Πολλοί θα έχετε ακούσει την διάσημη ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ «Δεν υπάρχει κοινωνία υπάρχουν μόνο άτομα». Πίσω από αυτήν την πρόταση υπάρχει μια ολόκληρη σχολή κοινωνικών επιστημών, συνδεμένη με [νέο]φιλελεύθερους κύκλους διανόησης και θιασώτες του «μεθοδολογικού ατομισμού».
Χοντρικά, ο μεθοδολογικός ατομισμός αποτελεί την επιστημονική εκείνη μεθοδολογία ή αν θέλετε η οπτική, που βλέπει τις κοινωνίες σαν απλά σύνολα ανθρώπινων μονάδων. Αντίθετα, ας πούμε, με την μαρξιστική την Ντυρκεμιανή ή και άλλες παραδόσεις που αναγνωρίζουν μέσα στις κοινωνίες σχηματισμούς ή μοτίβα τα οποία υπερβαίνουν το ατομικό, όπως είναι οι «κοινωνικές τάξεις», οι «κοινωνικές δομές» κ.α.
Οι οπαδοί του μεθοδολογικού ατομισμού τείνουν να εξηγούν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από τις πράξεις των «ατομικών δρώντων», δηλαδή των ξεχωριστών ανθρώπινων μονάδων που αποτελούν την κοινωνία. Αυτό κατά τη γνώμη τους είναι κάτι που μπορεί να προσφέρει μια επαρκή ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, ενώ έννοιες όπως είναι η «κοινωνική τάξη» αποτελούν για εκείνους νοητικές κατασκευές που έχουν σχεδόν μεταφυσική υπόσταση. Στο παρόν κείμενο βέβαια δεν θα μας απασχολήσουν οι διαμάχες των φιλελεύθερων διανοητών μέσα στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα των κοινωνικών επιστημών, αλλά θα εστιάσουμε σε μια από τις θεμελιώδεις θεωρίες τους, αυτή της «ορθολογικής επιλογής».
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία όλες οι ανθρώπινες μονάδες δρουν με άξονα το ατομικό τους συμφέρον, παραδοσιακά μάλιστα η θεωρία αυτή δεν εστιάζει σε ευρύτερα και αφηρημένα συμφέροντα, αλλά κυρίως στο οικονομικό. Ανάλογα λοιπόν με τα εισοδήματα τους οι άνθρωποι κάνουν τις όποιες επιλογές τους με βάση το πώς θα «εισπράξουν» τη μέγιστη ωφελιμότητα(ικανοποίηση ή χρησιμότητα). Είναι κατά την βεμπεριανή παράδοση ένα είδος ορθολογικότητας ως προς το σκοπό, ότι δηλαδή το υποκείμενο θέτει ένα σκοπό και με βάση αυτόν διαλέγει τα καλύτερα εργαλεία για να τον πετύχει.
Όμως στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη δράση δεν περιορίζεται μόνο σε τέτοιου τύπου επιλογές. Δηλαδή, οι άνθρωποι, ούτε δρουν με μοναδικό άξονα τα εισοδήματα τους και τις υλικές ανάγκες τους, ούτε δρουν με απόλυτα ορθολογικό τρόπο(ως προς οποιοδήποτε σκοπό). Συχνά οι άνθρωποι δρουν φαινομενικά ανορθολογικά, όχι από λάθος αλλά και από επιλογή, ακριβώς επειδή δεν είναι προγραμματισμένα ρομπότ. Μπορεί για παράδειγμα ένας άνθρωπος να αργεί στη δουλειά του, γνωρίζοντας ότι αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι θα τη χάσει, και παρόλα αυτά να συνεχίζει να το κάνει. Τούτο είναι κάτι που θα του στερήσει πλήρως τα εισοδήματα του, άρα και θα περιορίσει την όποια διαδικασία ορθολογικών επιλογών που έκανε για όσο καιρό λάμβανε το μισθό του. Αποτελεί συνεπώς από την πλευρά του ανορθολογική επιλογή(σύμφωνα με το πώς θέτουν την ορθολογικότητα οι οπαδοί της ορθολογικής επιλογής), κάτι που όμως δεν τον εμποδίζει.
Δεν θα προχωρήσω σε μια εξαντλητική κριτική πάνω στην θεωρία της ορθολογικής επιλογής, αυτό που θα κάνω είναι να δώσω μια πρόταση σχετικά με το τι δημιουργεί την εντύπωση ότι οι άνθρωποι δρουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πολύ απλά, προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη ότι τα ανθρώπινα υποκείμενα δρουν με τη λογική που δρουν οι επιχειρήσεις, δηλαδή τη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους. Στην περίπτωση των ανθρώπινων υποκειμένων το κέρδος μεταφράζεται ως ωφέλεια, άρα «αρχή μεγιστοποίησης της ωφέλειας».
Στο σημείο αυτό θα εισάγω την έννοια του «φετιχισμού του εμπορεύματος» η οποία χοντρικά, σύμφωνα με τον Μαρξ, σημαίνει ότι μια ακραίως εμπορευματική κοινωνία όπως η καπιταλιστική, δημιουργεί στα μυαλά των ανθρώπων που ζουν μέσα σε αυτήν στρεβλές εντυπώσεις και προικίζει τα άψυχα αντικείμενα με ψευδείς ιδιότητες. Μια βασική στρέβλωση ξεκινά από το γεγονός πως τα προϊόντα που παράγει η ανθρώπινη εργασία στον καπιταλισμό, παράγονται πρωτίστως όχι για να ικανοποιήσουν βασικές ανθρώπινες ανάγκες, αλλά για να ικανοποιήσουν τη φύση τους ως εμπορεύματα, δηλαδή να πουληθούν στην αγορά και να αποφέρουν κέρδος στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής.[1] Η εμπορευματική αξία που αποκτά το προϊόν δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την ανθρώπινη εργασία, και όμως, το εμπόρευμα υψώνεται ως το απόλυτο φετίχ και η εμπορευματική αξία ποζάρει σαν δική του(του εμπορεύματος) –αυθύπαρκτη- ιδιότητα.
Για να μην ξεφύγουμε όμως, αυτό που θέλω να πω στο συγκεκριμένο άρθρο, είναι ότι η προσκόλληση στην θεωρία της ορθολογικής επιλογής, πηγάζει ακριβώς από το ίδιο φαινόμενο, την κυριαρχία του εμπορίου στην καπιταλιστική κοινωνία και τις στρεβλώσεις που αυτή η κυριαρχία δημιουργεί. Έτσι, οι θιασώτες της, είτε επειδή αδυνατούν να δουν πέρα από την αγοραία λογική, είτε επειδή δεν θέλουν, θεωρούν πως τα ανθρώπινα υποκείμενα είναι όντα που δρουν με τύπους ορθολογικότητας αντίστοιχους με αυτούς της αγοράς.[2] Μεταφράζουν δηλαδή τις ιδιότητες της αγοράς σε ανθρώπινες ιδιότητες. Φυσικά δεν υποστηρίζω πως μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία οι ιδιότητες της αγοράς δεν επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και την στοχοθεσία των ανθρώπων, αυτό όμως δεν γίνεται ούτε τόσο μονοδιάστατα όσο η θεωρία της ορθολογικής επιλογής περιγράφει, ούτε τόσο ντετερμινιστικά.
Τέλος, για να ενισχύσω το επιχείρημα μου, ότι δηλαδή οι οπαδοί τέτοιου τύπου θεωριών δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους, θα χρησιμοποιήσω ένα δικό τους παράδειγμα που υποτίθεται επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς τους. Παραθέτω το παράδειγμα όπως το συνάντησα σε σχετική βιβλιογραφία:
«Η Λύντια Μόρις (1990) χρησιμοποιεί τη «Νέα Οικιακή Οικονομία» του Γκάρι Μπέκερ ως παράδειγμα κοινωνιολογικής εξήγησης στο πλαίσιο της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής.[…] Ο Μπέκερ πιστεύει πως ο καταμερισμός της εργασίας στο νοικοκυριό είναι αποτέλεσμα ορθολογικών επιλογών, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας μέσω της βέλτιστης κατανομής του χρόνου στην αγορά ή στις δουλειές τους σπιτιού. […]εφόσον οι άνδρες μπορούν, κατά κανόνα, να εξασφαλίσουν μεγαλύτερους μισθούς στην αγορά, είναι λογικό να διοχετεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητας τους στις εργασίες της αγοράς παρά στο νοικοκυριό, ενώ για τις γυναίκες ισχύει το αντίθετο[…]»[3]
Η ακραία λαθροχειρία που γίνεται εδώ, είναι ότι ο Μπέκερ αδυνατεί να λάβει υπόψη του ότι ο εξωστρεφής ρόλος του άνδρα και ο εσωστρεφής ρόλος της γυναίκας σαν κοινωνικά φαινόμενα, δεν διαμορφώθηκαν στην καπιταλιστική εποχή αλλά σε προγενέστερες εποχές. Στην αρχαία Αθήνα για παράδειγμα ή στη Σπάρτη, πάλι ο άνδρας ήταν περισσότερο έξω και η γυναίκα περισσότερο μέσα στο σπίτι. Στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα το ίδιο. Υπό το φως αυτών των κοινών γνώσεων λοιπόν, τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα, δεν αποφάσισαν ορθολογικά στον αιώνα μας για το ποιος θα είναι εκτός και ποιος εντός, αλλά αναπαράγουν σχέσεις κληρονομημένες από το παρελθόν. Σχετικά παραλλαγμένες βέβαια από τις ενδιάμεσες κοινωνικές εξελίξεις. Είναι η αγορά εκείνη που «αποφασίζει» να δώσει μικρότερο μισθό στη γυναίκα, ακριβώς επειδή είναι πιο ευάλωτη[4], αφού εξακολουθεί υπάρχει αυτή η ανισότητα της γυναίκας σε σύγκριση με τον άνδρα στον «έξω κόσμο», η οποία κληροδοτήθηκε στην καπιταλιστική κοινωνία από προηγούμενους τύπους κοινωνιών. Ο Μπέκερ θα λέγαμε –ότι με την προσήλωση του στον μεθοδολογικό ατομισμό και στην αγοραία λογική- αδυνατεί να δει τις ανθρώπινες κοινωνίες μέσα στην ιστορικότητα τους. Για αυτόν η κοινωνία της αγοράς μοιάζει να είναι αιώνια και αυθύπαρκτη, άρα και η λογική της και μόνο αυτή μπορεί να εξηγήσει τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Δυστυχώς για τον κακόμοιρο τον Μπέκερ(και τους άλλους σαν και αυτόν), ακόμη και αυτή τη λογική της αγοράς είναι αδύνατον κάποιος να την κατανοήσει σε βάθος άμα στην κοινωνία βλέπει μόνο άτομα και άμα δεν έχει αντίληψη του ιστορικού γίγνεσθαι.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)
[1] Έτσι τα μέσα παραγωγής και η ίδια η ανθρώπινη εργασία, αντί να έχει σκοπό της την παραγωγή «αξιών χρήσης»(δηλαδή προϊόντων και υπηρεσιών που θα υπηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες), υποτάσσονται στην λογική της παραγωγής «εμπορευματικών αξιών»(δηλαδή προϊόντα που θα πουληθούν στην αγορά ως εμπορεύματα για να φέρουν κέρδος στον καπιταλιστή ιδιοκτήτη των μέσω παραγωγής, κέρδος που προκύπτει από την κλεμμένη υπεραξία της ανθρώπινης εργασίας). Συνεπώς η παραγωγή δεν στοχεύει στο να υπηρετεί τον άνθρωπο, αλλά στο να παράγει κέρδος μέσα από την απόσπαση της υπεραξίας και να το εισπράττει στην αγορά. Άρα ο άνθρωπος καταλήγει να υπηρετεί την παραγωγή, βγάζοντας παράλληλα τα απολύτως απαραίτητα -με τη μορφή του μισθού- ώστε για να μπορεί να συνεχίζει να εργάζεται και να αναπαράγει αυτόν τον μηχανισμό.
[2] Και πιο συγκεκριμένα μια εξιδανικευμένη εικόνα της αγοράς, μια αφαίρεση από την πραγματική αγορά, την αγορά όπως την έχουν στο μυαλό τους οι αστοί διανοητές.
[3] Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 12η έκδοση, Αθήνα 2009, σελ. 133.
[4] Και επειδή ιστορικά οι γυναίκες ξεκίνησαν να δουλεύουν σε χαμηλόμισθες θέσεις ανειδίκευτης εργασίας. Κάτι που αντανακλάται στο μισθό τους μέχρι σήμερα και ας είναι το ίδιο εξειδικευμένες με τους άνδρες.