Κακά μαντάτα! Όποιος θεωρεί πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση έχω να του πω πως ελπίζω ο Θεός να μη μοιάζει με μένα. Είμαι μια νέα κοπέλα 25 ετών και ομολογώ ότι δεν έχω κάνει ποτέ έρωτα, δεν έχω καν φιλήσει αγόρι και ποτέ δεν ήθελε να με γνωρίσει κάποιος τόσο καλά ώστε να μπορώ να τον αποκαλώ φίλο. Μερικές φορές, όταν συμβαίνει κάτι εξαιρετικά σπάνιο στο κόσμο, το αποκαλούμε θαύμα της φύσης, στη δική μου περίπτωση, παρόλο που αυτό που μου συμβαίνει είναι εξαιρετικά σπάνιο, θα άρμοζε περισσότερο να πούμε ότι η φύση έκανε μάλλον κάποιο έγκλημα, παρά θαύμα.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα είναι ότι είμαι μια γυναίκα 120 κιλών… ή πιο σωστά ήμαστε μια γυναίκα 120 κιλών. Εγώ και η αδερφή μου ήμαστε πολύ δεμένες, δεμένες με αίμα και σάρκα, η μια πλάτη στην άλλη, έχουμε τέσσερα πόδια, τέσσερα χέρια και δυο κεφάλια που αντίθετα με την παροιμία δεν είναι καλύτερα από ένα. Από μικρές κάνουμε τα πάντα μαζί. Κοιμόμαστε μαζί, βλέπουμε τηλεόραση μαζί, ακόμα και στη τουαλέτα… μαζί. Μόνο εμμηνόρροια έχουμε διαφορετικές ημέρες μόνο και μόνο για να ταλαιπωρούμαστε διπλά. Φαντάζομαι ότι αυτοί που μας γνωρίζουν θα στοιχημάτιζαν πως τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα για μας… κι όμως, κάνουν λάθος.
Μόλις σήμερα το πρωί πληροφορηθήκαμε από τον ειδικό γιατρό που μας παρακολουθεί από την ημέρα της γέννησής μας ότι είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί εγχείρηση αποκόλλησης. Έπρεπε να περιμένουμε 25 ολόκληρα χρόνια για να καταρρίψει ένα ιατρικό ανακοινωθέν και την τελευταία μας ελπίδα. Περιμέναμε όλον αυτόν τον καιρό το μυοσκελετικό σύστημα μας να αναπτυχθεί πλήρως ώστε να καταστεί δυνατόν να εκτελεστεί επέμβαση διαχωρισμού. Το κακό νέο είναι ότι κάποιοι δίσκοι στην σπονδυλική μας στήλη δεν γίνεται να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Ο γιατρός μας εξήγησε ότι ήταν αδύνατον να επιβιώσουμε και οι δύο μετά από μια τέτοια επέμβαση και ότι ήταν αδιανόητο και απαγορευμένο ηθικά να θυσιαστεί κάποια από της δύο μας για την «απελευθέρωση» της άλλης.
Είναι η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου… θέλω να πεθάνω.
Από το ημερολόγιο της Ροζέτα-Χ
Αγαπητό ημερολόγιο, 13/04/1995.
Εφιάλτες! Σήμερα κατά τη διάρκεια της νύχτας ξύπνησα από ένα τρομακτικό εφιάλτη, ένα από εκείνα τα όνειρα που μοιάζουν να προφητεύουν το μέλλον, ένα ζοφερό και δυσοίωνο μέλλον. Ήταν και η Έμμα ξύπνια ή την ξύπνησα εγώ στη σαστιμάρα μου. Μετά από το άσχημο μαντάτο που μας ανακοίνωσε ο Δρ. Ιωάννου δεν έχουμε ανταλλάξει και πολλές κουβέντες… ίσως να ακουστεί λίγο τραγελαφικό, μα γυρίσαμε η μία την πλάτη στην άλλη. Κάτι που ίσως να σχετίζεται με το όνειρο που τόσο με διατάραξε.
Ήμουν με την αδερφή μου σε ένα λοφίσκο γεμάτο από άνθη και πρασινάδες. Ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος και ήταν μεσημέρι. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι χάιδευε το δέρμα μας, περισσότερο μας δρόσιζε παρά μας ενοχλούσε. Εμείς τρέχαμε χαρούμενες και ξέγνοιαστες, τρέχαμε με το δικό μας ανεπιτήδευτο τρόπο, πλάτη με πλάτη σαν στραβοκάνικο σκυλί, σκοντάφτοντας και παραπατώντας, όμως νιώθαμε χαρούμενες σαν μικρά παιδιά. Σε μια στιγμή απροσεξίας γλιστρήσαμε στο υγρό χορτάρι, πέσαμε κάτω και αρχίσαμε να κατρακυλάμε το λόφο. Δεν θυμάμαι να πόνεσα, ίσως επειδή ήταν όνειρο, μα όταν προσγειωθήκαμε παρατήρησα ότι το χωριάτικο λουλουδάτο φόρεμα μας ήταν μουσκεμένο με αίμα, αίμα όχι δικό μου, μα δικό της.
Όταν γύρισα το λαιμό μου να την κοιτάξω είδα έντρομη ότι η Έμμα είχε αποκεφαλιστεί. Φώναξα, στρίγκλισα μα δεν ήταν κανείς εκεί να με ακούσει, φώναζα και ταυτόχρονα ένοιωθα περίεργα, στιγμή με τη στιγμή πιο ανάλαφρη. Την ξανακοίταξα και μου φάνηκε ότι το σώμα της άρχισε να μαζεύει, να ζαρώνει, να χάνεται, μέχρι που έγινε στάχτη και σκόρπισε στον άνεμο. Σηκώθηκα και περπάτησα για πρώτη φορά στα δύο μου πόδια, ένοιωσα σαν το μεταξοσκώληκα που βγαίνει από το κουκούλι έχοντας γίνει πεταλούδα…. άρχισα να φωνάζω πάλι, μα από χαρά και να δακρύζω, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξύπνησα με αίσθημα πανικού.
Δεν μου άρεσε καθόλου το όνειρο, ήταν πέρα για πέρα μακάβριο, παρόλα αυτά δεν μπορούσα να αποκλείσω το μυαλό μου από το να εξετάζει την νέα αυτή προοπτική.
Από το ημερολόγιο της Έμμα-Χ
Αγαπητό ημερολόγιο, 14/04/1995.
Όνειρα! Ξαναείδα το ίδιο όνειρο απόψε, το όνειρο εκείνο που με βλέπω να πεθαίνω και την αδερφή μου να απελευθερώνεται, μόνο που αυτή τη φορά όταν ξύπνησα δεν μου έμοιαζε πια εφιάλτης, ήταν περισσότερο φαντασίωση και αυτό με έκανε να νιώθω αμφίσημα συναισθήματα. Η σκέψη που με θέλει να πεθαίνω για να ζήσει η Ροζέτα, φυσιολογικά είναι φρικτή και ακόμη πιο φρικτό είναι ότι κάτι τέτοιο ιατρικά είναι εφικτό. Το να δώσω τη ζωή μου για την αγαπημένη μου αδερφή ήταν και για εμένα μια δικαίωση, μια κλωτσιά στα αχαμνά της «μοίρας».
Από το πρωί ακόμα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα, πέρα από τα απαραίτητα. Ξυπνήσαμε, πλυθήκαμε, φάγαμε, είδαμε τηλεόραση· η κάθε μια στη δική της συσκευή μιας και ήταν αδιανόητο να κοιτάμε στην ίδια κατεύθυνση. Ύστερα κάναμε τις δουλειές του σπιτιού. Είναι αστείο το πως συμπεριφέρεται ο χρόνος, λένε πως όταν περνάς καλά τρέχει γρήγορα. Για ‘μας μοιάζει πάντα σταματημένος σαν στιγμιότυπο. Όμως περνά, περνά χωρίς αμφιβολία. Αλλά στη δική μας περίπτωση, όποιο σημείο και αν διαλέξουμε στη διάρκεια της ζωής μας, φαντάζει το ίδιο ασπρόμαυρο και άχαρο με οποιοδήποτε άλλο.
Τι θα έπρεπε να αλλάξει στον παράλληλο βίο μας που θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα καλύτερα; Τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει στον παράλληλο βίο μας, τίποτα εκτός και αν ο βίος μας σταματούσε να είναι παράλληλος… αν ο βίος μου σταματούσε… να είναι παράλληλος…
Από το ημερολόγιο της Ροζέτα-Χ
Αγαπητό ημερολόγιο, 15/04/1995.
Κόλαση! Δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου, δεν μένει καν χώρος για κάτι άλλο στο μυαλό μου, ντρέπομαι για μένα, ξέρω πως κάτι τέτοιο αποτελεί εισιτήριο για τη κόλαση. Αλλά μήπως στη κόλαση δεν είμαι και τώρα; Ντρέπομαι και να της μιλάω και για πρώτη φορά το θεωρώ ευλογία που δεν μας είναι δυνατόν να κοιταχτούμε στα μάτια, τα μάτια αποκαλύπτουν, τα μάτια προδίδουν.
Δεν ξέρω αν μια υποσυνείδητη σκέψη μου γέννησε το όνειρο ή το όνειρο μου γέννησε την σκέψη, πάντως σίγουρα το ένα ενισχύει το άλλο και δεν ξέρω άμα μπορώ να το αντέξω. Το πρωί εξαθλιώθηκε τόσο πολύ η ψυχή μου που άρχισα να καταστρώνω σχέδιο, ύστερα πανικοβλήθηκα και κατάφερα να απασχοληθώ με δραστηριότητες και να σταματήσω να το επεξεργάζομαι, προσωρινά… Τώρα όμως που δεν έχω με τίποτα άλλο να ασχοληθώ και είμαι στο κρεβάτι, οι άρρωστες σκέψεις κάνουν τσουλήθρα στο κεφάλι μου και είναι αδύνατον να τις περιορίσω.
Έπρεπε να το κάνω να φανεί σαν αυτοκτονία, όχι με ηλεκτρισμό, θα μας σκότωνε και τις δύο, όχι με όπλο θα ήταν επικίνδυνο, ίσως με δηλητήριο. Πώς όμως θα το έκανα χωρίς να το υποψιαστεί η Έμμα; Αρχικά θα έπρεπε να προμηθευτώ το δηλητήριο, ίσως να ήταν πιο εύκολο αν χρησιμοποιούσα κάτι καθημερινό όπως χλωρίνη, όμως η χλωρίνη μυρίζει έντονα. Ίσως θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιούσα οξύ, άμεσο και δραστικό, ελπίζω μόνο να μη φανεί ύποπτο στους ιατροδικαστές.
Άλλο ένα ζήτημα είναι πως θα την κατάφερνα να την κάνω να το πιεί; Ίσως αν της το έριχνα στο νερό που παίρνει πάντα δίπλα της στο κρεβάτι, θα το έβαζα πρώτα στο δικό μου ποτήρι και ύστερα στη πρώτη ευκαιρία θα το άλλαζα με το δικό της. Ήταν μια θαυμάσια ιδέα και θα το έκανα, θα το έκανα όσο το δυνατόν συντομότερα…
Από το ημερολόγιο της Έμμα-Χ
Αγαπητό ημερολόγιο, 16/04/1995.
Παράδεισος! Το αποφάσισα, δεν υπήρχε σκέψη για υποχώρηση, θα έδινα τη δική μου ζωή για να ζήσει εκείνη, έτσι και αλλιώς σιγά τη ζωή. Στο κάτω κάτω υπάρχει η άποψη πως όταν χάνει τη ζωή του πεθάνει ένας δίδυμος, ο άλλος συνεχίζει με κάποιο τρόπο να ζει μέσω του αδερφού του που επιβιώνει. Μακάρι να είναι έτσι!
Θα έπαιρνα χάπια, ναι αυτό ήταν το σωστό μια χούφτα από τα ηρεμιστικά μου σε ένα ποτήρι νερό και θα έκαναν μια χαρά τη δουλειά τους. Αυτήν δεν θα την επηρέαζε, τα όργανα μας είναι ξεχωριστά στο 99%, έχουμε τελείως ανεξάρτητους οργανισμούς, αν εξαιρέσει κανείς το κοινό σημείο στην σπονδυλική μας στήλη.
Μιλήσαμε απόψε, μιλήσαμε αρκετά, θυμηθήκαμε τα παλιά, τηλεφωνήσαμε στους γονείς μας… τους μίλησα σα’ να ήταν η τελευταία φορά· δάκρυσα. Ήταν αγχωμένη σήμερα, αγχωμένη και έμοιαζε και ανυπόμονη, λες και ήξερε πως από αύριο θα ελευθερωνόταν. Της είπα πόσο την αγαπώ, μου το είπε και εκείνη και δάκρυσε. Μακάρι να μπορούσα να την αγκαλιάσω. Ποιος να το περίμενε ότι η τελευταία μέρα της ζωής μου θα είναι η πιο χαρούμενη… Νύχτωσε. Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, έχω ετοιμάσει από ώρα το ποτήρι και είμαι έτοιμη να το πιω, ελπίζω να με καταλάβετε εσείς που με αγαπάτε, φιλιά…
Από το ημερολόγιο της Ροζέτα-Χ
Αγαπητό ημερολόγιο, 16/04/1995.
Κάθαρση! Τα κατάφερα να πάρω το μπουκάλι με το οξύ την ώρα που κάναμε την καθαριότητα, κατάφερα να αλλάξω και τα ποτήρια προσποιούμενη ότι ήθελα να κοιτάξω λίγο έξω από το παράθυρο που ήταν από τη δική της πλευρά του κρεβατιού.
Είχα από πριν βάλει το ποτήρι με το οξύ κάτω από το κρεβάτι καθώς άλλαζα τα σεντόνια. Ήταν αναμενόμενο ότι παρόλο που ξεπέρασα τις φυσικές δυσκολίες είχαν προηγηθεί κάποιες ψυχολογικής φύσεως αναστολές, πόσο μάλλον όταν μου είπε ότι με αγαπάει, της το είπα και εγώ, όσο και αν φαίνετε περίεργο το πίστευα, ακόμη το πιστεύω. Πάντως τις αναστολές τις ξεπέρασα, ίσως είμαι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο όμως τις ξεπέρασα.
Ύστερα από μόλις μερικά λεπτά αφότου ξαπλώσαμε, που φάνηκαν αιώνες (ναι ξέρω, κλισέ έκφραση), η Έμμα αποφάσισε να πιει από το ποτήρι. Προς στιγμήν σκέφτηκα να τη σταματήσω όμως κρατήθηκα. λίγες στιγμές ηρεμίας και μετά σπασμοί, τόσο δυνατοί που παραλίγο να μας πετάξουν από το κρεβάτι, και ύστερα ακινητοποιήθηκε, ακινητοποιήθηκε μια για πάντα.
Δεν έπρεπε να τα χάσω, έπρεπε σαν καλή αδερφή να πάρω τηλέφωνο το γιατρό και να του πω τι συνέβη, όχι την αλήθεια φυσικά. Όμως ένιωθα να πνιγόμουν και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά… ίσως αν έπινα λίγο νερό από το ποτήρι της (αυτό δηλαδή που αντάλλαξα) να αισθανόμουν καλύτερα. Ήπια μερικές γουλιές και καταπολέμησα την κρίση πανικού που με είχε κυριεύσει, η γεύση του πάντως ήταν κάπως περίεργη. Κατάφερα και πήρα τηλέφωνο το γιατρό, κατάφερα να παίξω και το ρόλο μου σωστά, το μόνο που μαρτυρά την πράξη μου είναι αυτό το ημερολόγιο, και σκοπεύω να το κάψω, όμως καλύτερα να κοιμηθώ πρώτα λίγο. Αισθάνομαι τα μάτια μου να βαραίνουν…
Απόσπασμα τοπικής εφημερίδας, 17/04/1995
Νεκρή βρέθηκε σήμερα το πρωί η[..]. σύμφωνα με το ανακοινωθέν της αστυνομίας βρέθηκε κουλουριασμένη στο κρεβάτι της σε εμβρυακή στάση[…] η αυτόχειρας είχε στο παρελθόν αντιμετωπίσει ψυχολογικά προβλήματα και είχε νοσηλευτεί όπως μας ενημέρωσε ο θεράπων ιατρός της. Μας επιβεβαίωσε δε, ότι η νεαρή κοπέλα έπασχε από ένα σπάνιο είδος σύγχυσης προσωπικότητας που την έκανε να πίστευε ότι είχε σιαμαία αδερφή. Της δόθηκε εξιτήριο πριν από ένα μήνα όταν θεωρήθηκε ότι είχε θεραπευτεί… σύμφωνα με φήμες, δίπλα της βρέθηκε ένα ημερολόγιο που ίσως να αποτελεί το κλειδί του μυστηρίου η αστυνομία δεν έχει ακόμη δώσει σχετικές πληροφορίες στη δημοσιότητα[…]
Νύχτα, ομίχλη και βροχή, φυσικά φαινόμενα που συνοδεύουν τη Γη στο ταξίδι της αμέτρητα χρόνια τώρα. Φαινόμενα καθημερινά, συνηθισμένα κι όμως τρομοκρατούν το ανθρώπινο είδος από τη γέννησή του μέχρι και σήμερα, ακόμα και έχοντας μάθει ότι δεν είναι δυνάμεις θεών ή δαιμόνων, έστω και έτσι καταφέρνουν να κάνουν την καρδιά μας να χτυπά δυνατότερα, ιδιαίτερα όταν βρισκόμαστε σε λάθος τόπο και λάθος χρόνο.
Τα επί ενετοκρατίας πετρόχτιστα στενάκια της πόλης του Χάνιξ, δεν μπορεί κάποιος να τα διασχίσει με αυτοκίνητο, μόνο να τα περπατήσει καθώς είναι πολύ στενά και δαιδαλώδη. Μένουν σχεδόν αναλλοίωτα από τότε που κατασκευάστηκαν μέχρι τις μέρες μας. Φυσικά αυτό το χαώδες δίκτυο δεν φτιάχτηκε σε μια μέρα, αλλά συνεχώς επεκτείνονταν με οργανικό τρόπο, ανάλογα με τις ανάγκες της πόλης μέσα στο χρόνο, μέχρι να παγιωθεί στην τωρινή του μορφή. Τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες και νύχτες, προσφέρονται για ένα πρώτης τάξεως περίπατο στους κατοίκους, καθώς είναι πολυσύχναστα και σχετικα ασφαλή. Τις κρύες και βροχερές νύχτες του χειμώνα, όμως, είναι έρημα και τρομαχτικά. Σχεδόν έρημα δηλαδή, διότι πάντα υπάρχει και αυτό που οι παλιοί αποκαλούν «κακό συναπάντημα».
Αριστερά και δεξιά βρίσκονται χαμηλά σπίτια και άλλα με ένα ή δυο ορόφους, σαν τοιχεία σε ένα λαβύρινθο από ακανόνιστα δρομάκια που περνούν κάτω από καμάρες και ξύλινα μισοδιαλυμένα μπαλκονάκια που είναι αμφίβολο αν μπορούν να σηκώσουν πιά το βάρος και του πιο λιπόσαρκου ανθρώπου. Ένα πλέγμα από το οποίο δεν κατάφερε να αποδράσει ούτε ο ίδιος ο χρόνος, έτσι ώστε η αίσθηση που σου δίνεται όταν βρίσκεσαι στα σωθικά του, είναι πως και αυτός δεν είναι γραμμικός αλλά κυκλικός, όπως το φίδι που τρώει την ουρά του. Τα λιγοστά μη εγκαταλελειμμένα σπίτια της παλιάς πόλης κατοικούνται από μετανάστες και εξαθλιωμένους ναρκομανείς ή άστεγους που αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο κάτω από μισογκρεμισμένες στέγες, συγκάτοικοι με ποντίκια και έντομα, το ίδιο ανεπιθύμητοι όπως και εκείνα. Στην πραγματικότητα έχουν για παρέα τους και μια σειρά από ασθένειες, με πρώτη αυτή τη φτώχειας.
Το μέρος αυτό έχει μεγάλη ιστορική αξία, συνδεδεμένη με την πολυτάραχη ιστορία ολάκερου του νησιού. Είχε αρχίσει να χτίζεται από τους Ενετούς στις αρχές του 13ου αιώνα, που είχαν έρθει ως κατακτητές και είχε αλλάξει χέρια με τους Οθωμανούς Τούρκους δύο φορές, μέχρι οι δεύτεροι να σιγουρέψουν την κυριαρχία τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που μέσα στη συνοικία είχαν χτιστεί και τρεις μιναρέδες, με τον έναν μόνο να σώζεται ως τις μέρες μας. Οι ξακουστοί πειρατές του Αιγαίου, αργότερα, λάδωναν τον τοπικό Πασά, που τους προστάτευε και τον προστάτευαν, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τα σοκάκια ως κρυψώνα για τα πυρομαχικά, τα λαθραία και τα κλοπιμαία τους. Συνήθως κάποια από τα σπίτια χρησιμοποιούνταν ως μπουντρούμια, ενώ στην γερμανική κατοχή αλλά και αργότερα στον εμφύλιο, πολλοί πατριώτες μαρτύρησαν η εκτελέστηκαν σε κάποιο ανήλιαγο υπόγειο. Το όποιο μοτίβο του γονιδιώματος της περιοχής περιείχε στη σύνθεση του πολύ πόνο, ανομία και θάνατο.
Μια νύχτα όπως είναι η σημερινή, λοιπόν, κάθε λογικός άνθρωπος θα αρνούνταν να διασχίσει την παλιά πόλη έστω και αν χρειάζονταν να κάνει ένα τεράστιο κύκλο για να πάει με τα πόδια από τη σημείο Α στο σημείο Β. Είναι καλύτερο να καθυστερήσεις κάπου παρά να μη φτάσεις ποτέ. Θυμάμαι, από τα παιδικά μου χρόνια, αποτελούσε μεγάλη παληκαριά για κάποιον να χωθεί στα υγρά στενά και να διανύσει μια εύλογη απόσταση. Υπήρχαν μάλιστα μια σειρά από φήμες για νέους που είχαν χαθεί για πάντα μην αφήνοντας κανένα ίχνος, λες και το μέρος τους είχε χωνέψει. Φυσικά με όλα αυτά, ειδικά όταν είσαι μικρός, δεν ξέρεις που σταματά το ψέμα και που ξεκινά η πραγματικότητα, αν υπήρχε έστω και ίχνος αλήθειας δηλαδή.
Μια τέτοια νύχτα διάλεξα, βροχερή, ομιχλώδη και άναστρη, για να κερδίσω εκείνο το στοίχημα που είχα βάλει με τον εαυτό μου από πολύ πιτσιρικάς. Να βρω δηλαδή το θάρρος, κάποτε, να διασχίσω από άκρη σε άκρη την παλιά πόλη κάτω από αυτές τι συνθήκες. Όταν ξεκίνησα από το σπίτι μου ήμουν πολύ αποφασισμένος, σε σημείο να μου φαίνεται όλο αυτό παιχνιδάκι, όμως με το που έφτασα στην εμπασιά, παρά τα 23 μου χρόνια, επανήλθε όλος αυτός ο απόκοσμος φόβος που ένιωθα και τότε που ήμουν μικρό παιδί. Είχε γίνει μέρος της ιδιοσυγκρασίας μου να προσπαθώ να απολαμβάνω κάθε έντονο συναίσθημα, ακόμη και τα αρνητικά, όμως τώρα που είχε έρθει η στιγμή της αλήθειας, αυτού του είδους οι ρομαντικές αντιλήψεις δεν με βοηθούσαν ιδιαίτερα. Αν και το μέρος ήταν γεμάτο στενάκια που απλώνονταν προς όλες τι κατευθύνσεις, υπήρχε μόνο μια είσοδος και μια έξοδος. Οι Ναζί είχαν φτιάξει ένα προστατευτικό τείχος γύρω από την υπόλοιπη συνοικία ώστε να μπορούν να ελέγχουν τους κρατουμένους τους και να προστατεύονται οι ίδιοι από επιδρομές της αντίστασης. Μετά το πέρας της κατοχής κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να ανοίξει νέες εισόδους. Προσωπικά θεωρούσα πως ήξερα καλά το δρόμο, τον είχα κάνει δεκάδες φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, όμως δεν ήμουν και 100% σίγουρος ότι θα μπορούσα το ίδιο καλά να τον ακολουθήσω και στο σκοτάδι, πόσο μάλλον με ομίχλη.
Οπλισμένος μόνο με ένα αδιάβροχο και ένα ζευγάρι στεγανές μπότες, με ένα μικρό φακό, χωρίς φεγγάρι, έπρεπε να βρω το κουράγιο να χωθώ στη χολή της πόλης, μονάχος. Όπως κάποιος που πηδάει πρώτη φορά από αεροπλάνο, έκανα το πρώτο βήμα ελπίζοντας ότι τουλάχιστον αυτή η έκρηξη αδρεναλίνης θα με αποζημίωνε ενώ θα είχα και μια καλή ιστορία να πω όταν με το καλό θα ξαναβρισκόμουν στην σχετική ασφάλεια του σύγχρονου κόσμου. Οι ήχοι που δέσποζαν, πέρα από αυτούς των βροντών και του βρόχινου νερού που κυλάει, περιοριζόταν σε παρανοϊκά νιαουρίσματα γατιών, γαυγίσματα σκυλιών, και στο σφύριγμα που έκανε ο αέρας περνώντας ανάμεσα από τα συντρίμμια και τις σάπιες στέγες. Ο βηματισμός μου στην αρχή ήταν αργός, μα γινόταν γρηγορότερος λες και του έδιναν παράγγελμα “εν δυο” οι συνεχώς αυξανόμενοι χτύποι της καρδιάς μου, ενώ η ανάσα μου γίνονταν όλο και πιο έντονη.
Μερικές φορές διασταυρώθηκα με φιγούρες ημιανθρώπινες, τυλιγμένες όπως όπως σε αυτοσχέδια αδιάβροχα φτιαγμένα από σκουπιδοσακούλες ή φουσκωτά μπουφάν που είχαν ποτίσει από τη βροχή. Προσπαθούσα να μη ρίχνω το φακό πάνω τους. Έμοιαζαν σαν καρικατούρες βγαλμένες από ταινία τρόμου, ντυμένοι με κουρέλια να περιφέρουν σα κουρέλι τη σάρκα τους, ανήμποροι, ανίκανοι, ξεχασμένοι, συνάμα τρομοκρατημένοι και τρομακτικοί. Δεν απέκλεια βέβαια το ενδεχόμενο την ίδια εντύπωση να έδινα και εγώ στον όποιο εξωτερικό παρατηρητή.
Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι έτρεμα όχι από φόβο μα από κρύο· κατάφερα κοροϊδέψω μέχρι κάποιο βάθος τη σκέψη μου, όμως στον πιο πρωτόγονο πυρήνα της, η αλήθεια ήταν αποτυπωμένη με τη γραφή εκείνη που επέτρεψε στον άνθρωπο να επιβιώσει ως είδος. Η ίδια εκείνη γραφή που θα αναγνώριζε και ο πρωτόγονος των σπηλαίων, μέσω της οποίας εκφράζονταν ο τρόμος για το άγνωστο και παράλληλα η γοητεία που αυτό μας ασκεί. Το σκηνικό επιδρούσε στη φαντασία μου όπως σε ένα ζωγράφο ο μαύρος καμβάς. Όμοια με τις φιγούρες του Καραβάτζιο που ήταν λες και γεννιόνταν από το σκοτάδι έτσι και εγώ περίμενα ότι πίσω από κάθε γωνιά κρυβόταν κάποιο πλάσμα της νύχτας, λες και πάνω σε κάθε σκεπή κουλουριαζόταν κάποιο νυχτεριδόφτερο σαρκοφάγο, έτοιμο να με αρπάξει, να με σηκώσει ψηλά και να με αφήσει να σκάσω στο έδαφος. Κι όσο σκοτείνιαζε η σκέψη μου, κι όσο πιο δυνατά ακουγόταν η καρδιά μου, τόσο περισσότερο ένιωθα μέσα μου το συναισθηματικό μεγαλείο που ένα κομμάτι του εαυτού μου αποζητούσε. Τρόμος πρωτόγνωρος, μοναδικός, έντονος σαν τον πρώτο έρωτα, ξαφνικός σαν αυτοκινητιστικό δυστύχημα, τόσο γήινος όσο η βαρύτητα, τόσο απόκοσμος όσο τα αστέρια.
Μερικά παράθυρα από τα σπίτια που προσπερνούσα εξέπεμπαν ένα χλωμό φωτισμό, κοντοστάθηκα σε ένα από αυτά και αδιάκριτα κοίταξα μέσα. Το φως προερχόταν από μια αυτοσχέδια λάμπα πετρελαίου και έφτανε ίσα για να διακρίνω ανθρώπινα σακιά ξαπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο σαν τα γουρούνια στο σφαγείο, ενώ η μυρωδιά από αλκοόλ ιδρώτα και καπνό με χτύπησε με το που πλησίασα το μισοδιαλυμένο παντζούρι. Τα κενά του παντζουριού είχαν επενδυθεί με μουσαμά, που ήταν και αυτός τρύπιος έτσι ώστε μεγάλο μέρος της βροχής να περνάει μέσα. Άθλιες συνθήκες ζωής για τουλάχιστον μια ντουζίνα ανθρώπους, σε ένα δωμάτιο απαλλαγμένο από έπιπλα ή κάθε άλλου είδους περιττή πολυτέλεια. Πραγματικά, είναι σαν να έχει σαρώσει κάποιος την ανθρώπινη σκόνη όλης της πόλης και να την έχει κρύψει σε ένα βρώμικο κελάρι, μη τύχει και τη δουν οι επισκέπτες και δυσαρεστηθούν.
Μια σπείρα από κεραμιδόγατες, αγνοώντας όπως φαίνεται τα έντονα καιρικά φαινόμενα, ζευγάρωναν πίσω από τις σκιές κάνοντας αυτούς τους ψυχεδελικούς θορύβους που μοιάζουν με κλάμα μωρού. Ένα σκυλί γαύγιζε στο βάθος σαν μανιασμένο, όπως τον γείτονα που φωνάζει για να σταματήσει το πάρτι της απέναντι πολυκατοικίας ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί. Είχε περάσει αρκετή ώρα και θα μπορούσα να πω πως είχα χάσει το δρόμο μου, όμως θα ήταν σωστότερο να πω πως δεν έψαχνα πια να βρω κάποιο δρόμο. Περιφερόμουν σαν αποχαυνωμένος, με είχε αφομοιώσει η αισθητική και η καταραμένη ομορφιά αυτού του τοπίου. Οι πλάκες του δρόμου με το καφέ χρώμα που έπαιρναν στο σκοτάδι, έκαναν το πλακώστρωτο να μοιάζει με μια ατελείωτη μπάρα σοκολάτας, θυμήθηκα το παραμύθι το Χάνσελ και της Γκρέτελ, η μάγισσα μονάχα έλειπε ή μήπως όχι;
Τα σύννεφα είχαν σταδιακά αραιώσει και μια σκόρπια ομάδα από αστέρια είχε εμφανιστεί στον ουρανό, το φεγγάρι που αποκάλυψαν ήταν γεμάτο και τεράστιο, τώρα το τοπίο είχε περάσει από την κινηματογραφική σκοτεινιά στον νωχελικό φωτισμό της θεατρικής σκηνής. Ένα φεγγάρι κόκκινο, ίσως εξαιτίας της υγρασίας, τρομαχτικό σαν μάτι αρπαχτικού που αναζητά θήραμα. Αν ο Νιλ Άρμστρονγκ διάλεγε μια τέτοια μέρα για να κάνει τον περίπατο του στη σελήνη δεν θα είχε επιστρέψει ποτέ.
”Ένα μικρό βήμα για μένα λοιπόν”, ψιθύρισμα, και συνέχισα την πορεία μου δίχως να συνειδητοποιώ πια ότι τρέμω, δίχως να ακούω τη καρδιά μου που χτυπούσε πιο δυνατά από ποτέ. Ήταν λες και είχα προσαρμόσει το πνεύμα μου στην μαγεία του τοπίου, μια μαγεία που ήταν ασύμβατη με τις αισθήσεις μου, ασύμβατη με τις σωματικές μου λειτουργίες, ενώ ίσα που επικοινωνούσε με κάποια συναισθήματα που πάντα φυλάσσονταν στην ανθρώπινη ψυχή, όμως ποτέ δεν της γίνονταν οικεία. Τόσο έξω από την καθημερινότητα μας όσο έξω είναι το νέκταρ και η αμβροσία από την καθημερινή μας διατροφή.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, λίγο πριν αρχίσω να νιώθω ότι θα μπορούσα να ξεπεράσω τους περιορισμούς της σάρκας και να απλωθώ σε άνω των τριών διαστάσεις, ένα στρίγκλισμα με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν δυο αλήτες που μετέφεραν ένα μεγάλο σκουπιδοτενεκέ, από αυτούς με τα ροδάκια, εκείνα ήταν που στρίγκλιζαν. Ήταν το λάφυρό τους από την επιδρομή που είχαν κάνει στη πόλη. Είναι απίστευτο τι μπορεί να βρει κανείς στα σκουπίδια… ειδικά αν έχει τρεις μέρες να φάει. Κουβαλούσαν το κάδο λες και ήταν παιδιά που είχαν κλέψει το σάκο του Αϊ-Βασίλη, φαινόταν η χαρά τους από το τρόπο που περπατούσαν, φαινόταν η μπαγαποντιά τους από το τρόπο που με κοίταξαν όταν πέρασαν από δίπλα μου. Ένιωθαν πως είχαν κάνει κάτι κακό, ποιος ξέρει τι θα τους έκανε η αστυνομία αν τους ανακάλυπτε. Ίσως βέβαια και να φοβόνταν μήπως τους αρπάξουν το θησαυρό, για αυτό ήταν επιφυλακτικοί. Μπορεί εκείνα τα παιδιά, που είχαν πάρει ένα κομμάτι κάρβουνο αντί για δώρο, να ήταν διατεθημένα ακόμη και να σκοτώσουν τον Άγιο Βασίλη προκειμένου να του κλέψουν το σάκο του· οποιοσδήποτε φοράει κόκκινα ρούχα, φωνάζει δυνατά “χο, χο, χο” και κυκλοφορεί τη νύχτα είναι σκέτη πρόκληση άλλωστε.
Ενώ έκανα αυτές τις σκέψεις, άκουσα πραγματικές φωνές παιδιών να έρχονται από λίγο παρακάτω. Παιδιά στις τρεις η ώρα τη νύχτα να παίζουν; Αυτό ήταν λίγο περίεργο, βέβαια τι ήταν φυσιολογικό σε αυτό το μέρος· τίποτα. Κατευθύνθηκα προς το σημείο, όσο πλησίαζα άρχισα να διακρίνω και ένα ζωώδες ουρλιαχτό ανάμεσα στις παιδικές, εκείνες, φωνές. Κάποτε έμοιαζε με κλαψιάρικο νιαούρισμα και κάποτε με άγριο αλύχτισμα. Προσπέρασα δυο ακόμα στενά όταν βρέθηκα στο, προορισμό μου, τα παιδιά ήταν μαζεμένα σε μια μικρή πλακόστρωτη πλατεία. Μέτρησα πέντε, έδειχναν να ήταν απασχολημένα με κάτι, προσπάθησα να δω καλύτερα. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους ήταν μια μαξιλαροθήκη, η οποία ήταν δεμένη στην άκρη της και ήταν γεμισμένη με κάτι… γεμισμένη με κάτι που κουνιόταν και ούρλιαζε και πάλευε να ελευθερωθεί. “Θεέ μου, ήταν η γάτα που άκουγα!”, σκέφτηκα.
Ένα ξανθό αγόρι περίπου πέντε χρονών, είχε αρπάξει τη μαξιλαροθήκη και άρχισε να την περιφέρει πάνω από το κεφάλι του σαν λάσο, μόλις έκανε μερικές περιστροφές την χτύπησε στο πάτωμα με δύναμη. Το ζώο από μέσα αλυχτούσε με τρόπο που θα σπάραζε την καρδιά ακόμα και σε χασάπη, όμως εκείνα τα παιδιά δεν έδειχναν ίχνος συμπόνιας. Μεταξύ τους ήταν και δύο μικρά κοριτσάκια ντυμένα στα λευκά που γελούσαν έχοντας τα χέρια τους μπροστά από το στόμα. Ήταν σαν να ένιωθαν ότι έκαναν κάτι πονηρό και να έκρυβαν την χαρά τους. Τα παιδιά έδειχναν να το χαίρονται και ένα-ένα άρχισαν να ποδοπατούν το άμοιρο ζωντανό που μάταια πάλευε για τη ζωή του. Το κλώτσαγαν, το έσερναν, το χτύπαγαν από ‘δω και από ‘κει, μέχρι που το ύφασμα της μαξιλαροθήκης ξεκίνησε να βάφεται κόκκινο, σε λίγα δευτερόλεπτα είχε μουσκέψει πλήρως και έσταζε.
Συνέχισαν το παιχνίδι τους μέχρι που το πράγμα στη μαξιλαροθήκη σταμάτησε να φωνάζει, σταμάτησε να κουνιέται. Τότε κι εκείνα, σαν να τελείωσε η μπαταρία στο αγαπημένο τους τρενάκι, έχασαν τον ενθουσιασμό τους και έπαψαν να ασχολούνται μαζί του. Ίσως τόση ώρα έπρεπε να είχα επέμβει, μα δε το έκανα, υπήρχε κάτι το απόκοσμο στα μάτια αυτών των παιδιών, υπήρχε μια υποψία λάμψης τόσο αμυδρής, όπως όταν βάζουμε ένα φακό κάτω από τα σκεπάσματα και λίγο από το φως διαπερνά την κουβέρτα. Το πιο λογικό ήταν πως αυτό ήταν η ιδέα μου… προφανώς είδα σε αυτά τα παιδιά μη ανθρώπινα χαρακτηριστικά λόγω της ζωώδους πράξης που είχαν διαπράξει, μια πράξη που δεν μπορεί να τη δικαιολογήσει ούτε το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν άγρια παιδιά του δρόμου. Έτσι έμεινα αμίλητος και κρυμμένος να τα χαζεύω μέχρι που εξαφανίστηκαν στα στενά. Βρισκόμουν σε υπερένταση και δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά.
Η αναπνοή μου κόπηκε όταν ένα χέρι μου τράβηξε το ρούχο, γύρισα αστραπιαία να δω τι ήταν. Το παράθυρο του σπιτιού του οποίου ο τοίχος μου παρείχε κάλυψη τόση ώρα είχε ανοίξει και μια μαυροφορεμένη φιγούρα είχε απλώσει το χέρι της πάνω μου. Μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν ο ίδιος ο Χάρος.
– “Αλίμονο μας! Είδες τι έκαναν;”, φώναξε με γερασμένη φωνή η μαυροφορούσα
που τελικά δεν ήταν ο Χάρος, αλλά μια ηλικιωμένη γυναίκα.
– “Ποια ήταν αυτά τα παιδιά;”, τη ρώτησα.
– “Αυτά δεν είναι πια παιδιά, είναι τελώνια, και δεν έχουν όνομα, ποτέ δεν είχαν, δε βαφτίστηκαν ποτέ και θάφτηκαν χωρίς να τα λειτουργήσει παπάς, σαν τα ζώα. Αλίμονό μας!”, ξαναφώναξε, έκανε το σταυρό της και τραβήχτηκε πάλι στις σκιές, κλείνοντας με δύναμη το παράθυρο.
Δε ξέρω τι με οδήγησε να το κάνω αυτό, ίσως η περιέργεια του ανθρώπου να ξεπερνάει σε ένταση τον φόβο του μερικές φορές. Μακάρι να μην ήμουν τόσο περίεργος και να είχα φύγει. Δεν έφυγα. Προχώρησα προς το κέντρο της πλατείας και αφού κάλυψα το χέρι μου με το μανίκι του αδιάβροχου, έσκυψα και έπιασα τη μαξιλαροθήκη. Όταν την άνοιξα τίποτα δεν μπορούσε να με προϊδεάσει για το τι θα έβρισκα μέσα της. Ακόμα και τώρα δε μπορώ να το εκφράσω με άμεσο τρόπο, δεν έρχονται τα λόγια στο στόμα μου. Μπορώ να πω μόνο το εξής: ότι δεν κλαίνε μόνο οι γάτες σα τα μωρά, μερικές φορές κλαίνε και τα μωρά σαν γάτες…
Τα ταβερνάκια της περιοχής ήταν έτοιμα να κλείσουν, οι τελευταίοι θαμώνες αποχεραιτιόνταν και τραβούσαν για όπου είχαν παρκάρει τα αυτοκίνητα τους. Το μέρος είχε αποκτήσειμεγάλη τουριστική φήμη τα τελευταία 9 – 10 χρόνια και αυτό ήταν κάτι που άλλαξε τα πάντα ριζικά. Άλοτε το παραλιακό μέτωπο και το γραφικό λιμανάκι βρίσκονταν εκεί για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των ημιεπαγγελματιών ψαράδων, τις βαρκούλες τους, τα μικρά καϊκάκια τους. Τώρα τα πάντα είχαν μετατραπεί σε τουριστικό αξιοθέατο, το λιμανάκι, οι βαρκούλες, ακόμα και οι ίδιοι οι ψαράδες, όσοι είχαν απομείνει, οι σιλουέτες τους είχαν ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα στις πατρίδες όλου του κόσμου μέσα στις φωτογραφικές μηχανές των επισκεπτών.
Εκεί που κάποτε βρίσκονταν μικρά χαμόσπιτα, τώρα είχαν ανοίξει καφετέριες και ταβέρνες, ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενοδοχεία, «μεσαίας κλίμακας τουριστική εκμετάλλευση» το ονόμαζε ένα άρθρο στην τοπική εφημερίδα. Το παλιό καφενείο, που λειτουργούσε για 50 χρόνια, είχε γίνει τώρα κατάστημα που πουλούσε φουσκωτά στρώματα, καρτ ποστάλ και λάδια για το μαύρισμα, παράλληλα διαχειριζόταν ενοικιαζόμενες ξαπλώστρες στην παραλία και έφτιαχνε και καφέδες στο χέρι με δυο ευρώ.
Τώρα όμως ήταν τέλος Οκτώβρη και παρά τον ήπιο καιρό που κρατούσε ακόμα, οι τουρίστες είχαι για τα καλά αραιώσει και η πιάτσα μετά τις 12 ερήμωνε. Όταν έκλεινε και το τελευταίο λαμπιόνι στους πάγκους και στις βιτρίνες, το μέρος μπορούσε να ξεγελάσει τον μοναχικό διαβάτη ότι βρίσκονταν ακόμη 30 χρόνια στο παρελθόν. Ίσως και 130, αν δεν υπήρχαν μερικά παρανόμως παρκαρισμένα μοτοποδήλατα εδώ και εκεί ως απομεινάρια του σύγχρονου πολιτισμού. Τέτοια ώρα, όλα ηρεμούσαν ακούγονταν μόνο ήπια ο ήχος του κύματος ή καμιά φορά τα τεντώματα των σχοινιών με τα οποία δένονταν οι βάρκες. Και απάνω από αυτό το ηχητικό «χαλί», μερικές φορές ακούγονταν οι ήχοι από το βίαιο ζευγάρωμα των γατιών ή από κάποια σκυλιά που πότε πότε είχαν αυπνίες … και πιο σπάνια κάποια παρέα από νέους που άραζαν στις ξαπλώστρες με μπύρες στο χέρι κάνοντας φασαρία με φάλτσες φωνές και χαχανητά.
Στο ταβερνάκι που έκλεισε τελευταίο τα φώτα του δυο φιγούρες έκαναν την καθιερωμένη τους συναναστροφή. Ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και ο σεκιουριτάς της περιοχής, που όπως κάθε νύχτα εδώ και περίπου μια βδομάδα ο πρώτος έφτιαχνε στο δεύτερο καφέ σε ποτηράκι από φελιζόλ για να βγάλει τη βάρδια. Βλέπετε, οι ξενοδόχοι κάποια στιγμή απόφάσισαν ότι θα ήταν καλή διαφήμιση για τους επισκέπτες αν φαίνονταν ότι η περιοχή φυλάσσονταν και έτσι αποφάσισαν να πληρώσουν όλοι μαζί για υπηρεσίες security.
«Ορίστε, 4 κουταλιές ζάχαρη και γάλα», «Να ΄σαι καλά φίλε, στην υγειά σου» είπε ο σεκιουριτάς την ώρα που έπιανε το ποτηράκι. Ήταν ψηλός, παχουλός και με ξυρισμένο κεφάλι. «Τίποτα ρε… Να σε ρωτήσω, μέχρι τι ώρα δουλεύεις αν επιτρέπεται;» τον ρώτησε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας. «Κάθομαι από τις 12 μέχρι τις 7, υπηρεσία φύλαξης, περιπολίες, επαγρύπνηση».
Η φωνή του φύλακα ήταν κάπως βαθυά και μπασα. Φορούσε στρατιωτικές αρβύλες και πράσινο παντελόνι που έμοιαζε με αυτό της στολής εξόδου του ελληνικού στρατού. Το είχε ζωσμένο πάνω από τον αφαλό, με την αντίστοιχη στρατιωτική ζώνη, φτιαγμένη από κάνναβη. Το πάνω μέρος της στολής έμοιαζε να είναι ένα δυο νούμερα μικρότερο από όσο θα έπρεπε, για αυτό και ήταν τσιτωμένο πάνω από την κοιλιά του, σαν έτοιμο να σκάσει. Το σύνολο συμπλήρωνε μια μάυρη γραβάτα, από αυτές που έδεναν με λάστιχο και τις αγόραζαν οι μαθητές για να τις φορέσουν στην παρέλαση.
«Παίρνεις τουλάχιστον διπλό μεροκάματο, νυχτερινό;» ρώτησε ο ιδιοκτήτης χωρίς να καταλαβαίνει ότι γίνονταν αδιάκριτος, όμως τέτοιες ερωτήσεις είναι ψωμοτύρι στις μικρές λαϊκές γειτονιές. «4 ευρώ η ώρα, και έχω αγοράσει τη στολή του φύλακα και το φακό του φύλακα» απάντησε, πιάνοντας με το χέρι ένα μακρύ μαύρο φακό που είχε ζωσμένο στα δεξιά της ζώνης και γυρίζοντας τον έτσι που να τον δείξει στον συνομιλητή του. Το μέγεθος του φακού μαρτυρούσε ότι είχε φτιαχτεί για να χρησιμοποιείται σε ώρα ανάγκης σανγκλοπ. «Έλα ρε, εσύ αγόρασες τον εξοπλισμό, δεν στον έδωσε η εταιρία;» ρώτησε με ειλικρινή έκπληξη ο ιδιοκτήτης. «Όχι, η εταιρία μας δίνει μόνο τα διακριτικά που έραψε η κυρά Μαρία» είπε δείχνοντας με το χέρι ένα υφασμάτινο σήμα «TalosSecurity» στο ύψος του στήθους, είχε άλλα δυο παρόμοια ραμμένα στους ώμους.
Τον ιδιοκτήτη ο νυχτοφύλακας τον είχε γνωρίσει πριν από μερικές μέρες, αρχικά του είχε φανεί ύποπτος γιατί τον πέτυχε να προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα του μαγαζιού του στις 3 η ώρα τη νύχτα. Τον είχε πλησιάσει προσεχτικά, έχοντας ανά χείρας τον φακό, έτοιμος [σχεδόν ευχόμενος να χρειαστεί] να τον χρησιμοποιήσει με τη δεύτερη του ιδιότητα, αυτή του γκλοπ. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοήςκαι ρίχνοντας τη δέσμη του φακού στα μούτρα του ταβερνιάρη, εκείνος γύρισε το κεφάλι σαστισμένος κάνοντας μια χαζή γκριμάτσα με τα μάτια μισόκλειστα. Έμοιαζε να είχε πιεί και λιγάκι για αυτό και ζοριζόταν να ανοίξει με το κλειδί. «Ξέχασα το κινητό μέσα» είπε απευθυνόμενος στο φύλακα. Ο φύλακας αναγνωρίζοντας τον κατέβασε αμέσως τη δέσμη του φακού, «φοβήθηκα ότι θα ήσουν κανένας Αλβ.. εεε κλέφτης» του είπε απολογητικά. «Δεν πειράζει, κάτσε, θα φτιάξω στα γρήγορα δυο καφεδάκια, το χρειάζομαι και εγώ, το χρειάζεσαι και εσύ».Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα χωρίς κανείς τους να μιλήσει… «πως τον θες;», «α… φραπέ, τέσσερεις κουταλιές ζάχαρη και γάλα». Ο μαγαζάτορας μπήκε μέσα και ξαναβγήκε ύστερα από περίπου ένα πεντάλεπτο με τους καφέδες, «ορίστε» είπε καθώς έτεινε το ένα από τα δυο ποτηράκια από φελιζόλ που κρατούσε στο χέρι του. «Ευχαριστώ», απάντησε ξερά ο φύλακας, από μέσα του αναρωτήθηκε άμα έπρεπε να ζητήσει συγνώμη που τον πέρασε για Αλβανό, ύστερα σκέφτηκε ότι ο μαγαζάτορας θα έπρεπε να τον ευχαριστεί και από πάνω που είχε τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά.
Κανείς δεν ρώτησε το όνομα κανενός σε αυτήν τους την πρώτη συνάντηση, ούτε και σε κάποια από τις επόμενες, ο σεκιουριτάς δεν το έκανε επειδή δεν τον ενδιέφερε και ο μαγαζάτορας επειδή στη στολή του σεκιουριτά υπήρχε ένα πράσινο ταμπελάκι με ραμμένο το ονοματεπώνυμο του «Γιώργος Κατηφόρης».
Ο Κατηφόρης, έχωσε το φακό στη θέση του και γύρισε την πλάτη και τραβώντας την πρώτη ρουφηξιά, τον είχε πετύχει ο πούστης, τόσο καλό δεν τον έκανε ούτε η κυρία Μαρία, η μάνα του. Ήταν άπειρες οι περιπτώσεις που είχε επιστρέψει τον καφέ σε κάποια χαζή σερβιτόρα επειδή δεν του τον είχε ανακατέψει όσο θα έπρεπε με αποτέλεσμα κομματάκια ζάχαρης να φράζουν το καλαμάκι, κάτι που σιχαίνονταν.
Κεφάλαιο 2, ιδιωτική πρωτοβουλία
3/10/2017 προς 4/10/2017
Η προηγούμενη βάρδια είχε περάσει ήρεμα και ξεκούραστα, κυρίως είχε περάσει χωρίς να τον ταλαιπωρήσει ιδιαίτερα η νύστα. Υπήρχαν φορές που η νύστα τον είχε τσακίσει, αυτά ήταν τα «καλά» του να δουλεύεις νύχτα. Πάντως ούτε απόψε φαίνονταν πιθανό να του έρθει υπνηλία, αυτό επειδή η θερμοκρασία είχε πέσει απότομα και δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος, δεν είχε φέρει ούτε το σκούφο, οπότε το κρύο θα τον κρατούσε στην τσίτα.Κουκούλιασε τα χέρια του γύρω από την κούπα του καφέ, που αυτή τη φορά τον είχε ζητήσει ζεστό, ύστερα ακούμπησε εναλλάξ τα χέρια του στα φουσκωτά μάγουλα του που ξεπάγιαζαν και ύστερα στην καράφλα του. «Τι θυσίες κάνω για να σας κρατάω ασφαλείς ρε κουφάλες, ενώ θα μπορούσα να είμαι στη ζεστασιά του σπιτικού μου», σκέφτηκε. Στην πραγματικότητα το σπίτι του δεν ήταν και τόσο ζεστό αφού τα τελευταία δυο χρόνια τα λεφτά δεν επαρκούσαν για πετρέλαιο, ενώ το μικρό ηλεκτρικό θερμαντικό σώμα που μοιράζονταν με την κυρά Μαρία ανέβαζε σε τρελά επίπεδα τον λογαριασμό του ρεύματος άμα δεν πρόσεχες.
Πάντως η σύμβαση του με την εταιρία security είχε λήξει από τα τέλη Σεπτέμβρη, οι πελάτες στην περιοχή δεν είχαν πληρώσει για φύλαξη από τον Οκτώβρη και μετά. Η παράνομοι όμως δεν παίρνουν άδεια το χειμώνα, πως ήταν δυνατόν να μένει περιοχή χωρίς ασφάλεια; «Είμαι υπεύθυνο άτομο» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του, η αλήθεια είναι όμως ότι γούσταρε να φοράει τη στολή. Ένιωθε τόσο «άνετος» μέσα της που για φωτογραφία εξωφύλλου του στο Facebookείχε τραβήξει μια σέλφι εν ώρα υπηρεσίας με το ένα χέρι του στη ζώνη και ένα βλέμμα που ο ίδιος το καταλάβαινε ως βλοσυρό και απειλητικό. Στην πραγματικότητα είχε συγκεντρώσει δυο «like»και 7 «χαχα» αφού οι λίγοι που την είδαν νόμιζαν ότι είχε πάρει για πλάκα αυτήν την πόζα.
Ξεκίνησε την συνηθισμένη του περιπολία, την έκανε κάθε νύχτα πάνω από 15 φορές, εκτός από όταν ένιωθε κουρασμένος, στις περιπτώσεις αυτές πέρναγε την περισσότερη ώρα καθισμένος σε κάποιο τραπεζάκι από αυτά που δεν έβαζαν μέσα οι ταβέρνες το βράδι. Η περιπολία του ξεκινούσε από την ανατολική πλευρά της περιοχής, κατέβαινε τα σκαλάκια από τον πεζόδρομο στο λιμάνι, το περπάταγε κατά μήκος, ύστερα συνέχιζε στην αμμουδιά μέχρι το τέλος της παραλίας, μετά ανέβαινε πάλι στον πεζόδρομο και επέστρεφε στην «βάση» ακολουθώντας τον πεζόδρομο. Η όλη αυτή γύρα με κανονικό περπάτημα έπαιρνε περίπου ένα τέταρτο, αυτός έκανε παραπάνω ώρα αφού χρειάζονταν να είναι προσεχτικός. Έριχνε τη δέσμη του φακού μέσα από τις τζαμαρίες στα κλειστά μαγαζιά για να σιγουρευτεί ότι δεν βρίσκονταν κανείς μέσα. Θα έκανε το ίδιο στα καΐκια, αλλά οι ιδιοκτήτες τους πολλές φορές πήγαιναν από αχάραχτα να προετοιμάσουν τις αλιευτικές τους εξορμήσεις και έτσι η δέσμη του φακού συχνά έπεφτε πάνω σε ενοχλημένες αγριωπές φάτσες.
Όταν είχε κρύο περπατούσε περισσότερο, αυτό τον κρατούσε ζεστό, έτσι αν και δεν είχε φτάσει ούτε στο μέσο περίπου της βάρδιας του, είχε κάνει τον κύκλο τουλάχιστον 10 φορές έχοντας διανύσει επτά με οκτώ χιλιόμετρα. Κάθε δυο βόλτες σταματούσε για ένα τσιγάρο, όταν είχε ξεκινήσει στο πακέτο είχε 5 μέσα, ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να βγάλει τη νύχτα, όμως εκείνη τη στιγμή έσβηνε το τελευταίο με την αρβύλα του. Έπιασε με το αριστερό του χέρι την κουπαστή και άρχισε να κατεβαίνει τη στενή τσιμεντένια σκάλα προς το λιμάνι. Ήθελε προσοχή, είχε παραπατήσει τρείς φορές στα κακοφτιαγμένα σκαλιά, ήταν πρωτόγονα κατασκευασμένα αφού το τσιμέντο έδενε μεταξύ τους μερικές ακανόνιστου σχήματος και μεγέθους πέτρες. Το χειρότερο όμως ήταν πως η κλίση των σκαλοπατιών ήταν κατηφορική και μεταξύ τους υπήρχε ασυμμετρία στο ύψος. Την πρώτη φορά μάλιστα που παραπάτησε, γλίστρησε και πέφτοντας χτύπησε με τον πισινό απότομα, από τότε ακόμα τον πόναγε κάποιες φορές. Τις επόμενες, κατάφερε –αν και κωμικά- να σταθεί στα πόδια του.
Παρά την ψύχρα η θάλασσα ήταν ήρεμη μέσα και έξω από το λιμάνι.Στις σφοδρές κακοκαιρίεςο μικρός λιμενοβραχίονας δεν επαρκούσε για να συγκρατήσει τα κύματα, με αποτέλεσμα να γίνονται ζημιές στα καΐκια και στις βάρκες. Αυτός ήταν και ο λόγος που όλα τα σκάφη ήταν εφοδιασμένα με μεγάλα λάστιχα, που κρέμονταν στα πλευρά τους ώστε να απορροφούν τα μεταξύ τους χτυπήματα και να μην «τραυματίζονται».
Το καθρέφτισμα από τα φανάρια του δρόμου στο νερό, οι βαρκούλες και οι γαλήνιοι ήχοι της θάλασσας δημιουργούσαν ρομαντική ατμόσφαιρα που τραβούσε τα ζευγαράκια ακόμη και τις πιο προχωρημένες ώρες της νύχτας, αν και τους χειμερινούς μήνες αυτό ήταν κάτι αρκετά σπάνιο. Πάντως, αν κάτι απεχθάνονταν περισσότερο από όλα ο Γιώργος ήταν τα «τρυπωμένα» ζευγαράκια στα σκοτεινά σημεία της παραλίας και του λιμανιού. Όταν κάθονταν λαθραία και ερωτοτροπούσαν στις ξαπλωτούρες είχε εντολή να επεμβαίνει και να τους διώχνει, όμως, αν δεν παραβίαζαν την ατομική ιδιοκτησία εκείνων που πλήρωναν το αφεντικό του, ήταν καλύτερο να μην πλησιάζει. Όσες φορές το έκανε, η κατάσταση κατέληξε σε άβολους καβγάδες, μια φορά μάλιστα το ενοχλημένο ζευγάρι κάλεσε την αστυνομία.
Σε κάθε βάρδια, ιδέες μεγαλείου περνούσαν από το μυαλό του. Ήλπιζε ότι θα τσάκωνε στα πράσα κάποιο ληστή ή ακόμη καλύτερα, κάποιον βιαστή και τότε όλοι θα αναγνώριζαν την αξία του, ίσως μάλιστα να τον ερωτεύονταν και το θύμα. Δεν ήταν σαν τους άλλους security, αυτός έκανε καλά τη δουλειά του, οι υπόλοιποι απλώς έβαζαν μια στολή και περίμεναν την ώρα να περάσει για να πάρουν το μεροκάματο. Κάθε τόσο, ψυχαναγκαστικά, τσέκαρε με τα χέρια του τον εξοπλισμό του, το σπρέι πιπεριού, το φακό, τις χειροπέδες που έκρυβε στην τσέπη του τζάκετ. Έπρεπε να το κάνει, διαφορετικά είχε συνέχεια εκείνο το συναίσθημα που φεύγεις από το σπίτι και νομίζεις ότι έχεις αφήσει το γκάζι ανοιχτό.
Ακούστηκε ένα χλατς και ένιωσε το δεξί του πόδι να βυθίζεται σε κάτι μαλακό. «Σκατά» ψιθύρισε, ως δήλωση μπορεί να μην ήταν και πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Έριξε τη δέσμη του φακού προς τα κάτω, αυτό που είχε πατήσει σίγουρα δεν ήταν σκατά, όμως τι ήταν; Σήκωσε το πόδι του και μέρος του υλικού κρεμάστηκε από την αρβύλα του σαν λειωμένο τυρί του τοστ, χρειάστηκε να τιναχτεί για να κοπεί. Αυτό που έβλεπε έμοιαζε με μεγάλος παχύρευστος λεκές από ένα απροσδιόριστο πολύχρωμο ζελέ. Όταν το κοίταξε λίγο πιο προσεχτικά θα ορκίζονταν ότι είχε τρίχωμα, το οποίο όμως ήταν χωνεμένο στο εσωτερικό του γλοιώδους υλικού.Έψαξε τριγύρω και δεν άργησε να βρει ένα σπασμένο σκουπόξυλο, επέστρεψε στο σημείο και έχωσε την άκρη του σκουπόξυλου στον πολτό. Άρχισε να αναδεύει το σκουπόξυλο όπως οι μάγισσες αναδεύουν στα καρτούν την κουτάλα μέσα στη χύτρα. Ένιωσε το ξύλο να ακουμπάει σε κάποια πιο σκληρά κομμάτια και άρχισε να τα τραβά έξω από το μείγμα. Κατάφερε να «ψαρέψει» 5-6 αλλά ήταν ακόμη καλυμμένα με το ζελέ και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έβλεπε. Έτρεξε και πήρε το μισοάδειο μπουκαλάκι νερό που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι, στο σημείο από το οποίο ξεκινούσε η περιπολία του. Ξέπλυνε τα κομμάτια και αυτό που αποκαλύφθηκε τον έκανε να ανατριχιάσει, ήταν κόκκαλα, αν έπρεπε να στοιχηματίσει θα έλεγε ότι ταίριαζαν σε κάποιο ζώο μεγέθους γάτας, ένας τρόπος υπήρχε να βεβαιωθεί. Έπιασε πάλι το σκουπόξυλο και συνέχιζε να βγάζει κομμάτια μέσα από το σωρό, μέχρι που τράβηξε κάποιο λίγο μεγαλύτερο και στρογγυλωπό. Όταν το ξέπλυνε διαπίστωσε ότι ήταν όντως κρανίο από γάτα. Δεν χρειάζονταν να είσαι ειδικός για να καταλάβεις κάτι τέτοιο, όμως τι στο διάβολο μετέτρεψε τη γάτα σε μια τέτοια άμορφη μάζα, σίγουρα όχι η φυσική αποσύνθεση, ούτε αυτό χρειάζονταν να είσαι ειδικός για να το καταλάβεις.
Έβγαλε από την τσέπη το κινητό του και τράβηξε μερικές φωτογραφίες, για καλή του τύχη δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με αυτό κατά τη διάρκεια της βάρδιας και έτσι είχε ακόμη μπαταρία, διαφορετικά θα είχε αδειάσει σε λιγότερο από δυο ώρες. Οι φωτογραφίες δεν βγήκαν και οι πιο καθαρές του κόσμου, το φλας έκανε το υλικό να γυαλίζει έντονα κάτι που έκρυβε τις λεπτομέρειες, ενώ χωρίς φλάς ο κόκκος της νυχτερινής λήψης έκανε τόσα «χιονάκια» που πάλι δεν έβγαζες άκρη.
Όλο αυτό του κράτησε το ενδιαφέρον περίπου ένα εικοσάλεπτο, ύστερα επέστρεψε στην ρουτίνα του μην μπορώντας να βγάλει πιο προχωρημένα συμπεράσματα, αν και κάθε φορά που περνούσε από το σημείο το έφεγγε με το φακό. Μέχρι την ώρα που ξημέρωσε, το παχύρευστο υλικό είχε ξεραθεί και έμοιαζε πια με φυσιολογικό κουφάρι νεκρού ζώου. Το πόσο γρήγορα είχε ξεραθεί όλη αυτή η άμορφη μάζα τον έκανε να σκεφτεί πως ότι κι αν ήταν αυτό που σκότωσε το ζωντανό έπρεπε να το είχε κάνει κατά τη διάρκεια της βάρδιας του. Το λογικό αυτό συμπέρασμα τον έκανε να νιώθει περήφανος, ήταν καλός όχι μόνο στη φύλαξη αλλά και στην ανάλυση. Θα έπρεπε κανονικά να τον έκαναν ντετέκτιβ, αυτό ήταν κάτι που το πίστευε πραγματικά αν και ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να μπει στην αστυνομία. Έτσι όπως τα έβλεπε, αυτοί οι μαλθακοί γραφειοκράτες θα έπρεπε να του κάνουν πρόταση.
…
Είχε πια γυρίσει στο σπίτι του και βρίσκονταν ήδη κάτω από δυο κουβέρτες, το κρύο και η υγρασία είχαν ποτίσει τους τοίχους και έκαναν οποιαδήποτε μετάβαση από το κρεβάτι προς την τουαλέτα ζήτημα θαρραλέας απόφασης, το σκεφτόσουνα δηλαδή δυο και τρείς φορές για να πας να κατουρήσεις. Είχε το κινητό στην πρίζα κάμποση ώρα και η μπαταρία είχε φτάσει στο 45, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να το περιεργάζεται. Αφού είδε πως δεν είχε μηνύματα σε καμία πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, άνοιξε το φάκελο με τις φωτογραφίες για να τις ερευνήσει με την ησυχία του. Αν και οι φωτογραφίες δεν ήταν καθαρές, υπήρξε κάτι που του τράβηξε την προσοχή και το οποίο δεν το είχε παρατηρήσει στην επιτόπια «έρευνα». Από το σημείο που βρίσκονταν αυτό που κάποτε ήταν γάτα και μέχρι την άκρη του ντόκου υπήρχε μια υγρή διαδρομή περίπου 1,5 μέτρο. Έμοιαζε δηλαδή σαν κάτι να βγήκε από τη θάλασσα, ίσως και η ίδια η γάτα. Αυτό όμως δεν εξηγούσε γιατί σε εκείνο ακριβώς το σημείο στάθηκε και έλιωσε σαν παγωτό. Μήπως κάτι που πετάχτηκε από το νερό έφερε τη γάτα σε αυτή την κατάσταση; Όμως τι θα μπορούσε να ήταν αυτό το κάτι; Βλακείες, μάλλον είχε κυλήσει το νερό που έριξε ο ίδιος με το μπουκαλάκι. Έσβησε και άφησε το κινητό πλάι στο κομοδίνο, έκλεισε το παντζούρι από πάνω του για να μην μπαίνει φως και αποκοιμήθηκε μέσα σε λίγα λεπτά θεωρώντας ότι είχε βρει όλες τις απαντήσεις.
Κεφάλαιο 3: Για μια ρουφηξιά καφέ
7/10/2017 προς 8/10/2017
Κλείδωσε το ποδήλατο του σε μια μεταλλική σωλήνα, η ώρα ήταν 11.45, είχε φτάσει στον τόπο ευθύνης του λίγο νωρίτερα. Είχε χειμωνιάσει για τα καλά οι ταβέρνες καμιά φορά έκλειναν και πριν τις 11.30, πόσο μάλλον σήμερα που ήταν καθημερινή. Δεν ήθελε να χάσει τον δωρεάν καφέ, ήταν δυο τα μαγαζιά που τον κέρναγαν αλλά το ένα το είχε μόνο για ρεζέρβα,χρησιμοποιούσεφτηνό καφέ και ήταν σα να έπινες χώμα. Προμηθεύτηκε το φραπέ και έκατσε σε ένα τραπέζι απέναντι να σκαλίσει το κινητό του.Κατέληξε να τσεκάρει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει την προηγούμενη εβδομάδα.
«Ω ρε φίλε τα είδες και εσύ;» άκουσε μια φωνή ακριβώς πίσω από τον ώμο του, έστριψε και είδε κεφάλι που είχε χωθεί δίπλα στο δικό του και κοίταζε την οθόνη του κινητού. Ήταν η Βαγγέλω, μια από τις πολλές γραφικές περσόνες που σύχναζαν στην γειτονιά. «Έχουμε πολλούς σαλεμένους, έρχονται επειδή είναι κατηφορικά, μετά συναντάνε θάλασσα και επειδή βαριούνται να ανέβουν την ανηφόρα ξεμένουν εδώ», του είχε πει κάποτε κάποιος κάτοικος της περιοχής αστειευόμενος. Τη Βαγγέλω μπορούσες να τη συναντήσεις οποιαδήποτε στιγμή να γυροφέρνει και να μιλάει φωναχτά στον οποιονδήποτε, δεν χρειάζονταν να τον γνωρίζει. Η φωνή της ήταν μπάσα, σχεδόν αντρική (ίσως για αυτό και να τη φώναζαν Βαγγέλω και όχι Βαγγελιώ), ηλικιακά έδειχνε κάπου μεταξύ 40 και 50. Φορούσε συνήθως- όπως και τώρα- τζιν παντελόνι και ασορτί ζακέτα με αθλητικά παπούτσια. Τα μαλλιά της ήταν κάπως απεριποίητα και αν κάποιος δεν ήταν αποσπασμένος στο να κοιτάει φωτογραφίες στο κινητό του, θα μπορούσε να μύρισει την κολόνια της – την οποία μάλλον τη λούζονταν – από χιλιόμετρα.
«Ξέρεις τι το έκανε αυτό;», τον ρώτησε με έναν τόνο που έδειχνε ότι εκείνη ήξερε. Ο Γιώργος, που συνήθως απέφευγε να πιάσει κουβέντα μαζί της ήταν αρκετά περίεργος να ακούσει τι είχε να πει. «Όχι, εσύ ξέρεις;» τη ρώτησε έχοντας μια έκφραση αποδοκιμασίας. «Είναι οι «ασύμμετροι», τους έχω δει να βγαίνουν από τη θάλασσα και να το κάνουν αυτό στις γάτες όταν νομίζουν ότι εκεί γύρω δεν είναι κανείς, ούτε να νιαουρίσουν δεν προλαβαίνουν». «Οι ασύμμετροι, τι είναι αυτοί και που το ξέρεις ότι τους λένε έτσι;» ρώτησε ο Γιώργος ξύνοντας χαρακτηριστικά το κεφάλι του. «Εγώ τους ονόμασα, είναι οι ασύμμετροι γιατί είναι ασύμμετροι, κρύβομαι στις βάρκες τα βράδια και τους βλέπω, σε βλέπω και εσένα που περνάς και χαμπάρι δεν με παίρνεις». Η αλήθεια είναι ότι ηΒαγγέλω, εκτός από τους «ασύμμετρους», όποιοι και αν ήταν αυτοί, ισχυρίζονταν ότι είχε δει τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον Παύλο Μελά και τον Άρη Βελουχιώτη, ο τελευταίος μάλιστα της είχε μιλήσει, στους υπόλοιπους είχε μιλήσει εκείνη πρώτη αλλά δεν της απάντησαν.
«Να πιώ μια ρουφηξιά καφέ;» ρώτησε η Βαγγέλώ και χωρίς να περιμένει απάντηση έσκυψε να ρουφήξει από το καλαμάκι. Ο Γιώργος έβαλε αστραπιαία το χέρι του και την έσπρωξε πίσω πριν ολοκληρώσει την κίνηση της. «Φύγε μωρή χαζή, να πάρεις το δικό σου καφέ!» της φώναξε νευριασμένος. «Σκατά, έπρεπε να πάρω ζεστό καφέ, χωρίς καλαμάκι», σκέφτηκε, όμως πώς να είχε προβλέψει την σαλεμένη. Αυτή άρχισε να τρέχει πανικόβλητη και να γκαρίζει με όλη τη δύναμη της φωνής της, «α στο διάολο μωρέ χοντρέ, να πας στο διάολο, δεν σου ξαναλέω τίποτα!». Έκανε πως θα τρέξει να την κυνηγήσει, όχι ότι θα την προλάβαινε, αυτή πάντως άρχισε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα και σταμάτησε να φωνάζει μέχρι που εξαφανίστηκε σε μια στροφή παρακάτω.
«Μαλακισμένη» είπε μέσα απ’ τα δόντια του, κάθε φορά που του μίλαγε ήταν για να του ζητήσει τσιγάρο, όχι ότι της είχε δώσει και ποτέ, αλλά το να πάει ρουφήξει έτσι από μόνη της τον καφέ του ήταν το κάτι άλλο. Ήταν σίγουρος ότι όλο αυτό το είχε σκαρφιστεί για να τον πλησιάσει αρκετά ώστε να του πιεί τον καφέ, ασύμμετροι και αηδίες, θα έπρεπε να εύχεται να μην τον ξαναπετύχει στο δρόμο της. Κοίταξε το κινητό και είδε ότι ήταν ώρα να πιάσει δουλειά, περίμενε ακόμη δυο τρία λεπτά να ηρεμήσει και ξεκίνησε την πρώτη του περιπολία για απόψε. Εκείνη τη νύχτα δε συνέβη τίποτα παράξενο, ούτε και τίποτα ασύμμετρο.
Κεφάλαιο 4: Μια παλιά ιστορία
8/10/2017 προς 9/10/2017
Σταμάτησε με το ποδήλατο στο περίπτερο και ζήτησε λαχανιασμένος ένα πακέτο Camel σκληρό, το πλήρωσε με όσα ψιλά κατάφερε να μαζέψει από εδώ και από εκεί, ίσως και να ήταν το τελευταίο πακέτο που θα μπορούσε να πληρώσει με τα δικά του λεφτά για φέτος. Είχε περάσει σχεδόν δεκαπενθήμερο από την τελευταία του πληρωμή, την τελευταία του για τους επόμενους 5 – 6 μήνες δηλαδή και τα λεφτά από τη σύνταξη της μάνας του ίσα που έφταναν για τα απολύτως βασικά. «Χήρα στρατηγού» την αποκαλούσε περιπαιχτικά, στην πραγματικότητα ο πατέρας του, που είχε πεθάνει από την «κακή αρρώστια» εδώ και μια δεκαετία, ήταν μόνιμος υπαξιωματικός του στρατού και είχε απολυθεί με το βαθμό του ανθυπολοχαγού.«Καλύτερα να μου ζητούσες ρέστα από πενηντάρικο» του είπε χαμογελαστά ο περιπτεράς την ώρα που μετρούσε το σωρό με τα δεκάλεπτα, όμως δεν το έπιασε το αστείο και δεν αντέδρασε.Πήρε στα χέρια του το πακέτο και υποσχέθηκε στον εαυτό του να του κρατήσει τουλάχιστον μια εβδομάδα, στην πραγματικότητα του κράτησε κάτι λιγότερο από δυο εικοσιτετράωρα, και δεν είναι ότι πρόλαβε να καπνίσει όλα τα τσιγάρα.
Έκανε πετάλι για λίγο ακόμη στην ευθεία, κατέβηκε την μεγάλη κατηφόρα που οδηγούσε στην παραλιακή, έδεσε το ποδήλατο και έσπευσε προς το καθιερωμένο ραντεβού του με τον τσάμπα καφέ. «καλώς τον» είπε ο ιδιοκτήτης που είχε κλείσει ήδη τα φώτα και είχε κάτσει σε ένα εξωτερικό τραπέζι ρεμβάζοντας και κοιτώντας τη θάλασσα που ήταν λάδι. «καλησπέρα, όλα εντάξει;» τον ρώτησε ο φύλακας με ένα τόνο που ήταν σαν να περίμενε να του δώσει πλήρη αναφορά συμβάντων. «Καλά μωρέ, πεθάναμε στη δουλειά πάλι σήμερα» απάντησε ειρωνικά ο ταβερνιάρης. «Και άμα είχατε τόση δουλειά γιατί κλείσατε τόσο νωρίς; Ούτε 11 δεν είναι…», «με τσάκωσες Σαΐνη[1]… πλάκα κάνω, δεν είχαμε καθόλου δουλειά, δυο παρέες και αυτές λειψές… Σάββατο σου λέει ο άλλος». «Λοιπόν, θα σου πω αυτό και θα πάω να σου φτιάξω τον καφέ σου. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να έχει βγάλει κάποιος την παρέα του για να τους κεράσει και αυτοί να το ξέρουν, θέλουν να του κάνουν οικονομία και δεν παραγγέλνουν σχεδόν τίποτα. Ότι χειρότερο, αυτοί, και οι «έχουμε τσιμπήσει κάτι σπίτι», ε άμα έχεις τσιμπήσει στο σπίτι ρε φίλε τι πας στην ταβέρνα, για να μας βάλεις να σου πλένουμε πιάτα και ποτήρια;» είπε ο ταβερνιάρης και σηκώθηκε απρόθυμα να πάει να φτιάξει τον καφέ. «Νεςθέλω σήμερα…» φώναξε ο Γιώργος, «ότι θέλει το παιδί» ακούστηκε από μέσα.
Όταν βγήκε με το καφεδάκι ο Γιώργος πήρε το θάρρος να τον ρωτήσει «δεν μου λες, έχεις ακούσει τίποτα παράξενες ιστορίες εδώ πέρα;», «καλύτερα να με ρώταγες αν έχω ακούσει καμία φυσιολογική, τι παράξενες εννοείς». «Να, η Βαγγέλω χθες μου μίλαγε για κάτι πλάσματα που τα λέει ασύμμετρους, μάλλον ζουν στη θάλασσα και τρώνε γάτες». Ο μαγαζάτορας δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και άρχισε να γελάει δυνατά. «Αχαχαχαχα, γάτες σαν…. σαν τον Αλφ τον εξωγήινο δηλαδή; Να ‘σαι καλά, με έκανες και γέλασα». Ύστερα όταν είδε ότι ο συνομιλητής του δεν φάνηκε να το διασκεδάζει καθόλου πρόσθεσε. «Κοίτα, δεν πιστεύω σε τέτοια παραφυσικά αλλά θα σου πω μια ιστορία που μου έχει πει ο πατέρας μου και θα σου σηκωθεί η τρίχα. Αν έχεις χρόνο δηλαδή.», «έχω ακόμα ένα τέταρτο» απάντησε.
«Όταν ήταν νέος ο πατέρας μου, εκεί στα δεκατέσσερα δεκαπέντε, είχε ένα φίλο στη γειτονιά, μεγαλύτερο του, πιο πολύ σαν μεγάλο αδερφό δηλαδή παρά σαν φίλο. Ξέρεις, τον βοηθούσε στα διαβάσματα, του έδινε να κάνει βόλτες με τη βέσπα του και άλλα τέτοια. Ο φίλος του αυτός λοιπόν, κάποια στιγμή μπάρκαρε και για να μη στα πολυλογώ, μετά από κάνα μήνα ο πατέρας μου πήρε γράμμα με μια φωτογραφία του φίλου του με τη στολή του ναύτη, ήταν τραβηγμένη στο λιμάνι του Μπάρι. Τη φωτογραφία αυτή ο πατέρας μου την πήρε, την κορνίζωσε και την έβαλε πάνω σε κάποιο έπιπλο. Μια νύχτα που σηκώθηκε να πάει να πιεί νερό από την κουζίνα, όπως περνούσε δίπλα από το καδράκι άκουσε ένα κρακ, το πήρε στα χέρια του και παρατήρησε ότι το τζαμάκιέχε ραγίσει από πάνω προς τα κάτω, ακριβώς στη μέση του κεφαλιού του φίλου του, είχε δεν είχε περάσει ένα εξάμηνο από τότε που έβαλε την κορνίζα. Κάτι δεν του πήγε καλά, ξέρεις, σαν προαίσθημα, όμως η ώρα ήταν τρείς και έτσι ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Μετά από μια δυο μέρες ήρθαν τα μαντάτα ότι το καράβι στο οποίο δούλευε ο φίλος του είχε βουλιάξει και πήρε μαζί του 11 μέλη από το πλήρωμα, μαζί και το φίλο του. Ξέρεις ποιο είναι το πιο ανατριχιαστικό, ότι το τζάμι από το κάδρο έσπασε ακριβώς τη μέρα και την ώρα του ατυχήματος!»
Ο Γιώργος είχε μείνει να τον κοιτάζει σαν χαμένος, είχε το ποτήρι το καφέ κρατημένο ψηλά να αχνίζει μπροστά στο πρόσωπο του χωρίς να πίνει καφέ για περίπου ένα λεπτό. Όταν βγήκε από την κατάσταση αποχαύνωσης είπε με την μπάσα φωνή του τραβώντας πάνω το μανίκι του. «Πω ρε φίλε, πραγματικά ανατρίχιασα, δες». «Ξέρω ότι μπορεί και να μη με πιστεύεις, όμως δε μου λέει ψέματα ο πατέρας μου» είπε ο ταβερνιάρης, στην πραγματικότητα ο Κατηφόρηςδεν είχε νιώσει ίχνος δυσπιστίας. Πέρασε τη βάρδια του χωρίς κάποιο περιστατικό, όχι όμως ήρεμος, η ιστορία είχε επίδραση πάνω του και ο δυνατός αέρας που άρχισε να φυσάει λίγο μετά τα μεσάνυχτα δεν βοηθούσε και πολύ. Ο αέρας πάντα δημιουργεί απόκοσμους ήχους ή τους καλύπτει.
Κεφάλαιο 5: Η επαφή
9/10/2017 προς 10/10/2017
Είχε καταφέρει να κάνει αρκετή οικονομία στα τσιγάρα, το πακέτο δεν είχε φτάσει καν στη μέση, είχε δείξει ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση, ήξερε πως από τώρα και έπειτα θα δυσκολεύονταν να αγοράζει πακέτο. Δεν είχε πρόβλημα με τις τράκες, όμως τέτοια ώρα που εργάζονταν δεν συναντιέσαι και με πολύ κόσμο για να του ζητήσεις τσιγάρο. Η ιστορία που είχε ακούσει την προηγούμενη τον επηρέαζε ακόμα για αυτό ήταν στην τσίτα, όμως όσο προχωρούσε η νύχτα είχε κάπως ξεχαστεί.
Η ώρα ήταν κάπου τρείς τα ξημερώματα, είχε κάνει ήδη αρκετές περιπολίες, όταν περνώντας από την κάτω πλευρά, στο λιμανάκι, άκουσε ίσα ίσα ένα παφλασμό. Γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος προέλευσης του ήχου και είδε κάτι που τον παραξένεψε. Σαν να φούσκωνε λίγο η θάλασσα και να δημιουργούνταν μια καμπούρα στην επιφάνεια της. Ύστερα παρατήρησε ότι η «καμπούρα» κινούνταν προς την κατεύθυνση του μόλου, κάθετα προς την προβλήτα που αυτός βρίσκονταν. Χωρίς να την αφήσει από τα μάτια του άρχισε να πλησιάζει με πολύ προσεχτικές κινήσεις, όταν έφτασε περίπου στην άκρη της προβλήτας, περίπου 15 μέτρα από την «καμπούρα», εκείνη άρχισε να σηκώνεται και να γλείφει το τοίχωμα του μόλου. Από εκείνη την απόσταση, παρατήρησε πως επρόκειτο για μια παράξενη φουσκωμένη μάζα απροσδιορίστου σχήματος η οποία συστέλλονταν και διαστέλλονταν σαν να αναπνέει. Έγλειφε και ανέβαινε το τοίχωμα σαν τεράστιος γυμνοσάλιαγκας, παίρνοντας κάποτε στρογγυλό σχήμα, κάποτε μακρόστενο ενώ μερικές φορές η επιφάνεια του πράγματος γίνονταν τόσο ακανόνιστη όσο ένα σακί με πατάτες. Το μέγεθος του ήταν περίπου όσο ενός θαλάσσιου ελέφαντα. Δεν τον είχε ακούσει, αν δηλαδή αυτό το πράγμα είχε την αίσθηση της ακοής. Από εκείνη την απόσταση δεν μπορούσε να παρατηρήσει και πολλά μέσα στο σκοτάδι, σκέφτηκε να βγάλει από την τσέπη του το κινητό για να τραβήξει βίντεο, αν είχε ακόμα μπαταρία, όμως δεν πρόλαβε να το κάνει.
Ακούστηκε από πίσω του ένα γρήγορο ποδοβολητό και πριν καταφέρει να αντιδράσει, κάποιος τον έσπρωξε με φόρα σαν αθλητής φούτμπολ. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη θάλασσα. Στην αρχή, εξαιτίας του σοκ δεν ένιωσε το παγωμένο νερό, το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο όμως, που έβγαλε το κεφάλι του στην επιφάνεια, το κρύο τον τσίμπησε απότομα νιώθοντας έτσι ένα δεύτερο σοκ. Αν ήταν κάποιος με αδύναμη καρδιά ίσως και να τα είχε κακαρώσει. «Στο είπα μαλάκα, στο είπα και δεν με πίστευες, τώρα τι έχεις να πεις ρε χοντρέ;» Πριν ακόμα γυρίσει το κεφάλι του προς τα εκεί κατάλαβε πως ήταν η Βαγγέλω, αυτή η καριόλα παραφύλαγε και όταν βρήκε την ευκαιρία τον έσπρωξε στο νερό. Θα έσφιγγε τα δόντια του από τα νεύρα αν δεν ήταν ήδη σφιγμένα από το κρύο. Αυτή έτρεξε και εξαφανίστηκε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ύστερα εκείνος θυμήθηκε το πλάσμα. Στο σημείο που το είχε δει τελευταία φορά δεν βρίσκονταν τώρα τίποτα. «Σκατά» φώναξε και αμέσως αγχώθηκε, φοβήθηκε ότι το πλάσμα ειχε βυθιστεί μέσα στο νερό ακριβώς από κάτω του. Θα τον άρπαζε και θα κατέληγε σαν τη γάτα, ένας σκελετός με τρίχες, όχι και τόσες πολλές τρίχες ομολογουμένως. Αμέσως άρχισε να κολυμπάει προς την άκρη της αποβάθρας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, εκεί υπήρχαν κάποια βραχάκια που θα τον βοηθούσαν να σκαρφαλώσει και να βγει στην ξηρά, αν προλάβαινε.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής ένιωθε κάτι να του γαργαλάει τις γάμπες, ίσως ήταν φύκια, ίσως και όχι. Κατάφερε να φτάσει στα βράχια και να βγει από τη θάλασσα, όμως δεν του αρκούσε αυτό, ασυναίσθητα απομακρύνθηκε 20 βήματα από το νερό. Έπρεπε να ηρεμήσει, αμέσως έβαλε το χέρι στην τσέπη για να πιάσει το πακέτο με τα τσιγάρα … τι ειρωνεία, ήταν μούσκεμα, το ίδιο και το κινητό. «Πουτάνα» αναφώνησε. Η στολή του είχε γίνει 10 κιλά και τα άρβυλα του είχαν γεμίσει νερό και πλατσούριζαν σε κάθε του βήμα. Δεν περίμενε να τελειώσει η βάρδια, γύρισε σπίτι, έτσι και αλλιώς ήταν αφεντικό του εαυτού του. Θα είχε χρόνο αργότερα να επεξεργαστεί στο μυαλό του τι ήταν αυτό που είχε δει.
Κεφάλαιο 6: Η ενέδρα
10/10/2017 προς 11/10/2017
Έπρεπε κάτι να κάνει, έπρεπε κάτι να κάνει με τη Βαγγέλω, δεν θα την άφηνε έτσι, όμως προηγούνταν το πλάσμα. Ήθελε με κάποιο τρόπο να το «τσακώσει», ζωντανό ή νεκρό. Η κυρά Μαρία του είχε από την προηγούμενη έτοιμη και σιδερωμένη τη δεύτερη στολή του, όταν εκείνη τον ρώτησε γιατί γύρισε από τη δουλεία με την άλλη γεμάτη θαλασσινό νερό,αυτός της είπε να γυρεύει τη δουλειά της.
Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου τη νύχτα, χρησιμοποίησε την ένταση που ένιωθε για να καταστρώσει ένα πανέξυπνο –έτσι τουλάχιστον πίστευε ο ίδιος- σχέδιο. Επιτέλους, η μανία της μάνας του με τις γάτες θα του φαίνονταν χρήσιμη. Βγήκε έξω με το που άνοιξαν τα μαγαζιά. Πήγε κατευθείαν σε ένα petshop και έδωσε τα τελευταία του χρήματα καθώς και 5 ευρώ που πήρε από τη μάνα του για να αγοράσει ένα μικρό κολάρο για σκύλο. Ύστερα γύρισε στο σπίτι, έδεσε στο κολάρο ένα κομμάτι σπάγκο και περίμενε καρτερικά να νυχτώσει.
Είχε πάει δέκα και η κυρά Μαρία ήδη βρίσκονταν στον τρίτο ύπνο, ο ίδιος είχε καταφέρει να κοιμηθεί περίπου ένα τρίωρο το μεσημέρι μετά το φαγητό. Το χρειαζόταν για να πάρει δυνάμεις για ότι θα ακολουθούσε μετά. Κατευθύνθηκε στο ψυγείο και άρπαξε μια κονσέρβα για γάτες, η άχρηστη η μάνα του έδινε μια περιουσία στα γατιά, δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Στο άλλο χέρι κρατούσε το μικρό κολάρο με το σπάγκο. Το άφησε για λίγο στον πάγκο της κουζίνας και άνοιξε την κονσέρβα. Ύστερα το ξαναπήρε στα χέρια του και βγήκε έξω. Με το που άφησε την κονσέρβα στο πάτωμα πλησίασαν κατευθείαν 3 γάτες. Άρχισε να καλοπιάνει τη μικρότερη χαϊδεύοντας την όσο αυτή ήταν απασχολημένη με το φαγητό. Έδειχνε ενοχλημένη αλλά δεν μπορούσε να βγάλει τη μουσούδα της από την κονσέρβα. Με προσεχτικές κινήσεις της πέρασε το κολάρο που κανονικά προοριζόταν για σκύλο. Όταν η ασπρόμαυρη γάτα το κατάλαβε ήταν ήδη αργά για αυτήν. Όσο και αν προσπαθούσε να το αφαιρέσει με διάφορες κινήσεις των μπροστινών της ποδιών, στάθηκε αδύνατον. Ο Γιώργος τράβηξε τον σπάγκο, την έφερε μέσα και την έριξε σε ένα μεγάλο σακίδιο. Το άφησε λίγο ανοιχτό για να αναπνέει και άρχισε να ετοιμάζεται για τη βάρδια. Η γάτα στην αρχή αφηνίασε αλλά μετά από λίγη ώρα ηρέμησε, κάθε λίγο την τσέκαρε να δει αν ήταν ακόμη ζωντανή. Την ήθελε για ζωντανό δόλωμα, είχε περισσότερες πιθανότητες έτσι.
Το κινητό είχε χαλάσει για τα καλά για αυτό δανείστηκε την παλιατζούρα της μάνας του, θα του ήταν χρήσιμο μόνο για να βλέπει την ώρα, εκτός και αν του έρχονταν η όρεξη να παίξει φιδάκι.Αποπειράθηκε να στεγνώσει το φακό μήπως και επανερχόταν, δοκίμασε και άλλο ζευγάρι μπαταρίες αλλά μάταια. Βέβαια σαν γκλοπ θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς πρόβλημα για αυτό και τον τοποθέτησε στη ζώνη του όπως συνήθιζε. Αυτή τη φορά κάτι του έλεγε ότι θα χρειαζόταν να τον χρησιμοποιήσει και η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώθει υπέροχα. Πριν φύγει πήρε τον αναπτήρα που άφηνε η μάνα του δίπλα στο γκαζάκι καθώς και ένα εντομοκτόνο από το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη. Τα έχωσε στην πλαϊνή τσέπη της στολής του. Είχε δει αρκετές ταινίες για να γνωρίζει ότι η φωτιά σκοτώνει σχεδόν όλα τα τέρατα, έπρεπε να έχει εναλλακτικό σχέδιο στην περίπτωση που δεν αρκούσε ο φακός.Στην ανάγκη θα το έκαιγε το μπάσταρδο.
Έφτασε στον τόπο φύλαξης λίγο πριν από τις 12, όμως προτιμούσε να μην ξεκινήσει τόσο νωρίς, δεν ήθελε κάποιος περαστικός να του χαλάσει το σχέδιο. Έβγαλε προσεχτικά τη γάτα από το σακίδιο, δεν γλίτωσε τις γρατζουνιές, όμως θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα ή και καλύτερα αν είχε σκεφτεί να πάρει μαζί του γάντια. Έδεσε τον σπάγκο στο πόδι τις καρέκλας εξασφαλίζοντας έτσι ότι το γατί θα είναι πιο άνετα, αλλά ότι δεν θα του ξεφύγει κιόλας. Εκείνο μετά από μια περίοδο σαστιμάρας ηρέμησε και συμβιβάστηκε με την κατάσταση. Ελάχιστοι περαστικοί πέρασαν για την επόμενη μια μιάμιση ώρα από το σημείο που κάθονταν, ύστερα κανείς, οι περισσότεροι κοίταξαν με περιέργεια το γατί με το κολάρο όμως δεν είπαν τίποτα.
Εσκεμμένα δεν είχε πάρει καφέ από την ταβέρνα –για λόγους ασφαλείας ήθελε να αποφύγει τις ερωτήσεις- όμως έτσι και αλλιώς ένιωθε τόση ένταση που δεν του χρειάζονταν. Όταν το ρολόι έδειξε τρείς σηκώθηκε από την θέση του σέρνοντας και το γατί με το σπάγκο. Εκείνο δεν αντιστάθηκε πολύ και τον ακολούθησε. Κατέβηκε τη σκάλα και περπάτησε προσεχτικά μέχρι το σημείο που είχε συναντήσει το πλάσμα, ύστερα έσκυψε και έδεσε το γατί σε ένα μεταλλικό κρίκο από αυτούς που δένονται οι βάρκες. Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν βρίσκονταν κάποιος ψαράς εκεί δίπλα άρχισε να απομακρύνεται. Το γατί αρχικά έκανε να τον ακολουθήσει, όμως το σταμάτησε ο τεντωμένος σπάγκος μετά από μερικά βήματα.Ύστερα έριξε δυο απορημένα νιαουρίσματα. «Αυτό είναι καλό, αν το γατοβόρο πλάσμα διαθέτει ακοή θα του τραβήξει την προσοχή με αυτόν τον τρόπο» σκέφτηκε ο Κατηφόρης.
Είχε απομακρυνθεί αρκετά και γονατίζοντας κρύφτηκε πίσω από έναν μεγάλο μπόγο από δίχτυα, φρόντισε φυσικά να κρατήσει οπτική επαφή με το σημείο που είχε αφήσει το «δόλωμα». Δεν είναι ότι ένιωθε τέλεια που μάλλον θα χρειάζονταν να θυσιάσει το γατί, όμως είχε βρει τον τρόπο να το δικαιολογήσει στον εαυτό του. Είχε διαβάσει κάπου για ένα διαστημικό σκύλο, τη Λαΐκα, εκείνη θυσιάστηκε στο όνομα της εξερεύνησης του διαστήματος. Έτσι και αυτό το μικρό γατάκι επρόκειτο να θυσιαστεί στο όνομα της εξερεύνησης του ανεξήγητου. Ο βυθός άλλωστε ήταν το ίδιο μυστηριώδης όσο το διάστημα.
Είχε περάσει πάνω από μια ώρα, η στάση στην οποία κάθονταν τον είχε κουράσει και είχε μουδιάσει, όμως δεν είχε χάσει τις ελπίδες του. Το γατί ήταν σχετικά ήρεμο αν και πού και πού νιαούριζε. Κάποια στιγμή είχε τραβήξει δίπλα του και μια άλλη γάτα η οποία μετά από τις τυπικές συστάσεις –δηλαδή να μυρίσει το ένα γατί τον κώλο του άλλου- έχασε το ενδιαφέρον της και εξαφανίστηκε. Ακόμα και αν έμενε δεν θα υπήρχε πρόβλημα, δυο δολώματα είναι καλύτερα από ένα, έτσι δεν λένε; Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο πλοπ, ο Γιώργος έψαξε να βρει από πού προέρχονταν και ενθουσιάστηκε όταν είδε αυτήν την μικρή καμπούρα να διασχίζει τη θάλασσα προς την κατεύθυνση της γάτας. Το σχέδιο του έδειχνε να είναι αποτελεσματικό, έπρεπε όμως να κάνει λίγη ακόμη υπομονή αν ήθελε να το δει να ολοκληρώνεται.
Το πλάσμα γλίστρησε στο νερό χωρίς να βγάζει κανένα ήχο. Όταν μετά από λίγο έφτασε στα τοιχώματα του μόλου άρχισε να τα σκαρφαλώνει το ίδιο σιωπηλά. Έτσι όπως ανέβαινε έμοιαζε με τεράστια κάμπια, μπορούσε όπως ήταν φανερό να πάρει όποιο σχήμα το βολεύει στην κάθε περίσταση. Το γατί δεν έδειχνε να είχε καταλάβει το οτιδήποτε, τουλάχιστον μέχρι να ξεπροβάλει από την από την αποβάθρα ένα μεγάλο μέρος του όγκου του πλάσματος. Ύστερα κύρτωσε τη ράχη του και με σηκωμένες τις τρίχες έκανε προς το πλάσμα αυτόν τον ήχο που κάνουν οι γάτες λίγο πριν επιτεθούν. Το πλάσμα απείχε τώρα το πολύ μισό μέτρο απ΄ το γατάκι και συνέχισε να κυλάει προς αυτό. Τώρα είχε βάλει το κύριο μέρος του όγκου του μπροστά, σαν να ήθελε να φτάσει μια ώρα αρχύτερα. Το γατί άφησε τις αγριάδες και άρχισε να τρέχει, όμως το σταμάτησε απότομα ο σπάγκος. Το έπιασε πανικός και στην προσπάθεια του να ξεφύγει έγινε ένα κουλούρι με το σχοινί, χειροτερεύοντας έτσι τα πράγματα. Όχι πως διαφορετικά θα είχε κάποια ελπίδα να γλιτώσει.
Όταν το πλάσμα έφτασε δίπλα στο γατί σήκωσε αργά τον όγκο του και όταν βρέθηκε από πάνω του τον έριξε απότομα. Το άμοιρο ζώο εξαφανίστηκε κάτω από το βάρος του φρικιαστικού κυνηγού. «Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» ψιθύρισε ο Γιώργος και κατάλαβε πως είχε φτάσει η ώρα να αποδείξει ότι το μεγαλύτερο των ψαριών σε αυτήν την αναμέτρηση ήταν ο ίδιος. Πετάχτηκε και άρχισε να τρέχει –στο βαθμό που του επέτρεπαν τα μουδιασμένα του άκρα να πεταχτεί και να τρέξει- προς τη μεριά του τέρατος. Στη διαδρομή –που δεν ήταν πάνω από 15 μέτρα- ξέζωσε από την μέση του το φακό και έκανε έφοδο με σηκωμένο το χέρι. Ο «ασύμμετρος» που ήταν απασχολημένος με το δείπνο του άργησε πολύ να τον αντιληφθεί, για την ακρίβεια τον αντιλήφθηκε τη στιγμή που κατέβαινε το γκλοπ για να χτυπήσει το πάνω μέρος του σώματος στου, αν και στην πραγματικότητα δεν έδειχνε να έχει πάνω και κάτω, ήταν όλο μια μάζα.
Από αυτήν την απόσταση ο Γιώργος παρατήρησε πως το σώμα του ήταν καλυμμένο από μικρά τριχίδια, ενώ ένα κολλώδες υγρό έμοιαζε να βγαίνει από χιλιάδες μεγαλωπούς πόρους στη ρίζα των τριχιδίων. Όταν ο φακός χτύπησε την επιφάνεια του τέρατος το δέρμα του υποχώρησε λίγο προς τα μέσα και απορρόφησε το χτύπημα. Ύστερα, με πολύ μεγάλη ταχύτητα, κάτι που ο Κατηφόρης δεν είχε προβλέψει, ένα μέρος της επιφάνειας του σώματος του προεκτάθηκε σαν λάστιχο και του γράπωσε το χέρι. Τόσο η έκπληξη όσο και ο πόνος έκαναν τον Γιώργο να ουρλιάξει πολύ δυνατά. Τα τριχίδια όπως αποδείχθηκε ήταν πολύ σκληρά και του τρύπησαν το δέρμα, ενώ ο κολλώδης ιδρώτας του τέρατος τον έκαψε. Αν η γρατζουνιά της γάτας τον πονούσε ένα αυτό τον πονούσε δέκα. Τράβηξε το χέρι του αφήνοντας το φακό να χωνευτεί μέσα στο σώμα του τέρατος ενώ μεγάλο μέρος του δέρματος του είχε μείνε και αυτό κολλημένο πάνω του. Το πάνω μέρος της παλάμης του ήταν ένα καυτό σιχαμερό κόκκινο πράγμα. Μετά την αρχική έκπληξη ξαναβρήκε το θάρρος του, ίσως απλά ενεργοποιήθηκε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Έβαλε το άθικτο του χέρι στην τσέπη και έπιασε πρώτα το σπρέι, ύστερα έπιασε όσο καλύτερα μπορούσε το σπρέι με το άλλο χέρι και έβγαλε από την τσέπη τον αναπτήρα. Αν δεν είχε κάνει μερικά βήματα πίσω το τέρας θα τον είχε αγκαλιάσει ολόκληρο, όμως τώρα πρόλαβε να του πιάσει για ελάχιστα δευτερόλεπτα το πόδι. Κατάφερε πάλι να ξεφύγει όμως όχι χωρίς ακόμα ένα φρικιαστικό τραύμα.
«Τώρα ήρθε η σειρά μου γαμίδι!» φώναξε. Για καλή του τύχη –αν και είχε ξεχάσει να τα τσεκάρει- τόσο το σπρέι όσο και ο αναπτήρας είχαν ακόμα υγρό. Για ακόμη πιο καλή του τύχη ο αναπτήρας άναψε με την πρώτη. Το επόμενο δευτερόλεπτο φωτιά απλώθηκε στην επιφάνεια του πλάσματος. Εκείνο λαμπάδιασε σαν να ήταν ποτισμένο με οινόπνευμα, ίσως είχε να κάνει με το όξινο υγρό που έβγαζε από τους πόρους. Αμέσως άρχισε να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει έτσι που έμοιαζε με σπυρί που έχει γεμίσει πύον και είναι έτοιμο να σκάσει. «Σου αρέσει βρωμιάρη;» φώναξε ξανά ο Κατηφόρης, που τώρα ήξερε πως είχε το πάνω χέρι. Το πλάσμα άρχισε να κινείται προς το νερό, όλη αυτήν την ώρα δεν έκανε κανένα ήχο, μόνο φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Κατάφερε να κυλήσει στο πλάι της αποβάθρας στην προσπάθεια του ίσως να σωθεί, όμως δεν ήταν η μέρα του ή πιο σωστά η νύχτα του. Όταν ο μεγαλύτερος του όγκος είχε κρεμαστεί στην αποβάθρα βούτηξε άτσαλα προς το νερό. Προς στιγμήν ο Γιώργος πίστεψε ότι θα καταφέρει να διαφύγει, όμως την στιγμή που ακούμπησε στο νερό έσκασε με δύναμη σαν παραφουσκωμένο νερόστρωμα. Ίσως ήταν η εναλλαγή καυτόυ – κρύου. Το αποτέλεσμα ήταν να επιπλεύσει για λίγη ώρα ως παχύρευστη φλεγόμενη πετρελαιοκηλίδα στην επιφάνεια και ύστερα να διαλυθεί λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ.
Με το που ο Κατηφόρης συνήλθε από τον αρχικό του εκστασιασμό, δηλαδή μετά από τουλάχιστον ένα πεντάλεπτο, συνειδητοποίησε το πρόβλημα που είχε προκύψει. Είχε εξαφανιστεί οποιοδήποτε στοιχείο που να μαρτυρά την περιπέτεια του… όχι όχι, τον άθλο του. Τα μόνα πειστήρια ήταν τα τραύματα του (που θα έκαναν βδομάδες να επουλωθούν και όχι χωρίς να αφήσουν σημάδια) και ο σκελετός μαζί με τις τρίχες από την άτυχη γάτα, καθώς και μερικά κομμάτια σάρκας μιας και το πλάσμα δεν είχε προλάβει να την απορροφήσει πλήρως. Αυτά όμως δεν αποδείκνυαν τίποτα, το πιο πιθανόν είναι πως άμα ανέφερε το περιστατικό σε κάποιον αυτός θα τον πέρναγε για τρελό. Οποιοσδήποτε εκτός από τη Βαγγέλω φυσικά, όμως αυτή ήταν έτσι και αλλιώς τρελή οπότε η μαρτυρία της θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Αποφάσισε τελικά πως θα ήταν προτιμότερο να βρει μια πειστική δικαιολογία για όλα, μάλλον θα ήταν καλύτερα έτσι. Είχε τουλάχιστον αποδείξει στον εαυτό του πόσο γαμάτος ήταν, αν υπάρχουν και άλλοι ασύμμετροι ξέρουν που θα τον βρούν. Ο υπόλοιπος κόσμος θα έπρεπε να περιμένει έχοντας άγνοια, όντας όμως ασφαλής. Έστω οι γάτες του…
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)
[1] Από τα δημοφιλή κινούμενα σχέδια «Αστυνόμος Σαΐνης»
Νήσος Κως 2/6/2001 σε κάποιο ακριτικό στρατόπεδο του πεζικού
Ακολουθούσα το δεκανέα αλλαγής, εγώ και ακόμη τρεις σκοποί. Δεν είχε χρειαστεί να με ξυπνήσει ο θαλαμοφύλακας κι ας ήταν σχεδόν δυο η ώρα τα ξημερώματα, ήταν η πρώτη μου σκοπιά στη μονάδα μετά από μια σύντομη «εβδομάδα προσαρμογής» τριών ημερών και είχα άγχος. Δεν είχα φτάσει βλέπετε ακόμη στο στάδιο εκείνο της θητείας μου που θα προσπαθούσα να κοιμάμαι ακόμη και το δεκάλεπτο για να κερδίσω, ή να χάσω -όπως θέλετε πάρτε το –χρόνο. Είχαμε αντικαταστήσει ήδη το σκοπό πύλης και αυτόν της αποθήκης πυρομαχικών, εκεί ένας παλιός φαντάρος αντικατέστησε κάποιον που ήταν σειρά μου, δεν ήξερα ακόμη το όνομα του αλλά δεν είχε και σημασία.
Έβαλα το χέρι στην τσέπη της φόρμας να σιγουρευτώ ότι δεν είχα ξεχάσει το χαρτάκι με τα συνθηματικά, «πυρσός», «4», σύνθημα και παρασύνθημα. «Νέος, εσύ θα φυλάξεις στο λόφο;» φώναξε ο συνάδελφος που περπάταγε πίσω από εμένα βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. «Ναι, γιατί;» τον ρώτησα καθώς γύρισα το κεφάλι να τον κοιτάξω. «Τι γιατί; Καλά κανείς δεν σου σφύριξε τίποτα;» είπε και έσκασε ένα στραβό χαμόγελο με μισόκλειστο το δεξί μάτι. «Άστονα ρε Πανάγο! Θες να εγκαταλείψει και αυτός τη σκοπιά και να έχουμε αναφορές το πρωί απλά και μόνο για να κάνεις το κομμάτι σου;», είπε ο δεκανέας. «Πιστεύεις στα φαντάσματα ψηλέ;», με ρώτησε ο μπροστινός μου. Δεν απάντησα. «Πιστεύεις δεν πιστεύεις να ξέρεις ότι στο λόφο πριν από μερικά χρόνια τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ένας σκοπός, το κουκουλώσανε βέβαια αλλά όταν ήρθα εγώ εδώ υπήρχαν ακόμα άτομα που πρόλαβαν κάποιους που υπηρέτησαν μαζί του». «Τι φαντάσματα ρε και μαλακίες, ξέρεις πόσες τέτοιες ιστορίες έχω ακούσει από τότε που παρουσιάστηκα; Σε κάθε στρατόπεδο υπάρχει και από ένα φάντασμα και από ένας διοικητής που έκανε καταδρομική στο σκοπό χωρίς να σταματήσει για αναγνώριση και ο σκοπός του έσπασε τα μούτρα με το κοντάκι και πήρε 20 μέρες φυλακή και 20 μέρες τιμητική άδεια» είπε ο δεκανέας περιφρονητικά.
Εκείνη τη στιγμή φτάσαμε στην τρίτη σκοπιά, ήταν ένα μικρό υπερυψωμένο ασβεστωμένο κουβούκλιο με έναν προβολέα στη σκεπή. Ο Πανάγος ανέβηκε βαριεστημένα τη σκάλα, αντικατέστησε ένα παχουλό σκοπό με ξεθωριασμένη στολή παραλλαγής και οκτάγωνο τζόκεϊ, δεν είχα μάθει τους κώδικες ακόμη αλλά αυτό σήμαινε ότι ήταν «αρχαίος» και αμετάθετος. «Πες ρε Billy στο παιδί για το λόφο» φώναξε ο Πανάγος που τώρα είχε ανέβει στη σκοπιά και φόραγε τα ακουστικά του τρανζίστορ. Ο δεκανέας έκανε ένα μορφασμό απαξίωσης, υπέγραψε το τετράδιο και ξεκίνησε πάλι να περπατάει, ακολουθήσαμε. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς μια πλαγιά, ο ουρανός ήταν έναστρος και το μονοπάτι της ανάβασης φαινόταν αρκετά καθαρά ανάμεσα σε μερικά χαμηλά ξερόχορτα και θάμνους. «Νέο…» είπε ο Billy, «άμα ακούσεις πετραδάκια να χτυπάνε στο τζάμι της σκοπιάς να μη γυρίσεις να κοιτάξεις… να μη γυρίσεις για κανένα λόγο. Μια σειρούλα μου που έκανε το λάθος να κοιτάξει, δυο μέτρα λεβέντης λέμε τώρα, απολύθηκε μετά από 3 μέρες με Ι5 ψυχολογικό». Ο μπροστινός φαντάρος που δεν είχα ακόμη ακούσει το όνομα του γέλασε πονηρά. «Τι γελάς ρε , έπρεπε να ήσουν εδώ όταν έγινε να τον δεις, άσπρο σαν το πανί τον πήραν και τον πήγαν στο νοσοκομείο, αλλά πριν τον πάνε μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Που να τα ξέρεις όμως αυτά εσύ, τότε ήσουν ακόμη στο σπίτι και έπινες το γάλα της μανούλας σου». «Καλά, καλά… εγώ δεν είμαι ψάρακας να πιστεύω τις μαλακίες σας», είπε αυτός με το άγνωστο όνομα, Μάριος λέγονταν έμαθα αργότερα. Ο Billy πάντως έδειχνε πραγματικά να πιστεύει αυτά που λέει.
Ο φαντάρος που ήταν σειρά μου δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται καθόλου για την κουβέντα, έμοιαζε νυσταγμένος, χασμουριόταν κάθε λίγο και περπατούσε καμπουριαστά ενώ ο αορτήρας του όπλου σχεδόν του είχε φύγει απ τον ώμο καθώς τον κρατούσε πολύ χαλαρά. «Τι να σας πω ρε παιδιά, εγώ δεν πιστεύω σε φαντάσματα», είπα, «δεν θέλω να πω ότι λες ψέματα Billy, μπορεί ο φίλος σου να τρομοκρατήθηκε πολύ επειδή πραγματικά τα πίστευε όλα αυτά και να νόμιζε ότι είδε κάτι». «Καλά, θα τα ξαναπούμε το πρωί…» είπε και κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε το λοφάκι για 2-3 ακόμη λεπτά, είχαμε απομακρυνθεί συνολικά τουλάχιστον μια 700αριά μέτρα από τους λόχους και το μόνο που ακούγονταν ήταν τα βήματα μας που σέρνονταν στο χώμα και μερικά τριζόνια που σφύριζαν μονότονους καλοκαιρινούς σκοπούς. Όταν σταματήσαμε να ανεβαίνουμε, ο δεκανέας πλησίασε σε ένα μικρό τσιμεντένιο βάθρο που πάνω βρίσκονταν το τετράδιο περιπόλου. Καθώς υπέγραφε μου είπε να ακολουθήσω το μονοπάτι λίγο ακόμη δεξιά για καμιά τριαντάρια μέτρα για να αντικαταστήσω το σκοπό. Από το σημείο εκείνο μια επιχωμάτωση μου έκρυβε το σημείο φύλαξης. Προχώρησα μόνος και μόλις πέρασα το σωρό με τα χώματα είδα το μικρό τσιμεντένιο κτήριο που ήταν η σκοπιά του λόφου. Πριν προλάβω να φτάσω ο σκοπός είχε αρχίσει να βαδίζει προς το μέρος μου, όταν διασταυρωθήκαμε με κοίταξε για μια στιγμή νευρικά και συνέχισε χωρίς να πει τίποτα. «Καλή ξεκούραση» φώναξα προσπαθώντας να είμαι ευγενικός, αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.
Μπήκα στου κουβούκλιο που ήταν περιμετρικά το πολύ 1,5χ1,5 μέτρο με μοναδικό αντικείμενο στο χώρο ένα μικρό τραπεζάκι με αφημένη πάνω μια τελαμώνα – την οποία άφηνε ο προηγούμενος σκοπός στον επόμενο- και μια λάμπα να κρέμεται από ένα καλώδιο στην οροφή. Στους 3 τοίχους υπήρχαν μικρά παραθυράκια με τζάμι και μπροστά η πόρτα, αυτό ήταν όλο κι όλο. Από το σημείο φύλαξης δεν φαίνονταν και πολλά πράγματα προς την πλευρά του στρατοπέδου, αν και η επιχωμάτωση αγκαλιάζονταν από ένα ισχνό στεφάνι φωτός που προέρχονταν από τους δυνατούς προβολείς που βρίσκονταν στο προαύλιο του τάγματος. Αυτή η σκοπιά υποτίθεται προστάτευε τα μετόπισθεν, στην πραγματικότητα ήταν ένα καλό μέρος για να λουφάρεις, να βγάλεις το κράνος, να ακουμπήσεις το όπλο, να κλείσεις λίγο και τα μάτια σου, αν και ακόμη ήμουν πολύ νέος για να κάνω κάτι τέτοιο και εκτός αυτού πολύ φοβισμένος από αυτά που είχα ακούσει.
Για να πω την αλήθεια κάθε άλλο παρά πίστευα στα φαντάσματα και στις διάφορες μεταφυσικές αρλούμπες, όμως ο λογικός εαυτός σου υποχωρεί όταν βρεθείς στις κατάλληλες, ή πιο σωστά στις ακατάλληλες, συνθήκες και τη θέση του παίρνει το υποσυνείδητο και το ένστικτο. Είχα ξαναφυλάξει σκοπιά στο κέντρο εκπαίδευσης, αυτό όμως βρίσκονταν μέσα σε πόλη και έτσι δεν υπήρχε το ζήτημα της απομόνωσης. Αν και στην πραγματικότητα η πόλη με έκανε να νιώθω μελαγχολικά βλέποντας τα φώτα των γύρω πολυκατοικιών να ανάβουν και να σβήνουν και ανθρώπους να παρκάρουν τα αυτοκίνητα τους και να συνεχίζουν να κάνουν ότι έκαναν στις ζωές τους την στιγμή που εγώ είχα μπροστά μου ακόμη 1,5 χρόνο θητείας.
Ήμουν στην τσίτα και η τρίχα μου σηκώνονταν στον παραμικρό θόρυβο που δεν έμοιαζε να είναι ρουτίνας. Κοίταξα το ηλεκτρονικό μου ρολόι, δεν είχα αγοράσει ακόμη το πρώτο μου κινητό πράγμα που έγινε μόλις μια εβδομάδα αργότερα, και είχαν περάσει μόνο 6 λεπτά μετά τις δυο. Η ώρα που περνάς στη σκοπιά γενικότερα, η πιο σωστά η περίοδος μετά τα πρώτα δέκα λεπτά της βάρδιας που χρειάζονται για να μπεις στο κλίμα και πριν τα δέκα τελευταία που περιμένεις να σε αλλάξουν, μπορεί να είναι χρόνος βαθιάς περισυλλογής στα όρια του διαλογισμού, μόνο που το καταφέρνεις χωρίς να προσπαθείς. Εναλλακτικά, μπορείς να αρχίσεις να παρατηρείς την παραμικρή λεπτομέρεια του περιβάλλοντα χώρου, κάτι αντίστοιχο με το να διαβάζεις τα μπουκαλάκια του σαμπουάν και τα σωληνάρια της οδοντόκρεμας όταν κάθεσαι στη λεκάνη της τουαλέτας αλλά για περισσότερη ώρα. Στις τουαλέτες των στρατοπέδων, βέβαια, σε περιμένουν άλλες εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα το να αντικρίσεις το σύνθημα «όλα σκατά!» γραμμένο με σκατά στον τοίχο. Από την παραγωγή στην κατανάλωση… Συνθήματα όμως υπήρχαν και στις σκοπιές, συχνά ήταν γραμμένα με μαρκαδόρο, συχνότερα ήταν σκαλισμένα πάνω στο σοβά, στο χρώμα ή στο ξύλο με την ξιφολόγχη. Δεν ήταν πάντα τόσο ευρηματικά και τα πιο συχνά ήταν του τύπου «στραβάδια απολύομαι» όμως στις περιστάσεις αυτές δεν είχες να κάνεις κάτι καλύτερο από το να τα χαζεύεις.
Μην έχοντας, λοιπόν, κάτι καλύτερο να κάνω άρχισα να επεξεργάζομαι στο μυαλό μου αυτά που έλεγαν οι συνάδελφοι για τη σκοπιά στο λόφο. Να ήταν άραγε αλήθεια ότι κάποιος φαντάρος είχε βάλει τέρμα στη ζωή του σε αυτή εδώ τη σκοπιά ή μια ακόμη πληροφορία ράδιο αρβύλα από τις εκατοντάδες που κυκλοφορούν στο στρατό; Και αν είναι αλήθεια γιατί άραγε να το έκανε; Ερωτική απογοήτευση, ψυχολογικά, οικογενειακά; Ποιος ξέρει, πάντως όσο και αν υπάρχουν πολλά προβλήματα από την προσωπική σου ζωή τα οποία αφήνεις πίσω όταν κάνεις τη θητεία σου, υπάρχουν και μερικά που εντείνονται στον υπερθετικό βαθμό κάτι που έμελε και εγώ ο ίδιος να διαπιστώσω εν συνεχεία. Όσο τα σκεφτόμουν όλα αυτά ένιωθα συνέχεια ότι κάτι συνέβαινε πίσω από την πλάτη μου και για αυτό το λόγο κάθε λίγο έριχνα ματιές. Φυσικά τίποτα παράξενο δεν είδα, όμως δεν μπορούσα να ξεχάσω τις προειδοποιήσεις του Billy για τα πετραδάκια και τα τζάμια, στις οποίες αρχικά είχα φανεί δύσπιστος αλλά τώρα έπαιρναν σάρκα και οστά. Αυτό που επιβεβαίωνε περισσότερο τους όποιους παράλογους φόβους μου είναι το ότι το τζαμάκι που βρίσκονταν απέναντι από την πόρτα ήταν ραγισμένο, ακριβώς σαν να το είχε χτυπήσει πέτρα. Βέβαια θα μπορούσε όλο αυτό να ήταν ένα είδος καψονίου που έκαναν οι παλιοί στους νέους, να τους λένε δηλαδή την ιστορία και ύστερα να παριστάνουν το φάντασμα πετώντας πετραδάκια.
Τέτοιες ήταν οι σκέψεις μου όταν με έκανε να τιναχτώ ένας απότομος θόρυβος κάτι σαν «γλου» και ύστερα ένα φτερούγισμα, ήρθε και έκατσε πάνω σε ένα κόκκινο βαρέλι πυρασφάλειας που βρίσκονταν μερικά μέτρα από τη σκοπιά, μια μεγάλη λευκή κουκουβάγια. Όταν μου πέρασε το αρχικό ξάφνιασμα προσπάθησα να μείνω ακίνητος για να μην την τρομάξω, δεν είχα ποτέ ξαναδεί κουκουβάγια από τόσο κοντά. Αρχικά κάθονταν με γυρισμένη την πλάτη όμως μετά από μερικά δευτερόλεπτα γύρισε το κεφάλι της 180 μοίρες και με κοίταξε, μακάρι να είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη τα κινητά με τις κάμερες έτσι ώστε να μην ξεφεύγει τίποτα, συν του ότι δεν είχα κινητό. Άφησα να περάσουν κάποια λεπτά που αλληλοκοιταζόμασταν και έκανα να προχωρήσω προς το μέρος της, την είχα δει κάτι σαν γητευτής, όμως δεν ήμουν και έτσι μετά από δυο τρία βήματα που έκανα το πουλί πέταξε απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση, ξιπάζοντας με για δεύτερη φορά.
Κάπου εκεί άρχισα να νιώθω ότι ήθελα να κάνω τσιγάρο, δεν είχα καπνίσει ποτέ πριν το στρατό και το άρχισα στο κέντρο, όμως τώρα ήμουν στην προσπάθεια να το κόψω και για αυτό απέφευγα να αγοράσω πακέτο. Έβγαλα ένα μικρό μπουκαλάκι νερό που είχα στην τσέπη και ήπια μια γουλιά, αργότερα φρόντιζα να έχω πάντα μαζί μου και σπαστό καφέ. Σταδιακά ήρθε και η νύστα, βλέπετε όσο τρομαγμένος και αν είσαι η έλλειψη ύπνου βάζει σιγά και ύπουλα το ποδάρι της από την πόρτα σαν πλασιέ και κάνει τα υπνωτιστικά της κόλπα. Έγειρα την πλάτη στον τοίχο και χρησιμοποίησα το G3A3 ως μπαστούνι για τα χέρια μου, τους επόμενους μήνες έμελε να ρίξω πολλούς ολιγόλεπτους ύπνους σε αυτήν την στάση, όμως αυτή τη φορά με το που έκλειναν τα μάτια μου για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου τα άνοιγα αγχωμένος, φοβούμενος μη φάω καμπάνα, ήμουν αρκετά ψαρωμένος ακόμη.
Με όλα και όλα αυτά είχε φύγει περίπου το μισό «γερμανικό»[1] όταν άρχισα να διαβάζω τα διάφορα που ήταν αποτυπωμένα στους εσωτερικούς τοίχους της σκοπιάς. «Μαρία σ΄ αγαπώ», «νέοι ποντικαραίοι», «Μποχαλία τέλος» και άλλα τέτοια ευφάνταστα «στιχάκια» ανάμεσα σε κολλημένες τσίχλες και σημάδια από κάφτρες τσιγάρων που σβήστηκαν στον τοίχο… υπήρχαν και κάτι πράσινοι λεκέδες που προτιμούσα να μη ξέρω από τι είναι. Ο τοίχος είχε ένα περίπου ζαχαρί χρώμα (άγνωστο αν στην αρχή ήταν άσπρος και το ζαχαρί οφείλονταν σε κάποιο στρώμα μπίχλας που συσσωρεύθηκε με τον καιρό), αλλά σε ένα σημείο του, πάνω από το διακόπτη για το φώς είχε ένα κυκλικό μπάλωμα με γκρι στόκο περίπου 10χ10 εκατοστά. Όταν δεν περνάει η ώρα τα χέρια μας ασυναίσθητα κάνουν διάφορα αψυχολόγητα πράγματα, έτσι και τα δικά μου άρχισαν να σκαλίζουν το στόκο αποσπώντας από τις άκρες του μικρά κομματάκια. Αργότερα, και συνειδητά πια, είχα την φαεινή ιδέα να συνεχίσω το ξύσιμο με την ξιφολόγχη αντί για τα νύχια, επιταχύνοντας έτσι τη μάταιη αυτή διαδικασία. Μου πήρε συνολικά περίπου ένα τέταρτο να αφαιρέσω πλήρως το στόκο, ύστερα ξεσκόνισα την επιφάνεια με τα χέρια μου για να φανεί το αρχικό χρώμα του τοίχου. Έτσι όπως καθάριζα ένιωσα με τα δάχτυλα μου χαρακιές, έτριψα γρηγορότερα και ύστερα έριξα λίγο νερό από το μπουκαλάκι για να φύγει η σκόνη από τις σχισμές.
«2/6/1999, ΦΕΥΓΩ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΟΡΔΕΛΟ Ν.Κ»
Το παραπάνω σύνθημα ήταν γραμμένο προφανώς από κάποιο φαντάρο που απολύονταν ή έπαιρνε μετάθεση. Υπήρχαν και άλλα αντίστοιχα στη σκοπιά, γιατί όμως αυτό το είχαν καλύψει με στόκο; Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ένα ηλεκτρικό «τιζζζζ» έκανε τη λάμπα να αναβοσβήσει, ύστερα πάλι το ίδιο και μετά έσβησε για τα καλά με ένα παφ. Ο διακόπτης δεν ανταποκρίνονταν. Τέλεια, σκέφτηκα, τώρα το μόνο που μένει για να τα παίξω είναι να αρχίσει κάποιος να μου πετάει πετραδάκια στο τζάμι. Κοίταξα το ρολόι, το φωτάκι του φώτισε σαν κερί το εσωτερικό της σκοπιάς, η ώρα ήταν 3.33, τέλεια, ένα μισάωρο ακόμη συσκότισης, αυτό αν με αλλάξουν στην ώρα μου.
Αν και πετραδάκι στο τζάμι δεν εκτοξεύθηκε, όταν βρίσκεσαι σχεδόν στο απόλυτο σκοτάδι αρχίζεις να παρατηρείς ήχους που διαφορετικά είναι σαν να μην υπάρχουν… Ίσως δηλαδή και να μην υπήρχαν και να προέρχονταν απ’ τη φαντασία μου, εντάξει, στη χειρότερη να έπαιρνα Ι5 ψυχολογικό και να τέλειωνε νωρίτερα η θητεία μου, καλύτερα να βλέπουμε πάντα το ποτήρι μισογεμάτο. Τα τζαμάκια της σκοπιάς με άγχωναν περισσότερο για αυτό και βγήκα έξω και άρχισα να κάνω μικρές βόλτες σε ακτίνα 3-4 μέτρων σαν σε διάδρομο μαιευτικής κλινικής «συγχαρητήρια είναι αγόρι και είναι 4,1 κιλά»[2] μου είπε μια φανταστική νοσοκόμα. Παντού γύρω μου σχεδόν ανεπαίσθητοι θόρυβοι, ένα μικρό κρακ, κάποιο σύρσιμο, ίσως και ένα φύσημα του ανέμου που έμοιαζε αμυδρά με λέξη, όλη η νυχτερινή ύπαιθρος ήταν εναντίον μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αποφάσισα ότι στην επόμενη μου έξοδο έπρεπε να αγοράσω κινητό, ήταν τέτοιο το πλάκωμα της απομόνωσης που έστω και το αίσθημα ότι με κάποιον θα μπορούσα να επικοινωνήσω μου φαίνονταν σαν όαση στην έρημο. Βέβαια εγώ δεν ήμουν σε κάποια έρημο, αλλά λιγότερο από 1 χιλιόμετρο απόσταση από τον πολιτισμό, αν υποθέσουμε ότι ο στρατώνας είναι κάτι πολιτισμένο. Στο κέντρο είχαν φροντίσει να μας τρομοκρατήσουν για τις καμπάνες που θα έπεφταν σε περίπτωση εγκατάλειψης σκοπιάς, για ένα νεούδι σαν και εμένα αυτό φάνταζε σχεδόν σαν στρατοδικείο και εκτελεστικό απόσπασμα.
Σιγοτραγούδησα, είπα δυο τρεις φορές το πάτερ ημών, μέχρι εκεί που το θυμόμουν δηλαδή γιατί δεν ήμουν καθόλου θρήσκος, έφτιαξα διάφορα σχήματα με την αρβύλα μου στο χώμα, ήπια νερό, ξαναήπια, μουρμούρισα ασυναρτησίες, μπήκα και βγήκα στη σκοπιά καμιά δεκαπενταριά φορές… Έτσι πέρασαν ακριβώς 22 λεπτά (τα έβλεπα ένα ένα να εναλλάσσονται στο ψηφιακό καντράν) που εμένα μου φάνηκαν σαν 11 ώρες όταν άκουσα επιτέλους τα βήματα της αλλαγής μου που πλησίαζε πίσω από την επιχωμάτωση. Κάποια στιγμή ο «Μεσσίας» ξεπρόβαλε πίσω από το σωρό, η ανακούφιση μου ήταν μεγάλη αλλά δεν ήθελα να το δείξω, δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό να του κάνω αναγνώριση. Ήταν ένας κοντούλης αδύνατος τύπος με γυαλάκια, τα χαρακτηριστικά του από αυτήν την απόσταση ήταν σκιασμένα. Όταν πλησίασε παρατήρησα ότι ήταν χαμογελαστός και το πρόσωπο του ήταν γεμάτο σπυριά, ο λαιμός του ήταν μακρύς και είχε πεταχτό μήλο του Αδάμ, τον έκανα περίπου στα 22-23. Μίλησε πρώτος «Γεια χαρά φιλαράκι», «γεια» απάντησα προσπαθώντας να φανώ χαλαρός. «Τι έγινε, κάηκε η λάμπα πάλι; Συνέχεια το παθαίνει», «ναι, δεν άντεξε τη συγκίνηση», του απάντησα. «Σε βλέπω όμως και εσένα συγκινημένο» μου είπε, «τόσο πολύ φαίνεται;». Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε πρώτα ένα πακέτο τσιγάρα και ύστερα ένα μικρό ασημένιο φακό. Άναψε το φακό, τον κράτησε με τα δόντια του και ύστερα τράβηξε δυο τσιγάρα μέσα από το μαλακό πακέτο και έναν αναπτήρα, μου πρόσφερε το ένα, δεν ήμουν σε θέση να αρνηθώ. Μου άναψε το τσιγάρο και πήρα μια βαθιά τζούρα με το χέρι μου να ψιλοτρέμει, ένιωσα τους παλμούς μου να πέφτουν, πόσο το χρειαζόμουν αυτό.
Πήρε το φακό από το στόμα και άναψε και το δικό του τσιγάρο. «Σου είπανε τις γνωστές μαλακίες για το φάντασμα που στοιχειώνει το μέρος;» με ρώτησε. «Ναι αλλά δεν τα πιστεύω αυτά…» απάντησα, προσπαθώντας να μη φανεί ότι μέχρι πριν από ένα λεπτό ήμουν «χεσμένος». «Σου είπαν και για το σκοπό που τρελάθηκε και για τα πετραδάκια;», έκλεισα για λίγο τα μάτια προς επιβεβαίωση αυτού που με ρώτησε. «Από πρέζα τρελάθηκε το παλληκάρι, το χειρότερο από όλα τα φαντάσματα, εδώ ήμουν και τα … έζησα». «Δηλαδή όλα αυτά για την αυτοκτονία ήταν μούφα;» ρώτησα με τη σειρά μου, «όχι, αυτό ήταν αλήθεια, κάτσε να δεις» είπε καθώς μου φώτισε ένα σημείο στο σκέπαστρο της σκοπιάς με τη δέσμη του φακού. Κοίταξα, στην αρχή δεν πρόσεξα κάτι, ύστερα είδα ένα μικρό βαθούλωμα. «Είδες την τρύπα; Αυτό είναι από τη σφαίρα, πρώτα πέρασε από τα μυαλά του και ύστερα καρφώθηκε στο τσιμέντο». Ανατρίχιασα εκείνη τη στιγμή. «Τι λες ρε φίλε, και γιατί το έκανε, ξέρεις;», «δεν ξέρω αλλά έχω ακούσει ότι είχε προβλήματα με το σπίτι και ότι του έκαναν και πολλά καψόνια οι παλιοί, δεν θέλει και πολύ καμιά φορά για να την κάνεις τη μαλακία». Έμεινα για λίγο αμίλητος… «εσύ πως τα έμαθες;» αναρωτήθηκα, «εγώ είμαι ο πιο παλιός εδώ μέσα» είπε και χαμογέλασε, «κρίμα, τι να πω…», «να μην πεις τίποτα, άντε πήγαινε να ξεκουραστείς».
Τον αποχαιρέτισα και άρχισα να απομακρύνομαι από τη σκοπιά, είχα φτάσει λίγο πριν την άκρη της επιχωμάτωσης όταν γύρισα το κεφάλι για να τον ρωτήσω «εσύ πόσο έχεις ακόμη;» του φώναξα, «τελευταία μέρα, φεύγω επιτέλους από αυτό το μπορδέλο» μου απάντησε. Πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω ήμουν στην άκρη του αμμόλοφου, στα δέκα μέτρα απόσταση είδα το δεκανέα αλλαγής να ανεβαίνει το μονοπάτι με τους τρεις σκοπούς. Τρείς σκοποί; μα εμένα μόλις με είχαν αλλάξει. Γύρισα να κοιτάξω πάλι προς τη σκοπιά, δεν βρίσκονταν κανείς εκεί… κρατούσα το τσιγάρο ακόμα στο χέρι μου.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)
[1] Στην αργκό του στρατού γερμανικό είναι το βραδινό νούμερο 2-4.
[2] 4.1 κιλά είναι το βάρος του G3A3 του τυφεκίου που έχουν οι φαντάροι στον Ε.Σ.
Από καιρό ήθελα να διαβάσω την Ουτοπία, το κλασικό έργο του Τόμας Μορ, αλλά δυο φορές που το είχα παραγγείλει με αντικαταβολή από μεγάλα βιβλιοπωλεία δεν το παρέλαβα ποτέ. Τελικά το βρήκα και το αγόρασα σε ένα αναρχοαριστερίστικο βιβλιοπωλείο στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο είχα μπει με σκοπό να αγοράσω κάνα βιβλίο του Λένιν για διάβασμα στο ταξίδι της επιστροφής. Όσο και αν έψαξα Λένιν δεν βρήκα(δεν κόβω και το χέρι μου ότι δεν είχε πάντως έψαξα κάμποση ώρα), και έτσι το έριξα στην κλασική λογοτεχνία, αφού αγόρασα εκτός από την ουτοπία και τον Βέρθερο του Γκαίτε. Η συγκεκριμένη έκδοση(της Ουτοπίας) είναι του 1984 εκδ. Κάλβου με εικονογράφηση του εξωφύλλου από έργο του αγαπημένου μου Ιερώνυμου Μπος, που και αυτόν τον θεωρώ πολύ μπροστά από την εποχή του και σε στυλ ζωγραφικής και σε περιεχόμενο.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και με μορφή διαλόγου, ο πολυταξιδεμένος σε εξωτικά μέρη Ραφαήλ περιγράφει στον Μορ και στην παρέα του τις εμπειρίες του από την πολύχρονη παραμονή του στην εξωτική Ουτοπία. Οι συνομιλητές άλλοτε εντυπωσιάζονται, άλλοτε παραξενεύονται, άλλοτε είναι δύσπιστοι μην μπορώνταν να χωνέψουν την ιδέα ενός τέτοιου τόπου, και άλλοτε διαφωνούν εκφράζοντας ανοιχτά τις αντιθέσεις τους. Το έργο αυτό, μέσα από την αφήγηση προσπαθεί να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της εποχής του, μιας εποχής που εγκυμονούσε την μετάβαση προς την νέα καπιταλιστική εποχή. Η συγκεκριμένη περίοδος, της ύστερης θα λέγαμε Αναγέννησης, έχει να μας δώσει και άλλα παρόμοια σε περιεχόμενο έργα, όπως το Μωρίας Εγκώμιο του Έρασμου, που ήταν φίλος του Μορ και μάλιστα επιμελήθηκε την έκδοση της Ουτοπίας. Το πρωτότυπο στοιχείο της Ουτοπίας, είναι ότι ο Μορ μέσα από την αφήγηση του Ραφαήλ, αντιπροτείνει έναν άλλο κόσμο στη θέση του τωρινού, την Ουτοπία, που βρίσκεται πολιτισμικά και πολιτικά πολύ πιο μπροστά από τον υστερομεσαιωνικό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε ατομική ιδιοκτησία, ούτε βασιλιάδες ούτε αυλικοί και αυλοκόλακες, ούτε επεκτατικοί πολέμοι(αν και περιγράφεται κάτι αντίστοιχο στο βιβλίο), ούτε εμπορευματική αξία των αγαθών στο εσωτερικό, μόνο αξία χρήσης.
Χάρτης της Ουτοπίας, ο απρόσκλητος επισκέπτης θα καραβοτσακιστεί στους υφάλους
Η Ουτοπία αν και εκδόθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, περιέχει μέσα πολλά στοιχεία που μπορούν ακόμη και σήμερα να ενθουσιάσουν τον αναγνώστη, σίγουρα πολύ περισσότερο(και με θετικό τρόπο) από κάτι διακηρύξεις των think tank της σοσιαλδημοκρατίας που θα έμοιαζαν αστείες ακόμα και στην εποχή του Μορ. Ενσωματώνει βέβαια και πολλά που μπορεί να μας ξενίζουν, ας πάρουμε για παράδειγμα το γεγονός ότι στην Ουτοπία που αποτελεί κατά τα άλλα μια κοινωνία ισότητας και κοινοκτημοσύνης, υπάρχουν δούλοι που καταπιάνονται με τις σκληρές και τις ανεπιθύμητες εργασίες, ενω οι προγαμιαίες σχέσεις απαγορεύονται και η μοιχεία τιμωρείται ακόμα και με θάνατο. Θα παραθέσω εδώ κάποια ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το βιβλίο, αν και αξίζει να διαβαστεί στο σύνολο του διότι αποτελεί ένα πολυδιάστατο έργο ικανό να προβληματίσει, και χρήζει πιστεύω διάφορων ερμηνειών.
(μιλάει ο Ραφαήλ) «Ήτανε προφανώς πολύ ευνόητο για μια υψηλή διάνοια σαν την δικιά του(εννοεί τον Πλάτωνα) ότι η μόνη βασική προϋπόθεση για μια κοινωνία δίκαιη ήταν η ίση κατανομή των αγαθών – πράγμα που υποπτεύομαι ότι είναι αδύνατον για το καθεστώς της πλουτοκρατίας. Γιατί, όταν κάποιος δικαιούται να πάρει όσο πιο πολλά μπορεί για τον εαυτό του, όλη η διαθέσιμη περιουσία, οσοδήποτε μεγάλη κι αν είναι, προορίζεται να πέσει στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας, πράγμα που σημαίνει πως όλοι οι άλλοι είναι φτωχοί.[…] Οι πλούσιοι θα είναι άπληστοι, ασυνείδητοι και εντελώς άχρηστοι άνθρωποι, ενώ οι φτωχοί θα είναι απλοί, μετριόφρονες, άνθρωποι που η καθημερινή εργασία τους είναι περισσότερο χρήσιμη στην κοινότητα παρά στους εαυτούς τους.
Με άλλα λόγια είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως ποτέ δεν θα πετύχετε δίκαιη κατανομή των αγαθών και ικανοποιητική οργάνωση της ανθρώπινης ζωής, αν δεν καταργήσετε πρώτα την ατομική ιδιοκτησία. Για όσο χρονικό διάστημα θα υπάρχει το ανθρώπινο γένος, η συντριπτική πλειοψηφία του και το συντριπτικά ανώτερο τμήμα του, θα συνεχίσουν αναπόφευκτα να εργάζονται κάτω από το βάρος της φτώχειας και της στεναχώριας. Δεν λέω πως το βάρος δεν μπορεί να περιοριστεί, αλλά ποτέ δεν θα το βγάλετε τελείως από τους ώμους τους. Θα μπορούσατε, βέβαια, να επιβάλετε με νόμο όριο στην ποσότητα χρημάτων ή της γης που οποιοσδήποτε θα επιτρεπόταν να κατέχει. Θα μπορούσατε με ανάλογη νομοθεσία, να διατηρήσετε ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στον βασιλιά και στους υπηκόους του. […] τέτοιου είδους νόμοι βέβαια θα εξάλειφαν τα συμπτώματα, ακριβώς όπως η διαρκής ιατρική παρακολούθηση ανακουφίζει την χρόνια αρρώστεια. Μα δεν υπάρχει ελπίδα θεραπείας για όσο χρονικό διάστημα θα εξακολουθεί η ατομική ιδιοκτησία. Αν προσπαθήσεις να θεραπεύσεις ένα ξέσπασμα σε κάποιο μέρος στο σώμα του κράτους, το μόνο που κατορθώνεις είναι να επιδεινώσεις τα συμπτώματα αλλού. Ότι είναι φάρμακο για μερικούς ανθρώπους, για άλλους είναι δηλητήριο – δεν μπορείς να έχεις και την πίτα αφάγωτη και το σκυλί χορτάτο.»[1]
Και παρακάτω κάτι που μοιάζει να απαντά σε επιχειρήματα που ακούμε συχνά πυκνά για την ΕΣΣΔ.
(μιλάει πάλι ο Ραφαήλ)»Μα εδώ υπάρχει ένα σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, γιατί αλλιώς θα το παρεξηγήσετε. Αφού εργάζονται μόνο έξι ώρες τη μέρα(οι κάτοικοι της Ουτοπίας), ίσως νομίζετε ότι υπάρχει έλλειψη των απαραίτητων αγαθών. Απεναντίας, αυτές οι έξι ώρες είναι αρκετές, και περισσότερο από αρκετές, για να παράγουν σε αφθονία κάθε τι που χρειάζεται για μια ζωή άνετη. Και θα το καταλάβετε γιατί συμβαίνει, αν υπολογίσετε πόση αναλογία πληθυσμού είναι εντελώς άνεργη στις άλλες χώρες. Και πρώτα από όλα είναι οι γυναίκες – που αποτελούν το 50% του πληθυσμού. […] Μετά έχουμε τους παπάδες και τα μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων, καθώς τους ονομάζουμε – δουλεύουνε καθόλου; Προσθέτουμε όλους τους πλούσιους, ιδιαίτερα τους κτηματίες, που στο κοινό είναι γνωστοί σαν ευγενείς και καθώς πρέπει κύριοι. Ας συμπεριλάβουμε και τους ακόλουθους τους – εννοώ εκείνες τις σπείρες των οπλισμένων παλιανθρώπων. π΄ανέφερα πριν. Τέλος, αφαιρούμε τους ζητιάνους, που είναι εντελώς υγιείς και εύρωστοι, μα υποκρίνονται τους αρρώστους για δικαιολογία επειδή τεμπελιάζουν. Αφού μετρήσουμε αυτούς θα εκπλαγούμε πόσο λίγοι άνθρωποι παράγουν αυτά που καταναλώνει το ανθρώπινο γένος.
Και τώρα σκεφτείτε πόσοι λίγοι από αυτούς τους ανθρώπους(που εργάζονται εννοεί) κάνουν δουλειά ουσιαστική – γιατί όπου το χρήμα είναι το μόνο μέτρο αξίας εκεί ορίζεται να γίνονται δεκάδες άχρηστα επαγγέλματα, που προσφέρουν μόνο μέσα πολυτέλειας ή διασκέδασης.» [2]
Και μιλώντας πάλι ο Ραφαήλ για την Ουτοπία:
«Ποτέ δεν βάζουν τους ανθρώπους να δουλέψουν με το στανιό, γιατί ο κύριος σκοπός όλης της οικονομίας τους είναι να δίνουν σε κάθε άτομο τόσο πολύ χρόνο απελευθερωμένο από το σωματικό μόχθο, όσο θα επιτρέψουν οι ανάγκες της κοινότητας, ούτως ώστε να είναι σε θέση να καλλιεργήσει το μυαλό του – που το θεωρούν σαν το μυστικό της ευτυχισμένης ζωής. » [3]
Ενώ παρακάτω για τους κατοίκους της Ουτοπίας:
«Απόκτησαν αυτές τις ιδέες και γιατί ανατράφηκαν σε ένα κοινωνικό σύστημα που άμεσα αντιτίθεται σε αυτού του είδους τη βλακεία κι ακόμα επειδή διαβάζουν και μορφώνονται. Σίγουρα, δεν επιτρέπεται σε όλους να είναι διανοούμενοι, εκτός από τους πολύ λίγους σε κάθε πόλη που από παιδιά δείχνουν πως διαθέτουνε ασυνήθιστα χαρίσματα, μεγάλη εξυπνάδα και ειδική ικανότητα για ακαδημαϊκή έρευνα. Μα κάθε παιδί αποκτά μια στοιχειώδη μόρφωση και οι περισσότεροι άντρες και γυναίκες συνεχίζουν να σπουδάζουν από μόνοι τους σε όλη τους τη ζωή σε κείνες τις πρωινές διαλέξεις που σας ανέφερα.[…]
Εξάλλου είναι μεγάλοι εμπειρογνώμονες στην αστρονομία και έχουν επινοήσει κάμποσα δαιμόνια όργανα για να προσδιορίζουν τις ακριβείς θέσεις και κινήσεις του ήλιου και της σελήνης και όλων των άλλων ουράνιων σωμάτων που είναι ορατά στο ημισφαίριο τους[4]. Μα όσον αφορά την αστρολογία – δηλαδή τις φιλίες και τους καυγάδες ανάμεσα στους αστερισμούς, το να προλέγεις την τύχη και τα άστρα και ότι άλλο περικλείει αυτή η απάτη – ούτε που την ονειρευτήκανε ποτέ.»[5]
Και ένα καλό επιχείρημα υπέρ της ηδονής:
«Η αλήθεια είναι πως ακόμα και ο πιο αυστηρός ασκητισμός τείνει να είναι ελαφρά αντιφατικός στην καταδίκη της ηδονής. Μπορεί να σε καταδικάζει να ζεις δουλεύοντας σκληρά, να μην κοιμάσαι αρκετά και γενικά να ταλαιπωρείσαι από την έλλειψη των ανέσεων, αλλά σου λέει επίσης να κάνεις ότι μπορείς για να αλαφρύνεις τους πόνους και τις στερήσεις των άλλων. Θα θεωρήσει κάθε τέτοια προσπάθεια για βελτίωση της ανθρώπινης θέσης σαν αξιέπαινη πράξη προς την ανθρωπότητα – γιατί προφανώς τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ανθρώπινο, και πιο ηθικό, παρά να ανακουφίζουν την στεναχώρια των άλλων, να βάλουν τέρμα στη μιζέρια του και να ξαναφέρουν την joie de vivre τους, δηλαδή τη δυνατότητά τους για ηδονή. Έτσι, γιατί δεν θα ‘τανε το ίδιο φυσικό να κάνεις το ίδιο και για τον εαυτό σου;
Είτε είναι κακό να απολαμβάνεις τη ζωή, με άλλα λόγια να δοκιμάζεις την ηδονή – οπότε όχι μόνο δεν πρέπει να βοηθάς κανέναν σ αυτό, μα πρέπει να προσπαθείς να σώσεις όλο το ανθρώπινο μένος από αυτή την τρομερή μοίρα – είδε αλλιώς, αν είν΄ καλό για τους υπόλοιπους, και εσύ όχι μονάχα έχεις την άδεια αλλά και την υποχρέωση να το κάνεις δυνατό στους άλλους, γιατί να μην αρχίσεις από το σπίτι σου την αγαθοεργία;[…] Για αυτό οι Ουτοπιανοί θεωρούνε τη χαρά της ζωής – δηλαδή την ηδονή – σαν φυσικό αντικειμενικό σκοπό της ανθρώπινης προσπάθειας, και το φυσικό καθώς το ορίζουν, είναι συνώνυμο με το ενάρετο.»[6]
Και για τη «χαρά του κυνηγιού»:
«Πως είναι δυνατό να σε ευχαριστεί κάτι τόσο δυσάρεστο όσο το γαύγισμα και το ουρλιαχτό των σκυλιών; Και γιατί είναι πιο συναρπαστικό να βλέπεις ένα σκύλο να κυνηγάει ένα λαγό παρά δυο σκυλιά να κυνηγιούνται; Εάν είναι το τρέξιμο που σε συναρπάζει, και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει τρέξιμο. Μα αν πραγματικά θέλεις τη θέα του θανάτου, αν θέλεις να δεις το ζώο να σκίζεται κομμάτια μπρός στα μάτια σου, δεν θα ήτανε ο οίκτος η πιο κατάλληλη αντίδραση στη θέα ενός αδύνατου, δειλού, άκακου μικρού πλάσματος όπως ο λαγός που κατατρώγεται από ένα ζώο τόσο πιο δυνατό και πιο βίαιο;[…] Ένας κανονικός χασάπης σφάζει το ζώο πολύ πιο προσεχτικά και μόνο γιατί είναι υποχρεωμένος, ο κυνηγός σκοτώνει και ακρωτηριάζει μικρά πράγματα απλά και μόνο από διασκέδαση.»[7]
Για την τιμωρία της κλεψιάς:
«Μέχρι να φτιάξετε τα πράγματα ετούτα καθώς πρέπει, δεν έχετε το δικαίωμα να καυχιόσαστε για τη δικαιοσύνη που απονέμετε στους κλέφτες, γιατί ναι μια δικαιοσύνη περισσότερο επιφανειακή παρά πραγματική και κοινωνικά επιθυμητή. Αφήνετε ετούτους τους ανθρώπους να μεγαλώσουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο και να διαφθείρονται από τα τρυφερά ακόμα χρόνια. Τελικά αφού μεγαλώσουν και διαπράξουν τα εγκλήματα που οφθαλμοφανώς προοριζόντουσαν να διαπράξουν, από τον καιρό ακόμη που θήλαζαν το μητρικό τους γάλα, αρχίζετε να τους τιμωρείτε. Με άλλα λόγια πρώτα δημιουργείτε τους κλέφτες και μετά τους τιμωρείτε γιατί κλέβουν.»[8]
Μιλάει ο Μορ και αμφισβητεί το κοινοκτημονικό σύστημα:
«Διαφωνώ: Δεν πιστεύω πως μπορείς να έχεις λογικό επίπεδο ζωής κάτω από το κοινοκτημονικό σύστημα. Πάντα θα τείνουν να υπάρχουν ελλέιψεις, γιατί κανείς δεν θα εργάζεται όσο πρέπει. Και με την έλλειψη του κερδοσκοπικού κινήτρου όλοι θα τεμπελιάζουν και θα περιμένουν από τους άλλους να βγάλουν την δουλειά τους[…]»(σας θυμίζει κάτι;) Και απαντά ο Ραφαήλ στις αμφιβολίες του Μορ και του Πέτρου ενός άλλου της συντροφιάς: «Υποχρεωτικά δέχεσαι αυτήν την άποψη γιατί σου είναι αδύνατον να φανταστείς πως θάναι – όχι ακριβώς, εν πάση περιπτώση.[…] Μπορεί να είμαστε περισσότερο ή λιγότερο έξυπνοι απ΄αυτούς, μα είμαι απόλυτα βέβαιος πως μας αφήνουν πολύ πίσω στην ικανότητα για συγκέντρωση και δύσκολη εργασία.[..]»[9] Παρακάτω αναφέρει ο Μορ πως όσοι δεν εργάζονται στο βαθμό που θα έπρεπε τιμωρούνται και μπορεί να εκπέσουν στην κατηγορία του δούλου.
Είχα σκοπό να το κάνω ένα άρθρο αλλά μου βγαίνει κάπως μεγάλο οπότε το χωρίζω στα δυο.
[1] Tomas More, Η ουτοπία, εκδόσεις Κάλβος, μτφ. Γιώργου Καραγιάννη, Αθήνα 1984, σελ. 58, 59.
[4] Τώρα άραγε εδώ παρουσιάζει το ηλιοκεντρικό σύστημα; Πολύ πιθανόν, μιας και ο Μορ ήταν σύγχρονος του Κοπέρνικου, απλά με παραξενεύει λίγο το όλο ζήτημα επειδή ήταν και πιστός καθολικός. Βέβαια όπως θα δούμε και παρακάτω στην περίπτωση της ηδονής, δεν ακολουθεί τα αυστηρά διδάγματα μίσους κάθε είδους απόλαυσης της καθολικής εκκλησίας. Ίσως βέβαια κάποια από αυτά που εμφανίζονται στην Ουτοπία οφείλονται στην εναντίωση του στον προτεσταντισμό, είναι κάτι που αγνοώ, αλλά σίγουρα αξίζει να το ψάξει κανείς.
Οι αναμνήσεις του καζαντζάκη από τα ταξίδια του στη σοβιετική ένωση, όπως μας τις δίνει συγκεντρωμένες στο βιβλίο του «ταξιδεύοντας στη ρουσία», είναι τόσο πλούσιες σε υλικό κι εύστοχες αξιολογικές κρίσεις, που δεν είναι εύκολο να συνοψιστούν και να παρουσιαστούν σ’ ένα μόνο κείμενο. Σε κάποια σημεία, νιώθει κανείς την ανάγκη να πάρει αυτούσια κάποια κεφάλαια και να τα τρίψει στη μούρη διάφορων «έγκυρων σοβιετολόγων» που δεν έχουν (όχι το ταλέντο και τη διεισδυτικότητα του συγγραφέα καζαντζάκη αλλά έστω) την έντιμη κριτική ματιά ενός ανθρώπου που μόνο κομμουνιστής δεν μπορεί να θεωρηθεί –παρά μόνο με μια πολύ ευρεία και χαλαρή έννοια.
Ένα τέτοιο απόσπασμα είναι και το παρακάτω κεφάλαιο, όπου ο καζαντζάκης μιλάει για τις ερυθρές φυλακές, δηλ για την εμπειρία του από το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα. Και έχει κατά τη γνώμη μου μια ιδιαίτερη αξία, όχι μόνο επειδή μας δίνει τις βασικές αρχές του συστήματος και σημαντικές πληροφορίες για ένα θέμα στο οποίο οι «γνώσεις» των περισσότερων εξαντλούνται στη λέξη γκούλαγκ, χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να μάθουν κάτι πέραν αυτού· αλλά ακόμα και για το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει στην τελευταία πρότασή του –που είναι από τους βασικούς ‘νόμους’ που ακολουθεί κάθε επαναστατικό εγχείρημα. Καλή ανάγνωση.
Ο Παναγής Σκουριώτης της Σοβιετικής Ρουσίας είναι, όπως κι ο δικός μας, ένας ισχυρός οργανισμός, όλος φλόγα, αφιερωμένος με φανατισμό στο σκοπό που έθεσε στη ζωή του: ν’ αναμορφώσει τις φυλακές. Ξανθός, γαλάζια μάτια, ξεχειλισμένος από χαρά, σαν τους ανθρώπους που, κυριεμένοι από ένα μεγάλο πάθος, το ικανοποιούν και χαίρουνται. Χαρούμενος, γοργοκίνητος, με άρπαξε στο αυτοκίνητό του και μ’ έφερε στις μεγάλες φυλακές έξω από τη Μόσχα.
Μέσα στην πυκνήν ομίχλη, το πρωί εκείνο, τα σπίτια κι οι εκκλησιές γυάλιζαν αχνά, εξαϋλωμένα, σα χτίρια ξωτικά καμωμένα από καπνούς κι υγρασία. Τα ηλεχτρικά ήταν αναμμένα κι έφεγγαν θαμπά τους δρόμους και τις παγωμένες βιτρίνες. Κοράκια περνούσαν σιωπηλά και κάθιζαν στα κρυσταλλωμένα δέντρα, τα σπίτια όλο και λιγόστευαν, είχαμε πια βγει στο μοσχοβίτικο κάμπο, φτάναμε στις φυλακές.
Σε όλο το δρόμο ο νέος σύντροφός μου μου ξηγούσε ότι η Σοβιετική Ρουσία αντικρίζει και το δύσκολο πρόβλημα φυλακών και φυλακισμένων:
-Δύο είναι οι βασικές αρχές μας: α) η μόρφωση του κατάδικου β) η εργασία
α) Κάθε φυλακή έχει: το σκολειό της για τους αναλφάβητους· όλοι, όταν θα βγουν από τη φυλακή, πρέπει να ξέρουν ανάγνωση και γραφή· έχει τη λέσχη της, το θέατρό της, τον κινηματογράφο της, τη βιβλιοθήκη της· στη λέσχη συζητούν, γίνουνται ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις, διαβάζουν και μορφώνουνται. Κάθε φυλακή έχει τη δική της «εφημερίδα του τοίχου», όπου οι ίδιοι οι φυλακισμένοι γράφουν με απόλυτη ελευτερία για όλα τα θέματα που αφορούν την υλική ή πνευματική ζωή τους. Οι φυλακισμένοι διαιρούνται σε διάφορες ομάδες και καθεμιά αναλαβαίνει ορισμένο κλάδο: υπάρχουν ομάδες για τη μόρφωση, για την πολιτική, τα οικονομικά, την υγιεινή, άλλες αναλαβαίνουν τη φιλολογία, τη μουσική, τις γιορτές. Όλες οι ομάδες αποτελούνται από φυλακισμένους και μονάχα ο πρόεδρός τους είναι κρατικός υπάλληλος. Μεγάλη προσοχή συνάμα δίνουμε στο κορμί: καθαριότητα, ηλιοθεραπεία, αεροθεραπεία, γυμναστική, εκδρομές.
β) Σύμφωνα με τη δεύτερή μας αρχή, όσοι κατάδικοι μπορούν, πρέπει να εργάζουνται. Η εργασία δεν έχει σκοπό την τιμωρία του φυλακισμένου, παρά την ανθρωπιστική κι επαγγελματική του μόρφωση· γι’ αυτό η εργασία πρέπει να ‘ναι ανάλογη με την κλίση και τις ικανότητες του κάθε ατόμου. Σωματική ή ψυχική ποινή απαγορεύεται, όχι μονάχα γιατί αντιστρατεύεται στις σοβιετικές μας αρχές παρά και γιατί εξαγριώνει τον άνθρωπο και του γεννάει μίσος για την κοινωνία. Η πείρα μας απόδειξε πως τίποτα δεν επιδράει τόσο ευεργετικά στο φυλακισμένο, όσο ο σεβασμός στην ατομικότητά του.
Ευτύς ως ο κατάδικος μπει στη φυλακή, πάνε και τον βλέπουν ο διευθυντής κι οι προϊστάμενοι στο μορφωτικό ή εργατικό τμήμα. Κουβεντιάζουν μαζί του, μελετούν το χαραχτήρα και τη μόρφωσή του, τις επαγγελματικές του ικανότητες. Την άλλη μέρα του δίνουνε το βιβλιάριο, όπου αναγράφουνται τα δικαιώματα και τα χρέη του.
Οι φυλακισμένοι διαιρούνται σε τρεις τάξες: Κατώτατη, μέση κι ανώτατη. Κάθε φυλακισμένος παραμένει υποχρεωτικά ορισμένο χρονικό διάστημα στην τάξη όπου κατατάχτηκε, ωσότου η διεύθυνση του επιτρέψει να μετατοπιστεί στην αμέσως ανώτερη. Η παραμονή του στην ίδια τάξη ή η μετάθεση σε άλλη εξαρτάται από την πρόοδο του φυλακισμένου στην εργασία του και στη συμπεριφορά του, και γενικά από την επίδραση που είχε απάνω του το σωφρονιστικό σύστημα.
Η προαγωγή σε ανώτερη τάξη συνεπάγεται ορισμένα προνόμια: Αλαφρώνουν οι όροι του κανονισμού, μπορεί ν’ απολυθεί ο κατάδικος προτού λήξει ο χρόνος της ποινής κτλ. Όσοι ανήκουν στην κατώτατη τάξη δικαιούνται να δέχουνται επίσκεψες και να ‘χουν αλληλογραφία κάθε 15 μέρες· όσοι στην ανώτατη, κάθε μέρα. Όσο ανεβαίνουν σε ανώτερη τάξη αποχτούν και μεγαλύτερη ελευτερία να διαχειρίζουνται τα χρηματικά ποσά που κερδίζουν και ν’ αγοράζουν τρόφιμα, φορέματα, βιβλία. Όσοι ανήκουν στη μεσαία τάξη δικαιούνται εφτά μέρες άδεια το χρόνο· όσοι στην ανώτατη δεκατέσσερεις. Επίσης μπορεί να χορηγηθεί στους αγρότες που έδειξαν καλή διαγωγή άδεια απουσίας τρεις τέσσερεις μήνες, να πάνε στα χωριά τους και να βοηθήσουν στο θερισμό. Οι μήνες αυτοί υπολογίζουνται ως φυλακή.
Έχουμε διάφορους τύπους φυλακές, ανάλογα με τα διάφορα μέτρα της κοινωνικής προστασίας:
α) Σωφρονιστικές· αυτές υποδιαιρούνται: σε οίκους φυλακής· σωφρονιστικούς οίκους προστασίας· παροικίες αγροτικές, επαγγελματικές, βιομηχανικές· ειδικά απομονωτήρια· μεταβατικούς, σωφρονιστικούς οίκους.
β) Γιατροπαιδαγωγικές· υποδιαιρούνται σε οίκους εργασίας για ανηλίκους· σε οίκους εργασίας για εγκληματίες προερχόμενους από αγροτοεργατική νεολαία.
γ) θεραπευτικές· υποδιαιρούνται: σε ιδρύματα για ψυχικά ανισόρροπους και σωματικά άρρωστους· σε ινστιτούτα ψυχιατρικής θεραπείας, νοσοκομεία κτλ.
Το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα θέσπισε ακόμα μια σημαντική καινοτομία: Ως σήμερα, επικρατούσε η Ιδέα πως το δικαστήριο είναι ο μόνος ρυθμιστής της ποινής· σ’ εμάς όμως η δικαστική κι η σωφρονιστική εξουσία είναι δυο ισότιμοι παράγοντες της ενιαίας ποινικής πολιτικής του Κράτους. Το έργο της σωφρονιστικής εξουσίας δεν έχει σε μας μηχανικό χαραχτήρα· έγινε καθαρά δημιουργικό.
Από τη στιγμή που, ευτύς μετά τη δίκη, το κέντρο του βάρους μεταφέρεται στη σωφρονιστική εξουσία, τα εχτελεστικά σωφρονιστικά όργανα επιδίδουνται στη μελέτη –ψυχική, σωματική, πνευματική- των καταδίκων. Τους ταξινομούν, ορίζουν ειδικούς κανονισμούς, χρησιμοποιούν διάφορα, ανάλογα με την κάθε κατηγορία, μέσα σωφρονισμού και μόρφωσης.
Και το σπουδαιότερο: μπορούν όχι μονάχα ν’ αλλάξουν τους όρους της εχτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, παρά και να συντομέψουν το χρόνο της ποινής που όρισε το δικαστήριο και να μεταβάλουν ριζικά τα μέτρα της κοινωνικής προστασίας. Η Σοβιετική Ρουσία κλόνισε την αρχή πως οι δικαστικές ετυμηγορίες είναι απαραβίαστες· τα εχτελεστικά όργανα μπορούν, ανάλογα με τη διαγωγή του κατάδικου, να τροποποιήσουν ριζικά την ποινή.
Με τα μέσα αυτά προσπαθούμε όχι να τιμωρήσουμε τον κατάδικο παρά να τον κάμουμε ικανό να συνεργαστεί κι αυτός μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία: του μαθαίνουμε γράμματα, του θεραπεύουμε την ψυχή και το σώμα, του διδάσκουμε μιαν τέχνη για να μπορεί να ζήσει και να φανεί χρήσιμος στο σύνολο.
Κάνουμε ό,τι μπορούμε να νικήσουμε το σκοτάδι του μυαλού και της ψυχής του ανθρώπου.
Μέσα από την πυκνήν ομίχλη έβλεπα τα υπερβόρεια μάτια του συντρόφου μου να λάμπουν σα δυο φλόγες. Μπαίναμε στη μεγάλη αυλή της φυλακής.
Το χτίριο είναι παλιό, απέραντο και ξεμοναχεμένο στην πεδιάδα. Κάμποσοι φυλακισμένοι έκοβαν ξύλα, άλλοι κουβαλούσαν κάρβουνα· ο διευθυντής χαιρέτησε τους «συντρόφους φυλακισμένους» μ’ εγκαρδιότητα. Μπήκαμε σ’ ένα μακρύ, φωτισμένο διάδρομο· ευτύς εξαρχής σου γεννιέται η εντύπωση πως δε βρίσκεσαι σε φυλακή παρά σε σιωπηλό, πειθαρχημένο εργοστάσιο.
Ανοίγαμε τις πόρτες κατά σειρά και βρισκόμασταν πάντα μπροστά σ’ ένα καινούρια αργαστήρι: Εδώ το τυπογραφείο που αναλαβαίνει, με τη φίρμα της φυλακής, να εκδίδει βιβλία, παραπέρα το βιβλιοδετείο, έπειτα το ξυλουργείο, το παπουτσίδικο, το σιδεράδικο, το ψωμάδικο. Οι ίδιοι οι φυλακισμένοι ζυμώνουν, φουρνίζουν, μαγερεύουν, πλένουν. Παντού μας υποδέχουνται χαρούμενα κι εγκάρδια· πουθενά δεν είδα φύλακες με στολή ή με όπλα· ελάχιστοι οι φύλακες και ντυμένοι πολιτικά. Οι κατάδικοι πάλι φορούν ό,τι ρούχα τους αρέσουν, τίποτα δε σου θυμίζει πως βρίσκεσαι σε φυλακή.
Πολλοί μαθαίνοντας πως είμαι ξένος, με ζυγώνουν με περιέργεια και σφοδρό ανθρώπινο ενδιαφέρον και με ρωτούν για την πατρίδα μου: «Τι γίνεται εκεί κάτω, υπάρχουν άνθρωποι να εκμεταλλεύουνται ανθρώπους, υπάρχουν σύντροφοι που να υποφέρουν; Τι ενέργεια κάνετε να φωτιστεί, να λευτερωθεί ο λαός;» Ρωτούσαν, μ’ έπιαναν από τα χέρια, με κοίταζαν, περίμεναν κι εγώ απαντούσα με αοριστία.
Στο σιδεράδικο ένα φυλακισμένος στέκουνταν σε μια γωνιά με σταυρωμένα χέρια:
-Αυτός δε θέλει να δουλέψει, μου ξήγησε ο διευθυντής χαμογελώντας· μα σε λίγες μέρες θα βαρεθεί, θα ντραπεί, θα ζουλέψει και θα πιάσει κι αυτός δουλειά. Όταν ένας κατάδικος έρθει, τον ρωτούμε αν θέλει να δουλέψει και πού· μερικοί αποκρίνουνται πως καμιά διάθεση δεν έχουν για δουλειά κι εμείς τότε τους αφήνουμε· καθένας είναι λεύτερος. Όμως φροντίζουμε να παραστέκουν άνεργοι μαζί μ’ εκείνους που δουλεύουν και πάντα, ύστερα από λίγες μέρες, έρχουνται μόνοι τους και μας παρακαλούν να τους δώσουμε εργασία.
Πήγαμε στη λέσχη. Ήταν άλλοτε εκκλησία και σώζουνται ακόμα μερικές αγιογραφικές τοιχογραφίες απάνω από το ιερό· τώρα είναι καταστόλιστη με κόκκινες σημαίες και κόκκινα ρητά· και στο βάθος, όπου μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγία Τράπεζα, είναι τώρα η μαρμαρένια προτομή του Λένιν δεξιά του, το ξύλινο αντίγραφο του Μνημείου του στην Κόκκινη Πλατεία· κι αριστερά, το αποτύπωμα της φτωχικιάς ίσμπας που είχε καταφύγει ο Λένιν όταν τον κυνηγούσαν τα όρνια του Τσάρου.
Ως μπήκαμε, μια ορχήστρα από φυλακισμένους έπαιξε τη Διεθνή, η αυλαία άνοιξε και φάνηκαν στη σκηνή μια τριανταριά μεσόγυμνοι αθλητές κι άρχισαν να εχτελούν διάφορα δύσκολα γυμνάσματα.
–Μια από τις μεγαλύτερες φροντίδες μας είναι και τούτη, μου κάνει ο διευθυντής: μαθαίνουμε τους συντρόφους φυλακισμένους ν’ αναπνέουν, να γυμνάζουν το σώμα τους, να το διατηρούν γερό και καθαρό· να ζουν όσο το δυνατό περισσότερο στο ύπαιθρο. Γι’ αυτό τους βλέπετε τόσο ζωηρούς και ροδοκόκκινους.
Ήταν πια μεσημέρι. Καθίσαμε και φάγαμε όλοι μαζί στους μεγάλους ξύλινους πάγκους: σούπα, κρέας με πατάτες, τσάι. Οι φυλακισμένοι έρχουνταν από τ’ αργαστήρια τους, πλένουνταν και κάθιζαν κεφάτοι κι έτρωγαν.
Έλεγα στο διευθνυτή:
–Κι εμείς στην Ελλάδα προσπαθούμε κάποτε με την εργασία να καλυτερέψουμε την ψυχή και το σώμα των φυλακισμένων κι εμείς ξέρουμε τις θεωρητικές αρχές που εφαρμόζετε και προσπαθούμε να τις πραγματοποιήσουμε. Έχω ένα φίλο που ‘χει αφιερώσει τη ζωή του για τη μεγάλη τούτη αποστολή. Τον λένε Παναγή Σκουριώτη.
Ο διευθυντής κούνησε το κεφάλι του:
–Σε όλο τον κόσμο, αποκρίθηκε, υπάρχει η προσπάθεια που λέτε· όλες οι θεωρίες είναι γνωστές και κυκλοφορούνε στον αγέρα της εποχής μας· παντού κάποιος αγνός και φλογερός ιδεολόγος θα βρεθεί, που θα θυσιάσει τη ζωή του για να τις εφαρμόσει· όμως, θαρρώ, του κάκου. Καμιά γενναία ριζική μεταβολή δεν μπορούν να πετύχουν και στο ζήτημα αυτό οι αστικές χώρες· είναι κι οι φυλακές μέρος ενός συνόλου και καμιά ριζική αναμόρφωση δεν μπορεί ποτέ να γίνει ξεκάρφωτη.
Στις αστικές χώρες, οι χαραχτηριζόμενες αξιόποινες πράξες αιτία έχουν συχνότατα όχι την ατομική διάθεση του φταίχτη παρά το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών. Συχνότατα, στις αστικές κοινωνίες, ο εγκληματίας σπρώχνεται απ’ όλη την κοινωνία στο έγκλημα. Κι όταν τον κλείνουν στη φυλακή, έχει βαθιά του την πεποίθηση πως δεν είναι αυτός ο κακούργος παρά ολάκερη η κοινωνία· αυτός είναι το θύμα. Κι η πεποίθησή του αυτή τον γιομώνει πίκρα και μίσος. Με τέτοια ψυχολογία είναι φυσικό ν’ αντιδράει σε κάθε προσπάθεια που κάνει μια τέτοια κοινωνία για να τον καλυτερέψει.
Η αστική προσπάθεια για αναμόρφωση δεν μπορεί να ‘ναι ούτε ολοκληρωτική ούτε συνεχής. Είναι στη φύση του αστικού Κράτους να μη θέλει ποτέ –γιατί δεν το συφέρει- να ξυπνήσει εντελώς την ψυχή του λαού. Δε συφέρει να δει ο λαός πόσο κι από ποιους αδικιέται, ούτε να νιώσει πως έχει στα χέρια του όλη τη δύναμη. Γι’ αυτό, αν σε οποιοδήποτε κλάδο κρατικής ή κοινωνικής ενέργειας ξεπεταχτεί μια στιγμή μια αγνή προσπάθεια, η προσπάθεια αυτή είναι, αναγκαστικά, ξεμοναχιασμένη και μισερή, οφείλεται σε κανένα απροσάρμοστο στη γύρα του σαπίλα ιδεολόγο, βρίσκει οργανωμένη λυσσαλέα αντίδραση, φανερή ή κρυφή και γρήγορα ξεθυμαίνει.
Την άλλη μέρα, κάποιος γνώριμός μου Πολωνοεβραίος, παμπόνηρος κι αντιδραστικός, που του διηγήθηκα την επίσκεψή μου στις σοβιετικές φυλακές, καθώς κι όλα τα θαμαστά που ‘βλεπα κάθε μέρα, μου αποκρίθηκε σατανικά χαμογελώντας:
–Ο Ποτιέμκιν, όταν έβγαζε σε περιοδεία την αυτοκρατορικιά μετρέσα του, τη Μεγάλη Αικατερίνη, έστελνε μπροστά έτοιμα χωριά από καρτόνι και τα στερέωνε κοντά στα μέρη απ’ όπου θα περνούσαν. Χωριάτες και χωριάτισσες, ντυμένοι λαμπερά κοστούμια, γλεντούσαν ευτυχισμένοι κάτω από τα δέντρα, έπαιζαν μπαλαλάικα, πηδοκοπούσαν και ζητωκραύγαζαν την αυτοκρατόρισσα. Δεν ήταν χωριάτες και χωριάτισσες· ήταν ηθοποιοί που τους είχε νοικιάσει ο Ποτιέμκιν· κι η ερωτευμένη χοντρο-Κατερίνα δάκρυζε από κατάνυξη κι ευτυχία.
Όμοια κι οι μπολσεβίκοι σας περιοδεύουν στη Μόσχα –στη μεγάλη από καρτόνι, από ηθοποιούς και μπαλαλάικες βιτρίνα της Ρουσίας –και σας δείχνουν (οι Ρούσοι είναι, κατά παράδοση, περίφημοι σκηνοθέτες) μερικά καλοβαλμένα, πιτήδεια τρουκαρισμένα θεάματα: σκολειά, σανατόρια, φυλακές, δικαστήρια, οι σειρήνες των εργοστασίων όταν περνάτε σφυρίζουν, τάχατε πως δουλεύουν ακατάπαυτα, οι ίδιες πάντα γεωργικές μηχανές περνούν από τους δρόμους που είναι για να περάσετε, τάχατε έτσι, κατά τύχη… Και σεις χάσκετε, οι κουτόφραγκοι, και πέφτετε στην παγίδα Ποτιέμκιν νεότατου συστήματος –στην παγίδα «Καρλ Μαρξ».
Γελούσε ο φίλος μου σαρκαστικά και με κοίταζε με τα παμπόνηρα ματάκια. Με διαπέρασε αλαφριά ανατριχίλα. Ανάμεσα στους φλογερούς στενοκέφαλους πιστούς που δουλεύουν με αγάπη και πείσμα, υπάρχουν οι πολύ μορφωμένοι, χαριτωμένοι και χαιρέκακοι άπιστοι. Τούτοι όλα τα ξέρουν, τίποτα δεν μπορεί να τους ξεγελάσει, πολύ έξυπνα αποσυνθέτουν και καταγγέλνουν τον «ιερό δόλο», που χωρίς αυτόν ποτέ δεν μπόρεσε να θεμελιωθεί μια νέα θρησκεία.
Όλα τα ξέρουν οι φίνοι τούτοι άπιστοι· μονάχα τούτο ξεχνούν: πως μονάχα επιθυμώντας, απατώμενος κι απατώντας –δηλαδή πιστεύοντας- ο άνθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει το πρόσωπο της γης.
Και μια προσθήκη για να κάνουμε σύγκριση με την πολιτισμένη Δύση(αλήθεια μιλάμε σήμερα για τον πολιτισμό της Δύσης ή η δύση του πολιτισμού;) του σήμερα προσφορά του Αμπελοφιλοσοφίες:
Γκουαντάναμο, παιδαγωγικές ασκήσεις που κρατούν σώμα και πνεύμα σε ακμαία κατάσταση.
Και επειδή και εμείς ανήκωμεν εις την Δύσην…
Κόρινθος: Ξένιος Διας το συνώνυμο του Greek Hospitality
Προσπαθούσα κάποτε σε ένα σύντομο κειμενάκι μου να γράψω 5 πράγματα για την ποίηση. Κατάφερα εκεί πέντε αράδες, αλλά αν υπήρχε κάτι που συνειδητοποίησα είναι πως δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσει κάποιος για την τέχνη, από όποια πλευρά και αν το πιάσει το πράγμα, ειδικά όταν θέλει να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα. Σήμερα θα κάνω μια ακόμη απόπειρα, αυτή τη φορά με αφορμή την δήλωση της Κ. Δημουλά που είπε ότι δεν αντέχει άλλο τους μετανάστες διότι την τρομάζουν, είναι πολλοί, κλέβουν και πιάνουν όλα τα παγκάκια της Αθήνας.
Θα περίμενε κανείς από ανθρώπους του πνεύματος, όταν καταπιάνονται με ένα τέτοιο ζήτημα να είναι περισσότερο ευαίσθητοι, αν όχι επειδή το αισθάνονται, ας είναι τουλάχιστον περισσότερο αναλυτικοί ώστε να αναφέρονται σε όλες τις πλευρές του συγκεκριμένου ζητήματος και να μην πετάνε χοντράδες. Η φτώχεια η μετανάστευση ως αιτίες που γεννούν της εγκληματικότητα στα φτωχά και στα εξαθλιωμένα στρώματα, είναι ζητήματα που συνδέονται άμεσα με τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες του κόσμου που ζούμε, δεν μπορεί ούτε να ειδωθούν ούτε να αντιμετωπιστούν ανεξάρτητα από αυτές.
Πέρα από αυτό υπάρχει όμως και το καθαρά ανθρωπιστικό, αυτό που δεν χρειάζεται ο άλλος να έχει μελετήσει τον καπιταλισμό για να γνωρίζει πως «καταντούν» οι άνθρωποι να ζουν τέτοιου είδους ζωές. Ο ανθρωπισμός, που υπαγορεύει ότι αν μέσα σε ένα 40 τετραγωνικών ανήλιαγο και παραμελημένο σπίτι ζουν 15 άνθρωποι, λογικό είναι να θέλουν να περνούν όσο χρόνο παραπάνω μπορούν έξω από αυτό. Το ίδιο και οι άνθρωποι που δεν έχουν δουλειά, που δεν έχουν καν σπίτι και που το μοναδικό τους σπίτι είναι αυτό το παγκάκι που θα ήθελε για δική της διάθεση η Κικίτσα.
Σε συνθήκες λοιπόν τόσο ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης και εγκληματικότητα θα υπάρχει, και κλεψιές, όμως οι πρώτοι που υποφέρουν από την εγκληματικότητα αυτή είναι οι ίδιοι οι μετανάστες, που γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης από διαφόρων ειδών νταβατζήδες, έλληνες και ξένους. Οι ίδιοι έχουν στην πλειοψηφία τους γνωρίσει με τον πιο βάναυσο τρόπο την πιο οργανωμένη και παγκοσμίων διαστάσεων μορφή εγκληματικότητας, αυτή της καπιταλιστικής παραγωγής και της ιμπεριαλιστικής επέκτασης με όλα τα μέσα.
Θα περίμενε κανείς όλα τα παραπάνω, να αναφερθούν από έναν άνθρωπο του πνεύματος της τέχνης και του πολιτισμού, αλλά μιας και δεν αναφέρθηκαν για να εξετάσουμε λίγο για ποια τέχνη, ποιό πνεύμα και ποιο πολιτισμό μιλάμε όταν αναφερόμαστε σε άτομα όπως η Κική(και δεν είναι μόνο ή Κική απλά αφορμής δοθείσας επιλέχθηκε ως παράδειγμα προς αποφυγή).
Να δηλώσω εξαρχής ότι δεν είμαι ειδικός στο έργο της Κικής. Είχα διαβάσει μερικά ποιήματα της τότε που υπέγραφε το κατάπτυστο κείμενο για τη σωτηρία της Ελλάδας και πράσινα άλογα μαζί με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, και την κατέταξα, μπακάλικα δεν λέω όχι, στην κατηγορία εκείνη των εγωκεντρικών ποιητών που τα πάντα ξεκινούν και τελειώνουν στα προσωπικά τους πάθη, σε σχέση με τον περίγυρο τους(καλλιτεχνικό και άλλο) που τα υψώνουν και τα ενώνουν με το «απέραντο» και το άπειρο κλπ. Παραδέχομαι πάντως ότι καλλιτεχνικά μπορεί και να την αδικώ μην έχοντας διαβάσει ένα ικανό μέρος του έργου της για να μπορέσω να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα, και μάλλον εκεί θα μείνω διότι όπως φαίνεται ο άνθρωπος Δημουλά δεν εξάπτει τίποτα θετικό ή ενδιαφέρον μέσα μου.
Πριν προχωρήσω παρακάτω θα παραθέσω μιαν αράδα ενός άλλου ποιητή, έτσι όπως τη έχω στο μυαλό μου, του Ρίτσου, η αράδα είναι περίπου αυτή.
«Άμα δεν μπορέσω να σε κάνω να το δεις και εσύ είναι σαν να μη το έχω»
Παρά το γεγονός ότι και από του Ρίτσου το έργο δεν έχω διαβάσει ούτε το εν δέκατο, όμως η εντύπωση που μου έδωσε από το πρώτο κιόλας ποίημα που διάβασα ήταν εντελώς διαφορετική, αργότερα, όταν διάβασα και τον επιτάφιο ομολογώ ότι δεν σταμάτησα να δακρύζω παρά μόνο όταν ολοκληρώθηκε η ανάγνωση του. Ο Ρίτσος λοιπόν εκφράζει έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν της Δημουλά…ποιός είναι αυτός; Είναι ο κόσμος που το αγαθό της τέχνης, μαζί με όλα τα υπόλοιπα αγαθά, είτε αυτά εκφράζονται με υλικό είτε με ιδεατό τρόπο, πρέπει να γίνουν κτήμα όλων και όχι μόνο μιας κλειστής ελίτ. Ο πνευματικός όπως και ο υλικός πολιτισμός στο νου του Ρίτσου, δεν αποτελεί ένα κλειστό μυστήριο που απευθύνεται μόνο στους μυημένους, αλλά την κληρονομιά των λαών που πρέπει να ανήκει στους λαούς. Ο Ρίτσος όχι μόνο απευθύνεται στο σύνολο του λαού με την ποίηση του, αλλά τον εκφράζει κιόλας, χωρίς το έργο του να στερείται υψηλών νοημάτων και τεχνικής αρτιότητας, χωρίς να γίνεται απλοϊκό. Η ποίηση του Ρίτσου πατά στο χώμα και στη λάσπη, και γίνεται σκάλα για να υψωθούν εκείνοι που γεννήθηκαν στο(και από) χώμα και στη λάσπη, και που με αυτό το χώμα και αυτή τη λάσπη, και με τις προσπάθειες των ανθρώπων αυτών, έχει οικοδομηθεί ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Η Δημουλά είναι ανίκανη να το κάνει αυτό, δεν καταλαβαίνει, δεν αισθάνεται, δεν ζει στον ίδιο κόσμο με αυτούς τους ανθρώπους, για εκείνη ο φτωχός και ο μετανάστης είναι σκουπίδι που πρέπει να καταλήξει στην χωματερή για να μην της χαλά την αισθητική. Για να το πούμε και διαφορετικά, αν η τέχνη ήταν ένα παγκάκι, ο Ρίτσος θα καθόταν δίπλα στους μετανάστες και στους φτωχούς θα συζητούσε μαζί τους, στο Ελις Αιλαντ της Κικής όλοι αυτοί κρίνονται ανεπιθύμητοι.
Η Δημουλά απευθύνεται σε ανθρώπους που ήδη είναι ψηλά, ψηλά με μορφωτικούς, με κοινωνικούς, με οικονομικούς όρους. Η ποίηση της, η τέχνη της, χρησιμεύει σαν στεγανό, σαν νοητό πνευματικό σύνορο που χωρίζει έναν κόσμο από έναν άλλο, σύνορο που καλλίτερα να παραμείνει αδιαπέραστο, που δεν χωρά πνευματικούς μετανάστες, τουλάχιστον όχι αν εκείνοι δεν αποδεχθούν τους όρους της δικής της, πάνω από τα σύννεφα, κοινωνίας. Δεν αποτελεί σκάλα λοιπόν, αποτελεί θόλο, μετατρέπει το «αν δεν μπορώ να σε κάνω να το δεις και εσύ είναι σαν να μην το έχω» σε «αυτό που εγώ έχω με ξεχωρίζει από σένα που δεν έχεις τίποτα». Αποτελεί δε την χειρότερη μορφή ιδιοποίησης, την ιδιοποίηση της πνευματικής δημιουργίας, που μετατρέπει κάτι που μπορούν να το απολαμβάνουν και να εκφράζονται όλοι μέσα από αυτό, σε προϊόν που ικανοποιεί και εκφράζει συγκεκριμένο και αυστηρά περιορισμένο target group.
Είναι ένα είδος τέχνης λοιπόν που εκπροσωπεί ένα συγκεκριμένο πνεύμα και ένα δεδομένο πολιτισμό, που για τον απλό άνθρωπο που θα έρθει σε επαφή μαζί του μοιάζει με κονσέρβα χωρίς το ανάλογο ανοιχτήρι, και που ακόμα και αν μπορούσε να την ανοίξει θα έβρισκε μέσα αέρα κοπανιστό. Αυτός είναι ο πολιτισμός των ανισοτήτων, της ακραίας φτώχειας και της εξαθλίωσης, σε κοινωνίες με αριστοκράτες και δούλους, ή πιο σωστά με καπιταλιστές και το σκυλολόι τους και με εργάτες προλετάριους, άνεργους, άστεγους και λοιπά λούμπεν στοιχεία. Όλοι αυτοί όχι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον, αλλά με τον έναν να είναι αιτία της εξύψωσης του άλλου και τον άλλο να είναι αιτία της εξαθλίωσης του πρώτου. Αυτή την τέχνη και αυτό το πνεύμα εκφράζουν διανοητές όπως η Δημουλά, την συντήρηση και την εκμετάλλευση, ή πιο σωστά την συντήρηση της εκμετάλλευσης που τους επιτρέπει να διακρίνονται ως πρώτοι και καλύτεροι σε μια κοινωνία μη ίσων. Συχνά όλοι αυτοί αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως δάσκαλο, αν όντως ήταν τέτοιοι, θα ήταν εντελώς αποτυχημένοι, γιατί η αξία κάθε δασκάλου φαίνεται από το επίπεδο των μαθητών του, και μαθητές ενός ανθρώπου του πνεύματος θα έπρεπε να ήταν ολάκερη η κοινωνία, και πρωτίστως εκείνοι που έχουν την περισσότερη έλλειψη άρα και την περισσότερη ανάγκη να μάθουν. Αν και για να πούμε την αλήθεια, όσο λιγότερα διδαχθεί ο λαός απο αυτού του είδους τους πνευματικούς ανθρώπους, τόσο το καλλίτερο.
Οδηγίες προς ναυτιλλόμενους: Η αφήγηση που ακολουθεί, αν και αλληγορική όπως θα διαπιστώσουν όσοι τη διαβάσουν, περιγράφει σκηνές που είναι ικανές να σοκάρουν. Συνεχίστε με δική σας ευθύνη και μην πείτε μετά ότι δεν σας προειδοποίησα.
Κάτω από την ετικέτα
Χάζευες αρκετή ώρα στους διαδρόμους του super market μέχρι να φτάσεις στην φρουταρία. Σου τράβηξε την προσοχή το ραφάκι με τις φράουλες, αυτά τα κατακόκκινα φρούτα σε σχήμα καρδιάς είναι τα αγαπημένα σου. Πλησίασες, πήρες την μπλέ συσκευασία στο χέρι και χωρίς να το πολυσκεφτείς έσκισες το σελοφάν και τράβηξες μια μεγάλη ζουμερή φράουλα από μέσα. Έφερες τη φράουλα κοντά στο στόμα σου και τη δάγκωσες, κόλλησες τη γλώσσα σου πάνω στο κομμάτι για να απολαύσεις τον υπέροχο χυμό της.
Όμως, αντί να απελευθερωθεί μέσα στο στόμα σου η γλυκιά γεύση του φρούτου, ξεχύθηκε ένα πηχτό υγρό που είχε τη γεύση του αίματος και την μπόχα το ιδρώτα. Έφτυσες τη δαγκωνιά χάμω στο πάτωμα και εκείνη έσκασε με ένα πλαφ αφήνοντας μια κόκκινη κηλίδα. Γύρισες το κεφάλι σου από την άλλη και έτριψες τη γλώσσα σου με την αναστροφή του χεριού σου, όσες φορές και αν επανέλαβες τη διαδικασία η αηδιαστική γεύση δεν έλεγε να υποχωρήσει.
Περπάτησες προς τα χαρτικά, έπιασες ένα πακέτο χαρτομάντιλα για να σκουπίσεις το στόμα σου. Έψαξες με το νύχι σου να βρεις την άκρη του αυτοκόλλητου και όταν τη βρήκες το τράβηξες για να ανοίξει. Όμως αντί για τον ήχο του αυτοκόλλητου που ξεκολλάει, ακούστηκε ο αναπάντεχα ανατριχιαστικός ήχος της σάρκας που σχίζεται, πέταξες από τα χέρια σου το πακέτο αντανακλαστικά.
Αριστερά, στα ψυγεία με τα κρέατα στέκονταν 3-4 κυρίες και περίμεναν τη σειρά τους, πλησίασες ελπίζοντας ότι αν βρεθείς δίπλα σε άλλους ανθρώπους θα μπορούσες να συνέλθεις λιγάκι και να αποδράσεις από τις μακάβριες παραισθήσεις, διότι τι άλλο θα μπορούσε να σου συμβαίνει; Πρώτη στη σειρά στεκόταν μια νεαρή κοπέλα που είχε αγκαλιάσει το μωρό της με το αριστερό της χέρι, αυτό είχε γείρει πάνω στο στήθος και στον ώμο της. Με το άλλο χέρι έδειχνε στον κρεοπώλη κάτι που βρισκόταν πίσω από τη βιτρίνα. Το βλέμμα σου στράφηκε προς τα εκεί που έδειχνε, πάγωσες, όχι, αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει στην πραγματικότητα. Πάνω στους μεγάλους δίσκους του κρεοπωλείου βρίσκονταν ακουμπισμένα ακρωτηριασμένα ανθρώπινα μέλη, αλίμονο δεν ήταν νεκρά, ανοιγόκλειναν ακόμη τα δάχτυλα τους ακριβώς όπως οι δαγκάνες από τα ζωντανά καβούρια στον πάγκο του ψαρομανάβη… Σήκωσες το κεφάλι και κοίταξες ξανά προς τη νεαρή μητέρα, το πρόσωπο σου είχε χάσει εντελώς το χρώμα του, εκείνη μη δείχνοντας να το προσέχει σου χαμογέλασε. Ο χασάπης φόρεσε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια μίας χρήσης και έπιασε με το χέρι του το κομμάτι που του είχε υποδείξει η κοπέλα, ύστερα γύρισε από την άλλη και άνοιξε το διακόπτη της μηχανής του κιμά.
Έκανες να φύγεις, προσπάθησες να τρέξεις όμως ήταν λες και βρισκόσουν μέσα σε ένα τεράστιο βάζο από μέλι, οι κινήσεις σου αργές, το οπτικό σου πεδίο περιορισμένο, ότι υπήρχε στο βάθος είχε μεταλλαχθεί σε μια απροσδιόριστη πολύχρωμη θολούρα και εκείνα που ήταν μπροστά σου έδειχναν αφύσικα διογκωμένα και ασταθή. Στην αρχή δεν μπορούσες να καταλάβεις από που προερχόταν εκείνος ο βαθύς αργόσυρτος και επαναλαμβανόμενος ήχος. Ήταν λες και χτυπούσε κάποιο μεταλικό κύμβαλο πάνω σε ένα τεράστιο τελετουργικό γκονγκ, ύστερα συνειδητοποίησες ότι επρόκειτο για τον χτύπο της καρδιάς σου.
Οι διάδρομοι τώρα έμοιαζαν να έχουν γίνει λαβύρινθος, κάθε φορά που νόμιζες ότι πλησίαζες στην έξοδο έπεφτες πάνω σε κάποιο ράφι που σου έκλεινε το δρόμο. Τελικά μετά από ώρα, που εσένα σου είχε φανεί αιώνας, μπόρεσες να φτάσεις στα ταμεία. Τα πάντα γύρω σου συνέχισαν να κινούνται απελπιστικά αργά, τα ταμεία ήταν γεμάτα κόσμο που βαστούσε κόκκινα καλαθάκια ή έσπρωχνε καρότσια, οι υπάλληλοι πατούσαν τα κουμπάκια των ταμειακών μηχανών και πέρναγαν τα προϊόντα ένα-ένα από το scaner. Έκανες να περάσεις ανάμεσα από τους πελάτες, το χέρι κάποιου σε εμπόδισε ενώ ο ίδιος γύρισε και σε κοίταξε φανερά ενοχλημένος με την αγένεια σου. Άρχισε να ανοιγοκλείνει το στόμα του όμως εσύ δεν μπορούσες να ξεκαθαρίσεις ούτε τι έλεγε ούτε και μπορούσες να του εξηγήσεις, η φωνή του έφτανε στα αυτιά σου παραμορφωμένη ενώ η δική σου είχε κοπεί. Αναγκάστηκες να περιμένεις μέχρι να έρθει η σειρά σου και ας μην κρατούσες στα χέρια σου τίποτε. Όταν μετά από βασανιστική αναμονή έφτασες στην ταμία της έδειξες με μια θεατρινίστικη κίνηση τα άδεια σου χέρια, εκείνη σε κοίταξε για λίγο απορημένη και ύστερα ασχολήθηκε με τον επόμενο στην γραμμή.
Επιτέλους, τα είχες καταφέρει, η έξοδος βρισκόταν μόλις μερικά μέτρα μακριά σου. Άξαφνα τα πάντα γύρισαν στο κανονικό τους, οι ήχοι, το πεδίο της όρασης σου, οι κινήσεις των ανθρώπων, ο κόσμος ολόκληρος επανήλθε στον νορμάλ βιαστικό του ρυθμό. Άρχισες να τρέχεις προς την διπλή αυτόματη πόρτα, το φωτοκύτταρο, που έπιασε την κίνηση σου, της έδωσε εντολή να ανοίξει. Πέρασες την πόρτα αλλά λίγο πριν διαβείς το κατώφλι σου έκοψαν το δρόμο κάτι περίεργες κατάμαυρες στήλες. Στην αρχή νόμισες ότι ήταν κάγκελα και ασυναίσθητα έσφιξες τα χέρια σου πάνω τους. Εκείνη τη στιγμή η συνείδηση σου αυτονομήθηκε, ήταν λες και πέρασες σε αστρική προβολή, σαν άυλο μάτι άρχισε να απομακρύνεται από το σώμα σου. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά μπορούσες να δεις τον εαυτό σου από απόσταση, βρισκόσουν παγιδευμένος πίσω από ένα barcode ανήμπορος να απεμπλακείς ενώ τα χέρια σου παρέμεναν γαντζωμένα σε δύο από τις κατάμαυρες παράλληλες στήλες του.
Κάθισε στην καρέκλα, την έσυρε λίγο αριστερά για να τη φέρει στο κέντρο του γραφείου. Άφησε δυο τρία δευτερόλεπτα να περάσουν, πάσχιζε να χαλαρώσει. Ήταν φανερό ότι κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να πνίξει τα αναφιλητά. Όρθωσες το σώμα σου στην καρέκλα και σφίχτηκες δίνοντας της να καταλάβει ότι είχε την προσοχή σου, η κίνηση σου αυτή της έδωσε κουράγιο να πεί τις πρώτες κουβέντες.
«Χρειάζομαι τη βοήθεια σου…δεν ξέρω αν είσαι ο κατάλληλος, σε παρακαλώ άκουσε με!» η φωνή της έτρεμε.
Άναψε τσιγάρο, έσπρωξες το τασάκι προς το μέρος της, ήταν γεμάτο με μασημένα καλαμάκια που προεξείχαν και σπασμένες οδοντογλυφίδες, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά, η καύτρα πύρωσε για ένα δυο δευτερόλεπτα και ύστερα άφησε το Marlboro στην υποδοχή του σταχτοδοχείου.
«Πρόκειται για τον άντρα μου, δεν ήξερα, αλήθεια λέω, δεν ήξερα, δεν ήθελα να ξέρω….»
«Σε παρακαλώ ηρέμησε και εξήγησε μου», προσπάθησες η φωνή σου να είναι τελείως ψύχραιμη και χαλαρή, όπως ένας χειρούργος μπροστά σε ένα ανοιγμένο στομάχι.
«Κατέβηκα στο υπόγειο, είχε έναν άνδρα εκεί, του είχαν κόψει τα δάχτυλα, εκείνος κουνούσε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά, δεν μπορούσε να φωνάξει, τον είχαν φιμωμένο, θεέ μου, έβγαζε μόνο πνιχτούς ήχους. Ο Τζάκ κρατούσε στο χέρι ένα κατσαβίδι και κάθε τόσο του το έχωνε στην παλάμη!»
«Ο Τζάκ είναι ο άντρας σου;»
«Όχι, είναι ο συνεταίρος του, ο άντρας μου βρισκόταν δίπλα και έκανε τις ερωτήσεις, τον είχαν δέσει χειροπόδαρα στην καρέκλα και τον ανέκριναν, τον βασάνιζαν, εκείνος μπορούσε να κάνει μόνο νεύματα με το κεφάλι. Θεέ μου δεν ήξερα, αλήθεια, δεν ανακατευόμουν ποτέ με τις δουλειές του, το φανταζόμουν ότι δεν ήταν νόμιμες όμως δεν περίμενα ότι θα έφτανε ως εκεί.»
«Και τι μπορώ να κάνω εγώ για σένα;»
«Θέλω να εξαφανιστώ, θέλω να πάω κάπου που να μην μπορεί να με βρει, σε παρακαλώ βοήθησε με, έχω χρήματα!»
Καθώς το είπε άνοιξε την τσάντα που κρατούσε στον ώμο και έβγαλε μια χοντρή δεσμίδα με χαρτονομίσματα, την ακούμπησε στο γραφείο.
«Ορίστε, αυτά είναι αρκετά πιστεύω!»
Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 20 χιλιάρικα, 7-8 φορές περισσότερα από αυτά που κέρδιζες από μια συνηθισμένη υπόθεση. Εξωτερικά είχες καταφέρει να φαίνεσαι ατάραχος, μέσα σου μια δυνατή φωνή σε προειδοποιούσε να μην μπλεχτείς. Η φωνή της λογικής όμως00 σύντομα έχασε τη μάχη από το σύνδρομο του Δον Κιχώτη, σου ήταν αδύνατον να της αντισταθείς. Ακούμπησε το τσιγάρο απαλά στα κόκκινα χείλη της και τράβηξε ακόμη μια ρουφηξιά, όχι με τόσο πάθος, τώρα φαινόταν περισσότερο ήρεμη. Είχες ξεχάσει εντελώς τα χρήματα, η καρδιά σου χτυπούσε δυνατά, μια δεσποσύνη ζητούσε τη βοήθεια σου, πως μπορούσες να αρνηθείς, είχες υποχρέωση να τη σώσεις από τα νύχια του τέρατος.
Αν δεν ήταν τόσο όμορφη, τόσο γυναίκα, ίσως είχες καταφέρει να κάνεις πίσω, θα μπορούσες να είχες προστατέψει τον εαυτό σου, όμως έτσι που ήρθαν τα πράγματα δεν είχες άλλη επιλογή από το να γίνεις η ασπίδα της.
«Οκ, τα χρήματα είναι εντάξει», είπες και άπλωσες το χέρι σου, τα έπιασες και τα έβαλες στο συρτάρι, ήθελες να νομίσει ότι το ενδιαφέρον σου ήταν καθαρά επαγγελματικό, στην πραγματικότητα θα τη βοηθούσες ακόμη και αν δεν είχε να σου δώσει ούτε σέντ.
Σήκωσες το ακουστικό και σχημάτισες τον γνωστό αριθμό στο καντράν, το τηλέφωνο χτύπησε σε ένα πανδοχείο στα προάστια και ξύπνησε τον ρεσεψιονίστ. Ήταν έμπιστο άτομο, για αυτό και χρησιμοποιούσες το συγκεκριμένο πανδοχείο κάθε φορά που έπρεπε να εξαφανίσεις κάποιον, ή να εξαφανιστείς ο ίδιος.
«Γεια σου Αυγουστίνε, εγώ είμαι, θα σου φέρω σε λιγάκι μια φίλη μου, ετοίμασε της δωμάτιο, δεν ξέρω ακόμη για πόσο θα χρειαστεί να μείνει…Οκ, ευχαριστώ, ξεκινάω σε 5»
Κατέβασες το ακουστικό και στράφηκες προς εκείνη. «Θα πάμε σε ένα φίλο, θα μείνεις απόψε εκεί και αύριο που θα έχεις ηρεμήσει θα ξαναμιλήσουμε, μη φοβάσαι θα είσαι ασφαλής, είναι και έξω από την πόλη.»
Σηκώθηκες από την καρέκλα, το ίδιο έκανε και εκείνη, προχωρήσατε προς την πόρτα, στάθηκες στον καλόγερο και φόρεσες το δερμάτινο σακάκι σου και τα γάντια, της άνοιξες την πόρτα και προχώρησε προς τα έξω, την ακολούθησες. Κατεβήκατε τις σκάλες περάσατε την είσοδο, περάσατε το χαλασμένο φανάρι, και περπατήσατε μέχρι το παραδίπλα στενό, φτάσατε στο αμάξι και της άνοιξες την πόρτα του συνοδηγού, εσύ έκατσες πίσω από το τιμόνι και ξεκίνησες την μηχανή. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα η Buick Riviera έστριψε στη γωνία του δρόμου και εξαφανίστηκε.