Το παρόν αποτελεί την πρώτη μου εργασία στο μάθημα του ΕΑΠ Ελληνικη Ιστορία.
Εδώ ο χάρτης σε καλύτερη ποιότητα
Θέμα 1ης εργασίας
Ποιά τα πολιτειακά συστήματα του ελληνιστικού κόσμου; Ποιές εξελίξεις τα διαμόρφωσαν και ποιά η θέση των πόλεων μέσα σε αυτά.
Εισαγωγή
Η εργασία θα χωριστεί, εκτός από την εισαγωγή και τα συμπεράσματα, σε τρία μέρη. Στο πρώτο θα γίνεται μια σύντομη οριοθέτηση του ελληνιστικού κόσμου κυρίως γεωγραφικά και χρονολογικά. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με τα ελληνιστικά βασίλεια και τα χαρακτηριστικά αυτού που αποκαλούμε εδαφικό κράτος, τις ιδιαιτερότητες των κατακτημένων περιοχών και τον τρόπο που ασκούσαν την κυριαρχία τους οι βασιλικές δυναστείες. Στο τρίτο μέρος θα μας απασχολήσουν τα δύο άλλα πολιτειακά συστήματα που αφορούν κυρίως τον ελλαδικό χώρο, αυτό δηλαδή της πόλης κράτους και εκείνο της συμπολιτείας.
Μέρος πρώτο: Ελληνιστικός κόσμος
Συμβατικά η ελληνιστική περίοδος οριοθετείται ανάμεσα στο 323 π.Χ(μετά το θάνατο του Μ. Αλέξανδρου) και το 31 π.Χ. με τη ναυμαχία στο Άκτιο, που το τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο, αυτό της Αιγύπτου, κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους.[1] Τα χρόνια που είχαν προηγηθεί, μια σειρά από πολιτικές πρωτοβουλίες, στρατιωτικές καινοτομίες και εκστρατείες, του μακεδόνα βασιλιά Φίλιππου που αναδιοργάνωσε το μακεδονικό βασίλειο και εδραίωσε την κυριαρχία του στον ελλαδικό χώρο. Τον Φίλιππο διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος με πρόσχημα την εκδίκηση εναντίον των Περσών, και αφού κατέπνιξε τις αντιδράσεις των άλλων ελληνικών πόλεων(πχ. καταστροφή της Θήβας), εκστράτευσε και πέτυχε να κατακτήσει περιοχές που εκτεινόταν νότια από την Αίγυπτο τη Λιβύη και τη Συρία, ενώ ανατολικά μέχρι τα φυσικά σύνορα του Ινδού ποταμού αλλά και ένα μέρος της Ινδίας.[2](Βλέπε Χάρτη 1)
Ο αιφνίδιος θάνατος του Αλέξανδρου(πιθανότατα από ασθένεια), και μην έχοντας ο ίδιος ορίσει νόμιμο διάδοχο, δημιούργησε βλέψεις και κατ επέκταση συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων του. Τελικά η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε 5 βασίλεια που ξεκίνησαν να διαμορφώνονται το 303 π.Χ. και οριστικοποιήθηκαν μέχρι το 280 π.Χ.[3] Τα βασίλεια αυτά ήταν:
– Αυτό των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο(και αργότερα στη Λιβύη, τη νότια Συρία, την Κύπρο, τη σημερινή νότια Τουρκία και τα νησιά του Αιγαίου).
– Των Σελευκιδών στη Βαβυλώνα και τη Συρία, με κέντρο τη Συρία που ήταν το μεγαλύτερο και εκτεινόταν από τη δυτική Μ. Ασία ως και το σημερινό Αφγανιστάν.
– Των Αταλιδών στη Μ. Ασία με κυριότερη πόλη την Πέργαμο.
– Του Λυσιμάχου στη Θράκη και στον Εύξεινο Πόντο.
– Και των Αντιγονιδών στη Μακεδονία.[4]
Το πολιτειακό σύστημα που επικρατούσε στα βασίλεια αυτά ήταν αυτό της εδαφικής μοναρχίας, ένα είδος μοναρχίας που όπως θα δούμε παρακάτω είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διέφερε(έστω και στα σημεία) από το ένα βασίλειο στο άλλο.[5]
Στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν όμως και άλλα είδη πολιτειακών δομών εκτός από τα βασίλεια, τα οποία είτε συνιστούσαν την παραδοσιακή μορφή της πόλης κράτους, είτε αποτελούσαν μεγαλύτερες συσσωματώσεις/ομοσπονδίες πόλεων, όπως ήταν για παράδειγμα η Αχαϊκή και η Αιτωλική συμπολιτεία.[6]
Μέρος δεύτερο: Τα ελληνιστικά βασίλεια
Αν και στα χρόνια που προηγήθηκαν του Αλέξανδρου η κύρια πολιτική δομή στον ελλαδικό χώρο ήταν η πόλη-κράτος, με τον Αλέξανδρο η επικρατέστερη μορφή πολιτεύματος του ελληνιστικού κόσμου γίνεται η εδαφική μοναρχία, μορφή που υπήρχε από πριν στην Ανατολή.[7] Αυτού του είδους η μοναρχία διαμορφώνεται από ένα συνδυασμό των μακεδονικών(μακεδονική βασιλεία[8]) και των ανατολικών πολιτικοκοινωνικών παραδόσεων, αλλά κυρίως από τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν τα συγκεκριμένα <<κράτη>> και τους αγώνες που δόθηκαν(μεταξύ των διαδόχων ή και ανυπόταχτων τοπικών αρχόντων) μέχρι να πάρουν την τελική μορφή τους.[9]
Οι βασιλείς έπρεπε να ελέγχουν τεράστιες περιοχές κυριαρχίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και μεγάλη πολυμορφία. Για να το επιτύχουν αυτό όφειλαν να κρατάνε μια ισορροπία ανάμεσα στο να επιδεικνύουν πυγμή αλλά και να είναι αποτελεσματικοί στη διπλωματία για να μπορούν να τα έχουν καλά με τους διάφορους πληθυσμούς, ντόπιους και μετανάστες(από την Μακεδονία και γενικά τον ελλαδικό χώρο).[10]Αυτό το κατάφερναν διατηρώντας μεγάλους στρατούς, απαντώντας και δημιουργώντας προκλήσεις σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και δίνοντας την εντύπωση μεγαλείου με μεγαλοπρεπείς στρατιωτικές παρελάσεις. Αυτό που επίσης βελτίωνε την εικόνα τους και τους νομιμοποιούσε(κυρίως στα μάτια των ντόπιων πληθυσμών), ήταν η σύνδεση της οικογένειας τους με κάποιο θεό, είτε ως απογόνοι του, είτε ακόμα και ως προστατευόμενοι του.[11]Η συγκεκριμένη παράδοση υπήρχε από πριν στην Ανατολή, στο βασίλειο της Αιγύπτου για παράδειγμα ο βασιλιάς θεωρούταν θεός και λατρευόταν σαν τέτοιος. Ο Μ. Αλέξανδρος, υιοθέτησε την παράδοση αυτή και απαίτησε να λατρεύεται σαν θεός, τόσο στις κατακτημένες περιοχές όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα(αν και η λατρεία αυτή εκεί δεν διατηρήθηκε για πολύ καιρό μετά το θάνατο του)[12].
Στο διπλωματικό επίπεδο τώρα τα πράγματα ήταν κάπως πολύπλοκα λόγω της πολυμορφίας των εδαφικών βασιλείων. Οι έλληνες κατοικούσαν κυρίως σε πόλεις και στρατιωτικούς οικισμούς ενώ έχαιραν ξεχωριστών προνομίων, αφού αυτοί στελέχωναν τον ανώτερο κρατικό μηχανισμό, γινόταν αξιωματικοί του στρατού, και αποτελούσαν την αυλή του βασιλιά και γενικά την αριστοκρατία. Ο βασιλιάς δε, ήταν εκείνος που μοίραζε τους τίτλους και επέλεγε τους αξιωματούχους που θα τον περιέβαλλαν, οι πιο κοντινοί σε αυτόν ονομαζόταν και φίλοι.[13] Για να κερδίσουν την συμπάθεια των πόλεων, οι βασιλείς τις ευεργετούσαν, μιας και εξαρτιόνταν πολλά από τις σχέσεις του βασιλιά με τις πόλεις, διότι αυτές αποτελούσαν διοικητικά και εμπορικά κέντρα, αλλά και μέρη στα οποία κυρίως κατοικούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί.[14]
Με τους ντόπιους πληθυσμούς τώρα, οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από εργάτες γης(αγρότες) στην ύπαιθρο ή ασχολούνταν με τις σκληρές δουλειές στις πόλεις, οι βασιλείς είχαν να κάνουν κυρίως με τους θρησκευτικούς τους ηγέτες, για αυτό και συχνά οι περιοχές που είχαν ναούς κατάφερναν να αποκτούν ειδικά προνόμια. Όμως οι βασιλείς είχαν να διαπραγματευτούν και με ηγέτες σχετικά ανεξάρτητων πληθυσμών(ντόπια φύλα, μικρές ηγεμονίες) μέσα στο βασίλειό του, συχνό φαινόμενο στο βασίλειο των Σελευκιδών.[15]
Γενικά υπήρχε μεγάλη διαφορά στο πως συμπεριφερόταν οι βασιλείς στους Έλληνες και πως στους ντόπιους πληθυσμούς. Οι Έλληνες είχαν πολλά περισσότερα προνόμια και έχαιραν ένα είδος «σεβασμού», κάτι που έχει τις ρίζες του στην μακεδονική κληρονομιά αφού οι Μακεδόνες σαν σώμα πολιτών είχαν νομική υπόσταση και εμφανίζονται γενικά πλάι στον βασιλιά.[16] Οι έλληνες, εκτός από πολιτικο-στρατιωτική εξουσία και κοινωνική υπεροχή, είχαν και οικονομική υπεροχή αφού μεγάλος αριθμός αυτών ήταν έμποροι ή ασχολούταν γενικά με οικονομικές δραστηριότητες(είσπραξη φόρων).
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, πρέπει να τονίσουμε ότι αν και τυπικά η διαδοχή στο θρόνο ήταν κληρονομική και κληροδοτούταν στον πρωτότοκο γιό, συχνά αυτός δοκιμαζόταν και συγκυβερνούσε μαζί με τον πατέρα του, αν δεν επεδείκνυε διπλωματικές και πολεμικές αρετές, μπορούσε να αντικατασταθεί στο θρόνο από άλλο συγγενή. Ακόμα και ο ίδιος ο βασιλιάς μπορούσε να χάσει το θρόνο του αν δεν φαινόταν αντάξιος των προκλήσεων που παρουσιαζόταν.
Οι κυριότερες πόλεις των βασιλείων οργανωνόταν κατά τα πρότυπα της ελληνικής πόλης – κράτους, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Αλεξάνδρεια και η Πτολεμαΐδα ή η Πέλλα. Αν και οι πόλεις αυτές κατάφερναν να αποκτούν μια σχετική αυτονομί, και να διατηρούν κάποιους δημοκρατικούς θεσμούς, δεν ξεπερνιόταν κάποιο όριο και η ελευθερία τους αφορούσε κυρίως τις εσωτερικές τους υποθέσεις, καθώς κυρίαρχο δεν ήταν κάποιο σώμα πολιτών ή ανεξάρτητων αξιωματούχων, αλλά ο ίδιος ο βασιλιάς.[17] Οι πόλεις των Αντιγονιδών είχαν ίσως πιο έντονους κάποιους από τους θεσμούς των πόλεων – κρατών, χαρακτηριστικά η Θεσσαλονίκη διέθετε βουλή και Εκκλησία του Δήμου, με περιορισμένη σίγουρα δυναμική.[18] Μέσα στις μεγάλες πόλεις και στις πρωτεύουσες οι βασιλείς φρόντιζαν να χτιστούν μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και υπήρχε εξεζητημένη πολυτέλεια. Επίσης αυτές αποτελούσαν πνευματικά κέντρα, καθώς φιλόσοφοι, ποιητές και καλλιτέχνες φιλοξενούταν στα βασιλικά ανάκτορα και στα σπίτια των πλουσίων.[19] Στην πρωτεύουσα το κτηριακό συγκρότημα του παλατιού και τα ανάκτορα ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να προκαλούν τον εντυπωσιασμό και το δέος. Αυτό προφανώς δεν ήταν κάτι που γινότανε για το <<θεαθήναι>> αλλά είχε σαν στόχο να ενισχύσει το κύρος της εκάστοτε δυναστείας. Υπολογίζεται ότι τα αλεξανδρινά ανάκτορα καταλάμβαναν το 1/4 περίπου της πόλης.[20]
Διοικητικά τα βασίλεια της ανατολής διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές, πριν την κατάκτηση, δομές τους, όπως ήταν για παράδειγμα η διαίρεση σε νομούς στην Αίγυπτο, και σε Σατραπείες στα περσικά εδάφη με τους αντίστοιχους, κάτω από την εξουσία του βασιλιά, διοικητές τους. Ακόμα και οι ίδιοι οι βασιλείς κράτησαν τους τίτλους των προκατόχων τους, οι Πτολεμαίοι αυτόν του Φαραώ και οι Σελευκίδες τους τίτλους των Αχαιμενιδών και των Βαβυλωνίων βασιλέων.[21]Υπήρχαν βέβαια και διαφορές μεταξύ των βασιλείων, οι Πτολεμαίοι για παράδειγμα, οι οποίοι είχαν κατά παράδοση μεγαλύτερη ομοιογένεια στα εδάφη τους, κατάφεραν να έχουν ένα πιο συγκεντρωτικό κράτος, με καλύτερα οργανωμένο κρατικό μηχανισμό, ενώ το Βασίλειο των Σελευκιδών, που είχε μεγαλύτερη ανομοιογένεια, δεν κατάφερε να έχει τέτοια συνοχή και τόσο καλό έλεγχο στα εσωτερικά του. Οι ανομοιομορφία μεταξύ των διαφόρων περιοχών και λαών, έκανε απαραίτητο να υπάρχουν στα βασίλεια πολλά διαφορετικά συστήματα δικαίου ανάλογα με τις εκάστοτε παραδόσεις.[22]
Στον ελλαδικό χώρο τα πράγματα για τους Αντιγονίδες ήταν λίγο πιο πολύπλοκα, μιας και η κυριαρχία τους πάνω στις πόλεις κράτη και στις υπόλοιπες περιοχές δεν ήταν νομιμοποιημένη βάσει κάποιας παράδοσης, γιατί η παράδοση της ελληνικής πόλης κράτους έρχονταν σε σύγκρουση με αυτή τη λογική. Έτσι ο έλεγχος γινόταν είτε με παρουσία φρουρών(βάσεων) είτε με ειρηνικό προσεταιρισμό των διαφόρων πόλεων.[23]
Μέρος τρίτο: Πόλεις Κράτη και Συμπολιτείες
Αν και οι ανεξάρτητες πόλεις δεν έπαψαν να υπάρχουν στον ελλαδικό χώρο κατά την ελληνιστική περίοδο, αυτές απώλεσαν μέρος των χαρακτηριστικών τους, του πλούτου και της ισχύος τους.
Απέναντι στις απειλές που δεχόντουσαν οι πόλεις από τα νέα, ισχυρά, και με επεκτατικές βλέψεις βασίλεια(με πρώτο αυτό της Μακεδονίας), είδαν την αυτονομία τους να απειλείται άμεσα. Προκειμένου να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν, δημιούργησαν τις λεγόμενες συμπολιτείες, ένα είδος θα λέγαμε ομοσπονδιακού κράτους, με τον όρο αυτόν βέβαια να χρησιμοποιείται καταχρηστικά.[24]
Όσες πόλεις/περιοχές συμμετείχαν σε μια συμπολιτεία, θυσίαζαν μέρος της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας τους για χάρη της ασφάλειας που τους πρόσφερε το να είναι μέρη ενός μεγαλύτερου συνόλου, ενώ οι περιοχές που γινόταν μέλη της συμπολιτείας δεν ήταν ανάγκη να γειτνιάζουν. Το πολιτειακό σύστημα της συμπολιτείας αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα σε περιοχές με παράδοση ομοσπονδιακής οργάνωσης, όπως ήταν η Αχαΐα, η Βοιωτία, η Αρκαδία και η Αιτωλία. Οι δυο ισχυρότερες συμπολιτείες ήταν η Αχαϊκή και η Αιτωλική.[25] Στην Αχαϊκή συμπολιτεία το κυρίαρχο σώμα ήταν η Εκκλησία, στην οποία κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. και ως το 146 π.Χ. συμμετείχαν όλοι οι ενήλικοι άνδρες πολίτες. Στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας, οι οποίες γινόταν 4 φορές κάθε χρόνο, έπαιρνε μέρος και ένα άλλο όργανο η Βουλή, που συμμετείχαν όλοι οι άνδρες άνω των 30 και όσοι άρχοντες ασκούσαν εκτελεστική εξουσία. Τέτοιοι ήταν ο στρατηγός, που εκλεγόταν σε ετήσια βάση και αποτελούσε τον ανώτερο άρχοντα, ο γραμματέας, ο ύπαρχος, ο ναύαρχος κ.α. Τα έσοδα της συμπολιτείας προέρχονταν από τις εισφορές των πόλεων που την απάρτιζαν, και, αν και δεν υπήρχε ενιαία νομισματική μονάδα, τα νομίσματα όλων των μελών έφεραν το μονόγραμμα της.[26]
Παράλληλα υπήρχαν και ελληνικές πόλεις με τάσεις προσεταιρισμού, ο μονάρχης δελέαζε αυτές τις πόλεις με διάφορες ευεργεσίες, όπως ήταν για παράδειγμα η οικονομική ενίσχυση, ο εφοδιασμός και το χτίσιμο δημοσίων κτηρίων.[27]
Αν και η ακμή των πόλεων κρατών τοποθετείται στην Κλασική Εποχή, Υπήρχαν και πόλεις κράτη οι οποίες παρέμειναν αυτόνομες(τουλάχιστον μερικώς) κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, παραδείγματα τέτοιων πόλεων ήταν η Ρόδος, η Αθήνα, οι Συρακούσες, η Σπάρτη κ.α. Αν και αποδυναμωμένες, οι πόλεις αυτές μπορούσαν να διατηρούν την ψευδαίσθηση μιας δραστήριας πολιτικής ζωής. Η αδυναμία όμως επιβολής της βούλησης αυτών των πόλεων, απέναντι στα πανίσχυρα στρατιωτικά βασίλεια, τις περιόριζε σε μεγάλο βαθμό και ο μόνος δραστικός ρόλος που είχαν, ήταν ως σύμμαχοι ή υποχείρια των διενέξεων μεταξύ των βασιλέων της Μακεδονίας, της Αιγύπτου και της Συρίας.[28][29]
Έχουμε πληροφορίες ότι η πολιτική δραστηριότητα επιβίωνε στις πόλεις(ιεροί νόμοι, τιμητικά ψηφίσματα, συμφωνία συμμαχιών), όμως η πολιτική βούληση σπάνια γινόταν πράξη, ενώ από το πολιτικό παιχνίδι απουσίαζε η μεγάλη μάζα των πολιτών.[30]Ο Λυκούργος παρόλα αυτά, κατάφερε να ανορθώσει την οικονομία της Αθήνας και να την ανασυντάξει στρατιωτικά, πολιτισμικά και θεσμικά στα 12 χρόνια που διαχειριστικέ τις υποθέσεις της από τη θέση του διοικητή(πέθανε το 325 π.Χ.).[31] Η μόνη πόλη που ξέφευγε σε μεγάλο βαθμό από αυτόν τον κανόνα, της εξάρτησης δηλαδή και της παρακμής, ήταν η Ρόδος, αυτό λόγω της θέσης της και της δύναμης του στόλου της.[32]
Συμπεράσματα
Με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου κυρίαρχη πολιτειακή δομή του ελληνιστικού κόσμου γίνεται η εδαφική μοναρχία. Τα βασίλειο μοιράζεται στους διαδόχους του Αλέξανδρου και τα <<κράτη>> που προκύπτουν συνδυάζουν χαρακτηριστικά και από τους δύο κόσμους(τον Ανατολικό και τον Ελληνικό), ενώ καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση τους παίζουν και οι συνθήκες που διαδέχθηκαν την εκστρατεία.
Η πολυμορφία των πληθυσμών που κατοικούν στα κατακτημένα εδάφη, έλληνες και ντόπιοι(με τους ντόπιους να είναι χωρισμένοι και αυτοί σε διάφορα φύλα), ανάγκαζε τους ηγεμόνες να υιοθετούν διαφορετικές προσεγγίσεις για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους.
Οι μεγάλες πόλεις των νέων βασιλείων καθώς και αυτές που ιδρύθηκαν από τους ίδιους τους βασιλείς, υιοθέτησαν πολλά στοιχεία από τις ελληνικές πόλεις κράτη, ενώ παράλληλα, η διοίκηση των μεγάλων περιοχών γινόταν με την υιοθέτηση θεσμών που κληρονομήθηκαν από τους εκτοπισμένους προκατόχους τους.
Στον ελλαδικό χώρο, η μακεδονική κυριαρχία έφερε μεγάλες αλλαγές, αποδυνάμωσε τις πάλαι ποτέ κυρίαρχες πόλεις(Αθήνα, Σπάρτη), τους πήρε την πρωτοβουλία, και ώθησε πολλές από αυτές, προκειμένου να αντεπεξέλθουν, να συμμετάσχουν σε ομοσπονδίες πόλεων γνωστές ως συμπολιτείες. Συχνά οι ελληνικές πόλεις συμμαχούσαν με τους αρχηγούς των εδαφικών κρατών στις μεταξύ τους έριδες.
Τόσο στην Ανατολή όσο και στην <<Ελλάδα>> με τις μετακινήσεις πληθυσμών που έγιναν, οι έλληνες έχαιραν περισσοτέρων προνομίων, είχαν την οικονομική, στρατιωτική και διοικητική πρωτοβουλία.
Σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής οι δημοκρατικοί θεσμοί είχαν ουσιαστικά αποκτήσει δευτερεύοντα ή και διακοσμητικό ρόλο, και είχαν αντικατασταθεί από την βούληση του βασιλιά και της αυλής του. Αυτοί κυβερνούσαν καταφέρνοντας είτε να επιβληθούν με στρατιωτική πυγμή, είτε θαμπώνοντας τους υπηκόους τους με εξεζητημένες τελετές, πολυτελή οικοδομήματα, δωρεές, και προβολή του εαυτού τους που έφτανε στο σημείο να προσλαμβάνει λατρευτικές διαστάσεις.
[1] Ελένη Ζυμή, <<Ο Ελληνιστικός Κόσμος>>, στο, Θ. Βερέμης κ.α. Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 147.
[2] Ελένη Ζυμή, <<Η Ηγεμονία των Μακεδόνων>>, στο, Θ. Βερέμης κ.α. Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 128 – 139.
[3] Ελένη Ζυμή, <<Ο Ελληνιστικός Κόσμος>>, ο.π, σελ. 150 – 151.
[4] Στο ίδιο, σελ. 151 – 152.
[5] Hans – Joachim Gehrke, Η ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2009, 2η έκδοση, μτφ. Άγγελος Χανιώτης, Εποπτεία Κώστας Μπουραζέλης, σελ. 77.
[6] Claude Mosse, Annie Schnapp – Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας(2.000 – 31 π.Χ.), εκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2012, 13η έκδοση, μτφ. Λύντια Στεφάνου, σελ. 400.
[7] Στο ίδιο, σελ. 432.
[8] Οι μακεδονικές πόλεις δεν ήταν ανεξάρτητες όπως τις ελληνικές πόλεις κράτη, αλλά μέρη ενός ευρύτερου βασιλείου, του μακεδονικού.( Ελένη Ζυμή, <<Ο Ελληνιστικός Κόσμος>>, σελ. 128)
[9] Hans – Joachim Gehrke, Η ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, σελ. 78.
[10] Στο ίδιο, σελ. 79.
[11] Στο ίδιο, σελ 79, 81, 82.
[12] Ελένη Ζυμή, <<Η Ηγεμονία των Μακεδόνων>>, σελ. 141.
[13] Hans – Joachim Gehrke, Η ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, σελ. 86.
[14] Στο ίδιο, σελ. 83.
[15] Στο ίδιο, σελ. 85, 99, 100.
[16] Claude Mosse, Annie Schnapp – Gourbeillon, <<Επίτομη Ιστορία[…]>>, σελ. 435 – 436.
[17] Στο ίδιο, σελ. 101 – 102.
[18] Ελένη Ζυμή, <<Ο Ελληνιστικός Κόσμος>>, >>, σελ. 154.
[19] Στο ίδιο, σελ. 172.
[20] Hans – Joachim Gehrke, Η ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, σελ. 88.
[21] Στο ίδιο, σελ. 97.
[22] Στο ίδιο, σελ. 93.
[23] Claude Mosse, Annie Schnapp – Gourbeillon, <<Επίτομη Ιστορία[…]>>, σελ. 435.
[24] Ελένη Ζυμή, <<Ο Ελληνιστικός Κόσμος>>, σελ. 148, 175.
[25] Στο ίδιο, σελ. 175.
[26] Στο ίδιο, σελ. 177-178.
[27] Στο ίδιο, σελ. 173 – 174.
[28] Claude Mosse, Annie Schnapp – Gourbeillon, <<Επίτομη Ιστορία[…]>>, σελ. 400.
[29] Τέτοιος ήταν ο ρόλος της Αθήνας, της Σπάρτης και άλλων περιοχών στον συνασπισμό που έγινε με πρωτοβουλία του Πτολεμαίου Β’, που σκοπό είχε να πλήξει τους Αντιγονίδες.(Στο ίδιο. σελ. 418)
[30] Στο ίδιο, σελ. 440.
[31] Στο ίδιο, σελ. 412.
[32] Στο ίδιο, σελ. 440.
Βιβλιογραφία:(κατά σειρά εμφάνισης στην εργασία)
– Θ. Βερέμης, Ι Γιαννόπουλος κ.α. Ελληνική Ιστορία, Ο Αρχαίος Ελληνικός Κόσμος, Τόμος Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
– Hans – Joachim Gehrke, Η ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2009, 2η έκδοση, μτφ. Άγγελος Χανιώτης, Εποπτεία Κώστας Μπουραζέλης.
– Claude Mosse, Annie Schnapp – Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας(2.000 – 31 π.Χ.), εκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2012, 13η έκδοση, μτφ. Λύντια Στεφάνου.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)