψια του, που ιδεολογικά βρίσκονται στο άλλο άκρο, αφού συμμετέχουν σε αναρχοκομμουνιστικές ομάδες που προσπαθούν να ανατρέψουν την κατάσταση. Όμως δεν θέλω να επεκταθώ ως προς αυτό, επειδή είναι καλύτερα να δείτε την ταινία χωρίς να γνωρίζετε πολλά πολλά.

Τεχνικά η ταινία δεν είναι τέλεια, παρόλα αυτά σε αυτό αποζημιώνει από την πρωτοτυπία και τη φρεσκάδα του σεναρίου, καθώς επίσης και το γεγονός ότι τολμά να παίξει με ιδέες που συνήθως ο εμπορικός κινηματογράφος αποφεύγει. Η ηθοποιία απέχει και αυτή από το τέλειο, χωρίς όμως να πέφτει πολύ χαμηλά, ενώ κάποιοι ηθοποιοί(που για εμένα ήταν παντελώς άγνωστοι, αλλά ίσως στη Γαλλία να είναι αναγνωρίσιμοι) μπορώ να πω ότι αποδίδουν πολύ καλά τους ρόλους τους, όπως για παράδειγμα ο τρανσέξουαλ γείτονας του ήρωα. Βέβαια, σε κάποια σημεία η όλη ατμόσφαιρα θυμίζει λίγο b-movie, αλλά αυτό προσωπικά δεν με χάλασε, και ίσως να έγινε και ηθελημένα από τον σκηνοθέτη για λόγους γενικότερης cyberpunk αισθητικής[2] … ίσως βέβαια και να οφείλεται απλά στην έλλειψη budget.

Αυτό πάντως που μου έκανε περισσότερη εντύπωση, είναι ότι το δυστοπικό μέλλον που ξετυλίγεται μπροστά στην οθόνη μας, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί προέκταση των όσων βιώνουμε σήμερα, και υπό αυτήν την έννοια μοιάζει σαν ένα είδος προειδοποίησης για το που βαδίζει ο «Δυτικός Πολιτισμός». Μάλιστα, υπάρχουν και μερικές γεωπολιτικές «νύξεις» στην ταινία, οι οποίες παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Έχουν να κάνουν με μια νέα παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων, ένα γενικότερο shift στην σκακιέρα. Τα πρώτα στάδια του οποίου διαφαίνονται στο δικό μας παρόν με την γερασμένη Ευρώπη να δείχνει έντονα σημάδια παρακμής, τις ΗΠΑ να έχουν και αυτές τα δικά τους προβλήματα, και μια σειρά από επίδοξους αντικαταστάτες να κονταροχτυπιούνται για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων.

Εδώ κάπου σταματάω για να μη σας χαλάσω την έκπληξη, θα σας συμβούλευα πάντως να προμηθευτείτε το “Ares”, που λογικά θα έχει κυκλοφορήσει σε DVD ή να το δείτε Online με νόμιμο ή λιγότερο νόμιμο τρόπο.

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

[1] Στα ελληνικά η ταινία ονομάζεται «Κίνδυνος στο Παρίσι»

[2] Έχει κάτι από Blade Runner.

Read Full Post »

Δημοσιεύθηκε και στο KatiousaΡΟΜΑ2

Ξεκινώντας το άρθρο να ξεκαθαρίσω ότι τους Τσιγγάνους εγώ δεν μπορώ να τους πω Ρομά, μου μοιάζει τόσο μεταμοντέρνο και πολιτικά ορθό που νιώθω λες και πρέπει να προσποιηθώ για να το εκφέρω. Στο άρθρο που ακολουθεί λοιπόν, όπως μαρτυρά ο τίτλος, τους Τσιγγάνους θα τους λέω Τσιγγάνους, αφού και εγώ αν ήμουν Τσιγγάνος Τσιγγάνο θα ήθελα να με έλεγαν. Και τώρα που ξεκαθαρίσαμε τα γλωσσικά μου κολλήματα ας προχωρήσουμε στην ουσία.

Επέλεξα να γράψω το άρθρο αυτό, διότι με αφορμή το θάνατο του 10χρονου στο Μενίδι έχουν ακουστεί πολλές βλακείες σχετικά με τους Τσιγγάνους. Κάτι ότι έχουν στο DNA τους την εγκληματικότητα, κάτι ότι παρά τις προσπάθειες του κράτους δεν θέλουν να προσαρμοστούν στην ευρύτερη κοινωνία κ.α. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι καινούρια, τα ακούω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, απλώς τώρα η κουβέντα αναζωπυρώθηκε και βγήκαν στην επιφάνεια ξανά τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις. Ανάλογες προκαταλήψεις υποθέτω θα έχουν και οι Τσιγγάνοι προς εμάς, όμως επειδή εμείς κυριαρχούμε οικονομικά/πληθυσμιακά και πολιτικά έχομε την πολυτέλεια οι δικές μας προκαταλήψεις να υπερνικούνε τις δικές τους, χα! 1-0.

Προσωπικά, όλους αυτούς που προσπαθούν να ερμηνεύσουν διαφορετικές κοινωνικές συμπεριφορές με βάση το DNA, τείνω να τους θεωρώ φασίζοντες. Δεν είναι το DNA που καθορίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι, όχι άμεσα τουλάχιστον, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις ατόμων, ομάδων και δομών. Δεν υπάρχει κάποιος ξεχωριστός κανόνας συμπεριφοράς γραμμένος στο DNA του μαύρου, ή του Τσιγγάνου ή του λευκού, παρόλα αυτά έμμεσα το χρώμα του δέρματος τους επηρεάζει τελικά τη ζωή και τη συμπεριφορά, και αυτό γίνεται επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι κάνουν διακρίσεις και ταυτοποιήσεις με βάση το δέρμα. Οι λόγοι που το κάνουμε αυτό, μπορεί είτε να είναι ιστορικά προσδιορισμένοι, για παράδειγμα η υποδούλωση ενός λαού από έναν άλλο, που μετατρέπει τον έναν λαό σε αφέντη και τον άλλο σε δούλο. Έτσι λοιπόν –μπαίνοντας στο παιχνίδι η εκμετάλλευση και το συμφέρον– δημιουργείται κοινωνικό στάτους με βάση τη φυλή ή το χρώμα. Ίσως όμως να υπάρχει και κάτι πιο ενστικτώδες, που έχει να κάνει με το ότι οι άνθρωποι ταυτίζονται πιο εύκολα με ό,τι τους μοιάζει περισσότερο οικείο. Αν πχ βάλεις ένα μαυράκι σε ένα σχολείο με λευκά παιδιά που δεν έχουν συνηθίσει να σχετίζονται με μαύρους, ίσως να χρειαστεί και από τις δυο πλευρές ένας χρόνος προσαρμογής. Φυσικά τα παιδιά δεν είναι tabula rasa, οπότε πέρα από την ενστικτώδη αντίδραση που μπορεί να τους προκαλέσει το διαφορετικό, θα παίξει ρόλο και το τι εικόνες και παραδόσεις κουβαλάει το κάθε ένα από το σπίτι του. Αντίστοιχα, ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, πιθανόν και αυτό να ξενίσει τα άλλα παιδιά που μπορεί αρχικά να είναι επιφυλακτικά μαζί του.

Φυσικά αντιλήψεις του στυλ «οι μαύροι έχουν στο αίμα τους το έγκλημα» ή «οι τσιγγάνοι έχουν στο αίμα τους την κλεψιά», ακόμα και αν δεν εκφέρονται από φασίστες, αποτελούν στερεότυπα τα οποία μόνο φασίστες δικαιολογούνται στις μέρες μας να τα αναπαράγουν, οι υπόλοιποι οφείλουμε να γνωρίζουμε καλύτερα. Αιτία της όποιας παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι φυσικά το αίμα ή το DNA, αλλά η γκετοποίηση και η περιθωριοποίηση που αναγκάζουν τα άτομα να ζουν με ένα διαφορετικό πλαίσιο κανόνων από το δικό μας προκειμένου να επιβιώσουν. Οι γκετοποιημένες κοινότητες λοιπόν, μπορεί να εμφανίσουν εσωστρέφεια, παραβατικές συμπεριφορές, αντιδραστικές συμπεριφορές, πουριτανισμό, συντηρητισμό κ.α. Αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό επειδή πολλοί δρόμοι που μπορεί να είναι ανοιχτοί για τους περισσότερους είναι συχνά κλειστοί ή πολύ δύσβατοι, για τους μειονοτικούς και γκετοποιημένους πληθυσμούς. Οι μαύροι στην Αμερική για παράδειγμα βρίσκουν δουλειά πολύ πιο δύσκολα από τους λευκούς, ενώ και οι δουλειές που βρίσκουν βρίσκονται συνήθως σε χαμηλότερη εκτίμηση και θέση στην κοινωνική και μισθολογική κλίμακα.

Ακόμη και καλοπροαίρετοι άνθρωποι μπορεί να «πάσχουν» από προκαταλήψεις απέναντι σε τέτοιου είδους μειονοτικές ομάδες. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτές οι προκαταλήψεις τους δημιουργήθηκαν σε μικρή ηλικία και άρα λειτουργούν σε κάποιο βαθμό υποσυνείδητα με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν τις έχουν με τη λογική τους απορρίψει, ο σπόρος τους δεν έχει παντελώς εκλείψει. Έτσι, ένας άνθρωπος μπορεί να προσπαθεί να μην κάνει διακρίσεις με βάση το χρώμα, αλλά να μην του καλοφανεί αν η κόρη του παντρευτεί έναν τσιγγάνο, ή να μην προσλάβει έναν τσιγγάνο στη δουλειά του. Σε αυτό βέβαια συμβάλει και η στάση της υπόλοιπης κοινωνίας απέναντι στις μειονοτικές ομάδες. Δηλαδή, μπορεί κάποιος που είναι θεωρητικά κατά των διακρίσεων να μην προσλάβει έναν τσιγγάνο ή να μη συνάψει ερωτική σχέση με μια τσιγγάνα επειδή είναι κάτι για το οποίο νιώθει ότι θα τον κατακρίνει ο κοινωνικός του περίγυρος. Αντίστοιχα, ο προσωπάρχης σε μια ελληνική εταιρία, δεν θα προσλάβει εύκολα για κάποια θέση έναν τσιγγάνο διότι γνωρίζει ότι για την πράξη του αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να λογοδοτήσει στον ιδιοκτήτη της εταιρίας ή στον ανώτερο του. Φυσικά υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις ανθρώπων οι οποίοι κάνουν την υπέρβαση γράφοντας τις κοινωνικές νόρμες στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.

Πλανάται όμως και μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι δεν θέλουν να προσαρμοστούν στην ευρύτερη κοινωνία, και είναι αλήθεια ότι εμφανίζουν αντιστάσεις από την πλευρά τους, όμως καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε λίγο και το γιατί. «Τους δίνει το κράτος σπίτια και αυτοί γυρνάνε πάλι στους καταυλισμούς», λένε κάποιοι. Προσωπικά δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει, όμως ακόμη και αν αληθεύει δεν μου κάνει καμία εντύπωση το να μην εγκαταστάθηκαν εκεί οι Τσιγγάνοι των καταυλισμών. Για τον Τσιγγάνο η ζωή στον καταυλισμό δεν είναι μόνο κατοικία, αλλά μια σειρά από κοινωνικές σχέσεις απαραίτητες για την διαβίωσή του. Ο καταυλισμός είναι μια μικροκοινωνία στην οποία επικρατεί ο κοινοτικός τρόπος ζωής, με το να πάρεις το άτομο από εκεί και να το βάλεις σε ένα διαμέρισμα, δεν τον απομακρύνεις μόνο από τις συνήθειές του, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να επιβιώνει. Η προσαρμογή του δε στον «έξω κόσμο» είναι πιο δύσκολη σε σχέση με κάποιον λευκό, εφόσον ο Τσιγγάνος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορέσει να βρει δουλειά και επειδή στερείται των απαραίτητων προσόντων (χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης) και επειδή όπως είπαμε πιο πάνω, δύσκολα θα προσληφθεί ως υπάλληλος. Πέρα όμως από όλα τα παραπάνω, είναι και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινοτικού τρόπου ζωής που κάνουν για αυτόν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Διότι τα άτομα που ζουν σε τέτοιες κοινότητες (σκεφτείτε και τη ζωή των παππούδων μας στα χωριά) είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αλληλεξαρτημένα το ένα από το άλλο σε σχέση με εμάς τους κατοίκους των σύγχρονων αστικών κέντρων. Πχ σε πολλές περιπτώσεις το μεγάλωμα των παιδιών δεν το αναλαμβάνει μόνο ο γονέας αλλά συνδράμει και η υπόλοιπη κοινότητα, ενώ οι οικογένειές τους είναι πολύ πιο διευρυμένες από ότι οι δικές μας, αφού το ζευγάρι ζει πολύ κοντά ή μαζί με τους γονείς, τον παππού και τη γιαγιά, ή καμιά φορά και με τα αδέρφια του. Στη δική μας ζωή η παρέμβαση των φίλων και των γνωστών στην καθημερινότητά μας περιορίζεται στις φιλικές σχέσεις, αν θέλουμε κάποιον να φυλάει τα παιδιά μας θα προσλάβουμε κάποια γυναίκα(εκτός και αν το αναλάβουν οι γονείς), αν θέλουμε να γίνει μια επισκευή στο σπίτι θα φωνάξουμε κάποιο μάστορα, και ου το καθ εξής. Στην περίπτωση των τσιγγάνων που ζουν σε μικρές κοινότητες, πολλά από αυτά για τα οποία εμείς χρησιμοποιούμε υπηρεσίες επί πληρωμή, τα αναλαμβάνει η ίδια η κοινότητα. Η κοινότητα αναλαμβάνει σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και να «ταιριάξει» τα παιδιά και μάλιστα σε μικρή ηλικία, αφού το προξενιό μεταξύ δυο οικογενειών είναι κάτι όχι ασυνήθιστο για τις μικροκοινωνίες των Τσιγγάνων. Όταν παίρνεις λοιπόν τον άνθρωπο που έχει μάθει να ζει με αυτόν τον τρόπο και τον πετάς σε ένα διαμέρισμα, του στερείς ένα ολόκληρο δίκτυο σχέσεων που καθόριζαν την ύπαρξή του χωρίς να του προτείνεις μια ολοκληρωμένη εναλλακτική, λογικό λοιπόν είναι να τσινίσει. Πόσο μάλλον όταν συχνά με επιδρομές της αστυνομίας – που έχουν ως πρόσχημα την πάταξη του εγκλήματος- οι καταυλισμοί τους διαλύονται και οι Τσιγγάνοι εξαναγκάζονται σε μετακίνηση.

tsigkanoi-kai-prosarmostikotiata-ntou-tis-astinomias-stin-komotini

Από ντου της αστυνομίας σε καταυλισμό Τσιγγάνων στην Κομοτηνή

Υπάρχουν βέβαια και Τσιγγάνοι οι οποίοι έχουν ως ένα βαθμό προσαρμοστεί, όμως αν το παρατηρήσετε, οι Τσιγγάνοι αυτοί ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο, πράγμα που τους επιτρέπει ή απαιτεί από αυτούς:

Α) Να έχουν μια πιο εξωστρεφή συμπεριφορά αφού πρέπει να πουλήσουν την πραμάτεια τους.

Β) Να έχουν κάποια σχετική οικονομική ανεξαρτησία, εφόσον βγάζουν τα προς το ζην από το επάγγελμα τους, άρα δεν είναι αναγκασμένοι να ψάξουν –και να μη βρουν– απασχόληση σε κάποιον τρίτο.

Γ) Και επιτρέπει και στα παιδιά τους να έρθουν σε επαφή και να συνάψουν σχέσεις με τα παιδιά των λευκών, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια προοδευτική προσαρμογή γενιά με τη γενιά.

Η συνολική προσαρμογή πάντως των Τσιγγάνων στην ευρύτερη κοινωνία για να γίνει χρειάζεται μεγάλη μακροχρόνια και συντονισμένη προσπάθεια από την πλευρά της πολιτείας, και όχι απλά σπασμωδικές κινήσεις που περισσότερα προβλήματα δημιουργούν παρά λύνουν. Για να εντάξεις αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους λύσεις πρώτα πρώτα το επαγγελματικό, και για να γίνει αυτό χρειάζεται είτε να δώσεις μόρια για να μπουν στο δημόσιο, είτε να δώσεις κίνητρα στις επιχειρήσεις για να τους προσλάβουν. Επίσης πρέπει, κατά τη διαδικασία ένταξής τους να επέμβεις με προσοχή και σεβόμενος κάποιες παραδόσεις τους, διαφορετικά πιθανόν να κρατήσουν αμυντική στάση και να επιβραδυνθεί έτσι η όποια διαδικασία. Οφείλεις επίσης να εξασφαλίσεις ότι η εκπαίδευση θα έχει αντίκρισμα και για αυτούς, διότι διαφορετικά, γιατί να σπουδάσει το τσιγγανόπουλο, αφού μετά δεν θα μπορεί να βρει εύκολα δουλειά πάνω στον τομέα του και άρα να αξιοποιήσει το πτυχίο του. Από την άλλη πλευρά, πρέπει με παρεμβάσεις (πχ μέσα από τα σχολικά βιβλία) να σπάσεις σιγά σιγά και τα ταμπού των λευκών απέναντι στους Τσιγγάνους. Στο ξεκίνημα μιας τέτοιας προσπάθειας κατά πάσα πιθανότητα θα προκύψουν και ζητήματα εργασιακής πειθαρχίας και ένα σωρό άλλα, αφού στην καθημερινή τους ζωή οι Τσιγγάνοι δεν έχουν μάθει να δουλεύουν με τον πειθαρχημένο τρόπο που απαιτείται σε μια καπιταλιστική επιχείρηση.

Όλα τα παραπάνω βήματα, είναι βέβαια πολύ δύσκολο να γίνουν, ακόμη και αν υπήρχε η βούληση, από την πολιτεία. Ενώ, για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος, πιθανόν θα χρειαστεί να περάσουν δυο, τρείς ή και περισσότερες γενιές ώστε να σπάσει η δική μας προκατάληψη και οι δικές τους άμυνες. Το έχουμε δει πάντως να συμβαίνει στην ΕΣΣΔ. Αν, και για να πούμε την αλήθεια, στον καπιταλιστικό κόσμο και μάλιστα σε περίοδο κρίσης, η διαδικασία ένταξης των Τσιγγάνων μοιάζει χλωμή υπόθεση. Και αυτό διότι είναι μάλλον το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους οικονομικούς και κυβερνητικούς  κύκλους. Ακόμη και κάποια σπασμωδικά μέτρα που παίρνονται, είναι μάλλον για να πέσει στάχτη στα μάτια και να αρπαχτούν κάποια κονδύλια, ενώ τα αποτελέσματά τους είναι αμφίβολα. Αυτό που εγώ προβλέπω μετά το περιστατικό στο Μενίδι, είναι μάλλον ότι για μια περίοδο θα αυξηθεί η καταστολή χωρίς να αλλάξει τίποτα προς την κατεύθυνση της προσαρμογής. Με φοβίζουν δε και οι δηλώσεις των ναζιστών της Χρυσής Αυγής, που ίσως βρήκαν έναν ακόμη αποδιοπομπαίο τράγο, τι και αν οι Τσιγγάνοι είναι 100/100 Έλληνες;

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

Read Full Post »

Διαβάστε το άρθρο και στο Katiousa

430057-douleia_exoteriko600_142474_64302O.jpg

Ας πούμε ότι εμφανιζόταν μπροστά σας ένα τζίνι και σας έλεγε. «Σου δίνω την ευκαιρία να μεταφερθείς σε ένα σοσιαλιστικό παράδεισο με ώριμο κομμουνισμό, τι λες, θα τα παρατήσεις όλα να πας εκεί;». Αλήθεια, ποια θα ήταν η δική σας απάντηση σε αυτό το δίλημμα; Η απάντηση βέβαια σε κάτι τέτοιο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως την ιδιοσυγκρασία του καθενός, το τι αφήνει πίσω, την οικονομική του κατάσταση και άλλα. Πέρα όμως από όλα αυτά, υπάρχει και το ζήτημα του τι σοσιαλισμός θα ήταν αυτός για τον οποίο δεν έχεις παλέψει για τη δημιουργία του. Και εδώ έρχεται το ενοχικό, ότι τάχα, τα αφήνεις όλα πίσω και ρίχνεις μαύρη πέτρα για να βγάλεις την ουρά σου απέξω και να γλιτώσεις; Αν, πχ, το έκανε κάποιος στρατιώτης του ΔΣΕ αυτό στον εμφύλιο, δεν θα αποτελούσε προδοσία για τους συντρόφους του;

2-8

Μεγάλο δρόμο θα διαβείς

Φυσικά αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, ούτε εμφύλιο έχουμε ούτε όξυνση της ταξικής πάλης, ούτε και υπάρχει κανένας ακμάζων σοσιαλιστικός παράδεισος για διαφυγή. Αντίθετα, βρισκόμαστε σε μια λούμπα, που ο κάθε νέος και η κάθε νέα δεν το βρίσκουν εύκολο να περιμένουν τα πράγματα να στρώσουν, ούτε και συνηθίζουν να συμμετέχουν σε συλλογικούς αγώνες για την ανατροπή αυτής της κατάστασης. Ο δρόμος της ξενιτιάς, όντας ατομική επιλογή, μοιάζει να αποδίδει πιο εύκολα καρπούς, από ό,τι η συστράτευση σε κοινωνικούς αγώνες που δεν ξέρεις πού θα σε βγάλουν και αν θα σε βγάλουν, και ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η φυγή στο εξωτερικό για εργασία, φαντάζει σαν ο πιο εύκολος δύσκολος δρόμος (σε σχέση με το δρόμο των κοινωνικών αγώνων). Είναι άλλωστε η πεπατημένη, αφού έχει ακολουθηθεί στο παρελθόν από γενιές και γενιές Ελλήνων που διασκορπίστηκαν στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Από την άλλη, διδασκόμενοι από την ιστορική εμπειρία, βλέπουμε ότι αυτή η όξυνση του φαινομένου της μετανάστευσης, που επαναλαμβάνεται κάθε κάποιες δεκαετίες –με διακριτά χαρακτηριστικά κάθε μια από τις φορές- μπορεί να παραλληλιστεί με το μαρτύριο του Σίσυφου που έσπρωχνε την πέτρα στην κορυφή του βουνού, μόνο και μόνο για να ξανακατρακυλήσει αυτή κάθε φορά στους πρόποδες. Δεν ξέρω καλά τη μυθολογία και δεν γνωρίζω αν βρήκε ο Σίσυφος κάποια λύση για να σπάσει την κατάρα των θεών, αλλά στον πραγματικό κόσμο ίσως και να υπάρχει διέξοδος από το σισύφειο μαρτύριο της μετανάστευσης. Το θέμα είναι ότι για να φτάσουμε μέχρι εκεί απαιτείται ίσως από εμάς να διαλέξουμε τον πιο δύσκολο – δύσκολο δρόμο. Και, για να θυμηθούμε και το μύθο του Ηρακλή να κάνουμε ό,τι έκανε αυτός όταν βρέθηκε μπροστά στο μυθολογικό δίχαλο της «Αρετής» και της «Κακίας», να διαλέξουμε την κακοτράχαλη οδό, αυτή δηλαδή της αρετής. Να παλέψουμε για μια πιο μόνιμη λύση, έτσι ώστε να μην επιστρέφουμε κάθε τόσο στο σημείο το οποίο ξεκινήσαμε. Διότι ο δρόμος της μετανάστευσης συμβάλλει στη διαιώνιση του προβλήματος και στην αναπαραγωγή των αέναων κύκλων. Αντίθετα, η επιλογή του άλλου δρόμου, αυτού της συλλογικής ταξικής πάλης, μπορεί στις μέρες μας να μοιάζει με μισοχορταριασμένο ανηφορικό μονοπάτι, αλλά αποτελεί πραγματική διέξοδο και πέφτει στις πλάτες μας η ευθύνη να το μετατρέψουμε σε λεωφόρο, γιατί αν όχι εμείς τότε ποιοι;

Στο σημείο αυτό να εξηγηθώ για να μην παρεξηγηθώ: Προσωπικά δεν θα κατηγορήσω κανέναν που διαλέγει το δρόμο της ξενιτιάς στις δύσκολες τούτες εποχές –έχω άλλωστε και πολλούς γνωστούς που έφυγαν για εκεί και για παρέκει- αλλά, δεν μπορώ παρά να θεωρήσω ως πιο σωστή επιλογή αυτή της συλλογικής πάλης σε ταξική βάση. Επίσης, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ότι ως φαινόμενο, αυτό της μαζικής μετανάστευσης έχει αρνητικές συνέπειες για τον τόπο και τους ανθρώπους αφού η οποιαδήποτε κοινωνία «αδυνατίζει» όταν χάνει το πιο ικανό της κομμάτι, τους νέους, και μάλιστα εκείνους με υψηλή μόρφωση και εξειδίκευση. Βέβαια, άμα ο άλλος ζει στην ακραία ανέχεια δεν έχει ούτε την πολυτέλεια του χρόνου ούτε και τη δύναμη να αγωνιστεί. Σάμπως και όλοι όσοι είμαστε ακόμη εν Ελλάδι έχουμε αναλάβει τις ανάλογες αγωνιστικές ευθύνες απέναντι στην τάξη μας για να ζητάμε από τους άλλους να μείνουν; Όμως και η ζωή στο εξωτερικό δεν είναι πανάκεια, αφού καπιταλιστικοί παράδεισοι για τους εργαζόμενους υπάρχουν μόνο στα παραμύθια.

Ο μόνος που ωφελείται από αυτήν την κατάσταση είναι το διεθνές κεφάλαιο, το οποίο έχει στη διάθεση του μια παγκόσμια αγορά εργασίας, με φτηνούς εργαζόμενους, διατεθειμένους να μεταφερθούν και να εργαστούν οπουδήποτε στον κόσμο, με δικά τους έξοδα και με ατομικό τους ρίσκο. Εργαζόμενους, που αν τα πράγματα ήταν καλύτερα στη χώρα τους, στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν θα διάλεγαν το δρόμο της ξενιτιάς. Ο κόσμος του κεφαλαίου πάντως, μέσα από τα κανάλια προπαγάνδας του, παρουσιάζει όλο αυτό το αρνητικό φαινόμενο ως κάτι θετικό, ως ευκαιρία του εργαζόμενου να απευθυνθεί σε μια παγκόσμια αγορά εργασίας, και έτσι να αυξηθούν οι επιλογές του και να αξιοποιηθούν οι ικανότητες του, να διακριθεί, ενώ παράλληλα θα ικανοποιήσει και την επιθυμία του για περιπέτεια. Όλα αυτά θα ήταν καλά, αν επρόκειτο πραγματικά για επιλογή και όχι για εξαναγκασμό. Φυσικά η προπαγάνδα αυτή βρίσκει αποδέκτες, και έτσι οι μετανάστες και οι οικογένειες τους υιοθετούν καμιά φορά αυτήν την οπτική, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ή τα παιδιά τους ως την «ελίτ» που κάνει καριέρα στο εξωτερικό, αντί να μένει με τους «μέτριους» στην «Ψωροκώσταινα».

Πάντως, όπως και αν ντύσει κάποιος ιδεολογικά την αντικειμενική πραγματικότητα, οι αριθμοί δείχνουν ότι η κρίση και η ανέχεια έφερε ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης. Πράγμα που σημαίνει ότι σε καλύτερες εποχές δεν θα υπήρχε και τόσο μεγάλη διάθεση να εγκαταλειφθεί η «μαμά πατρίδα», και ότι αυτοί που το κάνουν το κάνουν πρωτίστως από ανάγκη και δευτερευόντως από επιλογή.

1-8

Ο εργαζόμενος βαλίτσα

Τέλος, θέλω να αναφερθώ μια ολιά και στο «φαινόμενο» των δηλώσεων του Καζάκου, που ξεσήκωσαν μια πρωτοφανή «εκστρατεία» εναντίωσης προς το άτομο του, με προσβολές, ύβρεις και ξεκατίνιασμα στα ΜΚΔ (μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Μια εκστρατεία που όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, πυροδοτήθηκε και συντηρήθηκε από συγκεκριμένους κύκλους, και που με αφορμή τον Καζάκο, σαν ενδιάμεσο της στόχο είχε τον Πελετίδη και σαν τελικό της στόχο το ΚΚΕ. Επίσης, με το να κάνουν την τρίχα παλαμάρι, κατάφεραν για ακόμη μια φορά να αποπροσανατολίσουν και να στρέψουν την προσοχή του κόσμου στο να μελετάει το φύλο των αγγέλων αντί να ασχολείται με την ουσία του ζητήματος και τα όσα παράλληλα τρέχουν.1 Εκτός όμως από τους πολιτικούς και ιδεολογικούς κύκλους που συντήρησαν και έφεραν στην επιφάνεια την επίμαχη αυτή δήλωση, ήταν πολλοί εκείνοι οι απλοί άνθρωποι, που βάζοντας μπροστά την ιδιότητα του γονέα, βγήκαν στα κάγκελα κατά του Καζάκου. Παρατήρησα επίσης, ότι τα άτομα αυτά ήταν στην πλειοψηφία τους πρώην και νυν συριζαίοι. Και ερωτώ: Μήπως θα ήταν καλύτερα κυρίες και κύριοι γονείς, αντί να είστε τόσο εύθικτοι απέναντι στον Καζάκο που χρησιμοποίησε μια ατυχή έκφραση, εξομολογούμενος τη στεναχώρια του για την κατάσταση που καλούνται να αντιμετωπίσουν σήμερα οι νέοι, να μετατρέπατε τη συσσωρευμένη οργή σας σε αγωνιστική δύναμη και να εναντιωνόσασταν σε όλους εκείνους που γίνονται αιτία να στέλνονται τα παιδιά σας στα 5 σημεία του ορίζοντα; Διαφορετικά, με το να αποδέχεστε παθητικά αυτήν την κατάσταση, και με το να έχετε συνδράμει για να εκλεγούν και να ισχυροποιηθούν αυτές οι αντιλαϊκές δυνάμεις, γίνεστε ως ένα βαθμό και εσείς συνυπεύθυνοι. Στρέψτε λοιπόν την οργή σας εκεί που πρέπει και μην πιάνεστε από μια λέξη, για να «την πείτε» στον Καζάκο και κατ’ επέκταση στο ΚΚΕ. Εκτός και αν νομίζετε ότι έτσι κρύβετε τις όποιες δικές σας ευθύνες και δικαιολογείτε –με το να τους βάζετε όλους στο ίδιο τσουβάλι- τις όποιες λανθασμένες σας επιλογές.

Επιφυλάσσομαι στο μέλλον να γράψω ειδικότερο άρθρο για το φαινόμενο της μετανάστευσης, προβάλλοντας και τις απόψεις των κλασικών θεωρητικών του μαρξισμού πάνω στο ζήτημα, στο παρόν άρθρο όμως δεν θα επεκταθώ γιατί δεν έχω εξετάσει ακόμα την απαραίτητη βιβλιογραφία.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

1 Και εδώ τίθεται το ζήτημα του κατά πόσο είναι ή δεν είναι κατευθυνόμενα τα ΜΚΔ, τα οποία ως εναλλακτικά της τηλεόρασης μέσα, ντύνονται τον μανδύα της αντικειμενικότητας μέσω της πολυφωνίας και του αυθόρμητου.

Read Full Post »

 

Τις προάλες είχα γράψει ένα άρθρο για το Battlefield One , σήμερα θα δημοσιεύσω μερικά βιντεάκια που τράβηξα με τις επιδόσεις μου στο παιχνίδι, απολαύστε με:)

Read Full Post »

Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στο katiousa

18835232_10155299111279194_955520438_n

Όχι, ο τίτλος δεν αναφέρεται στην ομώνυμη σειρά του Νίκου Φώσκολου αλλά στον εμφύλιο στην Κρήτη, που μαθαίνουμε τελευταία από μερικούς ότι χάρη στην παρέμβαση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη δεν έγινε ποτέ. Στο άρθρο που ακολουθεί, θα σταθώ σε μερικά γεγονότα του εμφυλίου στην Κρήτη, διότι όπως φαίνεται, στις μέρες μας πρέπει να αποδεικνύουμε τα αυταπόδεικτα, διαφορετικά οι πλαστογράφοι θα τα μπαζώσουν και θα τα θάψουν κάτω από ιστορίες για αχρείους.

Καταρχάς, καλό θα ήταν να αναφερθούμε σε μια από τις ιδιομορφίες που αφορούν την Κρήτη και συγκεκριμένα τα Χανιά. Το ένοπλο αντιστασιακό κίνημα στα Χανιά δημιουργούσε πρόβλημα στις αστικές δυνάμεις, καθώς με την επερχόμενη απόσυρση των Γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα, υπήρξε ο κίνδυνος να εξοπλιστούν με τα δικά τους όπλα τα αντάρτικα ένοπλα τμήματα. Το καλοκαίρι του 44′ η απελευθέρωση του νησιού έμεινε ημιτελής, αφού, αν και τα περισσότερα στρατεύματα αποχώρησαν, οι Γερμανοί είχαν κρατήσει μια ζώνη δυτικά του Αποκόρωνα, που περιελάμβανε το Ακρωτήρι και την πόλη των Χανίων. Την πολιορκία των δυνάμεων αυτών την είχαν αναλάβει οι αντιστασιακές οργανώσεις, και κυρίως το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, κάτι που αύξησε την αριθμητική ανάπτυξη τους και ενίσχυσε την θετική εικόνα τους στον τόπο. Αυτό, φυσικά, ήταν κάτι που προβλημάτιζε τις βρετανικές και τις αστικές δυνάμεις, για αυτό και κράτησαν όσο περισσότερο μπορούσαν τους Γερμανούς στο νησί, ώστε να κερδίσουν χρόνο έχοντας τους αντάρτες απασχολημένους και προετοιμάζοντας το σχέδιο αντιμετώπισής τους. Εκεί λοιπόν που τα περισσότερα μέρη της Ελλάδας απελευθερώθηκαν τον Οκτώβρη του 44′, στα Χανιά οι δυνάμεις κατοχής έμειναν ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας (8 Μαΐου 45′) δηλαδή μέχρι το καλοκαίρι του 45′, κι αποχώρησαν μόνο όταν οι αστικές δυνάμεις ήταν έτοιμες για την ομαλή μετάβαση των εξουσιών.1

Γενικότερα στο νησί, μετά την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων, άρχισαν να οργανώνονται τα γνωστά τμήματα κομμουνιστολαγωνικών ΜΑΥ και χωροφυλακής, κάτω από τις διαταγές του Γύπαρη2 στα Χανιά, και του Μπαντουβά στο Ηράκλειο που είχαν σαν στόχο τους την δίωξη των αριστερών και των οικογενειών τους και την επιβολή της [αστικής] τάξης. Οι συλλήψεις αριστερών τερμάτισαν την περίοδο της «ειρηνικής συνύπαρξης» και έτσι το νησί στις αρχές του 47, με την παράλληλη ένταση του εμφυλίου στην υπόλοιπη χώρα, άρχισε να εισέρχεται και αυτό στην ένοπλη αντιπαράθεση, με φυγή των αριστερών στα βουνά και όλα τα συναφή.3

Στα βουνά της ανατολικής Κρήτης, από την πλευρά των ανταρτών, δραστηριοποιούνταν τα τμήματα του Ποδιά, όμως εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών (έλλειψη νερού, ελλιπής υποστήριξη) και του ανελέητου κυνηγητού, εξανδραποδίστηκαν από τις δυνάμεις του Μπαντουβά. Ο ίδιος ο Ποδιάς έπεσε στην μάχη, ενώ οι «εθνικόφρονες» περιέφεραν στα γύρω χωριά και στην πόλη του Ηρακλείου το κεφάλι του και το χέρι του, προκειμένου να διαφημίσουν την νίκη τους, να ξεφτιλίσουν τον αντίπαλο, και να τρομοκρατήσουν τους πληθυσμούς ώστε να μην τους μπαίνουν στο μυαλό [επαναστατικές] ιδέες.4 Την τακτική αυτή άλλωστε οι αστικές δυνάμεις την ακολουθούσαν σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Για τα Χανιά, σημείο σταθμός για την έναρξη του εμφυλίου, μπορεί να θεωρηθεί η σύλληψη και η εκτόπιση σχεδόν του συνόλου των μελλών της Νομαρχιακής Επιτροπής Χανίων του ΕΑΜ στις 22 του Απρίλη του 1947. Το ίδιο βράδυ, εξοπλίστηκαν οι σταθμοί χωροφυλακής Φρε, Αποκορώνου, Θερίσσου κ.α.5 Μετά από αυτές τις συλλήψεις ακολούθησε μια σειρά από εξοντώσεις και διώξεις όσων σχετίζονταν με τις αντιστασιακές οργανώσεις της αριστεράς, οδηγώντας τους έτσι να βγουν πάλι στο βουνό για να οργανωθούν και να πολεμήσουν.

Για να καταλάβει κανείς την φρικαλεότητα των πράξεων των χωροφυλάκων και των λοιπόν επίσημων και ανεπίσημων δυνάμεων της αστικής τάξης, αρκεί να ακούσει την ιστορία του Παπά Αποστολάκη Νικόλαου (Παπά Νικολή). Στο σπίτι του Παπά– ο οποίος διακατέχονταν από προοδευτικές ιδέες και φιλοεαμικά αισθήματα- στο Νεροχώρι Αποκορώνου, λειτουργούσε παράνομος μηχανισμός του ΕΑΜ. Άρχισαν, λοιπόν, σταδιακά να δημιουργούνται υποψίες γύρω από το άτομο του, και έτσι μπήκε στο στόχαστρο των Μάυδων του Γύπαρη και των λοιπών παρακρατικών, που άρχισαν να τον παρενοχλούν και να τον απειλούν ότι θα τον γδάρουν σαν τον Αθανάσιο Διάκο. 6

Χαρακτηριστικά, την Μεγάλη Πέμπτη του 1947, και την ώρα που αυτός λειτουργούσε και είχε φτάσει στο 6ο ευαγγέλιο, παρακρατικοί όρμηξαν μέσα στην εκκλησία του και με την απειλή όπλων τον εξανάγκασαν να πει ξανά από την αρχή όλα τα ευαγγέλια. Μακάρι όμως να έμεναν μόνο εκεί. Στις 2 Αυγούστου του 1947, οι γυπαραίοι μπήκαν τα μεσάνυχτα στο σπίτι του και τον άρπαξαν μπροστά στην ανήμπορη να τους εμποδίσει γυναίκα του. Τον έβαλαν σε ένα φορτηγό και όσο αυτό ήταν εν κινήσει, άρχισαν να τον κατακρεουργούν. Του βγάλανε τα μάτια, τον έγδαραν όπως του είχαν τάξει, του έκοψαν τα γεννητικά του όργανα και τελικά τον εκτέλεσαν με μια βολή στο κεφάλι. Ύστερα πέταξαν το άψυχο σώμα του σε ένα γκρεμό κοντά στις φυλακές του Καλαμιού (Ιτσεδίν), ονόματι «Κόκκινος Γκρεμός».7 Το παραπάνω, είναι μοναχά ένα από τα εκατοντάδες ή και χιλιάδες περιστατικά δολοφονιών, συλλήψεων, βασανισμών, πυρπολήσεων σπιτιών, βιασμών και ληστειών των γυπαραίων, των μπαντουβάδων και των επιτελείων τους.

«Ο Ελκόμενος επί Κρημνού» 

Η αντίσταση των αριστερών δυνάμεων στα Χανιά κράτησε περισσότερο από ό,τι αυτή του Ηρακλείου, όμως είχε και αυτή τραγική αλλά ηρωική κατάληξη, με την αρχή του τέλους να σηματοδοτείται στη Μάχη της Σαμαριάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η καθημερινή επιβίωση των ανταρτών ήταν ένα στοίχημα πολύ δύσκολο, αφού πέρα από τα στοιχεία της φύσης στα οποία βρίσκονταν εκτεθειμένοι, είχαν να αντιμετωπίσουν την πείνα και τη δίψα, αφού ο εφοδιασμός τους από συμπαθούντες ήταν πολύ δύσκολος και επικίνδυνος, και κάποιες φορές αδύνατος. Γνωρίζοντας το αυτό, οι δυνάμεις χωροφυλακής, κρύβονταν κοντά σε πηγές νερού ή σε βρύσες, περιμένοντας τους αντάρτες να πλησιάσουν, για να τους τουφεκίσουν ή να τους συλλάβουν.

Μετά από πολλούς μήνες επιτυχιών, αναποδιών, συμπλοκών, κυνηγητού και κρυψίματος, οι αντάρτικες δυνάμεις του νομού Χανίων που κρύβονταν στα Λευκά Όρη, υποχώρησαν στο φαράγγι της Σαμαριάς (τέλη Μάη – αρχές Ιούνη 1948), διαπράττοντας έτσι ένα μοιραίο λάθος αφού αποκλείστηκαν εκεί από τις αστικές δυνάμεις. Οι διωκόμενοι παγιδεύτηκαν στο φαράγγι και από τις δύο πλευρές, με τις παρακρατικές μονάδες να εισέρχονται ταυτόχρονα από την ορεινή πλευρά του φαραγγιού στον Ομαλό, και από την Αγιά Ρουμέλη, την παραθαλάσσια περιοχή στην οποία καταλήγει το φαράγγι, όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις έφταναν με πλοία. Οι αντάρτες προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και παρόλο που έχασαν αρκετούς μαχητές, κατάφεραν να γλιτώσουν ένα μεγάλο μέρος της δύναμης τους διαφεύγοντας από ένα δύσβατο πέρασμα προς την πλευρά του Σελίνου.8 Η διαφυγή αυτή έγινε δυνατή λόγω της αυτοθυσίας μελών της δύναμης του ΔΣΕ που έμειναν πίσω –σε μια πράξη αυτοθυσίας- για να καθυστερήσουν τους επιτιθέμενους. Αξίζει σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε τις συγκινητικές περιγραφές από το βιβλίο του Λευτέρη Ηλιάκη «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κρήτη».

«Τη μεγαλύτερη πίεση δέχτηκε η Ομάδα του Νίκο Ξερογιαννάκη, από δυνάμεις ΜΑΥδων και Χωροφυλακής με επικεφαλής το Μοίραρχο Μαλινδρέτο. Η πίεση έφτασε στο κατακόρυφο την 4η μέρα μάχης. Η ομάδα δεν είχε ειδοποιηθεί για υποχώρηση μέχρι τις 4 το απόγευμα. Δυο μέλη της ομάδας με τα πολυβόλα τους συμπτύχθηκαν για να καλύψουν την υποχώρηση.

Στη σκληρή αυτή γιγαντομαχία από τη θρυλική ομάδα σκοτώθηκαν οι: Γεώργιος Παπαδόπουλος, αεροπόρος που με την κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε είχε προσχωρήσει με τους αντάρτες, Νικόλαος Μαθουλάκης από τον Πλατανιά Κυδωνίας, Ηλίας και Σπύρος Παντελάκης, αδελφοί, από το Βουτά Σελίνου, Ηλίας Ποντικάκης, από το χωριό Μουστάκο Σελίνου, Γεώργιος Ψαρός, από την Αθήνα, αεροπόρος του αεροδρομίου Μάλεμε. Τελευταίος έμεινε ο καπετάν Βαρδαλιάς, κομματιασμένος από τις σφαίρες και για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των διωχτών του και γίνει περίπαιγμα τους, αυτοκτόνησε με το γερμανικό του πιστόλι. Τραυματισμένος ελαφριά κατάφερε να διαφύγει ο Κωστής Μπιτζανάκης.»9

Η Μάχη της Σαμαριάς δεν κατάφερε να εξαφανίσει οριστικά την ύπαρξη των αντάρτικων τμημάτων, αλλά τους αποδυνάμωσε πολύ, και τους χώρισε σε μικρότερα κομμάτια, ενώ άλλοι γύρισαν στα σπίτια τους ή παραδόθηκαν, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του τέλους για την αντίσταση.10

Ακόμη και μετά τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου, το κυρίαρχο αστικό κράτος συνέχισε να διώκει ανελέητα τους αριστερούς και τους αντάρτες για πολλά χρόνια. Στα Χανιά συγκεκριμένα, Ο Νίκος και η Αργυρώ Κοκοβλή φυγαδεύτηκαν το 1961 στις σοσιαλιστικές χώρες για να γλιτώσουν τη σύλληψη, ενώ ο Σπύρος Μπλαζάκης και Γιώργος Τσομπανάκης, κρύβονταν από το 1949 ως το 1974 (που έπεσε η Χούντα) στα Λευκά Όρη, προφανώς κανείς δεν βρέθηκε να τους πει ότι δεν υπήρξε εμφύλιος στην Κρήτη.11

«η ιστορία των δυο ανταρτών Μπλαζάκη και Τσομπανάκη»

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

1 Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμος 2, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006, σελ. 440 – 441.

2 Στην κηδεία του Γύπαρη, ο Μητσοτάκης εκφώνησε επικήδειο επαινώντας τον για την συμβολή του στον συμμοριτοπόλεμο, αξίζει επίσης να σημειωθεί την είσοδο του Δημοτικού Κήπου Χανίων την «κοσμεί» προτομή του κομμουνιστοφάγου Γύπαρη.

3 Ο.Π. «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου», σελ. 446 – 447.

4 Στο ίδιο, σελ. 447.

5 Λευτέρη Ι. Ηλιάκη, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, Χανιά 2002, σελ. 9.

6 Για το περιστατικό της δολοφονίας του Παπά Νικολή πρόσφατα δημιουργήθηκε ένα ντοκυμαντέρ με τίτλο από τον Κώστα Νταντινάκη με τίτλο «Ο Ελκόμενος επί κρημνού»

7 Ο.Π. «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Κρήτη», σελ. 191 – 192.

8 Ο.Π. «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου», σελ. 451.

9 Ο.Π. «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Κρήτη», σελ. 88 – 89.

10 Ο.Π. «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου», σελ. 451.

11 Στο ίδιο, σελ. 452.

Read Full Post »

Αρέσει σε %d bloggers: