Φόρτος
Αποκαμωμένος ανέβαινε την ανηφοριά κάποιος γκριζοντυμένος γέροντας
Στην πλάτη του είχε ένα δεμάτι ξύλα
Το πρόσωπο του ήταν ανάγλυφο απ΄το χρόνοκαι η ζέστη της καλοκαιρινής ημέρας είχε γεμίσει τις ρυτίδες του με ιδρώτα κάνοντας τες να μοιάζουν με ποτάμια πάνω στο χάρτη
Από την άλλη μεριά έρχονταν και τον συνάντησε ένας νέος άνθρωπος με κοντό μαύρο μαλλί που φόραγε ένα ξέζωστο πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι
Το πρωί το είχε ζώσει το πουκάμισο μα περπατώντας για πολύ ώρα στην εξοχή όλη η συμμετρίατου είχε χαθεί για χάρη μιας γοητευτικής ακαταστασίας, έτσι κάπως ένιωθε κιόλας
Βλέποντας τον παππού κουρασμένο και αφού τον χαιρέτησε τον ρώτησε άμα ήθελε να τον βοηθήσει, να πάρει εκείνος το δεμάτι να το κουβαλήσει
Μα ο γέρος – όμοιος με αντίστροφο Άτλαντα- του απάντησε πως τούτο το δεμάτι το φορτώνει σιγά σιγά μια ζωή με ξυλαράκια και πως άμα του το πάρει τι θα του μείνει εκείνου;
Χαμογέλασε ο ένας στον άλλο χωρίς να πουν περισσότερα
Συνέχισε ο γέρος να ανηφορίζει αγκομαχώντας
Ο νέος, έκανε μερικά βήματα και κοντοστάθηκε για να μαζέψει ένα μικρό ξυλαράκι που ήτανε πεσμένο στο χωματόδρομο