Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Σεπτεμβρίου 2022

Φωτό.Βίκυ Νικολάου

Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με

Νύχτα, ομίχλη και βροχή, φυσικά φαινόμενα που συνοδεύουν τη Γη στο ταξίδι της αμέτρητα χρόνια τώρα. Φαινόμενα καθημερινά, συνηθισμένα κι όμως τρομοκρατούν το ανθρώπινο είδος από τη γέννησή του μέχρι και σήμερα, ακόμα και έχοντας μάθει ότι δεν είναι δυνάμεις θεών ή δαιμόνων, έστω και έτσι καταφέρνουν να κάνουν την καρδιά μας να χτυπά δυνατότερα, ιδιαίτερα όταν βρισκόμαστε σε λάθος τόπο και λάθος χρόνο.

Τα επί ενετοκρατίας πετρόχτιστα στενάκια της πόλης του Χάνιξ, δεν μπορεί κάποιος να τα διασχίσει με αυτοκίνητο, μόνο να τα περπατήσει καθώς είναι πολύ στενά και δαιδαλώδη. Μένουν σχεδόν αναλλοίωτα από τότε που κατασκευάστηκαν μέχρι τις μέρες μας. Φυσικά αυτό το χαώδες δίκτυο δεν φτιάχτηκε σε μια μέρα, αλλά συνεχώς επεκτείνονταν με οργανικό τρόπο, ανάλογα με τις ανάγκες της πόλης μέσα στο χρόνο, μέχρι να παγιωθεί στην τωρινή του μορφή. Τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες και νύχτες, προσφέρονται για ένα πρώτης τάξεως περίπατο στους κατοίκους, καθώς είναι πολυσύχναστα και σχετικα ασφαλή. Τις κρύες και βροχερές νύχτες του χειμώνα, όμως, είναι έρημα και τρομαχτικά. Σχεδόν έρημα δηλαδή, διότι πάντα υπάρχει και αυτό που οι παλιοί αποκαλούν «κακό συναπάντημα».

Αριστερά και δεξιά βρίσκονται χαμηλά σπίτια και άλλα με ένα ή δυο ορόφους, σαν τοιχεία σε ένα λαβύρινθο από ακανόνιστα δρομάκια που περνούν κάτω από καμάρες και ξύλινα μισοδιαλυμένα μπαλκονάκια που είναι αμφίβολο αν μπορούν να σηκώσουν πιά το βάρος και του πιο λιπόσαρκου ανθρώπου. Ένα πλέγμα από το οποίο δεν κατάφερε να αποδράσει ούτε ο ίδιος ο χρόνος, έτσι ώστε η αίσθηση που σου δίνεται όταν βρίσκεσαι στα σωθικά του, είναι πως και αυτός δεν είναι γραμμικός αλλά κυκλικός, όπως το φίδι που τρώει την ουρά του. Τα λιγοστά μη εγκαταλελειμμένα σπίτια της παλιάς πόλης κατοικούνται από μετανάστες και εξαθλιωμένους ναρκομανείς ή άστεγους που αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο κάτω από μισογκρεμισμένες στέγες, συγκάτοικοι με ποντίκια και έντομα, το ίδιο ανεπιθύμητοι όπως και εκείνα. Στην πραγματικότητα έχουν για παρέα τους και μια σειρά από ασθένειες, με πρώτη αυτή τη φτώχειας.

Το μέρος αυτό έχει μεγάλη ιστορική αξία, συνδεδεμένη με την πολυτάραχη ιστορία ολάκερου του νησιού. Είχε αρχίσει να χτίζεται από τους Ενετούς στις αρχές του 13ου αιώνα, που είχαν έρθει ως κατακτητές και είχε αλλάξει χέρια με τους Οθωμανούς Τούρκους δύο φορές, μέχρι οι δεύτεροι να σιγουρέψουν την κυριαρχία τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που μέσα στη συνοικία είχαν χτιστεί και τρεις μιναρέδες, με τον έναν μόνο να σώζεται ως τις μέρες μας. Οι ξακουστοί πειρατές του Αιγαίου, αργότερα, λάδωναν τον τοπικό Πασά, που τους προστάτευε και τον προστάτευαν, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα σοκάκια ως κρυψώνα για τα πυρομαχικά, τα λαθραία και τα κλοπιμαία τους. Συνήθως κάποια από τα σπίτια χρησιμοποιούνταν ως μπουντρούμια, ενώ  στην γερμανική κατοχή αλλά και αργότερα στον εμφύλιο, πολλοί πατριώτες μαρτύρησαν η εκτελέστηκαν σε κάποιο ανήλιαγο υπόγειο. Το όποιο μοτίβο του γονιδιώματος της περιοχής περιείχε στη σύνθεση του πολύ πόνο, ανομία και θάνατο.

Μια νύχτα όπως είναι η σημερινή, λοιπόν, κάθε λογικός άνθρωπος θα αρνούνταν να διασχίσει την παλιά πόλη έστω και αν χρειάζονταν να κάνει ένα τεράστιο κύκλο για να πάει με τα πόδια από τη σημείο Α στο σημείο Β. Είναι καλύτερο να καθυστερήσεις κάπου παρά να μη φτάσεις ποτέ. Θυμάμαι, από τα παιδικά μου χρόνια, αποτελούσε μεγάλη παληκαριά για κάποιον να χωθεί στα υγρά στενά και να διανύσει μια εύλογη απόσταση. Υπήρχαν μάλιστα μια σειρά από φήμες για νέους που είχαν χαθεί για πάντα μην αφήνοντας κανένα ίχνος, λες και το μέρος τους είχε χωνέψει. Φυσικά με όλα αυτά, ειδικά όταν είσαι μικρός, δεν ξέρεις που σταματά το ψέμα και που ξεκινά η πραγματικότητα, αν υπήρχε έστω και ίχνος αλήθειας δηλαδή.

Μια τέτοια νύχτα διάλεξα, βροχερή, ομιχλώδη και άναστρη, για να κερδίσω εκείνο το στοίχημα που είχα βάλει με τον εαυτό μου από πολύ πιτσιρικάς. Να βρω δηλαδή το θάρρος, κάποτε, να διασχίσω από άκρη σε άκρη την παλιά πόλη κάτω από αυτές τι συνθήκες. Όταν ξεκίνησα από το σπίτι μου ήμουν πολύ αποφασισμένος, σε σημείο να μου φαίνεται όλο αυτό παιχνιδάκι, όμως με το που έφτασα στην εμπασιά, παρά τα 23 μου χρόνια, επανήλθε όλος αυτός ο απόκοσμος φόβος που ένιωθα και τότε που ήμουν μικρό παιδί. Είχε γίνει μέρος της ιδιοσυγκρασίας μου να προσπαθώ να απολαμβάνω κάθε έντονο συναίσθημα, ακόμη και τα αρνητικά, όμως τώρα που είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας, αυτού του είδους οι ρομαντικές αντιλήψεις δεν με βοηθούσαν ιδιαίτερα. Αν και το μέρος ήταν γεμάτο στενάκια που απλώνονταν προς όλες τι κατευθύνσεις, υπήρχε μόνο μια είσοδος και μια έξοδος. Οι Ναζί είχαν φτιάξει ένα προστατευτικό τείχος γύρω από την υπόλοιπη συνοικία ώστε να μπορούν να ελέγχουν τους κρατουμένους τους και να προστατεύονται οι ίδιοι από επιδρομές της αντίστασης. Μετά το πέρας της κατοχής κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ανοίξει νέες εισόδους. Προσωπικά θεωρούσα πως ήξερα καλά το δρόμο, τον είχα κάνει δεκάδες φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, όμως δεν ήμουν και 100% σίγουρος ότι θα μπορούσα το ίδιο καλά να τον ακολουθήσω και στο σκοτάδι, πόσο μάλλον με ομίχλη.

Οπλισμένος μόνο με ένα αδιάβροχο και ένα ζευγάρι στεγανές μπότες, με ένα μικρό φακό, χωρίς φεγγάρι, έπρεπε να βρω το κουράγιο να χωθώ στη χολή της πόλης, μονάχος. Όπως κάποιος που πηδάει πρώτη φορά από αεροπλάνο, έκανα το πρώτο βήμα ελπίζοντας ότι τουλάχιστον αυτή η έκρηξη αδρεναλίνης θα με αποζημίωνε ενώ θα είχα και μια καλή ιστορία να πω όταν με το καλό θα ξαναβρισκόμουν στην σχετική ασφάλεια του σύγχρονου κόσμου. Οι ήχοι που δέσποζαν, πέρα από αυτούς των βροντών και του βρόχινου νερού που κυλάει, περιοριζόταν σε παρανοϊκά νιαουρίσματα γατιών, γαυγίσματα σκυλιών, και στο σφύριγμα που έκανε ο αέρας περνώντας ανάμεσα από τα συντρίμμια και τις σάπιες στέγες. Ο βηματισμός μου στην αρχή ήταν αργός, μα γινόταν γρηγορότερος λες και του έδιναν παράγγελμα “εν δυο” οι συνεχώς αυξανόμενοι χτύποι της καρδιάς μου, ενώ η ανάσα μου γίνονταν όλο και πιο έντονη.

Μερικές φορές διασταυρώθηκα με φιγούρες ημιανθρώπινες, τυλιγμένες όπως όπως σε αυτοσχέδια αδιάβροχα φτιαγμένα από σκουπιδοσακούλες ή φουσκωτά μπουφάν που είχαν ποτίσει από τη βροχή. Προσπαθούσα να μη ρίχνω το φακό πάνω τους. Έμοιαζαν σαν καρικατούρες βγαλμένες από ταινία τρόμου, ντυμένοι με κουρέλια να περιφέρουν σα κουρέλι τη σάρκα τους, ανήμποροι, ανίκανοι, ξεχασμένοι, συνάμα τρομοκρατημένοι και τρομακτικοί. Δεν απέκλεια βέβαια το ενδεχόμενο την ίδια εντύπωση να έδινα και εγώ στον όποιο εξωτερικό παρατηρητή.

Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι έτρεμα όχι από φόβο μα από κρύο· κατάφερα κοροϊδέψω  μέχρι κάποιο βάθος τη σκέψη μου, όμως στον πιο πρωτόγονο πυρήνα της, η αλήθεια ήταν αποτυπωμένη με τη γραφή εκείνη που επέτρεψε στον άνθρωπο να επιβιώσει ως είδος. Η ίδια εκείνη γραφή που θα αναγνώριζε και ο πρωτόγονος των σπηλαίων, μέσω της οποίας εκφράζονταν ο τρόμος για το άγνωστο και παράλληλα η γοητεία που αυτό μας ασκεί. Το σκηνικό επιδρούσε στη φαντασία μου όπως σε ένα ζωγράφο ο μαύρος καμβάς. Όμοια με τις φιγούρες του Καραβάτζιο που ήταν λες και γεννιόνταν από το σκοτάδι έτσι και εγώ περίμενα ότι πίσω από κάθε γωνιά κρυβόταν κάποιο πλάσμα της νύχτας, λες και πάνω σε κάθε σκεπή κουλουριαζόταν κάποιο νυχτεριδόφτερο σαρκοφάγο, έτοιμο να με αρπάξει, να με σηκώσει ψηλά και να με αφήσει να σκάσω στο έδαφος. Κι όσο σκοτείνιαζε η σκέψη μου, κι όσο πιο δυνατά ακουγόταν η καρδιά μου, τόσο περισσότερο ένιωθα μέσα μου το συναισθηματικό μεγαλείο που ένα κομμάτι του εαυτού μου αποζητούσε. Τρόμος πρωτόγνωρος, μοναδικός, έντονος σαν τον πρώτο έρωτα, ξαφνικός σαν αυτοκινητιστικό δυστύχημα, τόσο γήινος όσο η βαρύτητα, τόσο απόκοσμος όσο τα αστέρια.

Μερικά παράθυρα από τα σπίτια που προσπερνούσα εξέπεμπαν ένα χλωμό φωτισμό, κοντοστάθηκα σε ένα από αυτά και αδιάκριτα κοίταξα μέσα. Το φως προερχόταν από μια αυτοσχέδια λάμπα πετρελαίου και έφτανε ίσα για να διακρίνω ανθρώπινα σακιά ξαπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο σαν τα γουρούνια στο σφαγείο, ενώ η μυρωδιά από αλκοόλ ιδρώτα και καπνό με χτύπησε με το που πλησίασα το μισοδιαλυμένο παντζούρι. Τα κενά του παντζουριού είχαν επενδυθεί με μουσαμά, που ήταν και αυτός τρύπιος έτσι ώστε μεγάλο μέρος της βροχής να περνάει μέσα. Άθλιες συνθήκες ζωής για τουλάχιστον μια ντουζίνα ανθρώπους, σε ένα δωμάτιο απαλλαγμένο από έπιπλα ή κάθε άλλου είδους περιττή πολυτέλεια. Πραγματικά, είναι σαν να έχει σαρώσει κάποιος την ανθρώπινη σκόνη όλης της πόλης και να την έχει κρύψει σε ένα βρώμικο κελάρι, μη τύχει και τη δουν οι επισκέπτες και δυσαρεστηθούν.

Μια σπείρα από κεραμιδόγατες, αγνοώντας όπως φαίνεται τα έντονα καιρικά φαινόμενα,  ζευγάρωναν πίσω από τις σκιές κάνοντας αυτούς τους ψυχεδελικούς θορύβους που μοιάζουν με κλάμα μωρού. Ένα σκυλί γαύγιζε στο βάθος σαν μανιασμένο, όπως τον γείτονα που φωνάζει για να σταματήσει το πάρτι της απέναντι πολυκατοικίας ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί. Είχε περάσει αρκετή ώρα και θα μπορούσα να πω πως είχα χάσει το δρόμο μου, όμως θα ήταν σωστότερο να πω πως δεν έψαχνα πια να βρω κάποιο δρόμο. Περιφερόμουν σαν αποχαυνωμένος, με είχε αφομοιώσει η αισθητική και η καταραμένη ομορφιά αυτού του τοπίου. Οι πλάκες του δρόμου με το καφέ χρώμα που έπαιρναν στο σκοτάδι, έκαναν το πλακώστρωτο να μοιάζει με μια ατελείωτη μπάρα σοκολάτας, θυμήθηκα το παραμύθι το Χάνσελ και της Γκρέτελ, η μάγισσα μονάχα έλειπε ή μήπως όχι;

Τα σύννεφα είχαν σταδιακά αραιώσει και μια σκόρπια ομάδα από αστέρια είχε εμφανιστεί στον ουρανό, το φεγγάρι που αποκάλυψαν ήταν γεμάτο και τεράστιο, τώρα το τοπίο είχε περάσει από την κινηματογραφική σκοτεινιά στον νωχελικό φωτισμό της θεατρικής σκηνής. Ένα φεγγάρι κόκκινο, ίσως εξαιτίας της υγρασίας, τρομαχτικό σαν μάτι αρπαχτικού που αναζητά θήραμα. Αν ο Νιλ Άρμστρονγκ διάλεγε μια τέτοια μέρα για να κάνει τον περίπατο του στη σελήνη δεν θα είχε επιστρέψει ποτέ.

”Ένα μικρό βήμα για μένα λοιπόν”, ψιθύρισμα, και συνέχισα την πορεία μου δίχως να συνειδητοποιώ πια ότι τρέμω, δίχως να ακούω τη καρδιά μου που χτυπούσε πιο δυνατά από ποτέ. Ήταν λες και είχα προσαρμόσει το πνεύμα μου στην μαγεία του τοπίου, μια μαγεία που ήταν ασύμβατη με τις αισθήσεις μου, ασύμβατη με τις σωματικές μου λειτουργίες, ενώ ίσα που επικοινωνούσε με κάποια συναισθήματα που πάντα φυλάσσονταν στην ανθρώπινη ψυχή, όμως ποτέ δεν της γίνονταν οικεία. Τόσο έξω από την καθημερινότητα μας όσο έξω είναι το νέκταρ και η αμβροσία από την καθημερινή μας διατροφή.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, λίγο πριν αρχίσω να νιώθω ότι θα μπορούσα να ξεπεράσω τους περιορισμούς της σάρκας και να απλωθώ σε άνω των τριών διαστάσεις, ένα στρίγκλισμα με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν δυο αλήτες που μετέφεραν ένα μεγάλο σκουπιδοτενεκέ, από αυτούς με τα ροδάκια, εκείνα ήταν που στρίγκλιζαν. Ήταν το λάφυρό τους από την επιδρομή που είχαν κάνει στη πόλη. Είναι απίστευτο τι μπορεί να βρει κανείς στα σκουπίδια… ειδικά αν έχει τρεις μέρες να φάει. Κουβαλούσαν το κάδο λες και ήταν παιδιά που είχαν κλέψει το σάκο του Αϊ-Βασίλη, φαινόταν η χαρά τους από το τρόπο που περπατούσαν, φαινόταν η μπαγαποντιά τους από το τρόπο που με κοίταξαν όταν πέρασαν από δίπλα μου. Ένιωθαν πως είχαν κάνει κάτι κακό, ποιος ξέρει τι θα τους έκανε η αστυνομία αν τους ανακάλυπτε. Ίσως βέβαια και να φοβόνταν μήπως τους αρπάξουν το θησαυρό, για αυτό ήταν επιφυλακτικοί. Μπορεί εκείνα τα παιδιά, που είχαν πάρει ένα κομμάτι κάρβουνο αντί για δώρο, να ήταν διατεθημένα ακόμη και να σκοτώσουν τον Άγιο Βασίλη προκειμένου να του κλέψουν το σάκο του· οποιοσδήποτε φοράει κόκκινα ρούχα, φωνάζει δυνατά “χο, χο, χο” και κυκλοφορεί τη νύχτα είναι σκέτη πρόκληση άλλωστε.

Ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις, άκουσα πραγματικές φωνές παιδιών να έρχονται από λίγο παρακάτω. Παιδιά στις τρεις η ώρα τη νύχτα να παίζουν; Αυτό ήταν λίγο περίεργο, βέβαια τι ήταν φυσιολογικό σε αυτό το μέρος· τίποτα. Κατευθύνθηκα προς το σημείο, όσο πλησίαζα άρχισα να διακρίνω και ένα ζωώδες ουρλιαχτό ανάμεσα στις παιδικές, εκείνες, φωνές. Κάποτε έμοιαζε με κλαψιάρικο νιαούρισμα και κάποτε με άγριο αλύχτισμα. Προσπέρασα δυο ακόμα στενά όταν βρέθηκα στο, προορισμό μου, τα παιδιά ήταν μαζεμένα σε μια μικρή πλακόστρωτη πλατεία. Μέτρησα πέντε, έδειχναν να ήταν απασχολημένα με κάτι, προσπάθησα να δω καλύτερα. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους ήταν μια μαξιλαροθήκη, η οποία ήταν δεμένη στην άκρη της και ήταν γεμισμένη με κάτι… γεμισμένη με κάτι που κουνιόταν και ούρλιαζε και πάλευε να ελευθερωθεί. “Θεέ μου, ήταν η γάτα που άκουγα!”, σκέφτηκα.

Ένα ξανθό αγόρι περίπου πέντε χρονών, είχε αρπάξει τη μαξιλαροθήκη και άρχισε να την περιφέρει πάνω από το κεφάλι του σαν λάσο, μόλις έκανε μερικές περιστροφές την χτύπησε στο πάτωμα με δύναμη. Το ζώο από μέσα αλυχτούσε με τρόπο που θα σπάραζε την καρδιά ακόμα και σε χασάπη, όμως εκείνα τα παιδιά δεν έδειχναν ίχνος συμπόνιας. Μεταξύ τους ήταν και δύο μικρά κοριτσάκια ντυμένα στα λευκά που γελούσαν έχοντας τα χέρια τους μπροστά από το στόμα. Ήταν σαν να ένιωθαν ότι έκαναν κάτι πονηρό και να έκρυβαν την χαρά τους. Τα παιδιά έδειχναν να το χαίρονται και ένα-ένα άρχισαν να ποδοπατούν το άμοιρο ζωντανό που μάταια πάλευε για τη ζωή του. Το κλώτσαγαν, το έσερναν, το χτύπαγαν από ‘δω και από ‘κει, μέχρι που το ύφασμα της μαξιλαροθήκης ξεκίνησε να βάφεται κόκκινο, σε λίγα δευτερόλεπτα είχε μουσκέψει πλήρως και έσταζε.

Συνέχισαν το παιχνίδι τους μέχρι που το πράγμα στη μαξιλαροθήκη σταμάτησε να φωνάζει, σταμάτησε να κουνιέται. Τότε κι εκείνα, σαν να τελείωσε η μπαταρία στο αγαπημένο τους τρενάκι, έχασαν τον ενθουσιασμό τους και έπαψαν να ασχολούνται μαζί του. Ίσως τόση ώρα έπρεπε να είχα επέμβει, μα δε το έκανα, υπήρχε κάτι το απόκοσμο στα μάτια αυτών των παιδιών, υπήρχε μια υποψία λάμψης τόσο αμυδρής, όπως όταν βάζουμε ένα φακό κάτω από τα σκεπάσματα και λίγο από το φως διαπερνά την κουβέρτα. Το πιο λογικό ήταν πως αυτό ήταν η ιδέα μου… προφανώς είδα σε αυτά τα παιδιά μη ανθρώπινα χαρακτηριστικά λόγω της ζωώδους πράξης που είχαν διαπράξει, μια πράξη που δεν μπορεί να τη δικαιολογήσει ούτε το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν άγρια παιδιά του δρόμου. Έτσι έμεινα αμίλητος και κρυμμένος να τα χαζεύω μέχρι που εξαφανίστηκαν στα στενά. Βρισκόμουν σε υπερένταση και δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά.

Η αναπνοή μου κόπηκε όταν ένα χέρι μου τράβηξε το ρούχο, γύρισα αστραπιαία να δω τι ήταν. Το παράθυρο του σπιτιού του οποίου ο τοίχος μου παρείχε κάλυψη τόση ώρα είχε ανοίξει και μια μαυροφορεμένη φιγούρα είχε απλώσει το χέρι της πάνω μου. Μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν ο ίδιος ο Χάρος.

– “Αλίμονο μας! Είδες τι έκαναν;”, φώναξε με γερασμένη φωνή η μαυροφορούσα

που τελικά δεν ήταν ο Χάρος, αλλά μια ηλικιωμένη γυναίκα.

– “Ποια ήταν αυτά τα παιδιά;”, τη ρώτησα.

– “Αυτά δεν είναι πια παιδιά, είναι τελώνια, και δεν έχουν όνομα, ποτέ δεν είχαν, δε βαφτίστηκαν ποτέ και θάφτηκαν χωρίς να τα λειτουργήσει παπάς, σαν τα ζώα. Αλίμονό μας!”, ξαναφώναξε, έκανε το σταυρό της και τραβήχτηκε πάλι στις σκιές, κλείνοντας με δύναμη το παράθυρο.

Δε ξέρω τι με οδήγησε να το κάνω αυτό, ίσως η περιέργεια του ανθρώπου να ξεπερνάει σε ένταση τον φόβο του μερικές φορές. Μακάρι να μην ήμουν τόσο περίεργος και να είχα φύγει. Δεν έφυγα. Προχώρησα προς το κέντρο της πλατείας και αφού κάλυψα το χέρι μου με το μανίκι του αδιάβροχου, έσκυψα και έπιασα τη μαξιλαροθήκη. Όταν την άνοιξα τίποτα δεν μπορούσε να με προϊδεάσει για το τι θα έβρισκα μέσα της. Ακόμα και τώρα δε μπορώ να το εκφράσω με άμεσο τρόπο, δεν έρχονται τα λόγια στο στόμα μου. Μπορώ να πω μόνο το εξής: ότι δεν κλαίνε μόνο οι γάτες σα τα μωρά, μερικές φορές κλαίνε και τα μωρά σαν γάτες…

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

Read Full Post »

Αρέσει σε %d bloggers: