Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Οκτώβριος 2016

metaxas

Δημοσιεύθηκε στο Ατέχνως

Επειδή όπως σε κάθε επέτειο της 28 Οκτωβρίου, έτσι και σε αυτή, θα βρεθούν κάποιοι που θα μιλήσουν δοξαστικά για το Όχι του δικτάτορα Μεταξά, προς αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας αποφάσισα να γράψω το παρακάτω άρθρο. Δεν έχω σκοπό να εστιάσω στις διώξεις που έκανε η βασιλομεταξική δικτατορία στους αριστερούς και στους κομμουνιστές, ούτε στην αντισυνταγματικότητα της, ούτε στις δολοφονίες, τις εκτελέσεις, τους βασανισμούς, τους τόπους εξορίας, γνωστά όλα αυτά. Κυρίως θα μας απασχολήσουν δύο πράγματα. α: Το πόσο έμοιαζε το καθεστώς του Μεταξά στα φασιστικά και στα ναζιστικά καθεστώτα της Ιταλία και της Γερμανίας και β: το πόσο δειλή και αναποφάσιστη ήταν η στάση του Μεταξά μέχρι και μια στιγμή πριν η βρωμερή ανάσα του Ιταλικού φασισμού προσβάλει τα βόρεια σύνορα της χώρας μας.

Η δικτατορία που κηρύχθηκε στις 4 Αυγούστου του 1936 είχε ως πρωτεργάτες της το βασιλιά Γεώργιο Γκλίκσμπουργκ και το στρατηγό Ιωάννη Μεταξά. Ήρθε με τη βοήθεια και την υποκίνηση της Μεγάλης Βρετανίας, σε μια περίοδο που η ελληνική πλουτοκρατία δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα με συνθήκες αστικού κοινοβουλευτισμού. Χρειάζονταν μια δικτατορία για να κάμψει αποφασιστικά τις όποιες αντιδράσεις και επιδιώξεις του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού, να τον στύψει, και από το ζουμί που θα βγάλει να τροφοδοτήσει την κερδοφορία της εγχώριας και ξένης πλουτοκρατίας. Ας εξετάσουμε όμως μερικά στατιστικά δεδομένα.

Στην τετραετία της βασιλομεταξικής δικτατορίας ο ελληνικός λαός υποσιτιζόταν μόνιμα. Σε σχέση με τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης ερχόταν πρώτος σε κατανάλωση λαχανικών και τελευταίος σε κατανάλωση ζωικών λευκωμάτων.1 Και ενώ ο λαός πεινούσε οι μεγαλοεπιχειρηματίες είχαν πρωτόγνωρα κέρδη. Το ποσοστό του βιομηχανικού κέρδους στα 1938 – 1939 έφτασε στο μέγιστο ύψος 25% και το ποσοστό απορροφούμενης υπεραξίας του εργατικού μισθού πλησίασε το ποσοστό 400%, ενώ το ποσοστό των εφοπλιστικών κερδών ξεπέρασε το 30%. Παράλληλα ο Μεταξάς ανέβασε στο 40% το ποσοστό εξυπηρέτησης των ξένων δανείων, ενώ παρέδωσε τον κύριο όγκο του εξωτερικού εμπορίου της χώρας στη ναζιστική Γερμανία.2

Επιδίωξη του καθεστώτος ήταν να καταργήσει την πάλη των τάξεων και να φροντίσει για τη μεταξύ τους συνεργασία. «Μέσα σε μίαν κοινωνίαν – την καπιταλιστικήν- δεν είναι αυθυπονόητον πράγμα η συνεργασία των φορέων της εργασίας, δηλαδή των εργατών και των φορέων του κεφαλαίου, δηλαδή των καπιταλιστών. Αλλά με την κοινωνικήν μεταρύθμισιν την οποία εκάμαμεν ημείς, την συνεργασίαν αυτήν την εκάμαμεν υποχρεωτικήν».3 Τα παραπάνω δηλώνει ο Μεταξάς, και, σκοπός της (μονόδρομης) «συνεργασίας» αυτής, όπως δείχνουν και τα αριθμητικά δεδομένα πιο πάνω, δεν ήταν άλλος από το ξεζούμισμα των εργατών, προκειμένου να φουσκώσουν τα παρασιτικά στομάχια των καπιταλιστών. Την ίδια ακριβώς «συνεργασία των τάξεων», διακήρυττε τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι. Ο Μεταξάς άλλωστε, όπως θα δούμε και παρακάτω, ήταν καλός μαθητής και των δυο. Όμως η ιδέα της «ταξικής συνεργασίας», δεν πήγαζε έτσι απλά από τα αρρωστημένα μυαλά του ενός ή του άλλου δικτάτορα, ήταν απαίτηση των αστικών τάξεων των χωρών στις οποίες επιβλήθηκε. Οι δικτάτορες χρησίμευσαν ως μακριά –και οπλισμένα- χέρια των αστών.

Όμως, για να κάνουμε και μια μικρή παρένθεση, η ιδέα της υποτιθέμενης «συνεργασίας των τάξεων» δεν καλλιεργείται από την αστική προπαγάνδα μόνο σε εποχές δικτατορίας, αλλά και σε εποχές κοινοβουλευτικής ομαλότητας. Και δεν εννοώ μόνο τις κραυγές, υπέρ των εφοπλιστών, του ναζιστικού μορφώματος της χρυσής αυγής , αλλά και ο σύγχρονος θεσμός των «κοινωνικών εταίρων» κινείται σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Ότι τάχα μου μπορούν να συμμετέχουν από κοινού οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και οι εκπρόσωποι τη κυβέρνησης και της πλουτοκρατίας σε ένα διάλογο για την προώθηση των υποτιθέμενων κοινών τους συμφερόντων. Φυσικά ο «διάλογος» αυτός καταλήγει κάθε φορά σε υποχωρήσεις από την πλευρά των εκπροσώπων των συστημικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και καταλήστευση των όποιων μέχρι τότε κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Ας επιστρέψουμε όμως στα του Μεταξά…

Ως μεγάλος θαυμαστής του Χίτλερ, ο Μεταξάς, δεν παρέλειψε να τον αντιγράψει σε πολλά από αυτά που έκανε. Έκαιγε βιβλία ο Χίτλερ, έκαψε και ο Μεταξάς. Με ειδικό νόμο, κάηκαν σε πλατείες της Αθήνας και άλλων πόλεων πολλά προοδευτικά βιβλία με βάση μια λίστα που είχε συντάξει ο Μανιαδάκης. Η λίστα περιελάμβανε 445 τίτλους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και ορισμένα αρχαία ελληνικά συγγράμματα.4 Όντας θαυμαστής και του Γκαίμπελς ο Μεταξάς, μιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό και τις μεθόδους προπαγάνδας του. Οργάνωνε για παράδειγμα ομιλίες σε όλη την Ελλάδα, στις οποίες μιλούσε ο ίδιος ή άλλοι διαφωτιστές, αξιωματούχοι και υποστηρικτές του καθεστώτος, με τη συμμετοχή κλακαδόρων στο κοινό που αποθέωναν τους ομιλητές. Για το σκοπό της προπαγάνδας του ο Μεταξάς χρησιμοποίησε και τον κινηματογράφο, υποχρεώνοντας τους ιδιοκτήτες κινηματογραφικών στούντιο να δείχνουν ταινίες μικρού μήκους που διαφήμιζαν το καθεστώς. Ενώ πριν από κάθε φιλμ, στο διάλειμμα αλλά και μετά το τέλος του, έπρεπε να παίζεται ο ύμνος της ΕΟΝ και της 4ης αυγούστου.5

Μιας και αναφερθήκαμε στην ΕΟΝ, ας πούμε και δυο λόγια για αυτήν. Η ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας) ιδρύθηκε στις αρχές του 1938 και αποτελούσε τον φορέα της ιδεολογίας της 4η Αυγούστου στο χώρο της νεολαίας. Είχε ως γενικό αρχηγό τον διάδοχο Παύλο και κυβερνητικό επίτροπο τον Αλ. Κανελλόπουλο, γόνο γνωστής οικογένειας βιομηχάνων. Ήταν οργανωμένη με στρατιωτικό τρόπο, κατά τα πρότυπα της χιτλερικής νεολαίας, και προωθούσε στους νέους τον αντικομμουνισμό και τον χαφιεδισμό. Στις συγκεντρώσεις της προβαλλόταν η άποψη ότι οι μοναδικοί ηγέτες της χώρας ήταν ο Μεταξάς και ο βασιλιάς Γεώργιος. Ο χαιρετισμός των μελών της ΕΟΝ ήταν ο ίδιος με τον ναζιστικό χαιρετισμό. 6

14885977_10154601563079194_1575946416_n

14885954_10154601563339194_1138394008_n

«Πάνω ΕΟΝ κάτω ναζιστική νεολαία, βρείτε τις διαφορές»

Το γενικότερο ιδεολογικό επικάλυμμα της δικτατορίας αντλούσε και αυτό τα μέγιστα από τον ναζισμό. Τρίτο Ράιχ ο Χίτλερ (δηλαδή Τρίτη αυτοκρατορία, με πρώτη να θεωρείται η «αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία» και δεύτερη η ενοποίηση των κρατιδίων της Γερμανίας υπό τον Μπίσμαρκ)7 «τρίτο ελληνικό πολιτισμό» ο Μεταξάς. Τα ιδεώδη του τρίτου ελληνικού πολιτισμού κατά τας γραφάς του καθεστώτος, πήγαζαν από τον πρώτο ελληνικό πολιτισμό, που ήταν ο Σπαρτιατικός, και από τον δεύτερο που ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τους Σπαρτιάτες τους χρειάζονταν ο Μεταξάς για να «διαπαιδαγωγεί» τη νεολαία κατά τας «αυστηράς στρατιωτικάς αρχάς», και το Βυζάντιο για να τροφοδοτεί τον μεγαλοϊδεατισμό και τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη». Αξίζει εδώ να γίνει αναφορά και στην «εθνική εταιρία» μια ακόμη οργάνωση που δημιούργησε το καθεστώς, και η οποία έδινε ανά την επικράτεια διαλέξεις που συχνά επαινούσαν τον Μουσολίνι, εξυμνούσαν τον Φράνκο για τις νίκες του στον ισπανικό εμφύλιο, και δόξαζαν τον Χίτλερ.8

Αλλά και επισήμως, το βασιλομεταξικό καθεστώς δεν έκρυβε τους δεσμούς του με τα φασιστικά κράτη. Σημείο σταθμός η διπλωματική επίσκεψη στη χώρα μας, του υπουργού προπαγάνδας και δεξί χέρι του Χίτλερ, του Γιόζεφ Γκαίμπελς, και η συνάντηση του με τον Μεταξά ένα μόλις μήνα μετά το πραξικόπημα. Εκτός από τον μεταξά, ο Γκαίμπελς συνέφαγε και με τον δήμαρχο Αθηναίων (ή πιο σωστά υπουργό Διοικήσεως Πρωτευούσης) Κωνσταντίνο Κοτζιά. Ο Κοτζιάς ήταν οπαδός, τόσο του ιταλικού φασισμού, όσο και του γερμανικού ναζισμού, και είχε επισκευθεί επανειλημμένως τις πρωτεύουσες και των δυο φασιστικών χωρών μεταφέροντας τις θετικές του εντυπώσεις.9

Σαν δυο καλοί φίλοι, Γιόζεφ Γκαίμπελς, Ιωάννης Μεταξάς

14875248_10154601563254194_620837161_n

Σαν δυο καλοί φίλοι, Γιόζεφ Γκαίμπελς, Ιωάννης Μεταξάς

 

«Στις 20 Σεπτεμβρίου 1936, ο Γερμανός υπουργός Προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος Γιόσεφ Γκαίμπελς, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μάγδα, ταξίδεψε την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Μεταξά και ο ελληνικός Τύπος έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα στο γεγονός, καθώς ήταν η πρώτη επίσκεψη ενός ανώτατου Γερμανού αξιωματούχου αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Στο ημερολόγιο του Γκαίμπελς διακρίνουμε διάχυτο τον ενθουσιασμό του τόσο για την επίσκεψη στην Ακρόπολη όσο και την ελληνική φιλοξενία: «Ένα από τα ωραιότερα πρωινά της ζωής μου. Πάνω στην Ακρόπολη…Είμαι συνεπαρμένος…Οι άνθρωποι φιλόξενοι. Οι Αρχές, ο Τύπος όλοι είναι φιλικοί μαζί μας»».10

14877762_10154601563359194_2090576960_n

Κατά την επίσκεψη του Γκαίμπελς στη λίμνη του Μαραθώνα, το καθεστώς είχε υψώσει τη σβάστικα πάνω στη γέφυρα για να τον υποδεχθεί

Παραπάνω εξετάσαμε αρκετά πειστήρια που αποκαλύπτουν την αγάπη του Μεταξά για τα φασιστικά καθεστώτα, τις σχέσεις του με αυτά, και τα κοινά σημεία αναφοράς που είχαν, τόσο στην ιδεολογία όσο και και στην άσκηση εσωτερικής πολιτικής. Στις επόμενες παραγράφους θα σταθούμε σε κάποια ζητήματα τα οποία καθορίζουν τελικά την απάντηση που έδωσε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη, το, «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος…».

Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου, η βασιλομεταξική δικτατορία είχε προωθηθεί από την Αγγλία. Έτσι, οι Άγγλοι, είχαν λόγο στην άσκηση της πολιτικής του καθεστώτος και δεν δίσταζαν να κάνουν παρεμβάσεις όπου δεν συμφωνούσαν. Ο Μεταξάς, ωστόσο, προσπαθούσε να τα έχει καλά όχι μόνο με τους Άγγλους, αλλά και με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όσο προχωρούσαν οι μεγάλες δυνάμεις προς τη σύγκρουση, να δημιουργούνται στην ελληνική εξωτερική πολιτική χτυπητές αντιφάσεις. Οι αντιφάσεις αυτές –μεταξύ άλλων- έγιναν αιτία για να καθυστερήσει μια καλύτερη προετοιμασία της χώρας μας για την αναπόφευκτη σύγκρουση.

Το καθεστώς, μέχρι και την τελευταία στιγμή, προσπαθούσε να κρατήσει μια στάση ουδετερότητας. Ακόμη και μετά το ξεκίνημα των εχθροπραξιών εμπιστευτική εγκύκλιος της κυβέρνησης προς τις εφημερίδες της εποχής ζητούσε να μην παίρνουν θέσεις ευνοϊκές για καμία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.11 Ο Μανιαδάκης (υφυπουργός δημόσιας ασφάλειας), με ανακοίνωση του που δημοσιεύθηκε στις 6 Σεπτέμβρη 1939, απαγόρευε τις δημόσιες συζητήσεις και σχόλια περί των εμπολέμων, οι παραβάτες θα τιμωρούνταν.12 Το παιχνίδι της ουδετερότητας ο Μεταξάς συνέχιζε να το παίζει ακόμα και όταν η φασιστική Ιταλία είχε με έμπρακτο τρόπο εκφράσει τις επιθετικές της βλέψεις εναντίον της Ελλάδας. Στις 12 Ιουλίου του 1940 τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ένα αντιτορπιλικό και ένα βοηθητικό σκάφος του ελληνικού στόλου. Στις 30 του Ιούλη βομβάρδισαν δυο αντιτορπιλικά και στις 2 Αυγούστου ένα περιπολικό. Ακόμα και όταν στις 15 Αυγούστου τορπιλίστηκε η φρεγάτα «Έλλη» η κυβέρνηση Μεταξά συνέχισε να κάνει την πάπια. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της, ο τορπιλισμός έγινε από υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητος.13

Η ατολμία που έδειχνε ο Μεταξάς απέναντι στο ενδεχόμενο πολέμου, το ότι δεν προέβαινε σε κάποιου είδους στρατιωτικές προετοιμασίες, προβλημάτισαν τον αρχηγό του ΓΕΣ Αλέξανδρο Παπάγο ο οποίος γράφει σχετικά. «Ουδέποτε η κυβέρνησις μεταξύ των σκοπών της στρατιωτικής μας προπαρασκευής είχε θέσει και τον της αντιμετωπίσεως ενός πολέμου κατά της Ιταλίας. Ότε, όμως, τον Απρίλιον του 1939, τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανίαν, το ζήτημα της αντιμετωπίσεως του ιταλικού κινδύνου εν αμέσω ή προσεχή μέλλοντι ετίθετο πλέον υπό στρατιωτικής πλευράς»14

Όμως ο Μεταξάς δεν παρέλειπε να κάνει εράνους υπέρ της αεροπορίας και να ζητά βαριά φορολογία υπέρ της εθνικής άμυνας, αλήθεια, που πήγαιναν όλα αυτά τα λεφτά; Σπαταλούνταν στην προπαγάνδα, στη συγκρότηση στρατιών χαφιέδων, στην οργάνωση της ΕΟΝ, έμπαιναν σε τσέπες υποστηρικτών και στελεχών του καθεστώτος, και γενικά σπαταλούνταν σε δράσεις που σκοπό είχαν, όχι την υπεράσπιση της χώρας, αλλά τη στήριξη –με νύχια και με δόντια- της πραξικοπηματικής κυβέρνησης.15 Όταν τελικά ήρθε η ώρα της σύγκρουσης, το πεζικό διέθετε παλιό υλικό του προηγούμενου πολέμου, δεν υπήρχαν αποθέματα ιματισμού και εφοδίων του στρατού, ενώ τα πολεμοφόδια έφταναν για επιχειρήσεις 3-4 μηνών. Τα αντιαρματικά ήταν ελάχιστα, το στράτευμα καν δεν είχε την απαραίτητη εκπαίδευση για να τα χειριστεί, δεν υπήρχαν μεταγωγικά μέσα και οι διαβιβάσεις βρίσκονταν σε υποτυπώδη κατάσταση. Οχυρωματικά έργα είχαν γίνει μόνο στα σύνορα προς Βουλγαρία(το καθεστώς βλέπετε διαφήμιζε την βουλγαρική απειλή), ενώ στα σύνορα με την Αλβανία που διαγράφονταν η κύρια απειλή, οι οχυρώσεις ήταν υποτυπώδεις και προσωρινές. Ο στόλος δεν βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση με την πλειοψηφία των σκαφών να είναι παλιά και παρωχημένης τεχνολογίας. 16

Δεδομένων όλων των παραπάνω, αναρωτιέται κανείς ποιοι ήταν αλήθεια οι λόγοι που ανάγκασαν τον Μεταξά να μην δεχθεί την πρόταση του Ιταλού πρέσβη για παράδοση της χώρας; Από τη μια υπάρχει ο φόβος του Μεταξά για τις συνέπειες από μια νίκη των συμμαχικών δυνάμεων, τι θα συνέβαινε σε αυτήν την περίπτωση; Πως θα έβλεπε η Αγγλία την «προδοσία» του Μεταξά που τον θεωρούσε δικό της παιδί; Στο παρακάτω παράθεμα ο ίδιος ο Μεταξάς απαντά σε αυτόν τον προβληματισμό:

«Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν δια να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών[…]δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.»17

Ταυτόχρονα υπήρχε και η βαλκανική στρατιωτική συμφωνία, που είχε υπογραφεί το Φλεβάρη του 1937, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση της κήρυξης του πολέμου κατά οποιασδήποτε δύναμης αναμιγνύονταν στρατιωτικά στις βαλκανικές υποθέσεις.18

Από την άλλη, πέρα από τις βουλές των Άγγλων και τις διεθνείς συμφωνίες, υπάρχει και η ασίγαστη διάθεση του ελληνικού λαού να πολεμήσει για την πατρίδα του. Όταν το πρωί στις 28 του Οκτώβρη η κυβέρνηση Μεταξά εξαγγέλλει ότι η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, μέσα σε λίγες ώρες οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν από κόσμο που διαδήλωνε, ενώ οι έφεδροι συνέρρεαν στα κέντρα επιστράτευσης. το ίδιο συνέβη και σε άλλες περιοχές τις Ελλάδας. Αυτό ήταν το πραγματικό Όχι, το είπε και το έδειξε έμπρακτα ο ελληνικός λαός, και στο μέτωπο του πολέμου, στο οποίο η ελληνική αστική τάξη και η βασιλομεταξική κυβέρνηση πίστευαν ότι θα πέσουν απλά μια δυο τουφεκιές για την τιμή των όπλων. Αλλά και αργότερα κατά την περίοδο της κατοχής, με την ηρωική εθνική αντίσταση.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

1 Εκείνη την εποχή ο βιγκανισμός δεν υπήρχε ακόμη –ευτυχώς- και έτσι η διατροφική ευημερία ενός λαού υπολογίζονταν βάσει του πόσο κρέας κατανάλωνε.

2 Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Ά τόμος, 1918 – 1949, εκδ. σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2011, σελ. 313 – 314.

3 Στο ίδιο σελ. 313.

4 Στο ίδιο, σελ. 310.

5 Στο ίδιο, σελ. 312.

6 Στο ίδιο, σελ. 316 – 317.

8 Δοκίμιο ιστορίας, όπως παραπάνω, σελ. 316 – 317.

11 Υφυπουργείο Τύπου και τουρισμού. Αριθ. εμπ. πρωτ. 5/Β/2-2-1940.

12 Δοκίμιο ιστορίας, όπως παραπάνω, σελ. 341.

13 Στο ίδιο, σελ. 355.

14 Αλέξανδρος Παπάγος, Ο ελληνικός στρατός και η προς πόλεμον προπαρασκευή του από Αυγούστου 1923 μέχρι Οκτωβρίου 1940. Σελ. 135 – 136.

15 Δοκίμιο ιστορίας, όπως παραπάνω, σελ. 353.

16 Στο ίδιο, σελ. 353.

18 Δοκίμιο ιστορίας, όπως παραπάνω, σελ. 315.

Read Full Post »

pleximo

Δημοσιεύθηκε στο Ατέχνως

Αφορμή για το άρθρο που ακολουθεί στάθηκε μια δημοσίευση της εφημερίδας «Το ποντίκι» με τίτλο «Η αντίσταση ανάμεσα στο μύθο». Η δημοσίευση αυτή «πατά» πάνω στο βιβλίο «Οι άλλοι καπετάνιοι Αντικομουνιστές – ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου» το οποίο έχει την επιμέλεια του –ποίου άλλου;- Νίκου Μαραντζίδη, που, μαζί με τον κύριο Καλύβα έχουν πάρει εργολαβία το ξαναγράψιμο της ιστορίας του εμφυλίου και της κατοχής. Γενικότερα η «σχολή» αυτή, προβάλλει το επιχείρημα ότι από την μεταπολίτευση και πέρα, υπάρχει μια ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς, και έτσι έχουμε μια εξιδανίκευση της περιόδου της εθνικής αντίστασης υπέρ των αντιστασιακών αριστερών. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτά που λένε οι λογής – λογής ακροδεξιοί, από Πλεύρη μέχρι χρυσή αυγή.

Το συγκεκριμένο άρθρο, αν και διατείνεται ότι κρατάει ίσες αποστάσεις (αλήθεια ίσες αποστάσεις μεταξύ ποιών, των αντιστασιακών από την μια πλευρά και των ΝΑΖΙ και δοσίλογων από την άλλη;), αυτό που κάνει είναι να ρίχνει λάσπη στους αντιστασιακούς καπεταναίους του ΕΛΑΣ, αφού δεν διστάζει να τους αποκαλέσει «ψυχοπαθείς δολοφόνους». Τέσπα, σκοπός δικός μου -που δεν κρατάω ίσες αποστάσεις, γιατί δεν μπορούμε να βλέπουμε τους αντιστασιακούς μέσα από το ίδιο πρίσμα με τους δοσιλόγους, ούτε έναν λαό που αντιστέκεται μπορούμε να τον βλέπουμε μέσα από το ίδιο πρίσμα με τον κατακτητή του- είναι να αντιπαρατεθώ όχι με το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά με την γενικότερη «μεθόδευση» που αφορά στο ξαναγράψιμο της ιστορίας. Διακρίνω λοιπόν τρεις μεθόδους (όχι ότι δεν υπάρχουν άλλες) οι οποίες χρησιμοποιούνται συχνά από τους επίδοξους παραχαράκτες.

Μέθοδος πρώτη, η ιστορική λήθη

Για να βρει πρόσφορο έδαφος να φυτρώσει ένας σπόρος, είναι καλό πρώτα να οργωθεί το χωράφι και να αποψιλωθεί. Στην περίπτωση της παραχάραξης της ιστορίας, το όργωμα και η αποψίλωση γίνεται με το να «αφαιρεθούν» από το χωράφι της μνήμης ή της γνώσης όλα εκείνα τα οποία δεν εξυπηρετούν τον ιδιαίτερο σκοπό αυτού που θέλει να την παραχαράξει.

Στο βιβλίο της ιστορίας της Γ’ Λυκείου, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην αντίσταση κατά την περίοδο της κατοχής η λέξη ΚΚΕ δεν αναγράφεται πουθενά. Για το ΕΑΜ και το ΕΛΑΣ, στο λίγο που αναφέρονται, δεν γίνεται καμία σύνδεση με το ΚΚΕ, παρά μόνο εμφανίζονται σε αντιπαραβολή με τον ΕΔΕΣ.1 Παρότι γίνεται συνεχώς αναφορά με θετικό τρόπο σε συμμάχους, και υπάρχουν παραθέματα για τους Άγγλους και τον Ίντεν, και για τους Γάλλους (υπάρχει μέχρι και παράθεμα με τίτλο «Οραματισμός του ευρωπαϊκού μέλλοντος της Ελλάδας μέσα στις φλόγες του πολέμου»), δεν γίνεται καμία θετική αναφορά στους σοβιετικούς. Αναφέρεται μόνο ο «Ρωσικός Χειμώνας» που χρησιμοποιείται συχνά πυκνά για να δείξει ότι ήταν αυτός που νίκησε τους ναζί και όχι ο σοβιετικός στρατός, οπότε και να υποτιμηθεί η συμβολή της κομμουνιστομάνας. Επίσης γίνεται αναφορά στις … φιλικές σχέσεις του Στάλιν με τον Χίτλερ: «Ενώ εξελίσσονταν οι επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο, ο Χίτλερ, διαρρηγνύοντας τις φιλικές έως τότε σχέσεις του με τον Στάλιν […]». Για όσους πάντως θέλουν να μάθουν πόσο φιλικές ήταν οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με την ναζιστική Γερμανία, ας διαβάσουν το βιβλίο του Ιβάν Μάισκι «ποιος βοήθησε τον Χίτλερ» ή το «φασισμός και κοινωνική επανάσταση» ,του Ρ.Π. Ντατ που δείχνουν ότι η ΕΣΣΔ προσπαθούσε για πολύ καιρό να πείσει τη Γαλλία και τη Βρετανία να κάνουν κοινό μέτωπο ενάντια στην ναζιστική επεκτατικότητα, και αυτές της το αρνούνταν στο όνομα του εξευμενισμού του θηρίου. Ακόμα και όταν η Γερμανία είχε αρχίσει τις προσαρτήσεις, Γάλλοι και Άγγλοι απέκρουαν τις εκκλήσεις της ΕΣΣΔ, ελπίζοντας ότι τα πρώτα ορεκτικά θα της έκοβαν την όρεξη, ή ότι θα στρέφονταν μόνο ενάντια στην Σοβιετική Ένωση, πράγμα που φυσικά δεν έγινε.

Τόσο η μη αναφορά του ΚΚΕ –που στην ουσία σήκωσε στους ώμους του το κύριο οργανωτικό κομμάτι της εθνικής αντίστασης- αλλά και η μη θετική αναφορά στην ΕΣΣΔ –που στην ουσία ήταν η χώρα που απασχόλησε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του άξονα στο ανατολικό μέτωπο, που ήταν εκείνο που καθόρισε το αποτέλεσμα του πολέμου- γίνεται στα πλαίσια της μεθόδου της παραχάραξης μέσω της ιστορικής λήθης. Στα πλαίσια του μεταμοντέρνου ιστορικού αφηγήματος περί τέλους της ιστορίας, η ελληνική εθνική αντίσταση πρέπει να είναι κάτι το αφηρημένο, καμία θετική σύνδεση να μη γίνεται με το ΚΚΕ και τον κομμουνισμό, δεν μιλάμε για αυτό, κανονίζουμε έτσι ώστε και οι νέες γενιές να μην το μάθουν. Αντιστοίχως, η όποια συμβολή της ΕΣΣΔ στην μεγάλη αντιφασιστική νίκη πρέπει να υποτιμάται. «Βρε δε βαριέσαι, το χιόνι τους σταμάτησε τους ΝΑΖΙ επειδή ήτανε κρυουλιάρηδες.»

Φυσικά για τα παραπάνω, παράδειγμα δεν είναι μόνο το βιβλίο της ιστορίας της τρίτης λυκείου, υπάρχουν λόγοι που έχουν γραφτεί για να διαβαστούν από επίσημα χείλη σε εθνικές επετείους για την αντίσταση και δεν έχουν καμία αναφορά στον ΕΛΑΣ ή το ΚΚΕ.

Μέθοδος δεύτερη, η αποκοπή των ιστορικών γεγονότων από το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο συμβαίνουν.

Όταν αποκόψεις τα γεγονότα μέσα από το ιστορικό τους πλαίσιο, είναι δυνατόν να παρουσιάσεις μια εντελώς διαφορετική ιστορία από αυτή που πραγματικά υφίσταται. Αν όμως θέλουμε να είμαστε έντιμοι απέναντι στην ιστορία, δεν μπορούμε να κλείνουμε μικρά μικρά κομμάτια από αυτή σε ένα εργαστήριο και να την διαχειριζόμαστε με τον ίδιο τρόπο που διαχειριζόμαστε ένα πείραμα φυσικής. Και αυτό γιατί η ιστορία είναι η διαδικασία της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης στο χρόνο, και έτσι μπορεί μεν να περιοδολογούμε και να βάζουμε τομές, κανένα ιστορικό «μετά» όμως δεν μπορούμε τελικά να το δούμε ανεξάρτητα από το ιστορικό «πριν». Ακόμα και η τομή αυτή καθαυτή που βάζουμε, εκφράζει το σημείο μιας μεταβολής, που δεν έχει κανένα νόημα αν δεν περιγράψουμε την ίδια τη μεταβολή, και για να περιγράψουμε τη μεταβολή πρέπει να περάσουμε μπρος και πίσω τα σύνορα που ορίζει η όποια τομή ξανά και ξανά. Συμβαίνει όμως σκόπιμα να τεμαχίζονται κάποια ιστορικά γεγονότα, ακόμα και από ιστορικούς, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της παραχάραξης της ιστορίας.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση του τραγουδιού της EUROVISION για τους διωγμούς των Τατάρων της Κριμαίας από τον Στάλιν. Το τραγούδι κέρδισε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό, περιγράφοντας τα πάθη του διωγμένου λαού. Αυτό που δεν περιγράφεται στο τραγούδι, και δε μνημονεύεται από κανέναν από τους διοργανωτές του διαγωνισμού, είναι ότι οι Τάταροι είχαν προηγουμένως συνεργαστεί με τους ΝΑΖΙ καταχτητές, και ότι αν δεν τους μετακινούσε ο Στάλιν –για το καλό τους- θα είχαν υποστεί αντίποινα για τις πράξεις τους από τους άλλους κατοίκους της Κριμαίας. Η «Ευρώπη» έδωσε το βραβείο στην Ουκρανία βέβαια για καθαρά πολιτικούς λόγους, αφού στηρίζει την φασιστική πραξικοπηματική κυβέρνηση του Κιέβου με νύχια και με δόντια, απέναντι στο αντίπαλο δέος της Ρωσίας. Και αφού σαν «Ευρώπη» κάνει τα στραβά μάτια για τους σύγχρονους ναζί της Ουκρανίας, της είναι ακόμη πιο εύκολο να κάνει τα στραβά μάτια για τους «ξε(πε)ρασμένους» πια ναζί, της ναζιστικής Γερμανίας.

Ας εξετάσουμε όμως και την περίπτωση του ιστορικού Χάινς Ρίχτερ. Ο κύριος αυτός γράφει σε ένα από τα βιβλία του για τη μάχη της Κρήτης, ότι οι Ναζί δεν είχαν κάνει μπρουταλιές πριν από τη μάχη της Κρήτης, και ότι η βίαιη συμπεριφορά των κρητικών ήταν που τους ανάγκασε να προβούν σε αυτές τις μπρουταλιές. Οι κρητικοί βλέπετε, άξεστοι όπως ήταν, δεν ήξεραν να υποδεχθούν τους ιππότες κατακτητές με ανθρωπιά, ρακή, ξεροτήγανα και κρητικούς χορούς όπως κάνουν τώρα με τα κρουαζιερόπλοια και τους τουρίστες. Αντ’ αυτού, τους τάραξαν στις κουμπουριές και στις μαγκουριές, δεν είχαν καν το τακτ να τους περιμένουν να προσγειωθούν και να αφαιρέσουν τον εξοπλισμό του αλεξιπτώτου πριν τους αντιμετωπίσουν. Πέρα από την προσβολή απέναντι στον κρητικό λαό που διαπράττει ο Ρίχτερ μέσα από το βιβλίο του, κατηγορώντας τον ουσιαστικά για την αντίσταση του απέναντι στους ναζί κατακτητές, λέει και ψέματα. Δηλαδή αν δεν υπήρχε η μάχη της Κρήτης οι Εβραίοι και οι άλλοι λαοί δεν θα εξοντώνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Μήπως φταίνε οι κρητικοί και για αυτό; Αναρωτιέμαι…

Μέθοδος τρίτη, η αντιπαράθεση του ειδικού με το γενικό.

Αν πάρουμε μόνο έναν κόμπο από ένα μάλλινο πουλόβερ και αυτός ο κόμπος είναι μαύρος, νομιμοποιούμαστε να πούμε ότι αυτός ο κόμπος προέρχεται από ένα πουλόβερ που ως κάποιο βαθμό είχε και μαύρο χρώμα. Αν όμως έχουμε ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το πουλόβερ, που είναι κόκκινο με μια μαύρη ρίγα, δεν μας νομιμοποιεί τίποτα να διαλέξουμε ένα μαύρο κόμπο, να δείξουμε μόνο αυτόν τον κόμπο, και να προσπαθήσουμε μέσω αυτού να πείσουμε ότι ολόκληρο το πουλόβερ είναι τελικά μαύρο. Η ιστορία είναι όλο το πουλόβερ, με την όποια ελαστικότητα του, με όλους τους κόμπους, και με κάποιους κόμπους ίσως να τους έχει φάει ο σκόρος. Πάντως κανείς δεν μας νομιμοποιεί στην ιστορία το ειδικό να το κάνουμε γενικό χωρίς να έχουμε τα απαραίτητα τεκμήρια γενίκευσης. Το γενικό βέβαια αποτελεί μια ερμηνεία του –σε ιδανική περίπτωση- συνόλου των ειδικών, αλλά δεν μπορεί το γενικό να αποτελεί την ερμηνεία ενός ή μοναχά ενός μέρους από ειδικά, και να αγνοεί τα υπόλοιπα.

Για να αναφερθούμε στην κατοχή, όπως και το άρθρο από το Ποντίκι, υπάρχουν ένα σωρό ιστορίες σχετικά με την γερμανική απανθρωπιά, εγκληματικότητα και βαναυσότητα απέναντι όχι μόνο σε μάχιμο, αλλά και στον άμαχο πληθυσμό. «Ναι αλλά και οι αριστεροί τα ίδια έκαναν» έρχεται και μας λέει ο Μαραντζίδης και ο κάθε Μαραντζίδης, φέρνοντας κάποια παραδείγματα και κάποιες μαρτυρίες για γεγονότα υπαρκτά ή ανύπαρκτα. Όμως ακόμα και υπαρκτά να είναι κάποια από αυτά κύριε Μαραντζίδη, τι πραγματικά αλλάζει αυτό στη γενική ισορροπία; Γιατί σε περίοδο πολέμου και κατοχής δεν περιμένεις από καμιά πλευρά, ούτε εκείνη του καταπιεστή, ούτε και του καταπιεζόμενου που αντιστέκεται, να συμπεριφέρεται με το γάντι, πόσο μάλλον όταν έχει χάσει συγγενείς του, όταν έχει ταλαιπωρηθεί, φυλακιστεί, εξευτελιστεί, εξοριστεί, όταν του έχει κάψει το σπίτι ο κατακτητής. Όμως, πώς, η γενική αντίσταση απέναντι στον κατακτητή, και τα κάποια ίσως μεμονωμένα περιστατικά αδικαιολόγητης βίας, σε νομιμοποιούν εσένα ως ιστορικό να δώσεις μια ερμηνεία “ίσων αποστάσεων”; Τουλάχιστον στον ΕΛΑΣ, και αργότερα στον ΔΣΕ, τα περιστατικά απειθαρχίας των ΕΛΑΣΙΤΩΝ, οι αδικαιολόγητες βιαιοπραγίες, οι βιασμοί γυναικών, κλπ ήταν συμπεριφορές που όταν γίνονταν αντιληπτές επέσυραν βαριές τιμωρίες εντός του αντάρτικου, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν εκτελεστεί για τέτοιους λόγους. Πώς μπορούν να συγκριθούν και να μπουν στο ίδιο καλάθι αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά με τις πράξεις των ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους; Μιλάμε για συστηματικά ξεκοιλιάσματα εγκύων, για αλλεπάλληλους βιασμούς ανηλίκων, για τρύπημα εμβρύων με ξιφολόγχες, για κάψιμο ολόκληρων χωριών μαζί με τους κατοίκους τους, για δολοφονίες –με φρικιαστικό τρόπο- γέρων και ανήμπορων!

Το να βρεις-ή και να επινοήσεις- έναν αριθμό από άβολες πράξεις και στην «άλλη πλευρά», το να σταθείς μόνο σε αυτές τις πράξεις (ή τις επινοήσεις) και να προσπαθήσεις να δείξεις ότι αυτό το περιορισμένο σύνολο από ειδικά είναι που καθορίζουν και το γενικό, αποτελεί όχι μόνο επιστημονική ανεντιμότητα αλλά ανεντιμότητα γενικά. Από τους 5.000 κόμπους του πουλόβερ δεν μπορείς να διαλέξεις μοναχά τους 20 για να δείξεις τι χρώμα είχε το πουλόβερ και αυτό να το ονομάσεις ιστορική ερμηνεία. Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να σταθεί ιστορικά, παρά μόνο ως ιστορική μυωπία. Γιατί με την ίδια λογική πρέπει να τηρήσουμε ίσες αποστάσεις και στο παλαιστινιακό, ίσες αποστάσεις και στο κυπριακό, και πάει λέγοντας…

Κλείνοντας το άρθρο, να πω ότι οι μέθοδοι που ανέφερα παραπάνω, δεν εξαντλούν την περιγραφή της γενικότερης μεθοδολογίας μέσω της οποίας γίνεται η παραχάραξη της ιστορίας, αποτελούν πάντως κάποια βασικά και πολυχρησιμοποιημένα αρχέτυπα. Φαντάζομαι και ελπίζω οι αναγνώστες να βρουν διαβάζοντας το άρθρο καμπόσα άλλα παρόμοια παραδείγματα, προεκτείνοντας έτσι τους όποιους συλλογισμούς μου.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

1 Για να μη μιλήσουμε για την ηρωοποίηση του δικτάτορα Μεταξά που κάνει το βιβλίο.

Read Full Post »

photo1

Τι σημασία έχει αν ο δολοφόνος του γυμναστή ήταν υποψήφιος με τη χρυσή αυγή;

Τι σημασία έχει αν ο Ρουπακιάς είναι χρυσαυγίτης;

Τι σημασία έχει αν ήταν χρυσαυγίτες αυτοί που μακέλεψαν τους αφισοκολλητές παμίτες στο Πέραμα;

Τι σημασία έχει αν ήταν χρυσαυγίτες αυτοί που δολοφόνησαν τον Λουκμάν;

Και τι σημασία έχει αν ήταν χρυσαυγίτες εκείνοι που έδειραν σχεδόν μέχρι θανάτου τους αιγύπτιους αλιεργάτες;

Όλα αυτά και όλα τα υπόλοιπα μαχαιρώματα, τραμπουκισμοί στις λαϊκές αγορές και στα νοσοκομεία, οι ξυλοδαρμοί καθηγητών, ήταν μεμονωμένα περιστατικά!

Και δεν νομιμοποιείται κανείς να λέει ότι η χρυσή αυγή δρα σαν ναζιστική εγκληματική συμμορία…

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

Read Full Post »

exofilo-1

Δημοσιεύθηκε στο Ατέχνως

Ο «πολιτικλικορεκτισμός»1

Ο πολιτικλικορεκτισμός (πολιτική ορθότητα) είναι μια τάση που έχει ξεκινήσει από τις ΗΠΑ και είναι θα έλεγα μετα-νεωτερικό φαινόμενο, ή τέλος πάντων άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις κάπου στη δεκαετία του 70′ και μετά. Αν έπρεπε να περιγράψω τον πολιτικλικορεκτισμό σε μια φράση, θα έλεγα ότι αποτελεί το φαινόμενο εκείνο στα πλαίσια του οποίου κάποιες λέξεις γίνονται ταμπού και κάποιες άλλες επιλέγονται για να δημιουργηθεί ένα αποδεκτό λεξιλόγιο σε ευαίσθητα ζητήματα όπως είναι ο ρατσισμός, οι σχέσεις των δυο φύλων, η θρησκεία κ.α.

Για παράδειγμα, θεωρείται απαράδεκτο στις ΗΠΑ ένας λευκός να αποκαλέσει έναν μαύρο «νέγρο» γιατί αυτή η λέξη είναι φορτισμένη με αρνητικό-ρατσιστικό-νόημα. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα μια λέξη που πρωτύτερα ήταν αποδεκτή μπορεί αργότερα να αλλάξει και να γίνει ταμπού, και στη θέση της να προταθεί μια άλλη λέξη. Πχ το έγχρωμος που παλιά ήταν αποδεκτό για να χαρακτηρίσεις έναν μαύρο, τώρα αν δεν κάνω λάθος δεν θεωρείται αποδεκτό και έχει επικρατήσει το αφρο-αμερικάνος (ή αντίστροφα).

Με μια πρώτη ματιά θα πει κανείς ότι ο πολιτικλικορεκτισμός δεν είναι κάτι κακό αφού περιορίζει την χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών αναφορικά με συνανθρώπους μας, ή μειονότητες, ή πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί -εκτός και αν είναι «ούγκανος»- ότι είναι λάθος κάποιον ομοφυλόφιλο να τον αποκαλούμε «πούστη» ή έναν μαύρο να τον λέμε «αράπη», όμως εδώ υπάρχει και το ζήτημα της ουσίας.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όσο και αν «αποστειρώσεις» την πραγματικότητα από μια σειρά άσχημες εκφράσεις, με κανέναν τρόπο δεν ξεμπλέκεις από την ουσιαστική κυριαρχία της πραγματικότητας πάνω στα ανθρώπινα υποκείμενα και τις μάζες. Ακόμη και αν η λέξη «αράπης» εξαφανιστεί από τον κόσμο, δεν θα εξαφανιστούν οι διακρίσεις οι οποίες πηγάζουν από αντικειμενικές σχέσεις της καθημερινότητας που αναπαράγονται. Ακόμα και αν η λέξη «μουνάρα» δεν ξαναειπωθεί ποτέ για να περιγράψει μονολεκτικά μια όμορφη γυναίκα, η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας δεν θα σταματήσει, η απαίτηση από κάποιες επιχειρήσεις οι υπάλληλοι τους να ντύνονται «σέξι» θα συνεχίσει να θεωρείται εκ των ουκ άνευ για σερβιτόρες, πωλήτριες, μεσίτριες κλπ. Με λίγα λόγια με το να αλλάξεις την λέξη δεν εξαφανίζεις την αντικειμενοποίηση της γυναίκας, τον κοινωνικό αποκλεισμό των ομοφυλοφίλων, την προκατάληψη της ευρύτερης κοινωνίας απέναντι στους μαύρους του γκέτο.

Βεβαίως το να αποκαλείς κάποιον με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς συμβάλει στην διαιώνιση των διακρίσεων και των στερεοτύπων, όμως αποτελεί σύμπτωμα του ενός ή του άλλου φαινομένου και όχι αιτία του, δηλαδή δεν υπάρχει ρατσισμός επειδή λέμε τους μαύρους αράπηδες, λέμε τους μαύρους αράπηδες, επειδή υπάρχει ρατσισμός. Η μεγαλύτερη μου ένσταση απέναντι στην κυριαρχία του πολιτικλικορεκτισμού είναι ότι αυτή η εμμονή στους τύπους και στις λέξεις έχει σκοπίμως αποτελέσει ένα πέπλο κάτω από το οποίο κρύβονται τα πραγματικά αίτια και τα πραγματικά φαινόμενα του ρατσισμού, του σεξισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού, κλπ. Βλέπουμε για παράδειγμα στην κούρσα για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ πώς οι δύο υποψήφιοι σκαλίζουν ο ένας το παρελθόν του άλλου για να ανακαλύψουν «ατυχείς» εκφράσεις που έχουν ειπωθεί (μη πολιτικά ορθές) οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ρατσιστικές, μισογυνικές κλπ. Αυτό όμως πέρα από ψηφοθηρικά, λειτουργεί και αποπροσανατολιστικά, δηλαδή οκ, μπορεί να έχει πει ο Τραμπ τη λέξη «αράπης» και να τον κατηγορεί η Χίλαρι, παρόλα αυτά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα πολιτικής ορθότητας όταν λέει ότι θέλει να διώξει όλους τους μεξικάνους μετανάστες. Αντίστοιχα είναι μη πολιτικά ορθό να πεις μια γυναίκα «γκόμενα» αλλά δεν υπάρχει κανένα ζήτημα πολιτικής ορθότητας στο να ξηλώσεις τα ειδικά δικαιώματα που της δίνει η μητρότητα. Έχουμε λοιπόν μια κατάσταση κατά την οποία, στην προσπάθεια να διασωθούν οι τύποι, μπαίνουν στο παρασκήνιο τα πραγματικά ζητήματα, και αυτό επιμένω είναι κάτι που δεν γίνεται τυχαία.

Επιπλέον βρίσκω μια σχέση του πολιτικλικορεκτισμού με ένα άλλο φαινόμενο, αυτό της αναβάπτισης των εννοιών. Και με την αναβάπτιση των εννοιών εννοώ τη τάση να αλλάζουμε το όνομα σε έννοιες για να διαφοροποιηθεί και το περιεχόμενο τους τελικά ή επειδή έχει διαφοροποιηθεί το περιεχόμενο τους. Πχ, πλέον επισήμως δεν ακούγεται πουθενά η λέξη δουλειά, έχει αντικατασταθεί από τη λέξη απασχόληση, αντίστοιχα αντί να χρησιμοποιηθεί η λέξη μαζικές απολύσεις, χρησιμοποιείται η λέξη «εφεδρεία». Έχουν δηλαδή οι λέξεις γίνει κάτι σαν αποδιοπομπαίος τράγος που όταν φορτώνονται με πραγματικά αρνητικό νόημα ή με νόημα που είναι άβολο για το σύστημα, τότε διώχνονται από το καθημερινό λεξιλόγιο (ή στη θέση τους μπαίνουν άλλες) και έτσι δίνεται η εντύπωση ότι ξεστοιχειώσαμε και από τις πραγματικές αιτίες των φαινομένων. Όμως αν κάποιος νομίζει ότι με το να παρουσιάσει τα φαινόμενα αλλιώς από ό,τι είναι, καταφέρνει να αλλάξει αποφασιστικά και τα ίδια τα φαινόμενα, είναι σαν να ελπίζει ότι οι προβλέψεις καιρού να είναι αυτές που καθορίζουν τον καιρό και όχι ο καιρός τις προβλέψεις.2

Υπάρχει και μια ακόμη προβληματική διάσταση του φαινομένου του πολιτικλικορεκτισμού, και έχει να κάνει με την λογοκρισία όταν το πράγμα φτάνει στα άκρα. Υπάρχουν φορές που όταν εκφράζεσαι δημόσια σε περιμένει ο άλλος στη γωνία με το ρόπαλο μήπως και τυχόν σου ξεφύγει κάποια «απαγορευμένη» λέξη για να σου κάνει παρατήρηση. Άμα πχ πεις «μας γαμήσανε» είναι σεξισμός, άμα πεις «ωραίο γκομενάκι» είναι και αυτό σεξισμός, άμα αναφερθείς σε γεννητικά όργανα με μη εγκεκριμένες λέξεις, είναι πάλι σεξισμός, αν πεις «ω ρε πούστη» μου είναι ομοφοβία. Η υπερβολική εμμονή στην ορθότητα του λόγου στα πλαίσια του πολιτικλικορεκτισμού, φτάνει μερικές φορές στο σημείο να γίνει [κάτι σαν] ένα είδος νέο-πουριτανισμού που έρχεται να διαμορφώσει τα χρηστά ήθη πέρα και πάνω από την διανοητική ικανότητα της κρίσης του καθ’ ενός. Ας πάρουμε για παράδειγμα το παρακάτω ποίημα του Κ. Βάρναλη (το βρήκα εκεί):

ΤΑ ΜΟΥΝΑΚΙΑ

Μουνάκια φλογισμένα σαν τα ρόδα
Σαν του νεοφούρνιστου ψωμιού τη θραψερή ζεστοβολιά
Μες τα τρεμόπαχα μεριά σας
που ονειρεύεστε νυχτιές οργιακές
Παρθενικά μουνάκια!
αργοσαλεύουν τα χειλάκια
τα χνουδωτά!
Σαν γαρούφαλλων ανεμόσειστα φυλλάκια
Σαν στοματάκια διψασμένα
από ποια δίψα;
Και κάπου κάπου αργοκυλά
στων διακαμένων σας χειλιών την άκρη
της βαρβατίλας καβλομύριστο ένα δάκρυ!

Το παραπάνω ποίημα αποτελεί, με όρους πολιτικλικορεκτισμού, ένα ναρκοπέδιο μισογυνισμού, σεξισμού, χυδαιότητας κλπ. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που κάνει ο Βάρναλης, είναι ότι απενοχοποιεί και εξαίρει τη σεξουαλική πράξη και τη σεξουαλική επιθυμία μέσα από την εξύμνηση της νιότης. Αυτό το κάνει με τη χρήση της λαϊκής, καθημερινής γλώσσας μέσω της οποίας συνήθιζε να εκφράζεται ο ποιητής. Θέλω να πω λοιπόν με το παράδειγμα μου, ότι δεν μπορεί να υπάρχει ένας τόσο απόλυτος σκληρός κανόνας για τις λέξεις και για τις εκφράσεις που επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει κανείς, διότι κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο της αποστείρωσης του δημοσίου λόγου. Οι συνέπειες όμως ενός τέτοιου σκληρού κανόνα, πέρα από τον κόσμο της τέχνης, προεκτείνονται και σε εκείνο της επιστήμης.

Όμως, οι στόχοι του πολιτικλικορεκτισμού δεν περιορίζονται στις απαγορευμένες λέξεις μόνο, συχνά, από «ακραία» μεταμοντέρνα κινήματα (αλλά και κινήματα της μοντέρνας εποχής), στοχοποιούνται τρόποι ένδυσης, αξεσουάρ, καλλυντικά, κοσμήματα, συμπεριφορές κλπ. Για κάποιους η συμπεριφορά ή το ντύσιμο, ή το περπάτημα μιας γυναίκας μπορεί να θεωρηθούν «πολύ γυναικεία», πολύ κοντά δηλαδή στην παραδοσιακή συντηρητική εικόνα που έχουμε για την γυναίκα, άρα σεξιστικά, άρα όχι ορθά. Φτάνει δηλαδή να προτείνεται ως αντίδοτο για μια κάποιου είδους κοινωνική ασφυξία, πχ την ανισότητα με βάση το φύλο, μια άλλου είδους κοινωνική ασφυξία που στρέφεται εναντίον όλων αφού τελικά προτείνει και αυτή τη δική της «μπούργκα». Το παραπάνω βεβαίως αποτελεί ακραίο παράδειγμα, αλλά όχι φανταστικό.

Έχει επίσης ενδιαφέρον πώς κάποιες φορές, αυτό που παρουσιάζεται ως πρωτοποριακό για τις σχέσεις των δύο φύλων, αποκτά και εμπορικές διαστάσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα το πώς προώθησαν οι καπνοβιομηχανίες το κάπνισμα στη γυναίκα στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Το παρουσίασαν τότε σαν πράξη απελευθέρωσης για την γυναίκα που ήθελε να είναι μοντέρνα, το προώθησαν μέσα από το cinema μέσα από sex symbols της εποχής(και εδώ υπάρχει φυσικά αντίφαση) και έτσι μέσω της γυναικείας χειραφέτησης από τα πρότυπα του παρελθόντος, ήρθε μια κάποιου τύπου χειραγώγηση της αγοράς. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι στις μέρες μας, το κάπνισμα στο cinema και στην τηλεόραση έχει καταστεί μη πολιτικά ορθό και είναι σχεδόν απαγορευμένο.

Τονίζω, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, ότι δεν είμαι υπέρ της αυθαιρεσίας στην έκφραση, αλλά δεν είμαι και υπέρ ενός index με απαγορευμένες εκφράσεις και λέξεις που να επιμένει για το απόλυτο της εφαρμογής του. Μεγαλύτερο όμως ζήτημα κατ’ εμέ είναι η απόπειρα να ξορκιστούν ένα σωρό μείζονα προβλήματα μέσα από την αναβάπτιση της γλώσσας, και έτσι να πάψει να αποτελεί υποχρέωση του αστικού κράτους η προσπάθεια για επίλυση τους.

Τέλος, θα προσθέσω ακόμη μια διάσταση που έχει ενδιαφέρον και που δεν θέλω να της βάλω κάποιο πρόσημο. Το πολιτικά ορθό αφορά κυρίως τους άλλους, τους έξω από την ευαίσθητη ομάδα. Δηλαδή ένας μαύρος δεν είναι λάθος στα πλαίσια του πολιτικά ορθού να πει έναν άλλο μαύρο νέγρο. Αντίστοιχα ένας γκέι είναι οκ να πει εκφράσεις απαγορευμένες για τους μη γκέι σε κάποιον άλλο γκέι.

Καταλαβαίνω ότι το ζήτημα το οποίο πραγματεύθηκα είναι ευαίσθητο, προσπάθησα ωστόσο να είμαι προσεκτικός. Σίγουρα υπάρχουν πολλές ακόμη διαστάσεις και μπορούν να γραφτούν ολόκληρα βιβλία για ένα τόσο βαθύ και διαδεδομένο φαινόμενο όπως είναι αυτό της πολιτικής ορθότητας. Θεωρώ ότι οι πτυχές που φωτίστηκαν παραπάνω αποτελούν μια καλή τροφή για σκέψη και περαιτέρω διάλογο.

politically-correct

Υστερόγραφο: Συχνά η πολεμική ενάντια στον πολιτικλικορεκτισμό έρχεται από τα δεξιά και δη τα ακροδεξιά, δεν συντάσσομαι με αυτό το σκεπτικό, δεν προτείνω στη θέση του πολιτικά ορθού την κυριαρχία μιας ακροδεξιάς/φασιστικής ασυδοσίας ενάντια στις μειονότητες και τις ευαίσθητες ομάδες. Ελπίζω αυτό να γίνεται αντιληπτό στην επιχειρηματολογία μου.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

1 To «politically correct», στα ελληνικά «πολιτικά ορθό». Ας μου συγχωρεθεί η αυθαίρετη λεξιπλασία αλλά προσωπικά χρησιμοποιώ περισσότερο αυτή τη σύνθετη λέξη για να τον περιγράψω, οπότε θα κάνω χρήση της και στο άρθρο.

2 Φυσικά ως ένα βαθμό στα κοινωνικά φαινόμενα έχει σημασία το πώς θα τα παρουσιάσεις, για αυτό άλλωστε γίνεται και η αλλαγή των ονομάτων και των εννοιών. Όμως η προσπάθεια απόκρυψης ενός κοινωνικού προβλήματος του μεγέθους και της σημασίας του ρατσισμού μέσω της αποστείρωσης του δημόσιου λόγου, συνήθως σκοπό έχει να αθωώσει τα αίτια και όχι να τα καταπολεμήσει.

Read Full Post »

ejofillo

Δημοσιεύτηκε στο Ατέχνως

 

Εχθές το βράδι, στο χώρο εργασίας μου, άνοιξε από πελάτες μια από τις συνήθεις πια κουβέντες για το πόσο καλή ήταν η χούντα, για το ότι εξαφάνισε το δημόσιο χρέος, για το ότι μείωσε την εγκληματικότητα κλπ κλπ κλπ. Η παρέα αποτελούνταν από 6 άτομα και υπέρ της χούντας αγόρευε ένας εξ αυτών, ενώ οι υπόλοιποι τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα και χωρίς να παρεμβαίνουν. Επειδή είμαι κάπως ευαίσθητος στα ανιστόρητα ψεύδη που αφορούν την εξύμνηση του φασισμού, το έκρινα καλό να παρέμβω. Πετάχτηκα λοιπόν αναφέροντας δυο τρία πράγματα για το πόσο άσχετα με την πραγματικότητα ήταν αυτά που λέγονταν. Πριν τελειώσω την πρόταση μου, ένας από την παρέα, όχι αυτός που εξυμνούσε τη χούντα πριν, με διέκοψε και μου είπε κάτι σε στυλ «γύρευε τη δουλειά σου». Πέρα από αυτόν που με σταμάτησε, και τον άλλο που αγόρευε υπέρ των συνταγματαρχών, τους υπόλοιπους τους έχουμε πελάτες από παλιά και είμαι σίγουρος από κουβέντες που έχουμε κάνει ότι δεν είναι θιασώτες της φασιστικής ιδεολογίας. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που με ώθησε να κάνω την παρέμβαση μου, να μη φύγουν δηλαδή οι γνωστοί μου με τις θετικές εντυπώσεις για τη χούντα που άφηνε η αγόρευση του συνδαιτυμόνα τους. Αποφάσισα να μη δώσω συνέχεια στην παρέμβαση μου, ήταν και ευαίσθητη η θέση μου, παρόλα αυτά όταν ξανάρθουν οι 4 από τους 6, χωρίς τους φιλοχουντικούς φίλους τους, θα δω αν μπορέσω να τους ανοίξω σχετική κουβέντα.

Το παραπάνω περιστατικό, σε συνδυασμό με διάφορα άλλα που συμβαίνουν αυτήν την εποχή στην επικαιρότητα, με ώθησαν να γράψω αυτό το άρθρο παρότι είχα άλλο στα σκαριά. Παρατηρούμε λοιπόν τον τελευταίο καιρό, μια άνοδο της παρέμβασης διαφόρων φασιζόντων κοινωνικών ομάδων οι οποίες είτε έχουν εμφανή, είτε συγκαλυμμένη σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Για να μην «αδικήσουμε» εδώ κανένα να, να πούμε ότι υποκινούνται και από άλλους αμφιβόλου στόχευσης οργανισμούς και ύποπτα κέντρα όπως είναι για παράδειγμα ο κ. Σώρρας (αυτός που καμώνεται ότι θα αποπληρώσει το χρέος της Ελλάδας και που θεωρεί ντροπή για το ολυμπιακό ιδεώδες -το ποιο;- τους παραολυμπιακούς) η «κίνηση» του οποίου έχει φτάσει να διατηρεί γραφεία σε όλη τη χώρα. Από κοντά βέβαια και άλλοι λαϊκίστικοι μαϊντανοί που προσπαθούν να μαζέψουν οπαδούς μέσα από την ξενοφοβική ρητορεία, Καζάκης, Τζήμερος κ.α, με το υπόλοιπο αστικό πολιτικό σύστημα, στο βαθμό που δεν τους σιγοντάρει, τουλάχιστον να τους ανέχεται.

46581898-cached

Έχουμε λοιπόν, μετά από μια μικρή ανάπαυλα (εξαιτίας δολοφονίας Φύσσα και την έντονη αντίδραση της κοινής γνώμης), μια νέα έξαρση του «φασιστικού ακτιβισμού» που έχει ξαναβρεί τα πλατιά του, έχοντας ως αιχμή του δόρατος το μεταναστευτικό. Τη θέση των «αγανακτισμένων κατοίκων» του πρόσφατου παρελθόντος, έχουν πάρει οι «αγανακτισμένοι γονείς», που αν τους γυρίσουμε ανάποδα από την τσέπη των περισσοτέρων θα πέσουν μπρελόκ με σβάστικες, οι οποίοι μεθοδικά έχουν τα προηγούμενα χρόνια εισβάλει και δραστηριοποιούνται στους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων των σχολείων σε όλη τη χώρα. Οι εν λόγω πατέρες και μητέρες, με την κάθε ευκαιρία, κοιτάνε να επενδύσουν στην τρομοκράτηση των υπολοίπων πατεράδων και μητέρων, χρησιμοποιώντας ως μπαμπούλες ακόμα και μικρά και κατατρεγμένα παιδάκια. Έρχονται να μας πουν, βάζοντας σαν ασπίδα τους την ιερότητα που πηγάζει από την ιδιότητα του γονέα και την υποτιθέμενη ευαισθησία του, ότι τα προσφυγάκια και τα μεταναστάκια αποτελούν υγειονομικές βόμβες (παρότι τα προσφυγάκια που επιλέγονται να μπουν σε σχολικές αίθουσες έχουν βγάλει βιβλιάριο υγείας). Ότι θα προσηλυτίσουν τα «δικά μας παιδιά» στον μωαμεθανισμό κλπ. Κλειδώνουν λοιπόν σχολικές πόρτες για να μην επιτρέψουν την είσοδο στους 5-6 αλλοδαπούς μαθητές, διαδηλώνουν, φωνάζουν, καυγαδίζουν, τραμπουκίζουν και ορκίζονται ότι δεν είναι ρατσιστές, αλλά απλά καλοί και υπεύθυνοι γονείς που ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους. Πως γίνεται όμως, κάποιος να είναι καλός γονέας άμα δύναται να βλέπει κατατρεγμένα, εξαθλιωμένα παιδιά, που έχουν χάσει γονείς, αδέρφια, συγγενείς, φίλους, και να μη συναισθάνεται τον πόνο τους; Πως είναι δυνατόν ο πραγματικά ευαίσθητος γονέας, να μη βάζει ασυνείδητα, στη θέση των παιδιών αυτών τα δικά του παιδιά, και έτσι μέσω έστω των ιδίων, να νιώσει μια κάποια συμπόνια; Αντ’ αυτού, οι τραμπουκογονείς, προσπαθούν μέσω ξενοφοβικών αλυχτισμάτων, να πανικοβάλουν κόσμο ίσως αφελή, και να τον συσπειρώσουν στο μισανθρωπικό στόχο τους, γεμίζοντας έτσι τον βοθρόλακκο του φασισμού και των διαφόρων καφέ αποχρώσεων του.

Εκτός των άλλων δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η φυγή των προσφύγων και των μεταναστών προς τις χώρες της Δύσης, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάμειξη των ίδιων των χωρών της Δύσης στο εσωτερικό των υπό εγκατάλειψη κρατών. Κάτι που μπορεί να σημαίνει ότι ο «πολιτισμένος κόσμος» φτάνει σε σημείο, πέρα από το να αποστραγγίζει αυτές τις χώρες οικονομικά, να θρέφει στο εσωτερικό τους τα πιο αντιδραστικά στοιχεία (βλέπε Isis βλέπε Ταλιμπάν), στο όνομα των οποίων (ή της εξολόθρευσης των οποίων) χύνονται κουβαδιές αίμα. Η συμμετοχή της χώρας μας σε ΝΑΤΟ, ΕΕ, την κάνει συνυπεύθυνη, και άρα κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνη, για το τι θα απογίνουν όλες αυτές οι προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές.

Ποια όμως θα πρέπει να είναι η δική μας στάση απέναντι σε όλους αυτούς που εμφανίζονται είτε ως φασίστες, είτε ως Έλληνες εθνικιστές, είτε ως απλοί πατριώτες, είτε στο πιο ντροπαλό τους, ως απλοί αγανακτισμένοι πολίτες1; Είναι άραγε αθώα η στάση του στυλ «κοιτάζω τη δουλειά μου»; Σαφώς και όχι, διότι σε περιόδους ενίσχυσης του φασιστικού φαινομένου, το να του κρατάς το φανάρι, σε κάνει [σχεδόν] συνένοχο. Το να είσαι γονιός και να αδρανείς απέναντι στο γεγονός ότι έχουν μπουκάρει στους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων –δηλαδή στα σχολεία- φασίστες, σημαίνει ότι δείχνεις εγκληματική απάθεια σε ένα φαινόμενο που θα στραφεί με απόλυτη βεβαιότητα ενάντια στα δικά σου παιδιά και εσένα τον ίδιο. Η απάθεια, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε και τις αντικειμενικές συνθήκες, αποτελεί ένα από τους βασικούς παράγοντες που έχουν συμβάλει στο να βγούνε τα τελευταία 5-6 χρόνια τα χειρότερα αντανακλαστικά της ανθρώπινης κοινωνίας από την ντουλάπα. Είναι μια από τις αιτίες που το να εξυμνείς τη χούντα δεν είναι πια ταμπού, που το να λες «τι Χίτλερ τι Στάλιν;» και να εξισώνεις το φασισμό με τον κομμουνισμό αποτελεί την πολιτικά ορθή στάση, που το να βρίζεις και να αρνείσαι σε δυστυχισμένα παιδάκια τα στοιχειώδη συνιστά ….πατριωτική συμπεριφορά.
Κι είναι η βασική αιτία που όταν βρίσκονται τρεις-τέσσερις φασίστες μαζί και συντονίζονται, καταφέρνουν να καπελώσουν τους υπόλοιπους και να βγουν ως εκπρόσωποί τους, εκπρόσωποι του συλλόγου, κτλ, για να χύσουν το εθνικιστικό τους δηλητήριο στο όνομα του συνόλου.

Αναμφίβολα υπάρχουν υγιείς αντιδράσεις στην Ελληνική κοινωνία, δεν είναι δηλαδή ότι οι φασίστες αλωνίζουν ανενόχλητοι, όμως παράλληλα υπάρχει μια τεράστια μάζα κόσμου ο οποίος κάθεται και κοιτά τις αρνητικές εξελίξεις με ανοιχτό το στόμα, καλή ώρα σαν το περιστατικό που περιέγραψα στην αρχή. Σε αυτή τη μάζα απευθύνονται και οι παραπάνω παράγραφοι, που από την κατάσταση μαζικής απάθειας πρέπει να περάσει στην στάση μαζικής εναντίωσης. Και αυτή η εναντίωση μπορεί και πρέπει σίγουρα να είναι οργανωμένη (πχ όταν μολύνονται οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων από ακροδεξιά στοιχεία, να ενδιαφέρονται οι υπόλοιποι γονείς, να συμμετέχουν στους συλλόγους, στα σχολικά συμβούλια, να κάνουν κινητοποιήσεις, να ενημερώνουν, και να μην αφήνουν σε χλωρό κλαρί τους φασίστες), αλλά αφορά και την καθημερινή μας στάση στο χώρο δουλειάς, στις παρέες, στις ευρύτερες κοινωνικές μας σχέσεις κλπ. Όσο δύσκολο και αν μοιάζει μερικές φορές αυτό, όσο και αν απαιτεί από εμάς να αλλάξουμε τη στάση μας, είναι απαραίτητο προκειμένου να αποφύγουμε τα χειρότερα, είναι χρέος μας να ξαναστείλουμε το φασισμό στις ντουλάπες.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

1 Να πούμε εδώ, για την ιστορία, ότι τα πογκρόμ της «Τρία Έψιλον» εναντία στις Εβραϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, από άτομα που εμφανίζονταν ως «αγανακτισμένοι πολίτες» διαπράχθηκαν και αυτά. Το ίδιο και οι αντί-συγκεντρώσεις του παρακράτους που οδήγησαν στην δολοφονία Λαμπράκη.

Read Full Post »

Αυτό το συναίσθημα

που είναι σαν να έχεις κάτι στην άκρη της γλώσσας σου μα τελικά δεν το θυμάσαι και δεν το προφέρεις ποτέ
που νιώθεις όταν ακουμπάς κάτι με την άκρη του δαχτύλου σου αλλα δεν φτάνεις να το πιάσεις να το φέρεις κοντά σου
που σε πιάνει να φταρνιστείς και κοιτάς ψηλά, και κλείνεις τα μάτια, και ανοίγεις το στόμα, και ύστερα το γαργάλημα σου φεύγει
αυτό το εκνευριστικό
κα βασανιστικό
συναίσθημα
κάτι να περνάει από τόσο δίπλα σου και να είναι σχεδόν σα να το χείς
αλλά τελικά να χάνεται
πως να το δεχθείς και πως να το χωνέψεις;
Και πως να συμβιβαστείς με την ιδέα πως ότι και να κάνεις πια σε εχει αποφύγει οριστικά…
…το σύμπαν δεν θα συνομωτήσει
…ο αγώνας δεν θα δικαιωθεί
και κάποια στιγμή θα μαραθεί και αυτή σου η αγνή και ανόθευτη επιθυμία
μα ποιός τη θέλει μια τέτοια λύτρωση;

μπορεί στον ύπνο σου να σου έμοιαζε τόσο φυσικό το να πετάς
μα ύστερα ξύπνησες
και έχοντας σου απο κεκτημένη ταχύτητα μείνει η αίσθηση της πτήσης
δεν μπορείς να συμβιβαστείς με την ιδέα της προσγείωσης

κατάρα στους απόρθητους και απαράβατους νόμους
κατάρα στους πολέμους που δεν ήταν ποτέ να κερδηθούν μα που δεν γινόταν και να μη ξεσπάσουν

κατάρα σε αυτό το συναίσθημα
της επιθυμίας
και στις αισθήσεις, κατάρα, όταν μένουν μετέωρες, όχι όλες, μοναχά μερικές…

Read Full Post »

Οι μνήμες των μνημάτων

Τα άσπρα ετούτα μνήματα
έχουν μάρμαρο τόσο καθαρό
που όταν τύχει να πέσει πάνω τους η ματιά κάποιου διαβάτη
ασπρίζει η ψυχή του

Χωμένα μέσα στη γη
έρχονται μέρες που υψώνονται πολύ πιο ψηλά απ΄ τα ξερόχορτα
σαν θεόρατοι οβελίσκοι
που αναγκάζουν και τα πιο χαμηλωμένα βλέμματα να κοιτάξουν τον ουρανό

Και απάνω στις πλάκες τα χαραγμένα ονόματα
είναι προσευχές που στο άκουσμα τους οι αιμοβόροι αρχίζουν να τρέμουν
αρκεί μοναχά να βρεθούν κάποια καθαρά στόματα για να τις ψάλουν

Για αυτό δεν έχει πάει χαμένη τελικά
ουτέ μια σταγόνα αίμα απ’ το τόσο πολύ που το χώμα πότισε
για να φυτρώσουν όλα ετούτα τα ηρώα.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

Read Full Post »

tsamides-1

Δημοσιεύτηκε στο Ατέχνως

Το πρώτο μέρος εκεί

Μέρος δεύτερο: Μετά το ξέσπασμα του ΒΠΠ.

Η δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά αντιμετώπιζε τις μειονότητες με μεγάλη σκληρότητα κάτι που έδινε χώρο στη φασιστική Ιταλία να κάνει διπλωματικό παιχνίδι με τους Τσάμηδες.

«Ο ταραγμένος διεθνής ορίζοντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930-1940 και η επιβολή της δικτατορίας των Γεωργίου και Μεταξά δεν βοήθησαν στην άμβλυνση των αντιθέσεων στη Θεσπρωτία. Εκτός από την Αλβανία, η γειτονική και φιλόδοξη Ιταλία ενέταξε το ζήτημα της Τσαμουριάς στο διπλωματικό της οπλοστάσιο, ενθαρρύνοντας φασιστικού τύπου αλυτρωτικές κινήσεις στους χώρους των Τσάμηδων του εξωτερικού, εκείνων δηλαδή που είχαν καταφύγει στην Αλβανία ή στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, οι πιέσεις που ασκούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στις μειονότητες της χώρας, ειδικά ενάντια σε αυτές που θεωρούνταν «στρατηγική απειλή», έδιναν επιχειρήματα στον αλυτρωτισμό και όξυναν τις τοπικές εντάσεις»1

Με το ξέσπασμα του πολέμου η Φασιστική Ιταλία προσάρτησε την Αλβανία κάτι που οδήγησε στην όξυνση του Αλβανικού αλυτρωτισμού και του Αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού (Μεγάλη Αλβανία), με διεκδικήσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε Γιουγκοσλαβία. Οι επαφές της Ιταλίας με την Αλβανία προς αυτήν την κατεύθυνση χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 30′, ενώ είχαν αναπτυχθεί και σχέσεις της εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας με ισχυρές οικογένειες Τσάμηδων.2

Όσο πλησίαζε ο πόλεμος αυξάνονταν και η παρουσία ενόπλων στις παραμεθορίους, οι οποίοι έβλεπαν τους Τσάμηδες με καχυποψία και υιοθετούσαν απέναντί τους ανάλογη συμπεριφορά. Από τον Απρίλη του 39′ που η Αλβανία κατελήφθη από τους Ιταλούς, το ελληνικό κράτος επιστράτευσε τους Τσάμηδες και τους έστειλε προληπτικά μακριά από την παραμεθόριο. Αυτή η κίνηση είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει μια «επιδημία» λιποταξιών από την πλευρά των Τσάμηδων, κάτι που αμαύρωνε περεταίρω την εικόνα που είχαν οι υπόλοιποι Έλληνες για αυτούς και διευκόλυνε την εναντίον τους προπαγάνδα. Οι εκτοπίσεις των Τσάμηδων προς τα νησιά (και ιδιαίτερα την Κρήτη) εντάθηκαν, ενώ οι έρευνες στα σπίτια τους για όπλα και αποδείξεις συνεργασίας με τον εχθρό έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Όπως είναι φυσικό, όλα τα παραπάνω ενίσχυαν το κύμα αναζήτησης άσυλου των Τσάμηδων στην Αλβανία, που εκεί πολλοί από αυτούς στρατολογούνταν από την φασιστική Ιταλία σε τάγματα εθελοντών. Οι Ιταλοί στρατολόγοι τροφοδοτούσαν το αίσθημα αλυτρωτισμού των Τσάμηδων και έριχναν κούτσουρα στην πυρά της εκδίκησης, προκειμένου να τους φανατίσουν για να τους χρησιμοποιήσουν στον επικείμενο πόλεμο με την Ελλάδα.3

Λίγο μετά την έναρξη του πολέμου, τα Ιταλικά στρατεύματα μπήκαν στην Τσαμουριά, συνοδευόμενα από μονάδες Αλβανών εθελοντών στις οποίες πλειοψηφούσαν οι Τσάμηδες που ήταν διψασμένοι για εκδίκηση. Σύντομα όμως τα στρατεύματα υποχώρησαν και ο ελληνικός στρατός συμπεριφέρθηκε στη μειονότητα των Τσάμηδων σα να βρίσκονταν σε εχθρικό έδαφος. Τα πράγματα τα χειροτέρευε η ιταλική προπαγάνδα, η οποία εξήρε τη συμμετοχή των Τσάμηδων στις εχθροπραξίες, με αποτέλεσμα να τους στοχοποιεί ακόμα περισσότερο στα μάτια των Ελλήνων στρατιωτών και χωροφυλάκων, αλλά και του ελληνικού λαού που υπέφερε από τον πόλεμο.4

Στην κατοχή οι αντεκδικήσεις συνεχίστηκαν, αν και στην αρχή υπήρχε μια μικρή παύση, που οδήγησε σε νέα όξυνση μετά από τον πρώτο χρόνο. Οι Ιταλοί είχαν αφήσει στις περιοχές που κατοικούσαν Τσάμηδες τη διοίκηση στα χέρια Ελλήνων και ο νομάρχης της περιοχής Κ. Κοντογιάννης είχε επιφορτιστεί με την επίλυση των διαφορών μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων. Ενώ προσπάθησε ειλικρινώς να φέρει την ειρήνευση, οι προσπάθειες του αυτές δεν κατάφεραν να καρποφορήσουν. Σε αυτό συντέλεσε και η στάση του Ιταλού στρατιωτικού διοικητή, αντισυνταγματάρχη Γαριβάλτσι αλλά και του Ιταλού αναπληρωτή πρόξενου Γιελισσόνι, που βομβάρδισαν τα όποια σχέδια του Κοντογιάννη. Ο Γελισσόνι ήταν αντίθετος από την αρχή, ενώ ο Γαριβάλτσι, αν και αρχικώς είχε δεσμευθεί ότι θα στηρίξει τις προσπάθειες του Κοντογιάννη, τελικά έκανε πίσω και δεν έδωσε την έγκριση του.5

Στις 6 Δεκεμβρίου του 1942, ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες των Τσάμηδων, ο Γιασίν Σαντίκ, δολοφονήθηκε από αγνώστους. «Την αμέσως επόμενη μέρα απήχθησαν από την κοινότητα των Σπαθαραίων ο πρόεδρος Βασίλειος Τσούπης, ο ιερέας Σπυρίδων Νούτσης και εννέα «σκηνίτες», οι οποίοι και θανατώθηκαν.»6 Όπως ήταν λογικό, όλα τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί το συγκρουσιακό κλίμα, και να επανέλθουν στην καθημερινότητα οι αντιμαχίες ένοπλων ομάδων και από τις δυο πλευρές.7

Οι Τσάμηδες κατά την περίοδο της κατοχής είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα είδος «κρατικής οργάνωσης». Από τη μια συμμετείχαν στην χωροφυλακή με σκοπό να εντοπίσουν χριστιανούς φυγόδικους και να καταδιώξουν χριστιανικές συμμορίες. Ενώ από την άλλη, ίδρυσαν τον Ιούλιο του 1942 το Εθνικό αλβανικό Συμβούλιο, το οποίο οργάνωσε κοινοτικές επιτροπές στα μουσουλμανικά χωριά του νομού. Βαθμιαία, οι επιτροπές αυτές διεύρυναν τις λειτουργίες τους και συμπεριέλαβαν στις αρμοδιότητες τους τμήμα μουσουλμανικής χωροφυλακής, τελωνεία, δικαστικές και οικονομικές αρχές.8

Από την άλλη πλευρά, τη θέση του ολοένα και πιο αδύναμου ελληνικού κράτους την πήρε σταδιακά ο ΕΔΕΣ και οι συγκρούσεις με τις οργανώσεις των Τσάμηδων ήταν συχνές. Εδώ να σημειωθεί ότι στις περιοχές που ζούσαν οι Τσάμηδες το ΕΑΜ δεν είχε ισχυρή παρουσία.9

Μέχρι το καλοκαίρι του 43′, τα ένοπλα σώματα των Τσάμηδων ενισχύθηκαν και εντάχθηκαν στο γερμανικό πλέγμα ασφαλείας. Δύο ήταν τα γεγονότα που σφράγισαν τις μετέπειτα εξελίξεις: Η καταστροφή του Φαναριού τον Ιούλιο του 43′, και η εκτέλεση των 49 πρόκριτων της Παραμυθιάς τον Σεπτέμβρη του 43′. Και στα δυο η πρωτοβουλία ανήκε στην γερμανική στρατιωτική διοίκηση. Στην επιδρομή που έγινε από τους ναζί στο Φανάρι, συμμετείχαν πολλοί Τσάμηδες που προέβησαν σε μεγάλης κλίμακας αντεκδικήσεις (αρπαγή περιουσιών, βιασμοί γυναικών, δολοφονίες). Η εκτέλεση των 49 έγινε στο πλαίσιο γερμανικών αντιποίνων για το φόνο 6 Γερμανών στρατιωτών από αντάρτες στην περιοχή Σκάλα της Παραμυθιάς. Τα ονόματα για τις συλλήψεις λέγεται ότι τα έδωσε ο ίδιος ο Μαζάρ Ντίνο, που ήταν αρχηγός ένοπλης ομάδας Τσάμηδων και Αλβανών που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή και είχαν για όραμα τους τη «Μεγάλη Αλβανία».10 Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος για να εγκατασταθεί εκεί η ΞΙΛΙΑ, η Εθνική Επιτροπή Τσάμηδων.11

anakomidi_oston_49

Ανακομιδή οστών των 49 προκρίτων

Τα γεγονότα αυτά έγιναν αιτία να αναζωπυρωθεί ο πόλεμος μεταξύ των ενόπλων οργανώσεων των Τσάμηδων και του ΕΔΕΣ. Στις 26 Ιουνίου του 43′, τμήματα της Χ Μεραρχίας του ΕΔΕΣ επιτέθηκαν και κατέλαβαν την Παραμυθιά κάμπτοντας την αδύναμη αντίσταση της Τσάμικης πολιτοφυλακής. Σύμφωνα με το Γιώργο Μαργαρίτη, τα θύματα από τις βιαιοπραγίες που ακολούθησαν την κατάκτηση μπορεί να ανέρχονται και στα 500, καθώς ο ΕΔΕΣ έβαλε σκοπό να διαπράξει στο πολλαπλάσιο αντίστοιχες βιαιότητες με αυτές που πρωτύτερα είχαν κάνει οι Τσάμηδες στο Φανάρι.12

Σε περιοχές που είχε ισχυρή παρουσία το ΕΑΜ πάντως, όπως ήταν για παράδειγμα η Σαγιάδα των Φιλιατών, βόρεια του Καλαμά, οι Τσάμηδες έμπαιναν εθελοντικά στις γραμμές του ΕΛΑΣ. Το 4ο τάγμα του 15ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, ήταν μια μονάδα η οποία αποτελούνταν από χριστιανούς και μουσουλμάνους μαχητές. Οι μονάδες του ΕΔΕΣ ονόμαζαν την μονάδα αυτή «τουρκαλβανούς παρτιζάνους». Η ονομασία αυτή δεν δόθηκε τυχαία, αλλά έκρυβε από πίσω της την επιδίωξη του ΕΔΕΣ και του αστικού κράτους να τσακίσει αυτήν την αντάρτικη ομάδα, έστω και αν πολεμούσε ενάντιων των κατακτητών. Τις μέρες που γίνονταν η διαπραγμάτευση της Καζέρτα, οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ με άδεια από βρετανικούς αξιωματούχους, η οποία επικυρώθηκε από τον Σκόμπυ, πέρασαν βόρεια του Καλαμά με σκοπό να πλήξουν το μεικτό τάγμα και τις θέσεις του και να επαναλάβουν τις φρικαλεότητες της Παραμυθιάς.13

Οι συνολικές εκτοπίσεις Τσάμηδων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ε. Μαντά αριθμούν 22.000 – 25.000. Στο μικρό διάστημα που το ΕΑΜ διέλυσε τον ΕΔΕΣ και είχε τον έλεγχο των περιοχών που έμεναν Τσάμηδες, μέρος των απομακρυσμένων επέστρεψε, με σκοπό να περισώσει ό,τι μπορούσε από τις περιουσίες του και τα σπίτια του. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο ΕΔΕΣ επέστρεψε στην περιοχή με την ιδιότητα των μονάδων εθνοφυλακής, και οι διώξεις συνεχίστηκαν μέχρι η μειονότητα να εκδιωχθεί εντελώς.14

Συμπεράσματα

Το ζήτημα των Τσάμηδων μέχρι και σήμερα τροφοδοτεί τον αλυτρωτισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό, κυρίως της γείτονας χώρας Αλβανίας. Το είδαμε με τα αλβανικά πανό του EURO που έκαναν λόγω για τα 100.000 θύματα της τσάμικης μειονότητας (ενώ ο συνολικός πληθυσμός τους έφτανε με τα βίας το ¼ αυτού του αριθμού)15. Το είδαμε με τις επίσημες δηλώσεις Αλβανών αξιωματούχων ακόμα πιο πρόσφατα, και πρόκειται σίγουρα να το ξανασυναντήσουμε και στο μέλλον. Στην ερώτηση αν δικαιούνται αποζημιώσεις οι διωγμένοι Τσάμηδες από την Ελλάδα, τόσο για το διωγμό τους όσο και για τις αδικίες που υπέστησαν, η δική μου απάντηση είναι ότι τις δικαιούνται στον ίδιο βαθμό που τις δικαιούνται και οι χριστιανοί που υπέφεραν από τη συνεργασία των Τσάμηδων και των Αλβανών με τον κατακτητή στην κατεχόμενη Ελλάδα. Αυτού του είδους η απάντηση όμως δεν μας λέει και πολλά, δεν είναι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να είχαμε διδαχθεί από τα όσα γράφτηκαν στις παραπάνω γραμμές.

Ας εξετάσουμε λοιπόν μερικές άλλες διαστάσεις του ζητήματος:

  • Η αναζωπύρωση του εθνικιστικού μίσους, πέρα από τα όποια τοπικά μικροσυμφέροντα τα οποία φυσικά αξιοποιούνται, εξυπηρετεί κυρίως τις επιδιώξεις των μεγάλων, δηλαδή των καπιταλιστικών κρατών και των καπιταλιστικών συμφερόντων που βρίσκονται οργανωμένα πίσω από αυτά. Η αναζωπύρωση αυτή σπάνια ευνοεί τη μια ή την άλλη πλευρά που συγκρούεται όσον αφορά στον απλό λαό, συνήθως ζημιώνονται και οι δυο πλευρές και έχουμε έναν ολάκερο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο για να μας το θυμίζει..
  • Όταν η πολιτική σου για μια μειονότητα δεν είναι πολιτική ήπιας ενσωμάτωσης, τότε αφήνεις ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτή η περιχαρακωμένη μειονότητα να σου αντιταχθεί σε κάθε ευκαιρία. Τέτοιες πολιτικές ήπιας ενσωμάτωσης σπανίζουν σε αστικού τύπου έθνη κράτη. Όπως μας διδάσκει η ιστορία μέχρι και σήμερα, λίγα (αν όχι κανένα) είναι εκείνα τα καπιταλιστικά κράτη τα οποία δεν μαστίζονται από κάποιου είδους μειονοτικές, θρησκευτικές ή και φυλετικές διαφορές στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό τους, για τις οποίες υπεύθυνος είναι πάντα σε μεγάλο βαθμό και ο κρατικός μηχανισμός.
  • Σε περιπτώσεις που έγιναν απόπειρες ενσωμάτωσης, πχ στις περιοχές που δραστηριοποιούταν ο ΕΛΑΣ, οι Τσάμηδες πολέμησαν τους ναζί κατακτητές πλάι-πλάι με τους αντάρτες.
  • Ζούμε περίεργες εποχές που ευνοούν συγκρούσεις και «διπλωματία με άλλα μέσα», για αυτό καλό θα ήταν να μην υποτιμάμε τις όποιες προκλητικές εξαγγελίες του τουρκικού ή του αλβανικού κράτους, αλλά να τις συνδέουμε ταυτόχρονα και με την ύπουλη στάση που κρατούν διάφοροι υπερεθνικοί οργανισμοί (ΕΕ, ΝΑΤΟ), οι οποίοι σφυρίζουν ανέμελα όταν γίνεται ευθεία αμφισβήτηση συνόρων κράτους μέλους τους από ανώτατους άρχοντες του ενός ή του άλλου κράτους. Όταν μπαίνει ο κλέφτης στο σπίτι σου, η φράση του αστυνόμου που υποτίθεται σε προστατεύει «να τα βρείτε μεταξύ σας» δεν αποτελεί στάση ίσων αποστάσεων αλλά ευθεία συστράτευση με την πλευρά του κλέφτη.
  • Το δικό μας κράτος βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι αθώο του αίματος όπως διαπιστώσαμε παραπάνω. Στην πιο πρόσφατη ιστορία δε, έχει χρησιμοποιήσει και εκείνο την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία για να προωθήσει την διπλωματική του ατζέντα διεκδικήσεων. Τα γειτονικά κράτη στον καπιταλιστικό κόσμο σπάνια έχουν μεταξύ τους πολιτική συνεργασίας και αν αυτό συμβεί δεν κρατάει για πολύ, κυρίως έχουν μεταξύ τους ανταγωνισμούς, που υπό τις ανάλογες συνθήκες μπορούν να πυροδοτήσουν και πολέμους.

Κλείνοντας το άρθρο, να πούμε ότι αν υπάρχει ένα είδος μίσους το οποίο δικαιολογείται και επιβάλλεται να διατηρούν οι λαοί όλου του κόσμου, αυτό σίγουρα δεν είναι το ρατσιστικό μίσος, αλλά το ταξικό μισός ενάντια στον εκμεταλλευτή, με όποιο προσωπείο και αν εμφανίζεται αυτός κάθε φορά.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

1Στο ίδιο, σελ. 144.

2Στο ίδιο, σελ. 145-146.

3Στο ίδιο, σελ. 147-148.

4Στο ίδιο, σελ. 149-150.

5Στο ίδιο, σελ. 159-160.

6Στο ίδιο, σελ. 160. Εδώ δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί ο Μαργαρίτης με τον όρο «Σκηνίτες» για αυτό και μετέφερα την πρόταση επακριβώς.

7Στο ίδιο, σελ. 160-161.

8Στο ίδιο, σελ. 161-162.

9Στο ίδιο, σελ. 162-163.

11Ο.π, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, σελ. 163-164.

12Στο ίδιο, σελ. 165-166.

13Στο ίδιο, σελ. 169.

14Στο ίδιο, σελ. 169.

15Όσον αφορά τώρα τους νεκρούς, οι αριθμοί που αναφέρονται στο υπόμνημα της αντιφασιστικής επιτροπής των Τσάμηδων προς τον ΟΗΕ το 1947 δεν ξεπερνούν τα 2.000 άτομα. Βάσει του ότι αυτός ο αριθμός δίνεται από μια οργάνωση των Τσάμηδων εκείνης της εποχής, εκτιμώ ότι οι νεκροί μπορούν να είναι λιγότεροι από 2.000 αλλά όχι περισσότεροι.

Read Full Post »

tsamides-1

Δημοσιεύτηκε στο Ατέχνως

Πρόλογος

Επιδίωξη μας, εμάς των κομμουνιστών, πρέπει να είναι να μην αφήνουμε τον λαό να παρασύρεται από εθνικιστικές ρητορικές και πρακτικές μίσους. Και αυτό επειδή στη σύγχρονη ιστορία (και όχι μόνο στη σύγχρονη), οι ρητορικές αυτές κατά κανόνα, κρύβουν από πίσω τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, διαπλοκές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που μπορούν να οδηγήσουν τους λαούς ακόμα και στο αιματοκύλισμα. Σκοπός μας, λοιπόν, πρέπει να είναι να αναλύουμε αυτές τις παγίδες, να δίνουμε σε κάθε περίπτωση στον λαό να καταλάβει, ότι η μόνη σύγκρουση που μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του, δεν είναι άλλη από την ταξική σύγκρουση, τον εμφύλιο πόλεμο δηλαδή με την αστική του τάξη.

Χρειάστηκε να κάνω αυτόν τον γενικό πρόλογο πριν προχωρήσω στο κυρίως θέμα επειδή ζούμε περίεργες εποχές που οι μεγαλοϊδεατισμοί και οι φανατισμοί του παρελθόντος αναβιώνουν από και προς κάθε πλευρά των συνόρων. Φτάνουν μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις να γίνονται ακόμα και επίσημη κρατική θέση διάφορες αλυτρωτικές επιδιώξεις (βλέπε πιέσεις Αλβανίας για την Τσαμουριά, και Τουρκίας για τα Ελληνικά νησιά).

Στο άρθρο που ακολουθεί αποπειράθηκα να κάνω μια ιστορική αναφορά στο ζήτημα της Τσαμουριάς, όχι για να βρούμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, αλλά για να γίνει ξεκάθαρο το γεγονός ότι τις μονομαχίες των βουβαλιών τις πληρώνουν πάντα τα βατράχια, δηλαδή οι λαοί. Στηρίχθηκα κυρίως στο βιβλίο του Γ. Μαργαρίτη, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο που αφορά τους Τσάμηδες, αλλά δεν υιοθετώ στο 100/100 την οπτική του. Το θέμα είναι εξόχως ευαίσθητο και θέλει προσοχή η όποια ενασχόληση με αυτό. Για να καταλάβουμε όμως την ιστορία, για να διαμορφώσουμε τη θέση μας, και για να μπορέσει αυτή η θέση να εξυπηρετήσει το σκοπό μας, πρέπει να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τα ιστορικά περιεχόμενα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πρέπει να συγκαλύπτουμε τις όποιες αιχμές του παρελθόντος, αλλά να τις εξετάζουμε, και σε κάθε περίπτωση να αποφεύγουμε τους «ταλιμπανισμούς». Αν υποκριθούμε ότι δεν βλέπουμε τις αιχμές αυτές, τότε θα ξεχαστούμε και οι αιχμές αυτές θα μας ματώσουν ξανά στο μέλλον. Αν πάλι με ταλιμπανισμούς προσπαθούμε να δώσουμε τροφή στην μηχανή του αλυτρωτισμού και του εθνικισμού, με διαστρεβλώσεις και με ψέματα να καλλιεργήσουμε το μίσος μεταξύ δυο ή και περισσότερων λαών, τότε θα επαναληφθεί η ιστορία και ως τραγωδία και ως φάρσα.

Εισαγωγή

Οι Τσάμηδες είναι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας (Ηγουμενίτσα, Φιλιάτες, Παραμυθιά …) που έζησαν εκεί από τις αρχές του 17ου αιώνα ως και τα μέσα του 20ου. Ο πληθυσμός τους, που ήταν κυρίως αγροτικός, το 1940 υπολογίζονταν περίπου στα 20-25 χιλιάδες άτομα1 ή ακολουθώντας άλλες πηγές μέχρι τα 30 χιλιάδες.2 Σύμφωνα με το Γ. Μαργαρίτη, αν και μουσουλμάνοι, οι Τσάμηδες δεν είχαν σοβαρές αναφορές στην Τουρκία αλλά ένιωθαν οικείοι με τους Αλβανούς:

«Το γεγονός ότι οι Τσάμηδες είχαν, οφθαλμοφανώς, ελάχιστη σχέση με την Τουρκία και ότι επρόκειτο σίγουρα για Αλβανούς, ελάχιστη σημασία θεωρείται ότι έχει.»3

safe_image

Προκλητικές και επικίνδυνες εκδηλώσεις

Το άρθρο είναι χωρισμένο σε δυο κύρια μέρη, το ένα μέρος αφορά τα γεγονότα πριν τον πόλεμο, ενώ το δεύτερο μέρος αφορά τα γεγονότα από το ξέσπασμα του ΒΠΠ και ύστερα. Ο λόγος που γίνεται αυτή η διχοτόμηση, είναι η τομή που έφερε ο πόλεμος και η προετοιμασία του στη στάση των Τσάμηδων, στάση που κρατήθηκε ή και ενισχύθηκε και την περίοδο της κατοχής (δηλαδή τη στάση συνεργασίας τους με τον κατακτητή, κάτι που από [κυρίως] θύματα τους μετέτρεψε σε [κυρίως] θύτες). Το άρθρο βέβαια δεν έχει σκοπό να καταδείξει ενόχους και να διαλέξει πλευρά, όχι τουλάχιστον ανάμεσα στους μουσουλμάνους Τσάμηδες και στους Χριστιανούς Έλληνες, αλλά να αναδείξει μια σειρά από προβληματισμούς που προκύπτουν από τα ιστορικά γεγονότα.

Μέρος πρώτο: Πριν το ξέσπασμα του ΒΠΠ πολέμου:

Οι Τσάμηδες συμβίωναν σχετικά ομαλά με τους χριστιανούς κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και τα όποια προβλήματα ήταν περιορισμένης εμβέλειας και λύνονταν τοπικά. Οι πρώτες σοβαρές συγκρούσεις ξεκίνησαν το 1912 στα πλαίσια του πρώτου βαλκανικού πολέμου, όπου δημιουργήθηκαν αντιπαρατιθέμενες συμμορίες Ελλήνων και Αλβανών, στις οποίες δεύτερες συμμετείχαν και Τσάμηδες.4

Με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τσάμηδες αντιστάθηκαν στο να μετεγκατασταθούν στην Τουρκία, αφενός επειδή είχαν δεσμούς με τον τόπο τους αλλά και με την γειτονική Αλβανία (ενώ με τους Τούρκους δεν ένιωθαν κάποιου είδους «συγγένεια»), και αφετέρου επειδή είχαν φτιάξει τη ζωή τους και τις κοινότητες τους στην Ελλάδα. Τελικά οι Τσάμηδες δεν ανταλλάχθηκαν. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι αυτό έγινε για να ενισχυθούν οι διπλωματικές σχέσεις του Ελληνικού κράτους με το νεοσύστατο Αλβανικό.5 Ο Μαργαρίτης διαφωνεί, θεωρεί ότι η ανταλλαγή δεν έγινε, όχι επειδή η Ελλάδα ήθελε να τείνει χέρι φιλίας στην Αλβανία, αλλά επειδή τους Τσάμηδες δεν τους ήθελε το Τουρκικό κράτος.6 Η ανταλλαγή των πληθυσμών όμως έφερε άλλα προβλήματα στην Τσαμική μειονότητα:

Άλλωστε: «Την ίδια περίοδο, στα 1923 και 1924, έφθασαν στην περιοχή μερικές χιλιάδες πρόσφυγες, «ανταλλάξιμοι», χριστιανοί της Μικράς Ασίας δηλαδή, σταλμένοι εκεί από τις ελληνικές κυβερνητικές υπηρεσίες, με σκοπό να εντείνουν την πίεση προς τους Τσάμηδες και να τους υποχρεώσουν να αναχωρήσουν. Οι πρόσφυγες με στήριγμα την νομοθεσία περί υποχρεωτικών απαλλοτριώσεων, εγκαταστάθηκαν στα χωράφια των Τσάμηδων, ειδικά στις πλούσιες ζώνες της Ηγουμενίτσας και, προπαντός, του Φαναριού. Το κατά τον νόμο υποχρεωτικό, εξάλλου, εκτός από το μοίρασμα των καλλιεργημένων χωραφιών, περιλάμβανε και τη μοιρασιά των κατοικιών.»7

Ο κρατικός μηχανισμός του ελληνικού κράτους έριξε τη μια μειονότητα πάνω στην άλλη, βάζοντας τες να τσακωθούν μεταξύ τους για την ίδια φρατζόλα ψωμί. Αυτό φυσικά δημιούργησε μυριάδες προβλήματα, όμως το κράτος, σαν Πόντιος Πιλάτος έπλυνε τα χέρια του, έχοντας όμως πρώτα προβεί σε πράξεις που έριχναν λάδι στη φωτιά. Όπως ήταν φυσικό και επόμενο, οι δυο πληθυσμοί είδαν ο ένας τον άλλον σαν τον νούμερο ένα εχθρό του, αφού η έλλειψη πόρων και των στοιχειωδών για την ανθρώπινη ζωή μετέτρεψαν τον αγώνα για επιβίωση σε έναν αγώνα του τύπου «ο θάνατος σου η ζωή μου». Εδώ να πούμε ότι υπήρχε έτσι και αλλιώς ανταγωνισμός μεταξύ Τσάμηδων και χριστιανών για τη διαθέσιμη γη, καθώς πολλοί χριστιανοί θεωρούσαν ότι οι Τσάμηδες δεν θα έπρεπε να είχαν δικαίωμα στις εθνικές γαίες.8

Σε άλλες περιπτώσεις πάλι –και όσο το ζήτημα της ανταλλαγής ήταν ακόμη ανοιχτό- οι Τσάμηδες έπαιρναν εντολές και εξαναγκάζονταν από τον κρατικό μηχανισμό να συγκεντρωθούν στην παραλία για να περιμένουν τα καράβια που θα τους μεταφέρουν στην Τουρκία. Τα καράβια δεν έρχονταν ποτέ, και οι Τσάμηδες μετά από πολλές βδομάδες αναμονής επέστρεφαν στον τόπο τους για να βρουν τις περιουσίες τους λεηλατημένες από τους πρόσφυγες ή από τους χριστιανούς γείτονες τους. Άλλες φορές –αντιμετωπίζοντας αυτή την πολιτική διωγμών ή πιστεύοντας ότι θα ανταλλαχθούν- πούλαγαν τις περιουσίες τους όσο όσο και κατέφευγαν σε αλβανικές κοινότητες και ομάδες. Αυτές οι ομάδες αποτελούνταν από άτομα τα οποία ανήκαν στις συμμορίες εκείνες που είχαν κατηγορηθεί για ανθελληνική δράση στους βαλκανικούς πολέμους.9

Είχε δημιουργηθεί λοιπόν ένα ζήτημα με τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, και οι Τσάμηδες ζητούσαν από το ελληνικό κράτος αποζημιώσεις, οι οποίες, ακόμα και στις περιπτώσεις που εξαγγέλλονταν, σπάνια δίδονταν ή σπάνια ικανοποιούσαν με το ύψος τους εκείνους που τις διεκδικούσαν. Στο ζήτημα των αποζημιώσεων ανακατεύονταν διπλωματικά και η Αλβανία, είχε μάλιστα καταλήξει να αποτελεί μείζον θέμα στη σχέση μεταξύ των δυο χωρών.10 Τα πράγματα οξύνθηκαν με το νόμο του 1937 που προέβλεπε την απαλλοτρίωση για τις υπολειπόμενες τσάμικες περιουσίες στο όνομα του αναδασμού της γης.11

Αυτό ήταν το κλίμα που είχε δημιουργηθεί στις σχέσεις των Τσάμηδων με τους γείτονες τους και με το ελληνικό κράτος, ενώ το αλβανικό κράτος είχε αναλάβει χρέη «προστάτη» των Τσάμηδων, κρύβοντας από πίσω τις όποιες διπλωματικές και επεκτατικές βλέψεις. Επιπλέον, όπως θα δούμε παρακάτω, πίσω από τις επιδιώξεις της Αλβανίας κρύβονταν η εξωτερική πολιτική της φασιστικής Ιταλίας που σκοπό είχε να εντάξει την Αλβανία στους σχεδιασμούς της για τη διαμόρφωση των στρατοπέδων στη μεγάλη ιμπεριαλιστική σύγκρουση που θα ακολουθούσε.

(Συνεχίζεται…)

Φραγκίσκος Λαγωνικάκης / Poexania

2Γ. Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων στην Ελλάδα, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, σελ.151.

3Στο ίδιο, σελ. 136.

4Στο ίδιο, σελ. 138-139.

6Ο.Π, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, σελ. 139-140.

7Στο ίδιο, σελ. 140.

8Στο ίδιο, σελ. 143.

9Στο ίδιο, σελ. 141-142.

10Στο ίδιο, σελ. 144.

11Στο ίδιο, σελ. 145.

Το δεύτερο μέρος εκεί

Read Full Post »