Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Αμπελοφιλοσοφίες’ Category

Το κείμενο που επισυναπτω είναι η μεταπτυχιακή μου εργασία με τίτλό «Αλλοτρίωση και εξορθολογισμός: ο Μαρξ και ο Βέμπερ για τη Νεωτερικότητα»

Read Full Post »

3freddy-krueger

Ποιός Τζέισον και ποιός Μάγιερς, για εμένα πάντα ο άρχοντας ήταν ο Φρέντι

Είχα τάξει πριν από περίπου ένα μήνα (ή ένα μήνα και κάτι) ότι θα έγραφα άρθρο σχετικό με τις ταινίες τρόμου του χθες και του σήμερα, κάνοντας μερικές συγκρίσεις και αναγωγές σε ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα. Τότε είχα σκοπό να γράψω άμεσα το άρθρο αλλά ήρθε ο κορονοϊός[1] και μας άλλαξε την καθημερινότητα. Σε κάθε περίπτωση, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να γίνει και αυτό, έστω και καθυστερημένα.

Κεντρικό μου επιχείρημα είναι ότι το περιεχόμενο της τέχνης που παράγει μια εποχή φέρει μέσα του και το στίγμα της συγκεκριμένης εποχής. Το γνωρίζω ότι δεν λέω κάτι νέο, αποκτά όμως ενδιαφέρον να το δούμε αυτό και στην πράξη, ειδικότερα μέσα από την βιομηχανία ταινιών τρόμου. Θα περιοριστώ στις δεκαετίες από το 70 μέχρι και σήμερα κατά κύριο λόγο επειδή για αυτήν την περίοδο έχω καλύτερη εικόνα.

Γενικότερα, οι ταινίες τρόμου, και κυρίως οι αμερικάνικες, είναι στο κύριο μέρος τους υποπροϊόντα αυτού που αποκαλούμε «Pop κουλτούρα», και με την ιδιότητα τους αυτή, θα λέγαμε ότι αντανακλούν αρχικά (και συνειδητά) σε ένα επιφανειακό επίπεδο διάφορες τάσεις και καταστάσεις της εποχής τους. Στις ταινίες του 70 και του 80, για παράδειγμα, βλέπουμε να αποτυπώνονται διάφορες ηθικές αξίες, οι οποίες θα λέγαμε ότι εκείνη την εποχή βρίσκονταν υπό απειλή. Έτσι, σε φιλμ όπως η σειρά «Παρασκευή και 13», το αν θα επιβιώσει ή όχι κάποιος ήρωας, ήταν αρνητικά συσχετισμένο με το αν θα έκανε σεξ, αν θα έπαιρνε ναρκωτικά κλπ. Συνήθως αυτοί που επιβίωναν στο τέλος ήταν οι πιο ακέραιοι χαρακτήρες και στην περίπτωση των γυναικών οι παρθένες. Η ηθική αυτή αντιστοιχούσε, θα λέγαμε, σε συντηρητικά πρότυπα. Τα πρότυπα αυτά πιθανόν αρχικά να εισήχθησαν για ηθικοπλαστικούς λόγους[2], αργότερα όμως σχηματοποιήθηκαν ως τύπος αφήγησης και συνέχισαν να αναπαράγονται ως είχαν για αρκετά χρόνια. Όταν πια τα ήθη άλλαξαν τόσο πολύ και ανεπιστρεπτί, ο τύπος αυτός είτε προσπεράστηκε είτε διατηρήθηκε, εις γνώση των δημιουργών, σαν καρικατούρα πια. Υπάρχουν σήμερα μια σειρά από μέτα – ταινίες, οι οποίες παίρνουν τα σχήματα αυτά του παρελθόντος και τα αντιστρέφουν επίτηδες. Έτσι έχουμε την «παρθένα»  ή το «καλό παιδί» να ανατρέπουν τον παραδοσιακό τους ρόλο και να είναι αυτοί τελικά οι δολοφόνοι(δεν θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένες ταινίες για να μη δώσω spoilers).

Αυτό δεν σημαίνει ότι στο σύγχρονο κινηματογράφο τρόμου έχουν εξαλειφθεί τα ηθικοπλαστικά στοιχεία. Όμως, οι σχετικά προστατευμένοι χαρακτήρες στις τωρινές ταινίες, αυτοί που παρουσιάζονται ως πιο ηθικά ακέραιοι, είναι οι μειονότητες. Αυτό έχει να κάνει με την ηθική, κυρίως των δημοκρατικών της Αμερικής, οι οποίοι έχουν τον πρώτο λόγο στο Hollywood. Πάντως, θα λέγαμε ότι οι χαρακτήρες αυτοί (ιδιαίτερα οι γκέι), κυρίως εισάγονται σε υποστηρικτικούς ρόλους, ως οι κολλητοί του πρωταγωνιστή/τριας, και λιγότερο σε ρόλο κύριου χαρακτήρα (οι μαύροι έχουν κάποιες πιθανότητες να είναι και πρωταγωνιστές).

Κάπου εδώ θέλω να κάνω μια παρένθεση για να προβάλλω ένα φαινόμενο που έχω παρατηρήσει τόσο στον κινηματογράφο όσο και στις σειρές, αλλά και στα video games, σχετικά με τις μειονότητες. Θεωρώ ότι το πώς αυτά τα μέσα διαχειρίστηκαν τις μειονότητες έχει περάσει από τρεις κύριες φάσεις, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ανάλογα το μέσο και ανάλογα την μειονότητα. Πρώτη έρχεται η φάση της «κακομεταχείρισης», δείτε για παράδειγμα τις παλιές ταινίες γουέστερν όπου οι ινδιάνοι παρουσιάζονται σαν διάβολοι, απολίτιστοι, άγριοι, βίαιοι. Η δεύτερη φάση είναι θα λέγαμε η «απολογητική», εκεί η εκάστοτε μειονότητα εξιδανικεύεται, παρουσιάζεται σαν πρότυπο, σπάνια είναι ο κακός της ταινίας, του κόμικ ή του βιντεοπαιχνιδιού μέρος κάποιας μειονότητας. Είναι λες και οι δημιουργοί απολογούνται μέσω των έργων τους για τις αδικίες που έχουν υποστεί οι εκάστοτε πληθυσμιακές ομάδες. Εδώ σαν παράδειγμα έχουμε το χορεύοντας με τους λύκους. Και η Τρίτη φάση, που σε πολλές περιπτώσεις είναι ακόμη ζητούμενη, είναι η φάση της «ωριμότητας» κατά την οποία μειονότητες, όπως είναι για παράδειγμα οι μαύροι, δεν θα παίζουν «ειδικούς ρόλους» φορτισμένους ιδεολογικά επειδή ακριβώς είναι μαύροι. Λέω ότι η Τρίτη φάση είναι ακόμη ζητούμενη,  επειδή όσο δεν υπάρχει ουσιαστική εξίσωση στην πραγματική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρχει ουσιαστική εξίσωση και στον κινηματογράφο παρά μόνο ως αίτημα.

Pinhead-Hellraiser1

Hellraiser, μπροστά από την εποχή του

Συνεχίζοντας από παραπάνω…

Τα όσα περιγράψαμε πιο πάνω έχουν να κάνουν με συνειδητές επιλογές των δημιουργών ή των παραγωγών των ταινιών τρόμου, τα χαρακτηριστικά κάθε εποχής όμως εισάγονται στις μορφές τέχνης και με μη συνειδητό τρόπο. Μια μεγάλη μετατόπιση που προσωπικά έχω παρατηρήσει ανάμεσα στις ταινίες τρόμου του χθες και του σήμερα, είναι ότι οι τωρινές, ολοένα και περισσότερο από ότι παλιότερα έχουν τραγική κατάληξη. Στις σύγχρονες ταινίες τρόμου το happy end είναι μεγάλο ζητούμενο, όχι ότι δεν υπάρχουν τέτοιες ταινιες, όμως αποτελούν την μειοψηφία. Παλιότερα, στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών, το κακό έχανε. Μπορεί να πει κάποιος ότι το κακό κάθε φορά επανέρχονταν μέσω των sequel (η νύχτα με τις μάσκες, Παρασκευή και 13, εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες, κ.α.). Αυτό είναι αλήθεια, όσο η εκάστοτε ταινία πουλούσε θα είχε τις συνέχειες της και ο δολοφόνος θα εμφανίζονταν ξανά. Κάθε φορά στο τέλος όμως, οι ήρωες με τις όποιες απώλειες τους, θριάμβευαν. Έστω και αν το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν κλείσει η ταινία μας έδινε υπόσχεση για συνέχεια είτε με ένα χέρι να πετάγεται από τον τάφο είτε με ένα μάτι να ανοίγει κλπ.

Μεγάλη ώθηση προς αυτήν την κατεύθυνση (της άρνησης του ευχάριστου τέλους) σίγουρα δόθηκε με την υιοθέτηση από τα αμερικάνικα στούντιο διάφορων ταινιών του ασιατικού κινηματογράφου τρόμου, όπως είναι το Ring, το Ju on, το old boy και άλλα. . Εκτός από τα καθαρά remakes, υπήρξαν και «πρωτότυπες» παραγωγές που εντάχθηκαν σε αυτό το είδος ταινιών, καθαρά επηρεασμένων από τον ασιατικό κινηματογράφο, όπως είναι για παράδειγμα το truth or dare (Στο σύνολο τους όλες αυτές οι ταινίες, διασκευές ή επιροές, πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν κατώτερες από τα πρωτότυπα). Υπάρχουν όμως και «καθαρά» χολιγουντιανές ταινίες με δυσοίωνα τέλη όπως είναι για παράδειγμα το [εξαιρετικό] cabin in the woods, αν και αυτό θα λέγαμε παίρνει στοιχεία από όλο το σινεμά τρόμου μέχρι σήμερα χωρίς όμως να είναι αντιγραφή. Οι ταινίες αυτές, κατά κανόνα, τελείωναν δραματικά, όχι με κάθαρση, όχι με επιβολή του καλού πάνω στο κακό αλλά το αντίστροφο. Ακόμα ένα χαρακτηριστικό των ταινιών αυτών είναι ότι το κακό δεν είναι ακριβώς προσωποποιημένο, αλλά, ακόμη και αν δανείζεται διάφορα πρόσωπα, αποτελεί περισσότερο μια δύναμη παρά ένα πρόσωπο.

Ring

Αν και έγινε αιτία να βλέπουμε από ενα σημείο και πέρα παραλλαγές του ίδιου πράγματος, αποτελεί ταινία σταθμό.

Θέλω να πω όμως δυο πραγματάκια πάνω στο ζήτημα του «απρόσωπου κακού». Το απρόσωπο κακό στις ταινίες τρόμου έρχεται ως μέρος μιας μεγάλης δύναμης την οποία ούτε να την κατανοήσουμε μπορούμε ούτε να την αντιμετωπίσουμε. Στις ταινίες ring, οι πρωταγωνιστές συχνά νομίζουν ότι βρίσκουν τον τρόπο να κατανοήσουν το κακό και να του ξεφύγουν, όμως κάθε φορά αποδεικνύεται ότι η ανθρώπινη τους λογική αποτυγχάνει, και μάλλον αδυνατεί γενικότερα να το συλλάβει, αφού είναι κάτι εντελώς εξώκοσμο. Φυσικά, αυτό το στοιχείο υπάρχει και σε παλιότερες ταινίες (βλέπε εξορκιστής, hellraiser[3]), ενώ εισήχθη εμφατικά στη λογοτεχνία μέσα από τον «κοσμικό τρόμο» των ιστοριών του H.P. Lovecraft. Όμως στον σύγχρονο κινηματογράφο τρόμου το συναντάμε όλο και πιο τακτικά, είναι πλέον mainstream κατάσταση.

Αυτό που θέλω να πω [τελικά] είναι ότι οι παραπάνω «τύποι» (ας τους πούμε έτσι) αφηγήσεων που αναδείχθηκαν στον σύγχρονο κινηματογράφο τρόμου ως κύριες μορφές, και που υπό αυτήν την έννοια τον διαφοροποιούν από τον κινηματογράφο του 70 και του 80, αντανακλούν πραγματικά αδιέξοδα των σύγχρονων κοινωνιών.  Η κοινωνία του 70 και του 80, αλλά και του 90, διακατέχονταν από μια γενικότερη αισιοδοξία για το μέλλον. Επιπλέον, υπήρχαν κάποια πιο ξεκάθαρα πρότυπα για τους ανθρώπους όσον αφορά το ποιοι ήταν, που ήθελαν να πάνε, τι εμπόδια είχαν να αντιμετωπίσουν κ.α. Μπορεί οι βεβαιότητες αυτές να ήταν απατηλές, υπήρχαν όμως αδιαμφισβήτητα σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι σήμερα. Ο εχθρός, στο ευρύ ιδεολογικό επίπεδο είχε και πρόσωπο, για τους μισούς ήταν ο κομμουνισμός, για τους άλλους μισούς ο καπιταλισμός, κάθε πλευρά πίστευε (ή τέλος πάντων ωθούνταν να πιστεύει) με αισιοδοξία ότι το μέλλον βρισκόταν στην επικράτηση του από εδώ ή του από εκεί. Στο συμβολικό επίπεδο, λοιπόν, το καλό ήταν κάτι πιο συγκεκριμένο, το κακό κάτι πιο συγκεκριμένο, και όλο αυτό το βλέπαμε να εκφράζεται με έναν πιο σαφή τρόπο στην pop κουλτούρα της εποχής, κατ’ επέκταση και στο σινεμά τρόμου.

 

Το σύγχρονο ανθρώπινο υποκείμενο, στις κοινωνίες μέσα στις οποίες ζει, δεν έχει πια τόσο πολλές βεβαιότητες ότι η ζωή του θα εξελιχθεί ομαλά προς μια σταθερή ασφαλή πορεία. Η κατάρρευση των διπόλων, με την [προς το παρόν τουλάχιστον] επικράτηση του καπιταλισμού, μάλλον μας δημιουργεί περισσότερη ανησυχία από ότι πριν, ακόμη και από την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Η λογική του ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, ειδικότερα όταν βιώνεις τη σκληρότητα και την απάθεια του σύγχρονου κόσμου, σε ένα παραγωγικό σύστημα που σαπίζει, είναι απόλυτα συμβατή με τα δυσοίωνα τέλη των ταινιών τρόμου της εποχής μας. Η τεράστια υπαρξιακή αβεβαιότητα, ο εχθρός που πλέον δεν προβάλλεται ως κάτι προσωποποιημένο (ο καπιταλισμός δεν θα προσωποποιήσει τον εαυτό του από μόνος του) αλλά είναι κάτι που σίγουρα μας εναντιώνεται και ταυτόχρονα δεν μπορούμε να το δείξουμε με το δάχτυλο, δένουν απόλυτα με το άμορφο και ακατανόητο κακό των σύγχρονων ταινιών τρόμου.[4] Τα στοιχειά αυτά, εισβάλλουν στον σύγχρονο κινηματογράφο τρόμου όχι πάντα με τρόπο συνειδητό και επικρατούν σχεδόν οργανικά, ακριβώς επειδή αντανακλούν μαζικά και κυρίαρχα φαινόμενα της εποχής μας.

The_Cabin_in_the_Woods_(2012)_theatrical_poster

Από τις καλύτερες σύγχρονες ταινίες τρόμου.

Τέλος, να πούμε ότι ο σύγχρονος κινηματογράφος τρόμου δείχνει να βρίκσεται σε μια περίοδο ανακύκλωσης των ίδιων και των ίδιων στοιχείων και φορμών, έχοντας σπάνια κάτι ενδιαφέρον να δείξει τουλάχιστον από την εποχή του «μπασταρδέματος¨του με τον ασιατικό. Ακόμη και αυτή η ανακύκλωση σπάνια γίνεται με ενδιαφέροντα τρόπο και μάλλον τις περισσότερες των περιπτώσεων δείχνει να ακολουθεί μηχανικά την μια ή την άλλη συνταγή. (εδώ σχετικό παλιότερο μου άρθρο) Δεν αμφιβάλω ότι θα βρεί στοιχεία για να ανατροφοδοτηθεί, ελπίζω όμως να αντανακλούν μια καλύτερη πραγματικότητα.

 

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

 

 

 

[1] Ενδιαφέρον ότι τη λέξη δεν την αναγνωρίζει το office 2013, αθώες εποχές τότεJ

[2] Μπορεί όμως και προκειμένου να «ξεπλύνουν» την βία που παρουσίαζαν η οποία φάνταζε ακραία για την εποχή.

[3] Αν και τα hellraiser τα θεωρώ ως ταινίες τομή προς τον κινηματογράφο του σήμερα.

[4] Ή όπως αναφέρει και ο Πάνος Ζάχαρης ως καλεσμένος στο 4ο Podcast της ΚΝΕ, όλο αυτό αντανακλάται ξεκάθαρα και στην επιστημονική φαντασία της εποχής μας. Όπου αντίθετα με παλιότερες εποχές (Ιούλιος Βερν, Ασίμοφ) στις οποίες οι παραμυθάδες ήταν και οραματιστές, σήμερα έχουμε όλο και περισσότερο την ανάδειξη ενός δυστοπικού μέλλοντος μέσα από τη φαντασία των δημιουργών.

Read Full Post »

Το πρώτο μέρος εδώ

Τεχνικές απομόνωσης των εργαζομένων

 

Ακόμη και ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αρνηθεί την συλλογική φύση της εργασίας, οι μεγάλες εταιρίες που απασχολούν χιλιάδες εργαζόμενους θέλουν η εργασία τους να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα συντονισμένη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές θέλουν οι εργαζόμενοι να έχουν συλλογική συνείδηση, εκτός και αν αυτή η «συλλογική συνείδηση» είναι προσανατολισμένη καθαρά στους στόχους της επιχείρησης. Όσον αφορά την καλλιέργεια αισθήματος εργατικής αλληλεγγύης ειναι κάτι που οι εταιρίες το αποφεύγουν όσο ο διάβολος το λιβάνι για αυτό και παίρνουν τα μέτρα τους.

Ένας τρόπος για να σαμποτάρεις την αλληλεγγύη είναι μέσω της ανάπτυξης του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργαζόμενους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, είτε μέσω ατομικών αξιολογήσεων, είτε μέσω επιβραβεύσεων αυτών που υπερκαλύπτουν τους στόχους, είτε με συμβολικά δωράκια  κλπ. Συχνά, ο ανταγωνισμός αυτός αναπτύσσεται και ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα της επιχείρησης. Το αποτέλεσμα είναι διπλό, από τη μια αυξάνεις την παραγωγικότητα και εντατικοποιείς την εργασία χρησιμοποιώντας το καρότο της επιβράβευσης ή το μαστίγιο της τιμωρίας ανάλογα με την επίδοση, και από την άλλη καταφέρνεις να σαμποτάρεις τις τυχόν ταξικές σχέσεις που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ανάμεσα στους εργαζόμενους οι οποίες θα ήταν προβληματικές για την εταιρία.

1-2

Ακόμη ένας τρόπος, να επιτευχθεί αυτός ο «κατακερματισμός» είναι ο πληθωριστική πολιτική στους τίτλους των εργαζομένων. Οργανικά εννοείται ότι μια οποιαδήποτε επιχείρηση χρειάζεται να έχει διευθυντικό προσωπικό, υποδιευθυντές, τομεάρχες, προσωπάρχες κλπ κλπ κλπ. Όταν όμως δημιουργείς ένα τεράστιο αριθμό, αμφιβόλου αναγκαιότητας, τίτλων τους οποίους αποδίδεις στους εργαζόμενους, το κάνεις περισσότερο για να τους διασπάσεις, παρά για λειτουργικούς λόγους. Αποτέλεσμα όλου αυτού είναι συχνά σε μια εταιρία να έχεις περισσότερους directors of [something] παρά «απλούς» εργαζόμενους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αλυσίδες fast food όπου μεγάλο μέρος του προσωπικού που εργάζεται σε αυτές, αν και έχει τον τίτλο του υπεύθυνου κάτι ή του (υπο)διευθυντή κάτι, τηγανίζει και αυτός πατάτες, τελικά, όπως και τους υπόλοιπους.

Υπάρχουν όμως και άλλες τεχνικές που αποσκοπούν στην περιχαράκωση της συνείδησης των εργαζομένων στους σύγχρονους εργασιακούς χώρους που έχουν πιο «φυσικό» χαρακτήρα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι εργασιακοί χώροι που κάνουν τη χρήση cubicles (κελιών, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία) τα οποία άρχισαν να γίνονται δημοφιλή από τη δεκαετία του 70.[1] Η φιλοσοφία των cubicles ταίριαξε απόλυτα με την εισαγωγή των προσωπικών υπολογιστών στις σύγχρονες επιχειρήσεις. Με την «αρχιτεκτονική» αυτή η εταιρίες βρήκαν έναν εύκολο τρόπο να βάλουν μέσα στον ίδιο χώρο πολλούς εργαζόμενους οι οποίοι θα έχουν περιορισμένη επαφή ο ένας με τον άλλο, γλιτώνοντας παράλληλα τα έξοδα που θα απαιτούσε η δημιουργία ξεχωριστών γραφείων. Η ακραία μορφή αυτού του χώρου εργασίας είναι οι επιχειρήσεις τηλεφωνικής εξυπηρέτησης. Σε αυτές, ο εργαζόμενος φορώντας ακουστικά, σχεδόν απομονώνεται από τους συναδέλφους του ερχόμενος σε επαφή μόνο με τον supervisor/επόπτη όποτε χρειαστεί, ο οποίος σαν μεγάλος αδερφός στέκεται όρθιος και μπορεί να παρατηρήσει τι κάνει ο κάθε ένας στο ατομικό του cubicle. Για να χρυσώσουν το χάπι, και για να καλλιεργήσουν ακόμη παραπάνω το Εγώ των εργαζόμενων, οι επιχειρήσεις προωθούν την ιδέα της προσωπικής διακόσμησης του cubicle έτσι ώστε κάθε εργαζόμενος να εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο στους 4 τοίχους της «φυλακής» του.

Τέλος, στο φαινόμενο της απομόνωσης, μεγάλη συμβολή έχει και η λεγόμενη «εργασία από το σπίτι», που με την χρήση της τεχνολογίας γίνεται εφικτή σε όλο και περισσότερους τομείς, αλλά και η ενοικίαση εργασίας στην οποία αναφερθήκαμε και παραπάνω.

 

Ο τρόπος που η μεταμοντέρνα ιδεολογία αναπαριστά την εμπλοκή της στις σύγχρονες μορφές εργασίας.

 

Ο μεταμοντερνισμός, φυσικά, όλα τα παραπάνω τα προωθεί ιδεολογικά με τρόπους πλάγιους που κρύβουν το ουσιαστικό. Είδαμε ακριβώς από πάνω, ότι τα cubicles δεν παρουσιάζονται ως «παραπετάσματα» πεπιεσμένου χαρτιού, αλλά ως ιδιωτικοί χώροι που μπορείς να εκφράσεις τον εαυτό σου και τη δημιουργικότητα σου. Αντίστοιχα, για να περιγράψει την συνεχή υποχρέωση απόκτησης πτυχίων από τους εργαζόμενους, το μεταμοντέρνο χρησιμοποιεί τον θετικό όρο «δια βίου μάθηση» . Ο όρος αυτός φυσικά αποκρύβει νοηματικά το κόστος, υλικό και πνευματικό, που έχει αυτός ο μαραθώνιος για τους εργαζόμενους, στον οποίο αν δεν (αντ)αγωνισθούν, κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς δουλειά. Παρομοίως, την συχνή εναλλαγή επαγγελμάτων (πολλές φορές και μέσω της μετανάστευσης) την σερβίρει ως μια περιπετειώδη διαδικασία (που εμπλουτίζει το βιογραφικό μας) που δημιουργεί ευκαιρίες, και όχι ως επαγγελματική αστάθεια. Τις νέου τύπου εργασιακές δραστηριότητες, τύπου «content creator» για τα ΜΚΔ, ως ευκαιρίες να βγάλεις χρήματα από τα ταλέντα σου και όχι ως τύπους εργασίας που ο εργοδότης κρατάει από την μεταξύ σας «σύμβαση» μόνο τα θετικά χωρίς να έχει απέναντι σου κάποιες θεσμοθετημένες τυπικές υποχρεώσεις.

Γενικότερα, για να περιγράφουν τα παραπάνω γίνεται η χρήση της λέξης «ευελιξία», ευελιξία όμως που βαραίνει κατά κύριο λόγο τον εργαζόμενο που καλείται να γίνει ένας μικρός Νουρέγιεφ προκειμένου να τα βγάλει πέρα στην σύγχρονη αγορά εργασίας.

Εν κατακλείδι

 

Τα όσα καταγράφηκαν παραπάνω δεν υφίστανται εξ αιτίας του μεταμοντέρνου, τουλάχιστον όχι κατά κύριο λόγο. Υπάρχουν αντικειμενικές και ιστορικές αιτίες πάνω στις οποίες πήραν σάρκα και οστά όλες αυτές και όλες οι άλλες εξελίξεις στον σύγχρονο εργασιακό κόσμο. Το μεταμοντέρνο, όντας μια ιδεολογία που αναπτύχθηκε στον ώριμο (σάπιο;) καπιταλισμό, και που σε μεγάλο βαθμό τον υπηρετεί, αναλαμβάνει την υπεράσπιση αυτών των αρνητικών φαινομένων και προσπαθεί να ρίξει στάχτη στα μάτια των βασικών πληγέντων, δηλαδή των εργαζομένων, έτσι ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η ανακύκλωση τους. Παράλληλα, το μεταμοντέρνο γίνεται εργαλείο ιδεολογικής αποδόμησης όλων εκείνων, των θεωριών, των συνηθειών, των πρακτικών και των ιδεολογιών, που μπορούν να θεωρηθούν εμπόδια για τον σύγχρονο καπιταλισμό.  Συνεπώς, η όποια συμβατότητα της ιδεολογίας της μετανεωτερικότητας με τα όσα βιώνουμε, δεν εμφανίζεται σαν καιρικό φαινόμενο αλλά αποτελεί μια συνειδητή πριμοδότηση/υιοθέτηση, από μέρους του καπιταλιστικού συστήματος, όλων εκείνων των ιδεολογημάτων που το εξυπηρετούν. Νομίζω είναι ασφαλές να πούμε ότι το μεταμοντέρνο – έστω ως η συνισταμένη των μερών του- αποτελεί μα ιδεολογία συντηρητική και όχι προοδευτική, και ας φοράει συνήθως προοδευτικό μανδύα για να αποπροσανατολίσει.

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν το 1960 από την Herman Miller Research Corporation και ως μέθοδος οργάνωσης του χώρου εργασίας ονομάστηκε «action office» (https://en.wikipedia.org/wiki/Cubicle)

Read Full Post »

chow-mein-with-vegetables

Μεταμοντερνισμός και σύγχρονες μορφές εργασίας, μια εκλεκτική συγγένεια[1]

 

Έχουμε εξετάσει σε παλαιότερα άρθρα πως μεταφράζεται το μεταμοντέρνο σε διάφορες εκδοχές της καθημερινότητας, στο παρόν άρθρο πρόκειται να εστιάσουμε στην αλληλεπίδραση μεταξύ μεταμοντέρνου και οργάνωσης της εργασίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Φυσικά το ζήτημα αυτό είναι τεράστιο και κάθε άλλο παρά εξαντλητική μπορεί να είναι μια ανάλυση λίγων σελίδων, εμείς εδώ θα παραθέσουμε κάποιες σκέψεις και κάποιες ιδέες πάνω στο ζήτημα που θα μπορούσαν να είναι η αρχή μιας περιεκτικότερης και εκτενέστερης «συζήτησης».

Μεταμοντερνισμός, κάποια βασικά χαρακτηριστικά:

 

Για να πάμε παρακάτω νομίζω είναι απαραίτητο –ξανά- να αναφερθούμε επιγραμματικά σε κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά του μεταμοντέρνου έτσι ώστε να υπάρχουν ως σημεία αναφοράς για την παραπέρα ανάπτυξη επιχειρημάτων.

  • Αποδόμηση: Το μεταμοντέρνο αποδομεί αυτό που παραλαμβάνει από το μοντέρνο, χωρίς να νιώθει καμία υποχρέωση να το επαναδομήσει ως μια καινούρια συνεκτική πρόταση είτε αυτό αφορά τις τέχνες, είτε τη φιλοσοφία, είτε τα γούστα και τις συνήθειες των ανθρώπων. Αυτός είναι και ο λόγος που έρχεται πολλές φορές σε σύγκρουση με τις επιταγές του διαφωτισμού, ο οποίος είχε ζυμώσει τις ιδεολογίες μέχρι και τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα.
  • Πολυδιάσπαση: Πάει χέρι – χέρι με την αποδόμηση και αποτελεί τη συνέχεια της, καθώς το μεταμοντέρνο, σχεδόν μεθοδολογικά, διαχειρίζεται τα φαινόμενα μέσα από μια τάση για μερικοποίηση και απομόνωση τους. Την ίδια στιγμή που ο κόσμος παγκοσμιοποιείται, το μεταμοντέρνο, ερμηνευτικά τουλάχιστον, τον σπάει σε κομμάτια και αδιαφορεί για την συγκόλληση τους.
  • Απέχθεια για τις παραδοσιακές ιδεολογίες: Οι κυρίαρχες μορφές του μεταμοντέρνου έρχονται σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές ιδεολογίες, θεωρώντας τες ξεπερασμένες και, εξ φύσεως, αναντίστοιχες με την πραγματικότητα. Ακολούθως, το μεταμοντέρνο, ασκεί πολεμική ή απαξιώνει και τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης που πηγάζουν από τέτοιου είδους οπτικές θεωρώντας βαφτίζοντας τις ολοκληρωτικές.
  • Απέχθεια για παραδοσιακούς τύπους κινημάτων: Κατ’ επέκταση το μεταμοντέρνο εναντιώνεται σε παραδοσιακούς τύπους κινημάτων, όπως είναι για παράδειγμα το εργατικό κίνημα, ενώ ευνοεί τύπους κινημάτων που παρουσιάζουν τοπικό χαρακτήρα, που αφορούν μειονότητες, που έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Σε πολλές περιπτώσεις πάλι, μετασχηματίζει παραδοσιακά κινήματα, τα οποία είναι και πιο συμβατά, πχ το φεμινιστικό. Παράλληλα αντιτίθεται στην ταξική πάλη και προωθεί την αντίληψη περί «τέλους της ιστορίας».[2]
  • Αντιπαράθεση με τις ταξικές αναλύσεις: Το μεταμοντέρνο πολεμά τις ταξικές κοινωνικές αναλύσεις, τις απαξιώνει και τους επιτίθεται.
  • Μεταβλητότητα, αστάθεια, κινητικότητα, ρευστότητα, πολυσυνθετότητα: Τα παραπάνω αποτελούν χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών τα οποία το μεταμοντέρνο τα αγκαλιάζει και τα ανατροφοδοτεί. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά επιδρούν στην σύνθεση της ταυτότητας των σύγχρονων υποκειμένων και σε όρους επαγγελματικού αυτοπροσδιορισμού. Στη συνέχεια θα εστιάσουμε σε κάποια παραδείγματα για να δούμε και στην πράξη πως αυτά παίρνουν σάρκα και οστά στις σύγχρονες μορφές εργασίας.
  • Ατομικισμός: Το μεταμοντέρνο αγαπάει τον ατομικισμό και εξαίρει το υποκείμενο. Καλλιεργεί τον εγωισμό με πρόσχημα την «ελευθερία του ατόμου», χωρίς να μπορεί να υπερβεί τη λογική του «η ελευθερία σου σταματά εκεί που ξεκινά η δική μου». Βλέπει δηλαδή την ελευθερία σαν ένα ανταγωνιστικό αγαθό, σαν ιδιοκτησία με περιφράξεις, σαν να μην αποτελεί προϋπόθεση ελευθερίας οτιδήποτε από κοινού, αλλά μόνο το «αυτό είναι δικό μου». Θα λέγαμε ότι η δήλωση της Μ. Θάτσερ, ότι «δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο το άτομο» αποτελεί μια –ακραία μεν- σίγουρα μεταμοντέρνα δήλωση.

Ας προχωρήσουμε στην εξέταση έναν προς ένα των τομέων εκείνων που σχετίζονται με την εργασία και που δείχνουν να έχουν μεταβληθεί πρός κατευθύνσεις που φαίνονται απόλυτα συμβατές με τον μεταμοντερνισμό.

Εκπαίδευση εξειδίκευση:

 

Το σύγχρονο κοινωνικό υποκείμενο βγαίνοντας ή για να βγει στην αγορά εργασίας απαιτείται να έχει μια σειρά από πρωτοφανή προσόντα σε σχέση με το παρελθόν. Ιδιαίτερα οι καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας απαιτούν πτυχία, μεταπτυχιακά, σεμινάρια, διδακτορικά κλπ. Το άτομο καλείται να συνθέσει το βιογραφικό του με όλο και περισσότερα υλικά, ενώ τα ήδη κατεκτημένα προσόντα του σύντομα παλιώνουν και μοιάζουν ανεπαρκή. Ο εργαζόμενος, και ιδιαίτερα αυτός που εργάζεται σε εξειδικευμένες μορφές εργασίας, καλείται συνεχώς να ανταγωνίζεται στον στίβο των προσόντων άλλους συναδέλφους του. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να «επενδύει» στον εαυτό του μέσω σεμιναρίων, μετεκπαιδεύσεων και γενικά να «επικαιροποιείται», αφού στην αντίθετή περίπτωση, αν επαναπαυθεί, μπορεί να καταστεί ελλιπής. Παρατηρούμε λοιπόν εδώ (και όχι μόνο εδώ) πως μεταφράζεται η αστάθεια η ρευστότητα και η πολυσυνθετότητα του μεταμοντέρνου στην απόκτηση προσόντων για την αγορά εργασίας και πως το εκάστοτε άτομο μέσα από ατομική προσπάθεια (ατομικισμός) και κόστος αγωνίζεται να αντεπεξέλθει.

 

Αστάθεια στην εργασία.

 

Υπολογίζεται ότι ο μέσος άνθρωπος στην εποχή μας αλλάζει 12 δουλειές στη διάρκεια του ενεργειακού εργασιακού του βίου. Μόλις μια δυο γενιές πριν αυτός ο αριθμός ήταν ριζικά μικρότερος, όμως η μετανεωτερική εποχή συνηθίζει να τραβάει το χαλί συνεχώς κάτω από τα πόδια των εργαζομένων αναγκάζοντας τους να βρίσκονται συνεχώς σε μια διαδικασία εύρεσης εργασίας. Κάποιες φορές αυτή η κινητικότητα αποσκοπεί στην εύρεση καλύτερης αμοιβής ή αντικειμένου, ενώ άλλες φορές γίνεται βίαια, εξαιτίας μιας απόλυσης, ή εξαιτίας άσκησης αφόρητης πίεσης στην ήδη υπάρχουσα εργασία. Ιδιαιτέρως ενισχυτικά σε όλο αυτό το φαινόμενο λειτουργούν οι συμβάσεις εργασίας μικρού χρόνου (6μηνα 12μηνα), που αποτελούν στην εποχή μας μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση.

Πάντως σε κάθε περίπτωση, σήμερα περισσότερο από ποτέ, το άτομο δεν νιώθει άνετα, ή εκδιώκεται από την εργασία του σε ασύγκριτα εντονότερους ρυθμούς σε σχέση με το παρελθόν. Ακόμα και εντός της ίδιας επιχείρησης/εταιρείας, το άτομο καλείται να ανταποκριθεί σε διαφορετικά καθήκοντα με το χρόνο, καθώς η μετάθεση, η ανέλιξη, η επανατοποθέτηση, η αλλαγή ειδικότητας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου εργασιακού χώρου και τόπου.[3] Επίσης μεσουρανούν τα γραφεία ενοικιάσεως εργαζομένων με αποτέλεσμα ένας εργαζόμενος να είναι δυνατόν να δουλεύει τη μια βδομάδα για λογαριασμό της α επιχείρησης και την άλλη εβδομάδα για λογαριασμό της β. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, τα άτομα δεν μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να πουν «είμαι φούρναρης», «είμαι τσαγκάρης» κλπ. Το τι επάγγελμα κάνουν είναι κάτι πιο περίπλοκο που δεν χωράει σε μια λέξη ούτε και μπορεί να περιγραφεί έτσι απλά.

 

Ελαστικές σχέσεις εργασίας

 

Είπαμε ότι το μεταμοντέρνο αγαπά τον τεμαχισμό και την αποδόμηση, αυτό είναι κάτι που αντανακλάται και στις καπιταλιστικές σχέσεις εργασίας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Οι εργαζόμενοι έχουν ξεχάσει τι πάει να πει 8ωρο πενθήμερο, αντί αυτού μπορεί να εργάζονται τη μια μέρα 4  ώρες, την άλλη 12 (που μπορεί στα χαρτιά να είναι 4 ώρες και στην πράξη 6), να δουλεύουν «σπαστά», να δουλεύουν Κυριακές, να δουλεύουν από το σπίτι μετά το πέρας του επίσημου ωραρίου τους κλπ. Μεταξύ άλλων, έχουμε και την προώθηση της αντίληψης περί ενεργού και ανενεργού χρόνου εργασίας. Στην πράξη δηλαδή, αν ένας εργαζόμενος που δουλεύει πωλητής σε ένα κατάστημα και στο κατάστημα αυτό δεν μπει πελάτης για 2 ώρες, αυτό να θεωρηθεί μη ενεργός χρόνος εργασίας και ο εργοδότης να έχει δικαίωμα να μην πληρώσει τον υπάλληλο για τις ώρες αυτές.

Αντιπροσώπευση των εργαζομένων

 

Ένα ακόμη φαινόμενο της μετανεωτερικότητας είναι η πίεση προς την απαξίωση των παραδοσιακών δομών εκπροσώπησης των εργαζομένων (συνδικαλισμός) και την εισαγωγή νέων θεσμών όπως είναι αυτός του «κοινωνικού εταίρου». Φυσικά όλα αυτά ταιριάζουν γάντι με το μεταμοντέρνο, και αυτό επειδή αντίθετα με την παραδοσιακή αντίληψη του συνδικαλισμού στην οποία προυποτίθεται η σύγκρουση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, ο θεσμός του κοινωνικού εταίρου προϋποθέτει, την «κοινωνική ειρήνη» ανάμεσα τους, δηλαδή την κατάργηση της ταξικής πάλης.[4] Παρόμοιου τύπου θεσμός είναι και η κοινωνία των πολιτών.[5]

 

Νέοι τύποι μισοεργασίας μισο-αυτοαπασχόλησης

 

Το κεφάλαιο βρίσκει στην εποχή μας νέους τρόπους να κινητοποιήσει τους εργαζόμενους να εργαστούν για λογαριασμό του οι οποίοι όμως τυπικά δεν ανταποκρίνονται σε σχέση εργοδότη/εργαζόμενου. Μια πολυεθνική στις μέρες μας μπορεί να έχει εκατομμύρια άτομα να εργάζονται για λογαριασμό της χωρίς αυτοί να θεωρούνται υπάλληλοι της. Πάρτε για παράδειγμα το youtube, uber, το airbnb κ.α. Ο content creator (παραγωγός περιεχομένου) στο youtube γίνεται φορέας κερδοφορίας για λογαριασμό της επιχείρησης, η επιχείρηση όμως δεν έχει απέναντι του τις συμβατικές υποχρεώσεις (ασφάλιση, επιδόματα, αποζημίωση, δεν θα υπάρχουν επιπτώσεις αν λύσει τη συνεργασία μαζί του κλπ) που θα είχε αν θεωρούνταν υπάλληλος της. Επίσης τα άτομα που εργάζονται με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι δυνατόν να αναπτύξουν συναδελφική αλληλεγγύη, ούτε είναι εύκολο να οργανωθούν μαζικά απέναντι στην όποια εταιρία. Αντικειμενικά εργάζεται ο καθ’ ένας ατομικά, δεν έρχεται σε επαφή με άλλους συναδέλφους του, και, ίσως, στη συνείδηση του να θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο επιχειρηματία και «συνεταίρο»[6] παρά εργαζόμενο. Χάνεται λοιπόν η αίσθηση της συλλογικότητας, αν και στην πραγματικότητα το έργο που παράγεται είναι συλλογικό και όχι ατομικό, συντονισμένο και όχι ανεξάρτητο. Στην ουσία οι πολυεθνικές βρίσκουν τον τρόπο όχι μόνο να κερδοφορούν [χωρίς τις ενοχλητικές υποχρεώσεις του παραδοσιακού εργοδότη] από τον κόπο μας τη δημιουργικότητα μας και το ταλέντο μας (youtube), αλλά και από τα περιουσιακά σου στοιχεία (airbnb, uber).

 

Τέλος Πρώτου μέρους

 

[1] Όρος που εισήχθη στις κοινωνικές επιστήμες από τον Max Weber και αναφέρεται σε μια σχέση σύγκλισης, ώσμωσης αμοιβαίας ενίσχυσης μεταξύ δύο φαινομένων αλλά όχι με την στενή έννοια του αίτιου αιτιατού που συναντούμε στους φυσικούς νόμους. ( shorturl.at/bcqMN )

[2] https://www.iefimerida.gr/news/318389/o-anthropos-poy-proevlepse-telos-tis-istorias-tora-anisyhei

[3] Δεν υποστηρίζω πως αυτό δεν συνέβαινε και παλιότερα, ριζοσπαστικοποιείται όμως στην εποχή μας.

[4] Αυτό βέβαια είναι κάτι που χρόνια το επιδιώκει το κεφάλαιο, άλλοτε με ακραία μέσα (Ναζισμός/Φασισμός/4η Αυγούστου κ.α) άλλοτε με λιγότερο ακραία.

[5] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CF%8E%CE%BD

[6] Φυσικά οι όροι αυτού του «συνεταιρισμού» είναι ριζικά εις βάρος του ενός από τα δυο μέρη.

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

 

Το δεύτερο μέρος εδώ

Read Full Post »

bogdanos

Ψηλά νοήματα!

Εισαγωγή

 

Διαβάζοντας διάφορα, σχετικά με το ντόρο που έχει προκληθεί τελευταία με την ταινία του Κ. Γαβρά για τον Γ. Βαρουφάκη (Adults in the room), και με την πόλωση που έχει δημιουργήσει αυτή η ταινία, έκανα διάφορες σκέψεις. Πρώτος και καλύτερος έκρινα την ταινία με βάση το trailer και μου φάνηκε γελοία, καταλαβαίνω αυτούς που λένε ότι δεν πρέπει να διαμορφώνεις άποψη για μια ταινία μόνο από το trailer, όμως καμιά φορά κάτι άμα μοιάζει με σκατά και μυρίζει σαν σκατά δεν χρειάζεται και να τα δοκιμάσεις για να το διαπιστώσεις ότι είναι σκατά.

Σκέφτηκα επίσης, ότι κάποια από αυτά τα άτομα που λένε «περιμένετε την ταινία για να κρίνετε», αν η ταινία ήταν –για παράδειγμα- του Σμαραγδή και όχι του Γαβρά, ίσως να την έκραζαν και οι ίδιοι έχοντας δει μόνο το trailer. Ότι δηλαδή το ποιος είναι ο σκηνοθέτης έχει μεγάλη σημασία για το αν είναι αρνητικά η θετικά προσκείμενος κάποιος σε μια ταινία, αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης γενικότερα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν υπάρχουν ιδεολογικές αποχρώσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αποφάσισα και εγώ να κάνω ένα μικρό ερασιτεχνικό πείραμα έτσι ώστε να το δω όλο αυτό και στην πράξη.

Το πείραμα

Αυτό που έκανα ήταν πολύ απλό, πήρα δυο ποιήματα του Κ. Μπογδάνου και τα δημοσίευσα στο τοίχο μου και σε ακόμη ένα τοίχο για μερικές ώρες. Έκανα όμως μια μικρή κομπίνα, στο ένα από τα δυο ποιήματα έβαλα το όνομα του Μπογδάνου, στο άλλο έγραψα Κώστας Καριωτάκης. Σκοπός μου ήταν να καταγράψω τις διαφορές στις αντιδράσεις στα δυο ποιήματα. Πριν παρουσιάσω τα αποτελέσματα να ξεκαθαρίσω ότι όλο αυτό δεν το έκανα για να κοροϊδέψω κάποιον, θα μπορούσα έτσι και αλλιώς να την πατήσω και εγώ σε άλλη περίπτωση.

Θα μπορούσα φυσικά να κάνω πολλές ακόμη παραλλαγές του πειράματος, όπως για παράδειγμα να βάλω δυο φορές το ίδιο ποίημα υπογεγραμμένο όμως τη μια από τον Μπογδάνο και την άλλη από τον Καρυωτάκη. Νομίζω όμως πως οι περιορισμοί που μου έθετε το μέσον καθώς επίσης και το γεγονός ότι για να γίνει ένα σοβαρό πείραμα απαιτεί μεγάλη προετοιμασία δεν μου επέτρεπαν να πάω σε τόσο βάθος. Ήθελα απλά να αναδείξω ένα ζήτημα όχι να το μετρήσω επιστημονικά και να προβώ σε μια επιστημονική ερμηνεία και διαχείριση των αποτελεσμάτων.

Τα ποιήματα

Τα ποιήματα που επιλέχθηκαν είναι τα παρακάτω:

«Ακόμα αναπνέει, καυτός συνεαυτός αργόμισθος,

Ξενοφερμένος ενδοβαλτός, ώσπου να σβήσει στο φλογώδες άηχο»

Κωνσταντίνος Μπογδάνος, »Ξένο σώμα»

 

ΔΙΑΘΗΚΗ
Σιγανό της αγάπης μας γλύκισμα,
Τρυφερό ποιητών το απάνθισμα,
Μιας πατρίδας βελούδινης χώρα,
Των θεμάτων των λέξεων κύματα,
Ορεινές κορυφές νοήματος γράφουν

Νέο θάρρος στ’ ωραίο κοσμοσύντριμμα,
Οιμωγές πιο σωστές κι από γέννα,
Πιο ορθές κι από δόξα – από πίστη
Στερεότεροι φθόγγοι, του τέλους
Στολισμοί ενός κόσμου απροσμάχητου

Το τραγούδι μιας πάταξης τύραννου
Πονηρού, νοσουργού αεικίνητου,
Λαβωμένου εξ αρχής φόβου φύλακα
Του αδύναμου φαύλου απεκρίζωμα
Ως υπόσχεση, όρκο θεάρεστο άδουν.

Κώστας Καρυωτάκης (στην πραγματικότητα είναι και αυτό του Μπογδάνου)

 

Τα αποτελέσματα

Συνολικά το ποίημα του Μπογδάνου συγκέντρωσε 49 αντιδράσεις, αναλυτικότερα:

συνολα μπογδανος

Συνολικά το ποίημα του Μπογδάνου που ήταν υπογεγραμμένο ως Κώστας Καρυωτάκης συγκέντρωσε 32 αντιδράσεις, αναλυτικότερα:

καρυωταξης

Ορίζουμε το πρώτο emoticon ως χαχα, το δεύτερο ως like, το τρίτο ως καρδιά, το τέταρτο ως κλαψ και το πέμπτο ως ωωω!

Μια μικρή ανάλυση των αποτελεσμάτων

Παρατηρούμε ότι, το σύνολο των αντιδράσεων που αφορούν το ποίημα του «Καρυωτάκη» είναι θετικές, «καρδούλα» και «like». Αντίθετα στο ποίημα του Μπογδάνου υπάρχουν περισσότερες κοροϊδευτικές αντιδράσεις «χαχα» λίγες «κλαψ» και «ωωω!» Υποθέτω επίσης ότι και οι περισσότερες καρδούλες μπήκαν με ειρωνική διάθεση.

Επιπλέον, στο ποίημα που εμφανίζονταν ως ποίημα του Καρυωτάκη δεν υπήρξαν σχόλια, στο ποίημα του Μπογδάνου γράφτηκαν πολλά περιπαιχτικά σχόλια (γύρω στα 30), παραθέτω μερικά ενδεικτικά.

«Αυτός ο ενδοβαλτός με τσάκισε!»

«Αναρχολουμπενομαγισσα εισαι ρε;;»

«Γιαλατζι ζουραρης….»

«Πάλι χαλάει τη μελάνη, συνεκτικός περίτεχνα κι αργά

Ακόμα γράφει δίχως αύριο, το αύριο στον Μελιγαλά.

Ω.

[ευχαριστώ]»

«Σαν να έφαγα χλαπάτσα στη μούρη.»

«Με λεν’ Αρτέμη.»

 

Να σημειωθεί επίσης ότι ένας χρήστης κατάλαβε την κομπίνα, αλλά και ότι το ποίημα του «Καρυωτάκη» είχε και μια αναδημοσίευση!

 

Συμπεράσματα

  • Γενικότερα ένα έργο τέχνης είναι δύσκολο να αξιολογηθεί αντικειμενικά, συχνά, η αξιολόγηση του γίνεται με βάση τον καλλιτέχνη που το δημιούργησε. Για παράδειγμα ένα έργο του Πικάσο, ότι και αν είναι, θα έχει τεράστια συμβολική και χρηματική αξία στο χρηματιστήριο της τέχνης. Αντίστοιχα, ένα ποίημα που φέρει την υπογραφή του Καρυωτάκη, που είναι ποιητής που χαίρει γενικής αποδοχής, προδιαθέτει θετικά όσους το διαβάσουν. Αντίθετα, ένα ποίημα γραμμένο από τον Μπογδάνο, ο οποίος αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα (ιδιαίτερα στον κύκλο των φίλων μου του fb που είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία κομμουνιστές), σε προδιαθέτει να του κάνεις καζούρα.
  • Είναι δεδομένο ότι υπάρχει μια επιπολαιότητα στις αντιδράσεις των χρηστών του fb, πολλοί απλά πατάνε like σε δημοσιεύσεις φίλων τους χωρίς να τις πολυψάξουν. Το ποίημα του Μπογδάνου με το όνομα του στο τέλος επιλέχθηκε επίτηδες από εμένα να είναι μικρό, έτσι ώστε να το διαβάσουν ολόκληρο οι περισσότεροι και να δουν το όνομα του στο τέλος έτσι ώστε να πυροδοτηθούν οι ανάλογες αντιδράσεις. Το ποίημα που είχε την υπογραφή του Καρυωτάκη (που ήταν και αυτό του Μπογδάνου), ήταν μεγαλύτερο και ίσως κάποιοι χωρίς να κάνουν τον κόπο να το διαβάσουν πάτησαν like, διαφορετικά ίσως περισσότεροι ανακάλυπταν ότι κάτι δεν πάει καλά.
  • Πρέπει να είμαστε λίγο υποψιασμένοι σχετικά με το περιεχόμενο των δημοσιεύσεων του fb, ιδιαίτερα όταν αυτές προέρχονται από φιλικά πρόσωπα, γιατί εκεί είναι πιο πιθανό να την πατήσουμε.
  • Είναι καλό να αξιολογούμε το περιεχόμενο των έργων τέχνης και όχι να παρασυρόμαστε μόνο από τη φήμη του καλλιτέχνη που τα υπογράφει. Μια ταινία, ένα ποίημα, ένας πίνακας ζωγραφικής είναι καλό να μας αρέσει για το περιεχόμενο του όχι για τα φετίχ που το συνοδεύουν (ωωωωω αυτός ο πίνακας είναι Ρέμπραντ, ωωωωωω αυτή η ταινία είναι σκηνοθετημένη από τον Πολάνσκι, ωωω αυτό το ποίημα είναι του Ρίτσου). Φυσικά το φετίχ της φήμης του καλλιτέχνη, ειδικά στις εικαστικές τέχνες, αντικειμενοποιείται στην χρηματική τους αξία, αλλά αυτό δεν μας ενδιαφέρει και τόσο αν δεν εμπορευόμαστε οι ίδιοι τα έργα τους.

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

Δείτε όσοι θέλετε και το παρακάτω βιντεάκι με τη φάρσα που κάνει  κάποιος για να δείξει πως αποκτά επίπλαστη -φετιχιστική- αξία η «μοντέρνα τέχνη»:

 

 

 

 

 

 

 

 

Read Full Post »

markouze-1

Δε μας τα λέει καλά ο Χέρμπερτ. Φωτογραφία από τα κινήματα του Μάη του 68 με τα οποία συνδέθηκε το όνομα του

Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στην Katiousa

Για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, δεν έχω διαβάσει πάρα πολλά πράγματα. Η επαφή μου με αυτήν συνοψίζεται στο έργο του Μαξ Χορκχάιμερ «Οι Εβραίοι και η Ευρώπη»1, σε κάποια αποσπάσματα από τη «διαλεκτική του διαφωτισμού» (Αντόρνο και Χορκχάιμερ) και σε αρκετές αναφορές τρίτων στο έργο τους καθώς και κάποια αποσπάσματα από κείμενα του Βάλτερ Μπέντζαμιν από τα οποία σχεδόν τίποτα δε θυμάμαι.

Στο συγκεκριμένο άρθρο πρόκειται να σταθώ σε έναν ισχυρισμό του Μαρκούζε σχετικό με μια από τις βασικές αντιφάσεις του καπιταλισμού. Το «πρόβλημα» είναι ότι αυτόν τον ισχυρισμό δεν τον διάβασα από κάποια πρωτογενή πηγή, αλλά σε κάποιο βιβλίο το οποίο αποπειράται μέσα σε μερικές δεκάδες σελίδες να συνοψίσει μερικές από τις βασικές αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης, εξού και το απολογητικό ύφος στον πρόλογό μου.

Παραθέτω το εν λόγω απόσπασμα:

«Στην ύστερη βεβαίως φάση ανάπτυξης της Σχολής, ο Μαρκούζε ασχολήθηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον με την επεξεργασία του δομικού υπόβαθρου της κριτικής θεωρίας, υποστηρίζοντας ότι η γνωστή αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και τις δυνάμεις παραγωγής δεν ισχύει πλέον στον ώριμο καπιταλισμό. Σύμφωνα με το Μαρκούζε, οι παραγωγικές δυνάμεις στην ύστερη καπιταλιστική κοινωνία δημιουργούν τόσο πολύ πλούτο, ώστε, αντί να έρχονται σε σύγκρουση με την ατομική ιδιοκτησία, την ενισχύουν.»2

Πριν προχωρήσουμε στην κριτική της παραγράφου, ας εξηγήσουμε πολύ σύντομα την συγκεκριμένη αντίφαση. Για τον Μαρξ στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής –αλλά και σε όλους τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής- υπάρχουν μια σειρά από αναπόδραστες/άλυτες αντιφάσεις. Μια τέτοια θεμελιώδης αντίφαση είναι η αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και στις δυνάμεις παραγωγής. Τι εννοούμε με αυτό; Ας το δούμε με ένα παράδειγμα από το απώτερο παρελθόν.

Κατά την περίοδο της ιστορίας που οι μεσαιωνικές παραδόσεις δεν είχαν ακόμη εξαφανιστεί, αλλά που είχε αποφασιστικά αρχίσει να αναδύεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αυτή η αντίφαση ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Ο καπιταλισμός ως πιο προοδευτικό οικονομικό σύστημα ριζοσπαστικοποίησε τα μέσα και τις μεθόδους παραγωγής με τέτοιο τρόπο που το προηγούμενο μοντέλο σχέσεων του ήταν εμπόδιο στο πολιτικό, στο κοινωνικό αλλά και στο οικονομικό επίπεδο. Η ριζοσπαστικοποίηση των μεθόδων παραγωγής ζητούσε με επαναστατικό τρόπο να διαρρήξει τις καθυστερημένες φεουδαρχικές σχέσεις, να εμπορευματοποιήσει τη Γη των ευγενών, να ανατρέψει την εξουσία που τους έδιναν οι τίτλοι ευγενείας εις βάρος της νέας «αριστοκρατίας», αυτής του πλούτου. Ο καπιταλισμός κατάφερε να λύσει αυτές τις αντιφάσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην εποχή του (πχ με τη Γαλλική Επανάσταση στη Γαλλία) μόνο και μόνο για να δημιουργήσει τις δικές του. Αντιφάσεις οι οποίες αντίθετα με τα όσα υποστήριζε ο Μαρκούζε παραμένουν άλυτες μέχρι και σήμερα. Αυτές κατά τον Μαρξ, πρόκειται να λυθούν μόνο στον κομμουνισμό. Για την ακρίβεια, η ίδια η ύπαρξη των εσωτερικών του αντιφάσεων ένας από τους παράγοντες που [ενδέχεται να]/θα οδηγήσουν στην ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Ας επιστρέψουμε όμως στο επιχείρημα του Μαρκούζε, όπως αυτό παρουσιάζεται από τον Craib. Αλήθεια, πως είναι δυνατόν να έχει λυθεί αυτή η αντίφαση όταν παρατηρούνται τα εξής στην ώριμη καπιταλιστική κοινωνία:

Να μένουν αδιάθετες ολόκληρες στρατιές από ικανούς εργάτες σε όλο τον κόσμο (συστημική ανεργία), εργάτες οι οποίοι αν αξιοποιούνταν θα αυξάνονταν η συνολική διαθέσιμη παραγωγή. Ένας από τους λόγους που αυτοί οι εργάτες μένουν αναξιοποίητοι είναι το γεγονός πως οτιδήποτε δεν μπορεί να απορροφηθεί στον καπιταλισμό ως εμπόρευμα από την αγορά, δεν έχει νόημα να παραχθεί αφού δεν πρόκειται να αποφέρει κέρδος στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (το προϊόν που δεν πωλείται, αν δεν μπορούν να το αξιοποιήσουν με άλλο τρόπο, προτιμούν να το ρίξουν στη χωματερή αντί να το διαθέσουν δωρεάν ή σε ασύμφορη τιμή). Άσχετα λοιπόν με το τι ανάγκες έχει ο κόσμος από αγαθά πρώτης ανάγκης, τόσο η διανομή των αγαθών όσο και το σαμποτάρισμα της παραγωγής – εξαιτίας της φύσης του καπιταλισμού- δεν επιτρέπει την κάλυψη των αναγκών αυτών. Μάλιστα η φύση του καπιταλισμού, δηλαδή οι σχέσεις που αυτός παγιώνει, καθιστά την όποια καινοτομία στις μεθόδους παραγωγής και στις τεχνικές προβληματική για την ανθρωπότητα. Μια μηχανή, για παράδειγμα, που παράγει όσο θα παρήγαγαν 100 εργάτες, πετάει εκτός παραγωγής αυτούς τους εργάτες, αυξάνοντας έτσι την συνολική ανεργία.

Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, το επιχείρημα του Μαρκούζε μοιάζει κάπως αφελές, αφού κάθε άλλο παρά λυμένη είναι η αντίφαση ανάμεσα στις σχέσεις και στις δυνάμεις παραγωγής. Η ανάπτυξη των δυνάμεων παραγωγής όχι μόνο καθυστερείται από τις καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά και στο βαθμό που παρατηρείται πρόοδος, αντί αυτή να ωφελεί την ανθρωπότητα, γυρίζει και της επιτίθεται. Το μεγάλο λάθος που κάνει ο Μαρκούζε κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ερμηνεύει την εντατικοποίηση της παραγωγής του ύστερου καπιταλισμού και το φαινόμενο του υπερκαταναλωτισμού στη Δύση ως αέναη απελευθέρωση των δυνάμεων της παραγωγής, κάτι που δεν ισχύει.

Σε παλιότερο μου άρθρο είχα γράψει για την εγκατάλειψη του επαναστατικού χαρακτήρα του μαρξισμού από τα αναθεωρητικά ρεύματα και τους μετά-μαρξιστές. Στην κριτική μου συμπεριλαμβάνω και τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Πιστεύω στα ίδια πλαίσια απονεύρωσης του μαρξισμού, κινείται και η παραπάνω δήλωση του Μαρκούζε. Πάντως, όπως γράφω και στο προηγούμενο άρθρο, αν κάτι δείχνει αυτή η συνεχής ενασχόληση με το μαρξισμό, έστω και όταν υπηρετεί την αποδόμηση του, είναι ότι αυτός παραμένει σχετικός όσα χρόνια και αν περάσουν.

Φραγκίσκος Λαγωνικάκης(Poexania)

1 Έχω γράψει και μια εργασία πάνω στο «Οι Εβραίοι και η Ευρώπη», διαπιστώνω ότι δεν την έχω ανεβάσει στο net, αν δεν έχει χαθεί από τον υπολογιστή μου θα την ανεβάσω σύντομα. Ίσως μάλιστα να κάνω και κάποιες προσθήκες αφού σήμερα έχω μια λίγο καλύτερη εικόνα για τη Σχολή της Φρανκφούρτης ώστε να είμαι σε θέση να συνδέσω το συγκεκριμένο έργο με τις ευρύτερες θεωρητικές παραδόσεις της.

2 Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009, 12η έκδοση, σελ. 426.

Read Full Post »

Postmodernism

Εδώ το πρώτο μέρος

Μεταμοντερνισμός και σχετικισμός

Οι φρενήρεις ρυθμοί της σύγχρονης κοινωνίας, οι εξελίξεις στις επικοινωνίες και στις συγκοινωνίες και η απογείωση της πληροφορικής όπως είναι φυσικό προκαλούν σύγχυση σε όσους προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο μας, έναν κόσμο που μοιάζει να τρέχει σε ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Άπειρες πληροφορίες, υπερβολικός «θόρυβος», ψευδείς ειδήσεις, παρεμβάσεις των οποίων τις πλήρεις προεκτάσεις δεν μπορούμε να προβλέψουμε, αστάθεια και αβεβαιότητα. Όλα ετούτα μας δημιουργούν την εντύπωση ότι η αλήθεια είναι κάτι που πιθανόν να μην μπορούμε τελικά να προσεγγίσουμε. Η αισιοδοξία που μας έδωσε η επιστημονική και βιομηχανική επανάσταση, ότι κάποια στιγμή θα αποκωδικοποιήσουμε όλα τα μυστικά του κόσμου, αντικαταστάθηκε από ένα είδος αβεβαιότητας, που κατά ειρωνικό τρόπο έμοιαζε να μεγαλώνει όσο οι επιστήμες και η τεχνολογία εξελίσσονταν μέσα στον 20ο αιώνα. Στην επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη, ένα από τα παράγωγα αυτής της αβεβαιότητας σχηματοποιήθηκε σε αυτό που ονομάζουμε «σχετικισμό».

Ας ξεκινήσουμε δίνοντας έναν ορισμό του «σχετικισμού»:

«Σχετικισμός είναι η έννοια που υποστηρίζει ότι διαφορετικές οπτικές δεν έχουν καμία σχέση με την απόλυτη αλήθεια ή εγκυρότητα. Συμπληρωματικά, αυτές οι διαφορετικές οπτικές έχουν μόνο σχετική, υποκειμενική αξία, σύμφωνα με τις εκάστοτε διαφορές στην αντίληψη και στην θεώρηση. Η ουσία του σχετικισμού είναι ότι δεν υπάρχει καμία σταθερά που να είναι έγκυρη για όλους. Οι σχετικιστές πιστεύουν ότι δεν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, εφόσον δεν υπάρχουν εξωτερικά αντικειμενικά στάνταρ που να είναι αποδεκτά από όλους. […] «αυτό που είναι αληθές για εσένα δεν είναι αληθές για εμένα». […] Εφόσον ο σχετικισμός δεν υποτάσσεται σε καμία αντικειμενική εξωτερική αλήθεια ή αρχή, είναι ιδιοτελής και υπερήφανος και αντανακλά την αντίληψη ότι είναι καλύτερο ο καθένας να αποφασίζει για τον εαυτό του»1

Βλέπουμε εκτός των άλλων μια ροπή του σχετικισμού προς τον ατομι[κι]σμό. Εφόσον υποθέσουμε ότι αντικειμενικό κριτήριο δεν υπάρχει, υπάρχουν άπειρα υποκειμενικά κριτήρια. Όχι μόνο μια αλήθεια, πολλές αλήθειες. Άραγε, αν δεχθούμε τη λογική του σχετικισμού, σε ποια βάση θα αξιολογούμε τους διάφορους υποκειμενισμούς; Υπάρχει τρόπος; Σάμπως μέσα από το φίλτρο του δικού μας υποκειμενισμού; Μήπως έχουν όλες οι «υποκειμενικές αλήθειες» την ίδια αξία; Αν είναι έτσι να αντικαταστήσουμε στην θεραπεία των ασθενειών τα αντιβιοτικά με μαντζούνια και φυλαχτά.

Όχι να μην το κάνουμε…

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ένα κριτήριο ανάμεσα στις διάφορες «εναλλακτικές θεραπείες» μπορεί να είναι η αποτελεσματικότητα. Ναι, θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα επιμένουν ότι οι ματζουνοθεραπείες είναι πιο αποτελεσματικές, όμως τα πειραματικά δεδομένα δείχνουν κάτι ριζικά διαφορετικό. Όποιων η «υποκειμενική άποψη» γέρνει υπέρ των αντιβιοτικών, θα έχουν καλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν μια ασθένεια σε σχέση με εκείνους που προτιμούν τους μάγους γιατρούς. Η όποια δυσκολία να φτάσουμε στην αλήθεια, η πολλαπλότητα των συμφερόντων και των αντιλήψεων, καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια χρυσή συνταγή, δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται να την προσεγγίσουμε. Η δήλωση ότι η Γη είναι σφαιρική –παρότι δεν πρόκειται για τέλεια σφαίρα- είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα σε σχέση με τη δήλωση ότι η Γη είναι επίπεδη.

Σε μεγάλο βαθμό, ο μεταμοντερνισμός θεμελιώθηκε επάνω στην αμφισβήτηση. Αμφισβήτηση του μοντέρνου, αμφισβήτηση των «μεγάλων αφηγήσεων», αμφισβήτηση του παρελθόντος, αμφισβήτηση των παραδόσεων, αμφισβήτηση των σταθερών κ.α. Αν κάτι αγαπάει το μεταμοντέρνο, είναι η αστάθεια και η μεταβολή, συνεπώς και απέχθεια για οτιδήποτε «κανονιστικό». Όλα τα παραπάνω, δείχνουν ότι υπάρχει «εκλεκτική συγγένεια» του μεταμοντέρνου με τον σχετικισμό.

Είπαμε παραπάνω ότι στα πλαίσια του σχετικισμού, η αλήθεια αποκτά έναν υποκειμενικό χαρακτήρα, είναι η αλήθεια του καθενός, και δεν υπάρχουν «μεγάλες αλήθειες». Σαν αντίληψη στην επιστημονική μέθοδο των ανθρωπιστικών επιστημών, όταν όλο αυτό φτάσει στα άκρα, μπορεί να προκαλέσει διάφορα «ζητήματα».

Ας πάρουμε για παράδειγμα την μέθοδο συλλογής πληροφοριών μέσω της προσωπικής συνέντευξης, μια μέθοδο που χρησιμοποιείται από κοινωνιολόγους, οικονομολόγους, πολιτικούς επιστήμονες, κ.α. Ένας ιστορικός που προσπαθεί να αντλήσει πληροφορίες μέσα από την εμπειρία των συνεντευξιαζόμενων, πρέπει πάντα να έχει στο νου το ότι οι πληροφορίες αυτές περνούν μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα του κάθε ερωτώμενου. Δουλειά του ιστορικού είναι να αξιολογήσει το δείγμα του, να διασταυρώσει τις πληροφορίες μεταξύ τους, να ελέγξει τις πληροφορίες που αντλεί από τις συνεντεύξεις με άλλα ιστορικά στοιχεία, και μετά από μια σειρά ενεργειών να συνθέσει την «αφήγηση» του προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο προσεκτικός στα συμπεράσματα του. Πρέπει επίσης να γνωρίζει τους περιορισμούς και τις παγίδες της μεθόδου του, και να φροντίσει να το κάνει ξεκάθαρο αυτό και σε όσους απευθύνεται.

Το να αποσπάσεις και να καταγράψεις απλώς κάποιες μαρτυρίες είναι η μισή δουλειά. Η σωστή απόσπαση και καταγραφή, βέβαια, αποτελούν από μόνες τους ένα στοίχημα (για παράδειγμα να μην κατευθύνεις τον συνεντευξιαζόμενο, να μην τον μπλοκάρεις, να τον βοηθάς να ανασύρει τις αναμνήσεις του κλπ) το οποίο πρέπει να κερδίσει ο ερευνητής. Οι μαρτυρίες όμως είναι πληροφορίες, και η πληροφορία για να μετατραπεί σε γνώση, χρειάζεται κόπο. Ο ερευνητής δεν πρέπει ούτε να αγνοήσει την αξία της εκάστοτε μαρτυρίας, ούτε όμως και να της επιτρέψει να διαμορφώσει εξ ολοκλήρου την οπτική του και κατ’ επέκταση τα αποτελέσματα των ερευνών του. Αυτό πολλές φορές είναι κάτι το οποίο γίνεται από λάθος, από αδυναμία και απειρία του ερευνητή, είτε ακόμη και από σκοπιμότητα. Η σκοπιμότητα αυτή μπορεί να έχει δυο πρόσημα α) να θέλει ο ερευνητής να κατασκευάσει με αντεπιστημονικό τρόπο τα αποτελέσματα της έρευνας. β) να θεωρεί ότι η οποιαδήποτε επεξεργασία των μαρτυριών, αποτελεί παρέμβαση στην «υποκειμενική αλήθεια» των συνεντευξιαζόμενων, άρα λαθροχειρία σύμφωνα με τις επιταγές του σχετικισμού.

Το β δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση, όσον αφορά την α περίπτωση ας δούμε ένα παράδειγμα. Αναφορικά με την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, αν κάποιος περιοριστεί στην ιστορική του έρευνα σε συνεντεύξεις που θα πάρει από τους συνταγματάρχες και μείνει εκεί, τότε τα συμπεράσματα που θα βγάλει θα απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, και η περίοδος της χούντας θα μοιάζει πολύ ελκυστική. Όμως, στην πραγματικότητα, κανείς ιστορικός δεν νομιμοποιείται να συνθέσει την ιστορία της «επταετίας» στηριζόμενος μόνο στις μαρτυρίες των χουντικών. Επιπλέον, άμα όλες οι υποκειμενικές μαρτυρίες αντιμετωπίζονταν από τους επιστήμονες ως ισότιμες μεταξύ τους, τότε η κάθε απόπειρα για να εξαχθούν επιστημονικά συμπεράσματα θα ήταν μάταιη, διότι θα ήταν δυνατόν να ευρεθεί το οτιδήποτε ανάλογα με το ποιον ρωτούσαμε κάθε φορά.

Για να γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι, θα αναφερθούμε σε δυο επώνυμους ιστορικούς, το γνωστό δίδυμο Καλύβα – Μαραντζίδη, που είναι χαρακτηριστικά δείγματα θιασωτών της ιστορικής αναθεώρησης και της μετά – ιστορίας2. Στο έργο τους «Εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο», οι δυο ερευνητές στηρίζουν τα εξαγόμενα συμπεράσματα τους σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές μαρτυρίες. Φροντίζουν όμως να συνθέσουν το αφήγημά τους χρησιμοποιώντας συγκεκριμένου τύπου μαρτυρίες, από συγκεκριμένου προσανατολισμού μάρτυρες. Για παράδειγμα, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στις αφηγήσεις ταγματασφαλιτών ή ατόμων που εγκατέλειψαν το ΚΚΕ και εκφράζουν μίσος για αυτό. Ένα τέτοιο δείγμα, όμως, δεν είναι αντιπροσωπευτικό, και επιλέγεται όχι με σκοπό την προσέγγιση της αλήθειας και την ανακατασκευή της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά για ιδεολογικούς καθαρά λόγους, για χάρη των οποίων θυσιάζεται η όποια επιστημονικότητα του όλου εγχειρήματος.3 Ο ερευνητής είναι βεβαίως ελεύθερος να επιλέγει τους ερευνητικούς του στόχους. Στην κοινωνιολογία, για παράδειγμα, νομιμοποιείται κάποιος να εστιάσει στις αφηγήσεις των δοσιλόγων προκειμένου να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο δρούσαν και βίωναν αυτοί οι άνθρωποι την περίοδο της κατοχής. Αυτό που δεν νομιμοποιείται να κάνει ο οποιοσδήποτε ερευνητής, είναι να χρησιμοποιήσει αυτά τα ευρήματα για να δώσει μια γενικότερη εικόνα για την εν λόγω περίοδο. Στην περίπτωση του γνωστού δίδυμου, δεν είναι η έρευνα που οδηγεί στα όποια συμπεράσματα, αλλά τα προαποφασισμένα με ιδεολογικό τρόπο «συμπεράσματα» που οδηγούν την έρευνα, ακόμη και με τη διάπραξη μεθοδολογικών και επιστημονικών λαθροχειριών. Εδώ ένα παλαιότερο σχετικό μου άρθρο.

Αυτή η χαλαρή σχέση λοιπόν με την αντικειμενικότητα, είναι κάτι που νομιμοποιείται απόλυτα στα πλαίσια του σχετικισμού. Οι οπτικές των Καλύβα – Μαραντζίδη, του Ρίχτερ, του Πλεύρη, και άλλων, εφόσον δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο γενικό κριτήριο αντικειμενικότητας, μπορούν χωρίς τύψεις να διεκδικούν το δάφνινο στεφάνι της δικής τους αλήθειας που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την οποιαδήποτε άλλη αλήθεια εκεί έξω.

Η κοινωνική πραγματικότητα εν κενώ

Μια ακόμη τάση που υπάρχει σε πολλές μεταμοντέρνες «πειθαρχίες» στις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι το να μη λαμβάνεται υπόψη στην κατασκευή της θεωρίας [στο βαθμό που θα έπρεπε] ο υλικός κόσμος. Τέτοιου τύπου είναι η «φαινομενολογική κοινωνιολογία», η «εθνομεθοδολογία», η θεωρία της «συμβολικής διαντίδρασης», κ.α. Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους η αντιμετώπιση του κοινωνικού εμφανίστηκε πρωτύτερα από τη μετανεωτερικότητα, όμως, οι μεταμοντέρνοι έδειξαν σε αυτήν μεγάλη συμπάθεια υιοθετώντας την, ενσωματώνοντας και αναπτύσσοντάς την στις δικές τους οπτικές. Είναι λες και η κοινωνία βρίσκεται μόνο στα κεφάλια των κοινωνικών υποκειμένων και στην όποια μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Σαν να διαδραματίζεται το κοινωνικό σε συνθήκες εργαστηρίου, όπου το περιβάλλον είναι κάτι δοσμένο και δεδομένο. Στους «ιδεότυπους» που κατασκευάζονται για την εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε όλες αυτές τις θεωρίες, παρατηρείται η επιρροή του μεθοδολογικού ατομισμού, αφού η κοινωνία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσα από τους κοινωνικούς δρώντες, τα κοινά νοήματα, και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους σαν να είναι αυτοί πλανήτες στο κενό. Είναι –για να θυμηθούμε και τον Πλάτωνα- σαν να μην έχει προτεραιότητα ο ορατός υλικός κόσμος, αλλά ο επέκεινα κόσμος των ιδεών.

Αυτή η αδιαφορία για τον υλικό κόσμο αποτελεί ένα ακόμη «κουσούρι» των μεταμοντέρνων οπτικών. Το «υλικό», όμως, επηρεάζει άμεσα την καθημερινή ζωή, αρα κατ’ επέκταση τις κοινωνικές σχέσεις και την κατασκευή των κοινωνικών νοημάτων, για αυτό και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν πρέπει να το αγνοούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλει να γίνει ο κοινωνιολόγος ή ο ιστορικός, φυσικός επιστήμονας (αν και ίσως διεπιστημονικά είναι απαραίτητη συμβολή των φυσικών επιστημών πολλές φορές), όμως δεν μπορεί και να μην λαμβάνει υπόψη του το περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η κοινωνική διαντίδραση. Και όταν λέμε περιβάλλον, εννοούμε τόσο το φυσικό περιβάλλον (γεωγραφία, κλίμα, πρώτες ύλες στο υπέδαφος κλπ) όσο και το κατασκευασμένο από τον άνθρωπο (πολεοδομία, κατοικία, αρχιτεκτονική, μορφές παραγωγής, είδη γεωργίας κ.α). Οι συλλογικές αναπαραστάσεις, για παράδειγμα, του χωριού, είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές της πόλης, ακριβώς επειδή το περιβάλλον μεταξύ των δυο είναι ολότελα διαφορετικό.

Κατευθυνόμενη έρευνα και σκοπιμότητα

Θέλω στο κλείσιμο να αναφερθώ εντελώς επιγραμματικά στο ζήτημα της προσπάθειας χειραγώγησης των ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτό ίσως πρέπει κάποια στιγμή να αποτελέσει ξεχωριστό άρθρο, προς το παρόν όμως θα γράψω δυο – τρεις παραγράφους.

Ζούμε σε έναν κόσμο με δομημένα, ισχυρά συμφέροντα, τα οποία μετέχουν και προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό όλες τις όψεις του κοινωνικού βίου. Το είδος το συμφερόντων που υπάρχουν στην κορυφή πηγάζουν από το είδος της κοινωνίας και της οικονομίας μέσα στην οποία ζούμε, την καπιταλιστική κοινωνία. Οι μεγάλοι καπιταλιστικοί όμιλοι (μονοπώλια) αποτελούν –γραφειοκρατικά- τη οργανωμένη μορφή την οποία παίρνουν αυτά τα συμφέροντα στην εποχή μας.

Αυτοί οι όμιλοι, μέσα από ινστιτούτα, από χρηματοδοτήσεις πανεπιστημίων, μέσα από τη δημιουργία υπερεθνικών οργανισμών, προσπαθούν να χειραγωγήσουν την έρευνα και την επιστήμη προς όφελός τους. Πέρα από την αύξηση της κερδοφορίας τους με άμεσο τρόπο, η χειραγώγηση της επιστήμης μπορεί να συμβάλει και στην προπαγάνδα των μονοπωλιακών ομίλων, έτσι ώστε να έχουν «ηθικό» πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Υπάρχει, όμως, ακόμα ένας λόγος που τα μονοπώλια και οι κρατικές και διακρατικές οντότητες των καπιταλιστικών κρατών χρησιμοποιούν την επιστήμη για προπαγανδιστικούς λόγους, και αυτό είναι για να την στρέψουν ενάντια στο γενικό συμφέρον που εξ αντικειμένου αυτά τα ιδιαίτερα [καπιταλιστικά] συμφέροντα καταπατούν. Χειραγωγούν, λοιπόν, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, για να παράξουν θεωρία τέτοια, που μέσω αυτής να ελέγχονται και οι μάζες. Αυτού του είδους η επιστήμη προσπαθεί να καλύψει, να κρύψει την υπαρκτή αντίθεση των συμφερόντων των πολλών και των λίγων, και με αυτόν τον τρόπο να καταστήσει τους πολλούς ακίνδυνους για το σύστημα.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι στην εποχή της νιότης του καπιταλισμού, όταν ακόμη είχε κάτι να δώσει, παρατηρήθηκε μια έκρηξη εξέλιξης σε όλες τις επιστήμες. Δεν είναι επίσης τυχαίο, ότι την εποχή που αναδυόταν ο καπιταλισμός, χρησιμοποιούσε όλες του τις δυνάμεις, μεταξύ αυτών και την επιστήμη και την καινοτομία, για να στρέψει τις μάζες με επαναστατικό τρόπο απέναντι στην τότε κατεστημένη τάξη των ευγενών. Στην σημερινή εποχή, όλες οι παθογένειες του παρηκμάζοντος καπιταλιστικού συστήματος κληροδοτούνται και στην επιστήμη. Αυτή απαιτείται να δρα ως θεραπαίνιδα του, και μεταξύ άλλων να αποτρέπει τις μάζες από οποιαδήποτε σκέψη να του εναντιωθούν.

Όπως έλεγε ο Μαρξ, πέρα από τα μέσα παραγωγής, οι αστοί κατέχουν και τα μέσα προπαγάνδας/ιδεολογίας. Σε μεγάλο βαθμό η επιστήμη, είναι και αυτή στα χέρια τους ένα μέσο προπαγάνδας. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι αυτή η απέχθεια των μεταμοντέρνων για τις «μεγάλες αφηγήσεις», εξυπηρετεί τη «μεγάλη αφήγηση» του καπιταλισμού και του there is no alternative (TINA) -> δεν υπάρχει εναλλακτική.

Όλο αυτό λειτουργεί προς δυο κατευθύνσεις: από τη μία να αφοπλίζονται οι κοινωνικές/ανθωπιστικές επιστήμες από τα θεωρητικά εργαλεία που μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματική κριτική στον καπιταλισμό (αυτός είναι και ο λόγος που προωθούνται λογής-λογής «αυτιστικές» τάσεις οποίες δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους). Από την άλλη, η όποια παραγωγή της επιστήμης καταλήγει να υπηρετεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα ως μορφή θετικής προπαγάνδας. Εκείνο είναι που καθορίζει το μοίρασμα της πίτας για την έρευνα, εκείνο είναι που δίνει στα κρυφά ή στα φανερά κονδύλια σε ινστιτούτα, πανεπιστήμια, και σε ερευνητές, εκείνο είναι που φροντίζει να θαφτεί η να δυσφημιστεί οποιαδήποτε θεωρία δύναται να προκαλέσει εναντίωση. Δεν είναι μόνο η Χάνα Άρεντ και η θεωρία της για τους δύο ολοκληρωτισμούς, αλλά και τόσοι άλλοι όπως ο Φουκουγιάμα με το ανιστόρητο κήρυγμα του για το τέλος της ιστορίας (ότι ο καπιταλισμός, τάχα, αποτελεί ιστορικά το τελευταίο σκαλοπάτι εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας), ο Χαινς Ρίχτερ που μαζί με Καλύβα/Μαραντζίδη υπηρετούν μια γενικότερη τάση αντεπιστημονικής αναθεώρησης της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου4 κλπ. Το μεταμοντέρνο, έρχεται σαν πολύτιμο θεωρητικό εργαλείο να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτού του είδους της «επιστήμης» με βαρύ κόστος για την πραγματική επιστήμη, αλλά και για την ευημερία της ανθρωπότητας.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

2 Μετά – Ιστορία: Τάση αναθεώρησης της ιστορίας μέσα από μεταμοντέρνα σχήματα και μεθόδους. Στους κόλπους της περιλαμβάνει και το ξαναγράψιμο της ιστορίας του Β ΠΠ, με πρόσφατο και εγχώριο παράδειγμα το έργο του Χάινς Ρίχτερ που παρουσιάζει τους ναζί εισβολείς στην Κρήτη ως θύματα και τον λαό που αντιστάθηκε ως θύτη. Αντίστοιχες αντιλήψεις παρουσιάζονται και στο έργο των Καλύβα – Μαραντζίδη, που θέλει τους αντιστασιακούς να είναι υπεύθυνοι για τις σφαγές των ναζί στη χώρα αφού –σύμφωνα με τη λογική των συγγραφέων– αν αυτοί δεν αντιστέκονταν οι ναζί δεν θα προέβαιναν σε αντίποινα και θα μας είχαν στα πούπουλα.

3 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους κυρίους Καλύβα – Μαραντζίδη: http://istorika-ntokoumenta.blogspot.gr/2017/05/23-1941-1949.html

4 Στα πλαίσια αυτής της αναθεώρησης οι θύτες γίνεται απόπειρα να παρουσιαστούν σαν θύματα και τα θύματα σαν θύτες. Παράλληλα, να υποβαθμιστεί η υπεράνθρωπη προσπάθεια και επιτυχία των σοβιετικών που τσάκισαν τις δυνάμεις του άξονα καθώς και να εξομοιωθεί το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με την ναζιστική Γερμανία και ο σοσιαλισμός με το ναζισμό.

Read Full Post »

43oleary

Δημοσιεύθηκε και στο Katiousa

O Μαρξ έγραφε ότι «Οι φιλόσοφοι έχουν μόνο εξηγήσει τον κόσμο με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε». Οι ιδέες του Μαρξ σε μεγάλο βαθμό άλλαξαν τον κόσμο, ειδικότερα από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του. Παρόλα αυτά, ο «υπαρκτός» στην πρώτη αυτή ευρεία εφαρμογή του δεν στέριωσε και το γενικότερο πισωγύρισμα που έφερε η ανατροπή του επηρέασε τους πάντες και τα πάντα.

Φυσικά ανεπηρέαστος δεν έμεινε ούτε ο κόσμος της επιστήμης από το πέρασμα του σοσιαλισμού. Μεταξύ των δυο συστημάτων, του καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού η κόντρα ήταν τεράστια. Στις θετικές επιστήμες αυτή η κόντρα εκφράστηκε ως αγώνας δρόμου σε πολλούς τομείς, στα μαθηματικά, στην κατάκτηση του διαστήματος, στην φυσική, στις εξελίξεις στη βιομηχανία, κ.α. Στις κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυο στρατοπέδων εκφράστηκε κυρίως στο ποιοτικό και όχι στο ποσοτικό επίπεδο. Είχε να κάνει άμεσα με το πρίσμα μέσα από το οποίο έβλεπε τον κόσμο το κάθε σύστημα. Ατομικιστικές θεωρίες, όπως για παράδειγμα αυτή της ορθολογικής επιλογής, ήταν λογικό να εμφανιστούν στο καπιταλιστικό στρατόπεδο, ενώ οι σοσιαλιστικές θεωρίες εστίαζαν κατά βάση στο συλλογικό.

Στο καπιταλιστικό στρατόπεδο, αρχικά στον χώρο της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, ξεκίνησε μετά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να εμφανίζεται ως τάση αυτό που ονομάστηκε «μεταμοντερνισμός», ενώ αργότερα ο μεταμοντερνισμός επηρέασε και τις επιστήμες. Μετά τις ανατροπές, οι ιδέες του μεταμοντερνισμού κυριάρχησαν παγκοσμίως στις τέχνες, την επιστήμη και την κουλτούρα, έγιναν το «Paradigm»της εποχής μας, για να παραπέμψω και στον Κουν. Δεν γνωρίζω πολλά για τις ειδικές συνθήκες εμφάνισης του μεταμοντέρνου, πιστεύω όμως ότι μετά τη γέννησή του, προωθήθηκε σαν ρεύμα από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Στο παρόν άρθρο δεν θα επεκταθώ ιδιαίτερα στους λόγους που η καπιταλιστική οικονομία ερωτεύτηκε τον μεταμοντερνισμό, αν και κάποιοι από αυτούς θα κάνουν την εμφάνισή τους στην ανάλυση που ακολουθεί.

Σκοπός μου είναι να δείξω ότι στα πλαίσια του μεταμοντερνισμού, και ειδικότερα στο κομμάτι των κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών, η παρατήρηση του Μαρξ ότι «οι φιλόσοφοι έχουν [μόνο] εξηγήσει τον κόσμο» μοιάζει να σφάλλει. Κι αυτό επειδή οι αρχές του μεταμοντερνισμού και ο τρόπος που έχουν αυτές επιδράσει στις κοινωνικές επιστήμες, ωθούν την διαδικασία παραγωγής της γνώσης να κάνει ένα ακόμη βήμα πίσω, δηλαδή από την εξήγηση προς την απλή περιγραφή [και χειρότερα].

Πριν προχωρήσω παρακάτω να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα για να μην παρεξηγηθώ:

  • Το παρόν άρθρο δεν έχει σκοπό να τεκμηριώσει επιστημονικά τα όποια επιχειρήματά του. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται πολύς κόπος και άριστη γνώση της φύσης του μεταμοντερνισμού και της σχέσης του με την καπιταλιστική κοινωνία. Απόπειρά μου είναι να παραθέσω μερικούς [δικαιολογημένους] συλλογισμούς για το πώς το μεταμοντέρνο επιδρά αρνητικά στην επιστημονική έρευνα στις κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες, και κάποιες ιδέες σχετικά με το γιατί αυτό συμβαίνει.
  • Χρησιμοποιώ τον όρο μεταμοντέρνο για να περιγράψω το κυρίαρχο – πολιτικά ορθό- [εναλλακτικοφανές] ιδεολογικό επικάλυμμα μιας κατά τη γνώμη μου μεταβατικής περιόδου. Μιας εποχής που προσπαθεί, στο επίπεδο της ιδεολογίας, να ντύσει με περίτεχνο τρόπο τη συντήρηση που ανακυκλώνεται –σε πολλούς τομείς της κοινωνίας- μην μπορώντας να δώσει οτιδήποτε προοδευτικό. Σε αυτές τις συνθήκες, το μεταμοντέρνο έρχεται ως από μηχανής θεός να υπηρετήσει τον καπιταλισμό και να «σώσει τα φαινόμενα».
  • Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ ότι η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες χαρακτηρίζεται μόνο από το μεταμοντέρνο Paradigm, ισχυρίζομαι όμως ότι αυτό το Paradigm προωθείται από τα κέντρα εκείνα που καθορίζουν τον προσανατολισμό της επιστήμης στις μέρες μας.

Αφού έγιναν οι απαραίτητες επισημάνσεις, ας εξετάσουμε μερικές βασικές όψεις της μεταμοντέρνας παράδοσης στις επιστήμες μέσα από το πρίσμα του κεντρικού επιχειρήματος του άρθρου, το πισωγύρισμα δηλαδή από την εξήγηση των φαινομένων στην περιγραφή τους.

Η απέχθεια για τις «μεγάλες αφηγήσεις»

Αν κάτι απεχθάνονται οι μεταμοντέρνοι, είναι αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν «μεγάλη αφήγηση». Τι είναι όμως η μεγάλη αφήγηση;

Χοντρικά, ως μεγάλη αφήγηση, οι μεταμοντέρνοι ορίζουν τις κοινωνικές θεωρίες εκείνες που εκφράζουν ολοκληρωμένες οπτικές περί του κοινωνικού γίγνεσθαι. Θεωρίες δηλαδή που έχουν ως αντικείμενό τους την κοινωνία σαν σύνολο και όχι επί μέρους κομμάτια της. Τέτοιες είναι ο φιλελευθερισμός, ο μαρξισμός, ο αναρχισμός κ.α. Άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό -των περισσοτέρων τουλάχιστον- «μεγάλων αφηγήσεων» (ιδιαίτερα εκείνων του 18ου και 19ου αιώνα) είναι ότι δεν περιορίζονται μόνο στην επιστημονική σφαίρα (στην περιγραφή ή στην εξήγηση) αλλά εκφράζουν και ένα πολιτικό πρόσταγμα για το μέλλον της κοινωνίας. Είναι θα λέγαμε προσανατολισμένες στην αλλαγή του κόσμου.

Με βάση τη μεταμοντέρνα αντίληψη, αυτού του είδους οι θεωρίες φλερτάρουν με τον «ολοκληρωτισμό»1. Δηλαδή, επειδή εκφράζουν ένα συνολικό όραμα για την κοινωνία, υπάρχει ο κίνδυνος –αν υιοθετηθούν από θεσμούς διακυβέρνησης- να επιβάλλουν αυτό το όραμα τους με αντιδημοκρατικές μεθόδους στα κοινωνικά υποκείμενα.2Σε προπαγανδιστικό επίπεδο, στο στόχαστρο μπήκαν τα σοσιαλιστικά κράτη, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και τα φασιστικά στο βαθμό που αυτό εξυπηρετούσε την κατασκευή της θεωρίας των δυο άκρων. Να σημειώσουμε ότι τους διέφυγε το γεγονός, πως τα φασιστικά κράτη δεν έπαψαν να είναι καπιταλιστικά –στο πεδίο αυτό δεν έγιναν συγκρίσεις από τους μεταμοντέρνους- αλλά και το γεγονός ότι ακόμα και στις πιο φιλελεύθερες δημοκρατίες η εργατική τάξη στενάζει ολοκληρωτικά κάτω από την καταπίεση της αστικής.

Επειδή όμως οφείλουμε να τα συνδέσουμε όλα αυτά με την επιστήμη, ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Αυτή η απέχθεια για τις μεγάλες αφηγήσεις, επιστημονικά εκφράστηκε με την πολυδιάσπαση του πεδίου έρευνας. Από μόνο του κάτι τέτοιο δεν είναι αρνητικό, όμως θα πρέπει να τηρούνται και οι δύο φάσεις. Δηλαδή, ανάλυση του αντικειμένου έρευνας σε κομμάτια, που όμως θα ακολουθείται από σύνθεση των κομματιών αυτών έτσι ώστε να παράγεται γνώση υψηλότερου επιπέδου. Αν υποθέσουμε ότι το αντικείμενο έρευνας είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό, αν μείνουμε μόνο στην από κοντά παρατήρηση των ψηφίδων χάνουμε την μεγάλη εικόνα, όπως και αν αρκεστούμε στην από ψηλά παρατήρηση της εικόνας χάνουμε τα συστατικά της. Η μεταμοντέρνα έρευνα εστιάζει σε επίπεδο πρεσβυωπίας και ύστερα δεν κάνει την αντίστροφη διαδικασία απομάκρυνσης και σύνθεσης.

Σε ένα βαθμό αυτό οφείλεται και στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής στην ώριμη φάση του. Ο συντονισμός των επί μέρους πεδίων έρευνας, έτσι ώστε να γίνει η σύνθεσή τους και να προκύψει η μεγάλη εικόνα είναι κάτι που χρειάζεται προσπάθεια σε μεγάλη κλίμακα, ας πούμε σε επίπεδο κράτους. Η πολυδιάσπαση των συμφερόντων των καπιταλιστικών κοινωνιών και η ανισόμετρη ανάπτυξη σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο είναι κάτι που δεν βοηθάει προς αυτήν την κατεύθυνση παρά μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

Υπάρχει, πιστεύω, και ένας ακόμη λόγος που οι μεταμοντέρνοι αρκούνται στο μεμονωμένο. Όπως θα δούμε και παρακάτω, υφίσταται άμεση σύνδεση του μεταμοντερνισμού με κρατικούς, διακρατικούς και ιδιωτικούς οργανισμούς του δυτικού κόσμου. Η CΙΑ, η ΕΕ, και μια σειρά από ιδιωτικά ιδρύματα χρηματοδοτούν διανοούμενους, think tanks, πανεπιστήμια, MKO, και ερευνητικά κέντρα. Προσανατολίζουν, έτσι, το αντικείμενο και το είδος της έρευνας με βάση τα δικά τους συμφέροντα, τα οποία συνήθως δεν είναι ενιαία. Στις συνθήκες αυτές, η όποια παραγόμενη θεωρία, μοιραία, θα είναι μέσου ή χαμηλού επιπέδου.

Ας εξετάσουμε όμως και μια άλλη διάσταση:

Η μικρού και μέσου επιπέδου θεωρία, δεν είναι ικανή να ασκήσει ολοκληρωμένη κριτική στους κατεστημένους θεσμούς, ούτε και να δείξει προς μια οδό υπέρβασής τους. Ακόμη και επιστήμονες/διανοητές που έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, αναγκαστικά είναι εξαρτημένοι από τη χρηματοδότηση στην έρευνα, και η χρηματοδότηση αυτή τους περιορίζει τις όποιες επιλογές.3

Κοινωνικά ζητήματα όπως αυτό της φτώχειας, της μετανάστευσης, της περιθωριοποίησης, της ανεργίας, εξαρτώνται σπάνια αποκλειστικά από τοπικούς παράγοντες, και συνδέονται συνήθως με το εθνικό ή και το διεθνές. Μια παγκόσμια οικονομική κρίση, για παράδειγμα, παράγει [και] φαινόμενα που μοιάζουν να είναι τοπικά, είναι αδύνατον όμως να κατανοήσουμε τις αιτίες τους χωρίς αναφορά στο παγκόσμιο επίπεδο!

Ας το δούμε και λίγο στην πράξη:

Οι καπιταλιστές προτιμούν να μην συνδέεται το σύστημα το οποίο υπηρετούν (και τους υπηρετεί) με τα δεινά που εξαιτίας της φύσης του προκαλούνται στις λαϊκές μάζες. Αυτός είναι και ο λόγος που στα πλαίσια της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, σπάνια γίνεται αναφορά σε αυτή με το όνομά της. Αντιθέτως, ακούμε τους «ειδικούς» να μιλούν για κρίση χρέους, κρίση αξιών, κρίση της «μεσαίας τάξης», κρίση θεσμών κλπ. Αποφεύγεται αυστηρά να συνδεθούν αυτά τα επί μέρους παράγωγα της καπιταλιστικής κρίσης μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην ενοχοποιηθεί το καπιταλιστικό σύστημα εν συνόλω.

Τέλος, αυτή η διακήρυξη της απέχθειας  των μεταμοντέρνων για μεγάλου επιπέδου θεωρία στην επιστήμη και η αγάπη τους για την πολυδιάσπαση, κρύβει από πίσω της ένα είδος πολεμικής στο ιδεολογικό επίπεδο με τον Μαρξισμό/Λενινισμο. Εναντιώνεται κοντολογίς στην αντίληψη των μαρξιστών λενινιστών περί συγκεντροποίησης της παραγωγής και κεντρικού ελέγχου. Της άποψης, δηλαδή, ότι μπορεί να συντονίζεται και να προγραμματίζεται η παραγωγή ενός κράτους σε όλους τους τομείς ενιαία. Υπό αυτήν την έννοια, η προσκόλληση στην πολυδιάσπαση, αποτελεί την άρνηση αυτής της δυνατότητας, άρα και την άρνηση μιας εκ των βασικών αρχών του κομμουνισμού. Η πραγματικότητα, βέβαια, τους διαψεύδει, αφού η παραγωγή στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα ακολουθεί συνεχώς πορεία συγκεντροποίησης, με τα μονοπώλια να γίνονται όσο πάει και λιγότερα αριθμητικά ενώ μοιράζονται μεταξύ τους όλο και περισσότερο όγκο και κλάδους παραγωγής. Φυσικά, σε συνθήκες καπιταλισμού, ακόμα και αν οι τεχνικές συνθήκες το επιτρέψουν, δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρης και απόλυτη συγκεντροποίηση με κεντρικό έλεγχο.

(Συνεχίζεται…)

1 Νομίζω η πατρότητα(ή η μητρότητα) του όρου με το σημερινό νόημα, ανήκει στην [χρηματοδοτούμενη από τη CIA Χάνα Άρεντ] και συγκεκριμενα προέρχεται από το έργο της, The origins of totalitarianism, στο οποίο εγκαινιάζει και τη θεωρία των δυο άκρων, δηλαδή μια απόπειρα εξίσωσης κομμουνισμού και φασισμού.«Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές αντικομμουνιστικές εκδόσεις , έλαβαν άμεση η έμμεση χρηματοδότηση(από τη CIA)[…]. Μεταξύ των διανοητών που προωθήθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τη CIA ήταν οι IrvingKristol, MelvinLasky, IsaiahBerlin, StephenSpender, SidneyHook, DanielBell, DwightMacDonald, RobertLowell, HannahArendt, MaryMcCarthy, και μια σειρά από άλλους στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Στην Ευρώπη, η CIA ενδιαφέρονταν κυρίως να προωθήσει την «Δημοκρατική Αριστερά» και πρώην αριστερούς, μεταξύ των οποίον βρίσκονταν οι, IgnacioSilone, StephenSpender, ArthurKoestler, RaymondAron, AnthonyCrosland, MichaelJosselson, και ο GeorgeOrwell.» Μετάφραση από https://monthlyreview.org/1999/11/01/the-cia-and-the-cultural-cold-war-revisited/

2Οι οπαδοί του μεταμοντερνισμού στο σύνολο τους, αντιλαμβάνονται ως «δημοκρατικές», μόνο τις διαδικασίες εκείνες που πηγάζουν από τον αστικό τύπο δημοκρατίας. Ενός τύπου δημοκρατίας κομμένου και ραμμένου να είναι συμβατός με τα συμφέροντα της αστικής τάξης, σε κοινοβούλια που υπερισχύουν τα αστικά κόμματα. Στην πιθανότητα να υπερισχύσει κάποιο κομμουνιστικό κόμμα εκλογικά –και εφόσον αυτό το κόμμα δεν είναι εκφυλισμένο- οι αστικοί θεσμοί δεν λειτουργούν δημοκρατικά. Αντιθέτως, επικρατεί η βία και η νοθεία, ή στην χειρότερη περίπτωση έρχεται μια χούντα να βγάλει την αστική τάξη από το αδιέξοδο.

3 Και ειδικότερα στις ανθρωπιστικές επιστήμες η χρηματοδότηση αυτή δίνεται με μεγάλη φειδώ και αυστηρές προϋποθέσεις.

Εδω το δεύτερο μέρος

 

Read Full Post »

tumblr_m7mruytBjJ1r37w55o1_500.jpg

 

Πολλοί θα έχετε ακούσει την διάσημη ρήση της Μάργκαρετ Θάτσερ «Δεν υπάρχει κοινωνία υπάρχουν μόνο άτομα». Πίσω από αυτήν την πρόταση υπάρχει μια ολόκληρη σχολή κοινωνικών επιστημών, συνδεμένη με [νέο]φιλελεύθερους κύκλους διανόησης και θιασώτες του «μεθοδολογικού ατομισμού».

Χοντρικά, ο μεθοδολογικός ατομισμός αποτελεί την επιστημονική εκείνη μεθοδολογία ή αν θέλετε η οπτική, που βλέπει τις κοινωνίες σαν απλά σύνολα ανθρώπινων μονάδων. Αντίθετα, ας πούμε, με την μαρξιστική την Ντυρκεμιανή ή και άλλες παραδόσεις που αναγνωρίζουν μέσα στις κοινωνίες σχηματισμούς ή μοτίβα τα οποία υπερβαίνουν το ατομικό, όπως είναι οι «κοινωνικές τάξεις», οι «κοινωνικές δομές» κ.α.

Οι οπαδοί του μεθοδολογικού ατομισμού τείνουν να εξηγούν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από τις πράξεις των «ατομικών δρώντων», δηλαδή των ξεχωριστών ανθρώπινων μονάδων που αποτελούν την κοινωνία. Αυτό κατά τη γνώμη τους είναι κάτι που μπορεί να προσφέρει μια επαρκή ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, ενώ έννοιες όπως είναι η «κοινωνική τάξη» αποτελούν για εκείνους νοητικές κατασκευές που έχουν σχεδόν μεταφυσική υπόσταση. Στο παρόν κείμενο βέβαια δεν θα μας απασχολήσουν οι διαμάχες των φιλελεύθερων διανοητών μέσα στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα των κοινωνικών επιστημών, αλλά θα εστιάσουμε σε μια από τις θεμελιώδεις θεωρίες τους, αυτή της «ορθολογικής επιλογής».

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία όλες οι ανθρώπινες μονάδες δρουν με άξονα το ατομικό τους συμφέρον, παραδοσιακά μάλιστα η θεωρία αυτή δεν εστιάζει σε ευρύτερα και αφηρημένα συμφέροντα, αλλά κυρίως στο οικονομικό. Ανάλογα λοιπόν με τα εισοδήματα τους οι άνθρωποι κάνουν τις όποιες επιλογές τους με βάση το πώς θα «εισπράξουν» τη μέγιστη ωφελιμότητα(ικανοποίηση ή χρησιμότητα). Είναι κατά την βεμπεριανή παράδοση ένα είδος ορθολογικότητας ως προς το σκοπό, ότι δηλαδή το υποκείμενο θέτει ένα σκοπό και με βάση αυτόν διαλέγει τα καλύτερα εργαλεία για να τον πετύχει.

Όμως στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη δράση δεν περιορίζεται μόνο σε τέτοιου τύπου επιλογές. Δηλαδή, οι άνθρωποι, ούτε δρουν με μοναδικό άξονα τα εισοδήματα τους και τις υλικές ανάγκες τους, ούτε δρουν με απόλυτα ορθολογικό τρόπο(ως προς οποιοδήποτε σκοπό). Συχνά οι άνθρωποι δρουν φαινομενικά ανορθολογικά, όχι από λάθος αλλά και από επιλογή, ακριβώς επειδή δεν είναι προγραμματισμένα ρομπότ. Μπορεί για παράδειγμα ένας άνθρωπος να αργεί στη δουλειά του, γνωρίζοντας ότι αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι θα τη χάσει, και παρόλα αυτά να συνεχίζει να το κάνει. Τούτο είναι κάτι που θα του στερήσει πλήρως τα εισοδήματα του, άρα και θα περιορίσει την όποια διαδικασία ορθολογικών επιλογών που έκανε για όσο καιρό λάμβανε το μισθό του. Αποτελεί συνεπώς από την πλευρά του ανορθολογική επιλογή(σύμφωνα με το πώς θέτουν την ορθολογικότητα οι οπαδοί της ορθολογικής επιλογής), κάτι που όμως δεν τον εμποδίζει.

Δεν θα προχωρήσω σε μια εξαντλητική κριτική πάνω στην θεωρία της ορθολογικής επιλογής, αυτό που θα κάνω είναι να δώσω μια πρόταση σχετικά με το τι δημιουργεί την εντύπωση ότι οι άνθρωποι δρουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πολύ απλά, προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη ότι τα ανθρώπινα υποκείμενα δρουν με τη λογική που δρουν οι επιχειρήσεις, δηλαδή τη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους. Στην περίπτωση των ανθρώπινων υποκειμένων το κέρδος μεταφράζεται ως ωφέλεια, άρα «αρχή μεγιστοποίησης της ωφέλειας».

Στο σημείο αυτό θα εισάγω την έννοια του «φετιχισμού του εμπορεύματος» η οποία χοντρικά, σύμφωνα με τον Μαρξ, σημαίνει ότι μια ακραίως εμπορευματική κοινωνία όπως η καπιταλιστική, δημιουργεί στα μυαλά των ανθρώπων που ζουν μέσα σε αυτήν στρεβλές εντυπώσεις και προικίζει τα άψυχα αντικείμενα με ψευδείς ιδιότητες. Μια βασική στρέβλωση ξεκινά από το γεγονός πως τα προϊόντα που παράγει η ανθρώπινη εργασία στον καπιταλισμό, παράγονται πρωτίστως όχι για να ικανοποιήσουν βασικές ανθρώπινες ανάγκες, αλλά για να ικανοποιήσουν τη φύση τους ως εμπορεύματα, δηλαδή να πουληθούν στην αγορά και να αποφέρουν κέρδος στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής.[1] Η εμπορευματική αξία που αποκτά το προϊόν δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την ανθρώπινη εργασία, και όμως, το εμπόρευμα υψώνεται ως το απόλυτο φετίχ και η εμπορευματική αξία ποζάρει σαν δική του(του εμπορεύματος) –αυθύπαρκτη- ιδιότητα.

Για να μην ξεφύγουμε όμως, αυτό που θέλω να πω στο συγκεκριμένο άρθρο, είναι ότι η προσκόλληση στην θεωρία της ορθολογικής επιλογής, πηγάζει ακριβώς από το ίδιο φαινόμενο, την κυριαρχία του εμπορίου στην καπιταλιστική κοινωνία και τις στρεβλώσεις που αυτή η κυριαρχία δημιουργεί. Έτσι, οι θιασώτες της, είτε επειδή αδυνατούν να δουν πέρα από την αγοραία λογική, είτε επειδή δεν θέλουν, θεωρούν πως τα ανθρώπινα υποκείμενα είναι όντα που δρουν με τύπους ορθολογικότητας αντίστοιχους με αυτούς της αγοράς.[2] Μεταφράζουν δηλαδή τις ιδιότητες της αγοράς σε ανθρώπινες ιδιότητες. Φυσικά δεν υποστηρίζω πως μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία οι ιδιότητες της αγοράς δεν επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και την στοχοθεσία των ανθρώπων, αυτό όμως δεν γίνεται ούτε τόσο μονοδιάστατα όσο η θεωρία της ορθολογικής επιλογής περιγράφει, ούτε τόσο ντετερμινιστικά.

Τέλος, για να ενισχύσω το επιχείρημα μου, ότι δηλαδή οι οπαδοί τέτοιου τύπου θεωριών δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους, θα χρησιμοποιήσω ένα δικό τους παράδειγμα που υποτίθεται επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς τους. Παραθέτω το παράδειγμα όπως το συνάντησα σε σχετική βιβλιογραφία:

«Η Λύντια Μόρις (1990) χρησιμοποιεί τη «Νέα Οικιακή Οικονομία» του Γκάρι Μπέκερ ως παράδειγμα κοινωνιολογικής εξήγησης στο πλαίσιο της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής.[…] Ο Μπέκερ πιστεύει πως ο καταμερισμός της εργασίας στο νοικοκυριό είναι αποτέλεσμα ορθολογικών επιλογών, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας μέσω της βέλτιστης κατανομής του χρόνου στην αγορά ή στις δουλειές τους σπιτιού. […]εφόσον οι άνδρες μπορούν, κατά κανόνα, να εξασφαλίσουν μεγαλύτερους μισθούς στην αγορά, είναι λογικό να διοχετεύουν το μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητας τους στις εργασίες της αγοράς παρά στο νοικοκυριό, ενώ για τις γυναίκες ισχύει το αντίθετο[…]»[3]

Η ακραία λαθροχειρία που γίνεται εδώ, είναι ότι ο Μπέκερ αδυνατεί να λάβει υπόψη του ότι ο εξωστρεφής ρόλος του άνδρα και ο εσωστρεφής ρόλος της γυναίκας σαν κοινωνικά φαινόμενα, δεν διαμορφώθηκαν στην καπιταλιστική εποχή αλλά σε προγενέστερες εποχές. Στην αρχαία Αθήνα για παράδειγμα ή στη Σπάρτη, πάλι ο άνδρας ήταν περισσότερο έξω και η γυναίκα περισσότερο μέσα στο σπίτι. Στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα το ίδιο. Υπό το φως αυτών των κοινών γνώσεων λοιπόν, τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα, δεν αποφάσισαν ορθολογικά στον αιώνα μας για το ποιος θα είναι εκτός και ποιος εντός, αλλά αναπαράγουν σχέσεις κληρονομημένες από το παρελθόν. Σχετικά παραλλαγμένες βέβαια από τις ενδιάμεσες κοινωνικές εξελίξεις. Είναι η αγορά εκείνη που «αποφασίζει» να δώσει μικρότερο μισθό στη γυναίκα, ακριβώς επειδή είναι πιο ευάλωτη[4], αφού  εξακολουθεί υπάρχει αυτή η ανισότητα της γυναίκας σε σύγκριση με τον άνδρα στον «έξω κόσμο», η οποία κληροδοτήθηκε στην καπιταλιστική κοινωνία από προηγούμενους τύπους κοινωνιών. Ο Μπέκερ θα λέγαμε –ότι με την προσήλωση του στον μεθοδολογικό ατομισμό και στην αγοραία λογική- αδυνατεί να δει τις ανθρώπινες κοινωνίες μέσα στην ιστορικότητα τους. Για αυτόν η κοινωνία της αγοράς μοιάζει να είναι αιώνια και αυθύπαρκτη, άρα και η λογική της και μόνο αυτή μπορεί να εξηγήσει τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Δυστυχώς για τον κακόμοιρο τον Μπέκερ(και τους άλλους σαν και αυτόν), ακόμη και αυτή τη λογική της αγοράς είναι αδύνατον κάποιος να την κατανοήσει σε βάθος άμα στην κοινωνία βλέπει μόνο άτομα και άμα δεν έχει αντίληψη του ιστορικού γίγνεσθαι.

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

[1] Έτσι τα μέσα παραγωγής και η ίδια η ανθρώπινη εργασία, αντί να έχει σκοπό της την παραγωγή «αξιών χρήσης»(δηλαδή προϊόντων και υπηρεσιών που θα υπηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες), υποτάσσονται στην λογική της παραγωγής «εμπορευματικών αξιών»(δηλαδή προϊόντα που θα πουληθούν στην αγορά ως εμπορεύματα για να φέρουν κέρδος στον καπιταλιστή ιδιοκτήτη των μέσω παραγωγής, κέρδος που προκύπτει από την κλεμμένη υπεραξία της ανθρώπινης εργασίας). Συνεπώς η παραγωγή δεν στοχεύει στο να υπηρετεί τον άνθρωπο, αλλά στο να παράγει κέρδος μέσα από την απόσπαση της υπεραξίας και να το εισπράττει στην αγορά. Άρα ο άνθρωπος καταλήγει να υπηρετεί την παραγωγή, βγάζοντας παράλληλα τα απολύτως απαραίτητα -με τη μορφή του μισθού- ώστε για να μπορεί να συνεχίζει να εργάζεται και να αναπαράγει αυτόν τον μηχανισμό.

[2] Και πιο συγκεκριμένα μια εξιδανικευμένη εικόνα της αγοράς, μια αφαίρεση από την πραγματική αγορά, την αγορά όπως την έχουν στο μυαλό τους οι αστοί διανοητές.

[3] Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 12η έκδοση, Αθήνα 2009, σελ. 133.

[4] Και επειδή ιστορικά οι γυναίκες ξεκίνησαν να δουλεύουν σε χαμηλόμισθες θέσεις ανειδίκευτης εργασίας. Κάτι που αντανακλάται στο μισθό τους μέχρι σήμερα και ας είναι το ίδιο εξειδικευμένες με τους άνδρες.

Read Full Post »

Βλέπω από αρκετούς φίλους μου στο facebook να δημοσιεύουν τον παρακάτω πίνακα που αφορά των αριθμό των φυλακισμένων στην Ελλάδα ανάλογα με την παράβαση/έγκλημα τους και την διάκριση «Έλληνας» ή «αλλοδαπός». Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζω κατά πόσο τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι πραγματικά, μιας και δεν αναφέρεται πηγή, όμως για χάρη του επιχειρήματος μου ας υποθέσουμε ότι είναι πραγματικά.

25446263_1514120548700563_350109537165136541_n

Οι υπογραμμίσεις δεν είναι δικές μου.

Δημοσιεύοντας αυτόν τον πίνακα οι facebookικοί μου φίλοι ισχυρίζονται ότι τα περισσότερα εγκλήματα στην Ελλάδα γίνονται από Έλληνες, άρα κακώς εμείς βλέπουμε με καχυποψία τους αλλοδαπούς. Δυστυχώς αυτή η ανάγνωση δεν είναι [ακριβώς] σωστή, αφού αν δούμε τον παραπάνω πίνακα ψυχρά μαθηματικά, τότε ναι μεν ο απόλυτος αριθμός των Ελλήνων φυλακισμένων είναι μεγαλύτερος από ότι αυτός των αλλοδαπών(στα υπογραμμισμένα), αλλά σε ποσοστά οι αλλοδαποί φυλακίζονται σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα από τους Έλληνες.

Αν υποθέσουμε ότι ο αριθμός των αλλοδαπών στην Ελλάδα είναι 1.000.000 τότε σύμφωνα με τους αριθμούς στον πίνακα, αυτή τη στιγμή στη φυλακή είναι περίπου ένας στους διακόσιους. Αν τώρα υποθέσουμε ότι οι Έλληνες είμαστε 10.000.000 τότε σύμφωνα πάλι με τους αριθμούς του πίνακα στην φυλακή βρίσκονται λίγο λιγότεροι από ένας στους δυο χιλιάδες. Υπό αυτήν την οπτική, λοιπόν, ο πίνακας αυτός δεν μπορεί να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι οι Έλληνες είναι περισσότερο παραβατικοί διότι αν κρίνουμε από το πόσοι βρίσκονται στις φυλακές προκύπτει το ακριβώς αντίθετο. Ακόμη και αν πάρουμε τους αριθμούς στην κατηγορία «αποπλάνιση ανηλίκων», στην οποία αριθμητικά δείχνει ότι είναι πολύ περισσότεροι οι Έλληνες παραβάτες, ποσοστιαία είναι και πάλι διπλάσιοι οι αλλοδαποί.  Ούτε όμως αυτή η λογική πως οι αλλοδαποί εγκληματούν/παραβατούν σε δεκαπλάσιο βαθμό(ή στην περίπτωση της αποπλάνισης ανηλίκων σε διπλάσιο) σε σχέση με τους Έλληνες είναι σωστή.

Θα ήταν σωστή μονάχα αν υποθέταμε ότι οι αρχές, η δικαιοσύνη και ο νόμος αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τους αλλοδαπούς και τους Έλληνες. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας του ότι οι αλλοδαποί είναι λιγότερο προστατευμένοι στη χώρα μας σε σχέση με τους Έλληνες, και συνεπώς λιγότερο «καβατζωμένοι», επειδή θεωρούνται ανεπιθύμητοι(ιδιαίτερα από τα όργανα της τάξης που είναι σε μεγάλο ποσοστό χρυσαυγίτες), τόσο ο νόμος όσο και η δικαιοσύνη είναι περισσότερο αυστηροί απέναντι τους. Με λίγα λόγια η αστυνομία τους συλλαμβάνει και τους καταδιώκει σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι καταδιώκει τους Έλληνες, αλλά και η δικαιοσύνη τους δίνει μεγαλύτερες ποινές άρα μένουν για περισσότερο χρόνο στη φυλακή. Μπορεί για την ίδια ακριβώς παράβαση ένας Έλληνας να έχει διαφορετική μεταχείριση από έναν αλλοδαπό. Αυτό επειδή ο πρώτος πιθανόν να έχει περισσότερες γνωριμίες, να μπορεί να πληρώσει καλύτερο δικηγόρο, να μπορεί να βρει πιο εύκολα μάρτυρες, και, πάνω από όλα, δεν έχει τη ρετσινιά του ξένου. Επιπλέον, το ενδεχόμενο της κακοδικίας έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβεί σε έναν αλλοδαπό σε σχέση με κάποιον Έλληνα.

Ακόμα και έτσι βέβαια, θα πει κάποιος ότι σύμφωνα με τον πίνακα το ποσοστό των αλλοδαπών που βρίσκονται στη φυλακή σε σχέση με τον συνολικό τους πληθυσμό είναι σχεδόν δεκαπλάσιο από αυτό των Ελλήνων. Δικαιολογεί άραγε η διαφορετική μεταχείριση μια τόσο μεγάλη ποσοστιαία διαφορά; Μια τέτοια απάντηση φυσικά εγώ δεν μπορώ να τη δώσω, αφού για να είναι αντικειμενική πρέπει να γίνει και η ανάλογη μεγάλης κλίμακας έρευνα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι αλλοδαποί σίγουρα δεν είναι δέκα φορές πιο παραβατικοί από τους Έλληνες, απλά υπάρχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να πιαστούν και να τιμωρηθούν με αυστηρότερες ποινές.

Παρόλα αυτά πρέπει να πάρουμε υπόψη μας το εξής φαινόμενο. Ότι οι αλλοδαποί, και γενικά οι μειονοτικοί πληθυσμοί βρίσκονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αποκλεισμένοι από την ευρύτερη κοινωνία σε σχέση με  τον «κυρίαρχο πληθυσμό». Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν, είναι φυσιολογικό να παρατηρείται αυξημένη εγκληματικότητα, αφού οι μειονοτικοί δεν έχουν την ίδια πρόσβαση σε υπηρεσίες και αγαθά και τις ίδιες ευκαιρίες μέσα από τις «νόμιμες οδούς». Πάρτε σαν παράδειγμα τους μαύρους της Αμερικής σε σχέση με τους λευκούς αλλά και τους έλληνες τσιγγάνους σε σχέση με τους έλληνες «λευκούς». Η πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, στις καλές γειτονιές, στα καλά σχολεία, είναι πολύ πιο δύσκολη για τους μαύρους ή για τους τσιγγάνους, έτσι σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονται να καταφύγουν σε «παράτυπους» τρόπους επιβίωσης. Σε όλα αυτά πρέπει να λάβουμε υπόψη και τα όσα είπαμε παραπάνω, ότι για το ίδιο παράπτωμα κάποιος που ανήκει στον κυρίαρχο πληθυσμό μπορεί να τη γλιτώσει ή να του δοθεί ηπιότερη ποινή σε σχέση με κάποιον που ανήκει σε μειονότητα.

Κάπου εδώ θα σταματήσει η ανάλυση μου χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ένα σωρό πράγματα να αναλυθούν πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Σκοπός μου όμως δεν ήταν να το εξαντλήσω αλλά να δώσω μερικά επιχειρήματα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα κοινωνικά ζητήματα και πως πρέπει να ερμηνεύουμε τους όποιους δοθέντες αριθμούς ή στατιστικά. Από εκεί και πέρα μπορεί ο καθένας να βγάλει επιπλέον συμπεράσματα.

 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

 

Read Full Post »

Older Posts »

Αρέσει σε %d bloggers: