Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Φεβρουαρίου 2018

Postmodernism

Εδώ το πρώτο μέρος

Μεταμοντερνισμός και σχετικισμός

Οι φρενήρεις ρυθμοί της σύγχρονης κοινωνίας, οι εξελίξεις στις επικοινωνίες και στις συγκοινωνίες και η απογείωση της πληροφορικής όπως είναι φυσικό προκαλούν σύγχυση σε όσους προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο μας, έναν κόσμο που μοιάζει να τρέχει σε ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Άπειρες πληροφορίες, υπερβολικός «θόρυβος», ψευδείς ειδήσεις, παρεμβάσεις των οποίων τις πλήρεις προεκτάσεις δεν μπορούμε να προβλέψουμε, αστάθεια και αβεβαιότητα. Όλα ετούτα μας δημιουργούν την εντύπωση ότι η αλήθεια είναι κάτι που πιθανόν να μην μπορούμε τελικά να προσεγγίσουμε. Η αισιοδοξία που μας έδωσε η επιστημονική και βιομηχανική επανάσταση, ότι κάποια στιγμή θα αποκωδικοποιήσουμε όλα τα μυστικά του κόσμου, αντικαταστάθηκε από ένα είδος αβεβαιότητας, που κατά ειρωνικό τρόπο έμοιαζε να μεγαλώνει όσο οι επιστήμες και η τεχνολογία εξελίσσονταν μέσα στον 20ο αιώνα. Στην επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη, ένα από τα παράγωγα αυτής της αβεβαιότητας σχηματοποιήθηκε σε αυτό που ονομάζουμε «σχετικισμό».

Ας ξεκινήσουμε δίνοντας έναν ορισμό του «σχετικισμού»:

«Σχετικισμός είναι η έννοια που υποστηρίζει ότι διαφορετικές οπτικές δεν έχουν καμία σχέση με την απόλυτη αλήθεια ή εγκυρότητα. Συμπληρωματικά, αυτές οι διαφορετικές οπτικές έχουν μόνο σχετική, υποκειμενική αξία, σύμφωνα με τις εκάστοτε διαφορές στην αντίληψη και στην θεώρηση. Η ουσία του σχετικισμού είναι ότι δεν υπάρχει καμία σταθερά που να είναι έγκυρη για όλους. Οι σχετικιστές πιστεύουν ότι δεν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, εφόσον δεν υπάρχουν εξωτερικά αντικειμενικά στάνταρ που να είναι αποδεκτά από όλους. […] «αυτό που είναι αληθές για εσένα δεν είναι αληθές για εμένα». […] Εφόσον ο σχετικισμός δεν υποτάσσεται σε καμία αντικειμενική εξωτερική αλήθεια ή αρχή, είναι ιδιοτελής και υπερήφανος και αντανακλά την αντίληψη ότι είναι καλύτερο ο καθένας να αποφασίζει για τον εαυτό του»1

Βλέπουμε εκτός των άλλων μια ροπή του σχετικισμού προς τον ατομι[κι]σμό. Εφόσον υποθέσουμε ότι αντικειμενικό κριτήριο δεν υπάρχει, υπάρχουν άπειρα υποκειμενικά κριτήρια. Όχι μόνο μια αλήθεια, πολλές αλήθειες. Άραγε, αν δεχθούμε τη λογική του σχετικισμού, σε ποια βάση θα αξιολογούμε τους διάφορους υποκειμενισμούς; Υπάρχει τρόπος; Σάμπως μέσα από το φίλτρο του δικού μας υποκειμενισμού; Μήπως έχουν όλες οι «υποκειμενικές αλήθειες» την ίδια αξία; Αν είναι έτσι να αντικαταστήσουμε στην θεραπεία των ασθενειών τα αντιβιοτικά με μαντζούνια και φυλαχτά.

Όχι να μην το κάνουμε…

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ένα κριτήριο ανάμεσα στις διάφορες «εναλλακτικές θεραπείες» μπορεί να είναι η αποτελεσματικότητα. Ναι, θα υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα επιμένουν ότι οι ματζουνοθεραπείες είναι πιο αποτελεσματικές, όμως τα πειραματικά δεδομένα δείχνουν κάτι ριζικά διαφορετικό. Όποιων η «υποκειμενική άποψη» γέρνει υπέρ των αντιβιοτικών, θα έχουν καλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν μια ασθένεια σε σχέση με εκείνους που προτιμούν τους μάγους γιατρούς. Η όποια δυσκολία να φτάσουμε στην αλήθεια, η πολλαπλότητα των συμφερόντων και των αντιλήψεων, καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια χρυσή συνταγή, δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται να την προσεγγίσουμε. Η δήλωση ότι η Γη είναι σφαιρική –παρότι δεν πρόκειται για τέλεια σφαίρα- είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα σε σχέση με τη δήλωση ότι η Γη είναι επίπεδη.

Σε μεγάλο βαθμό, ο μεταμοντερνισμός θεμελιώθηκε επάνω στην αμφισβήτηση. Αμφισβήτηση του μοντέρνου, αμφισβήτηση των «μεγάλων αφηγήσεων», αμφισβήτηση του παρελθόντος, αμφισβήτηση των παραδόσεων, αμφισβήτηση των σταθερών κ.α. Αν κάτι αγαπάει το μεταμοντέρνο, είναι η αστάθεια και η μεταβολή, συνεπώς και απέχθεια για οτιδήποτε «κανονιστικό». Όλα τα παραπάνω, δείχνουν ότι υπάρχει «εκλεκτική συγγένεια» του μεταμοντέρνου με τον σχετικισμό.

Είπαμε παραπάνω ότι στα πλαίσια του σχετικισμού, η αλήθεια αποκτά έναν υποκειμενικό χαρακτήρα, είναι η αλήθεια του καθενός, και δεν υπάρχουν «μεγάλες αλήθειες». Σαν αντίληψη στην επιστημονική μέθοδο των ανθρωπιστικών επιστημών, όταν όλο αυτό φτάσει στα άκρα, μπορεί να προκαλέσει διάφορα «ζητήματα».

Ας πάρουμε για παράδειγμα την μέθοδο συλλογής πληροφοριών μέσω της προσωπικής συνέντευξης, μια μέθοδο που χρησιμοποιείται από κοινωνιολόγους, οικονομολόγους, πολιτικούς επιστήμονες, κ.α. Ένας ιστορικός που προσπαθεί να αντλήσει πληροφορίες μέσα από την εμπειρία των συνεντευξιαζόμενων, πρέπει πάντα να έχει στο νου το ότι οι πληροφορίες αυτές περνούν μέσα από το υποκειμενικό πρίσμα του κάθε ερωτώμενου. Δουλειά του ιστορικού είναι να αξιολογήσει το δείγμα του, να διασταυρώσει τις πληροφορίες μεταξύ τους, να ελέγξει τις πληροφορίες που αντλεί από τις συνεντεύξεις με άλλα ιστορικά στοιχεία, και μετά από μια σειρά ενεργειών να συνθέσει την «αφήγηση» του προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο προσεκτικός στα συμπεράσματα του. Πρέπει επίσης να γνωρίζει τους περιορισμούς και τις παγίδες της μεθόδου του, και να φροντίσει να το κάνει ξεκάθαρο αυτό και σε όσους απευθύνεται.

Το να αποσπάσεις και να καταγράψεις απλώς κάποιες μαρτυρίες είναι η μισή δουλειά. Η σωστή απόσπαση και καταγραφή, βέβαια, αποτελούν από μόνες τους ένα στοίχημα (για παράδειγμα να μην κατευθύνεις τον συνεντευξιαζόμενο, να μην τον μπλοκάρεις, να τον βοηθάς να ανασύρει τις αναμνήσεις του κλπ) το οποίο πρέπει να κερδίσει ο ερευνητής. Οι μαρτυρίες όμως είναι πληροφορίες, και η πληροφορία για να μετατραπεί σε γνώση, χρειάζεται κόπο. Ο ερευνητής δεν πρέπει ούτε να αγνοήσει την αξία της εκάστοτε μαρτυρίας, ούτε όμως και να της επιτρέψει να διαμορφώσει εξ ολοκλήρου την οπτική του και κατ’ επέκταση τα αποτελέσματα των ερευνών του. Αυτό πολλές φορές είναι κάτι το οποίο γίνεται από λάθος, από αδυναμία και απειρία του ερευνητή, είτε ακόμη και από σκοπιμότητα. Η σκοπιμότητα αυτή μπορεί να έχει δυο πρόσημα α) να θέλει ο ερευνητής να κατασκευάσει με αντεπιστημονικό τρόπο τα αποτελέσματα της έρευνας. β) να θεωρεί ότι η οποιαδήποτε επεξεργασία των μαρτυριών, αποτελεί παρέμβαση στην «υποκειμενική αλήθεια» των συνεντευξιαζόμενων, άρα λαθροχειρία σύμφωνα με τις επιταγές του σχετικισμού.

Το β δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση, όσον αφορά την α περίπτωση ας δούμε ένα παράδειγμα. Αναφορικά με την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, αν κάποιος περιοριστεί στην ιστορική του έρευνα σε συνεντεύξεις που θα πάρει από τους συνταγματάρχες και μείνει εκεί, τότε τα συμπεράσματα που θα βγάλει θα απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, και η περίοδος της χούντας θα μοιάζει πολύ ελκυστική. Όμως, στην πραγματικότητα, κανείς ιστορικός δεν νομιμοποιείται να συνθέσει την ιστορία της «επταετίας» στηριζόμενος μόνο στις μαρτυρίες των χουντικών. Επιπλέον, άμα όλες οι υποκειμενικές μαρτυρίες αντιμετωπίζονταν από τους επιστήμονες ως ισότιμες μεταξύ τους, τότε η κάθε απόπειρα για να εξαχθούν επιστημονικά συμπεράσματα θα ήταν μάταιη, διότι θα ήταν δυνατόν να ευρεθεί το οτιδήποτε ανάλογα με το ποιον ρωτούσαμε κάθε φορά.

Για να γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι, θα αναφερθούμε σε δυο επώνυμους ιστορικούς, το γνωστό δίδυμο Καλύβα – Μαραντζίδη, που είναι χαρακτηριστικά δείγματα θιασωτών της ιστορικής αναθεώρησης και της μετά – ιστορίας2. Στο έργο τους «Εμφύλια πάθη, 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο», οι δυο ερευνητές στηρίζουν τα εξαγόμενα συμπεράσματα τους σε μεγάλο βαθμό σε προσωπικές μαρτυρίες. Φροντίζουν όμως να συνθέσουν το αφήγημά τους χρησιμοποιώντας συγκεκριμένου τύπου μαρτυρίες, από συγκεκριμένου προσανατολισμού μάρτυρες. Για παράδειγμα, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στις αφηγήσεις ταγματασφαλιτών ή ατόμων που εγκατέλειψαν το ΚΚΕ και εκφράζουν μίσος για αυτό. Ένα τέτοιο δείγμα, όμως, δεν είναι αντιπροσωπευτικό, και επιλέγεται όχι με σκοπό την προσέγγιση της αλήθειας και την ανακατασκευή της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά για ιδεολογικούς καθαρά λόγους, για χάρη των οποίων θυσιάζεται η όποια επιστημονικότητα του όλου εγχειρήματος.3 Ο ερευνητής είναι βεβαίως ελεύθερος να επιλέγει τους ερευνητικούς του στόχους. Στην κοινωνιολογία, για παράδειγμα, νομιμοποιείται κάποιος να εστιάσει στις αφηγήσεις των δοσιλόγων προκειμένου να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο δρούσαν και βίωναν αυτοί οι άνθρωποι την περίοδο της κατοχής. Αυτό που δεν νομιμοποιείται να κάνει ο οποιοσδήποτε ερευνητής, είναι να χρησιμοποιήσει αυτά τα ευρήματα για να δώσει μια γενικότερη εικόνα για την εν λόγω περίοδο. Στην περίπτωση του γνωστού δίδυμου, δεν είναι η έρευνα που οδηγεί στα όποια συμπεράσματα, αλλά τα προαποφασισμένα με ιδεολογικό τρόπο «συμπεράσματα» που οδηγούν την έρευνα, ακόμη και με τη διάπραξη μεθοδολογικών και επιστημονικών λαθροχειριών. Εδώ ένα παλαιότερο σχετικό μου άρθρο.

Αυτή η χαλαρή σχέση λοιπόν με την αντικειμενικότητα, είναι κάτι που νομιμοποιείται απόλυτα στα πλαίσια του σχετικισμού. Οι οπτικές των Καλύβα – Μαραντζίδη, του Ρίχτερ, του Πλεύρη, και άλλων, εφόσον δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο γενικό κριτήριο αντικειμενικότητας, μπορούν χωρίς τύψεις να διεκδικούν το δάφνινο στεφάνι της δικής τους αλήθειας που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την οποιαδήποτε άλλη αλήθεια εκεί έξω.

Η κοινωνική πραγματικότητα εν κενώ

Μια ακόμη τάση που υπάρχει σε πολλές μεταμοντέρνες «πειθαρχίες» στις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι το να μη λαμβάνεται υπόψη στην κατασκευή της θεωρίας [στο βαθμό που θα έπρεπε] ο υλικός κόσμος. Τέτοιου τύπου είναι η «φαινομενολογική κοινωνιολογία», η «εθνομεθοδολογία», η θεωρία της «συμβολικής διαντίδρασης», κ.α. Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους η αντιμετώπιση του κοινωνικού εμφανίστηκε πρωτύτερα από τη μετανεωτερικότητα, όμως, οι μεταμοντέρνοι έδειξαν σε αυτήν μεγάλη συμπάθεια υιοθετώντας την, ενσωματώνοντας και αναπτύσσοντάς την στις δικές τους οπτικές. Είναι λες και η κοινωνία βρίσκεται μόνο στα κεφάλια των κοινωνικών υποκειμένων και στην όποια μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Σαν να διαδραματίζεται το κοινωνικό σε συνθήκες εργαστηρίου, όπου το περιβάλλον είναι κάτι δοσμένο και δεδομένο. Στους «ιδεότυπους» που κατασκευάζονται για την εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε όλες αυτές τις θεωρίες, παρατηρείται η επιρροή του μεθοδολογικού ατομισμού, αφού η κοινωνία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο μέσα από τους κοινωνικούς δρώντες, τα κοινά νοήματα, και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους σαν να είναι αυτοί πλανήτες στο κενό. Είναι –για να θυμηθούμε και τον Πλάτωνα- σαν να μην έχει προτεραιότητα ο ορατός υλικός κόσμος, αλλά ο επέκεινα κόσμος των ιδεών.

Αυτή η αδιαφορία για τον υλικό κόσμο αποτελεί ένα ακόμη «κουσούρι» των μεταμοντέρνων οπτικών. Το «υλικό», όμως, επηρεάζει άμεσα την καθημερινή ζωή, αρα κατ’ επέκταση τις κοινωνικές σχέσεις και την κατασκευή των κοινωνικών νοημάτων, για αυτό και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν πρέπει να το αγνοούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οφείλει να γίνει ο κοινωνιολόγος ή ο ιστορικός, φυσικός επιστήμονας (αν και ίσως διεπιστημονικά είναι απαραίτητη συμβολή των φυσικών επιστημών πολλές φορές), όμως δεν μπορεί και να μην λαμβάνει υπόψη του το περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η κοινωνική διαντίδραση. Και όταν λέμε περιβάλλον, εννοούμε τόσο το φυσικό περιβάλλον (γεωγραφία, κλίμα, πρώτες ύλες στο υπέδαφος κλπ) όσο και το κατασκευασμένο από τον άνθρωπο (πολεοδομία, κατοικία, αρχιτεκτονική, μορφές παραγωγής, είδη γεωργίας κ.α). Οι συλλογικές αναπαραστάσεις, για παράδειγμα, του χωριού, είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές της πόλης, ακριβώς επειδή το περιβάλλον μεταξύ των δυο είναι ολότελα διαφορετικό.

Κατευθυνόμενη έρευνα και σκοπιμότητα

Θέλω στο κλείσιμο να αναφερθώ εντελώς επιγραμματικά στο ζήτημα της προσπάθειας χειραγώγησης των ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτό ίσως πρέπει κάποια στιγμή να αποτελέσει ξεχωριστό άρθρο, προς το παρόν όμως θα γράψω δυο – τρεις παραγράφους.

Ζούμε σε έναν κόσμο με δομημένα, ισχυρά συμφέροντα, τα οποία μετέχουν και προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό όλες τις όψεις του κοινωνικού βίου. Το είδος το συμφερόντων που υπάρχουν στην κορυφή πηγάζουν από το είδος της κοινωνίας και της οικονομίας μέσα στην οποία ζούμε, την καπιταλιστική κοινωνία. Οι μεγάλοι καπιταλιστικοί όμιλοι (μονοπώλια) αποτελούν –γραφειοκρατικά- τη οργανωμένη μορφή την οποία παίρνουν αυτά τα συμφέροντα στην εποχή μας.

Αυτοί οι όμιλοι, μέσα από ινστιτούτα, από χρηματοδοτήσεις πανεπιστημίων, μέσα από τη δημιουργία υπερεθνικών οργανισμών, προσπαθούν να χειραγωγήσουν την έρευνα και την επιστήμη προς όφελός τους. Πέρα από την αύξηση της κερδοφορίας τους με άμεσο τρόπο, η χειραγώγηση της επιστήμης μπορεί να συμβάλει και στην προπαγάνδα των μονοπωλιακών ομίλων, έτσι ώστε να έχουν «ηθικό» πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Υπάρχει, όμως, ακόμα ένας λόγος που τα μονοπώλια και οι κρατικές και διακρατικές οντότητες των καπιταλιστικών κρατών χρησιμοποιούν την επιστήμη για προπαγανδιστικούς λόγους, και αυτό είναι για να την στρέψουν ενάντια στο γενικό συμφέρον που εξ αντικειμένου αυτά τα ιδιαίτερα [καπιταλιστικά] συμφέροντα καταπατούν. Χειραγωγούν, λοιπόν, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, για να παράξουν θεωρία τέτοια, που μέσω αυτής να ελέγχονται και οι μάζες. Αυτού του είδους η επιστήμη προσπαθεί να καλύψει, να κρύψει την υπαρκτή αντίθεση των συμφερόντων των πολλών και των λίγων, και με αυτόν τον τρόπο να καταστήσει τους πολλούς ακίνδυνους για το σύστημα.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι στην εποχή της νιότης του καπιταλισμού, όταν ακόμη είχε κάτι να δώσει, παρατηρήθηκε μια έκρηξη εξέλιξης σε όλες τις επιστήμες. Δεν είναι επίσης τυχαίο, ότι την εποχή που αναδυόταν ο καπιταλισμός, χρησιμοποιούσε όλες του τις δυνάμεις, μεταξύ αυτών και την επιστήμη και την καινοτομία, για να στρέψει τις μάζες με επαναστατικό τρόπο απέναντι στην τότε κατεστημένη τάξη των ευγενών. Στην σημερινή εποχή, όλες οι παθογένειες του παρηκμάζοντος καπιταλιστικού συστήματος κληροδοτούνται και στην επιστήμη. Αυτή απαιτείται να δρα ως θεραπαίνιδα του, και μεταξύ άλλων να αποτρέπει τις μάζες από οποιαδήποτε σκέψη να του εναντιωθούν.

Όπως έλεγε ο Μαρξ, πέρα από τα μέσα παραγωγής, οι αστοί κατέχουν και τα μέσα προπαγάνδας/ιδεολογίας. Σε μεγάλο βαθμό η επιστήμη, είναι και αυτή στα χέρια τους ένα μέσο προπαγάνδας. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι αυτή η απέχθεια των μεταμοντέρνων για τις «μεγάλες αφηγήσεις», εξυπηρετεί τη «μεγάλη αφήγηση» του καπιταλισμού και του there is no alternative (TINA) -> δεν υπάρχει εναλλακτική.

Όλο αυτό λειτουργεί προς δυο κατευθύνσεις: από τη μία να αφοπλίζονται οι κοινωνικές/ανθωπιστικές επιστήμες από τα θεωρητικά εργαλεία που μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματική κριτική στον καπιταλισμό (αυτός είναι και ο λόγος που προωθούνται λογής-λογής «αυτιστικές» τάσεις οποίες δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους). Από την άλλη, η όποια παραγωγή της επιστήμης καταλήγει να υπηρετεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα ως μορφή θετικής προπαγάνδας. Εκείνο είναι που καθορίζει το μοίρασμα της πίτας για την έρευνα, εκείνο είναι που δίνει στα κρυφά ή στα φανερά κονδύλια σε ινστιτούτα, πανεπιστήμια, και σε ερευνητές, εκείνο είναι που φροντίζει να θαφτεί η να δυσφημιστεί οποιαδήποτε θεωρία δύναται να προκαλέσει εναντίωση. Δεν είναι μόνο η Χάνα Άρεντ και η θεωρία της για τους δύο ολοκληρωτισμούς, αλλά και τόσοι άλλοι όπως ο Φουκουγιάμα με το ανιστόρητο κήρυγμα του για το τέλος της ιστορίας (ότι ο καπιταλισμός, τάχα, αποτελεί ιστορικά το τελευταίο σκαλοπάτι εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας), ο Χαινς Ρίχτερ που μαζί με Καλύβα/Μαραντζίδη υπηρετούν μια γενικότερη τάση αντεπιστημονικής αναθεώρησης της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου4 κλπ. Το μεταμοντέρνο, έρχεται σαν πολύτιμο θεωρητικό εργαλείο να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτού του είδους της «επιστήμης» με βαρύ κόστος για την πραγματική επιστήμη, αλλά και για την ευημερία της ανθρωπότητας.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

2 Μετά – Ιστορία: Τάση αναθεώρησης της ιστορίας μέσα από μεταμοντέρνα σχήματα και μεθόδους. Στους κόλπους της περιλαμβάνει και το ξαναγράψιμο της ιστορίας του Β ΠΠ, με πρόσφατο και εγχώριο παράδειγμα το έργο του Χάινς Ρίχτερ που παρουσιάζει τους ναζί εισβολείς στην Κρήτη ως θύματα και τον λαό που αντιστάθηκε ως θύτη. Αντίστοιχες αντιλήψεις παρουσιάζονται και στο έργο των Καλύβα – Μαραντζίδη, που θέλει τους αντιστασιακούς να είναι υπεύθυνοι για τις σφαγές των ναζί στη χώρα αφού –σύμφωνα με τη λογική των συγγραφέων– αν αυτοί δεν αντιστέκονταν οι ναζί δεν θα προέβαιναν σε αντίποινα και θα μας είχαν στα πούπουλα.

3 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους κυρίους Καλύβα – Μαραντζίδη: http://istorika-ntokoumenta.blogspot.gr/2017/05/23-1941-1949.html

4 Στα πλαίσια αυτής της αναθεώρησης οι θύτες γίνεται απόπειρα να παρουσιαστούν σαν θύματα και τα θύματα σαν θύτες. Παράλληλα, να υποβαθμιστεί η υπεράνθρωπη προσπάθεια και επιτυχία των σοβιετικών που τσάκισαν τις δυνάμεις του άξονα καθώς και να εξομοιωθεί το σοσιαλιστικό στρατόπεδο με την ναζιστική Γερμανία και ο σοσιαλισμός με το ναζισμό.

Read Full Post »

43oleary

Δημοσιεύθηκε και στο Katiousa

O Μαρξ έγραφε ότι «Οι φιλόσοφοι έχουν μόνο εξηγήσει τον κόσμο με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε». Οι ιδέες του Μαρξ σε μεγάλο βαθμό άλλαξαν τον κόσμο, ειδικότερα από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του. Παρόλα αυτά, ο «υπαρκτός» στην πρώτη αυτή ευρεία εφαρμογή του δεν στέριωσε και το γενικότερο πισωγύρισμα που έφερε η ανατροπή του επηρέασε τους πάντες και τα πάντα.

Φυσικά ανεπηρέαστος δεν έμεινε ούτε ο κόσμος της επιστήμης από το πέρασμα του σοσιαλισμού. Μεταξύ των δυο συστημάτων, του καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού η κόντρα ήταν τεράστια. Στις θετικές επιστήμες αυτή η κόντρα εκφράστηκε ως αγώνας δρόμου σε πολλούς τομείς, στα μαθηματικά, στην κατάκτηση του διαστήματος, στην φυσική, στις εξελίξεις στη βιομηχανία, κ.α. Στις κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυο στρατοπέδων εκφράστηκε κυρίως στο ποιοτικό και όχι στο ποσοτικό επίπεδο. Είχε να κάνει άμεσα με το πρίσμα μέσα από το οποίο έβλεπε τον κόσμο το κάθε σύστημα. Ατομικιστικές θεωρίες, όπως για παράδειγμα αυτή της ορθολογικής επιλογής, ήταν λογικό να εμφανιστούν στο καπιταλιστικό στρατόπεδο, ενώ οι σοσιαλιστικές θεωρίες εστίαζαν κατά βάση στο συλλογικό.

Στο καπιταλιστικό στρατόπεδο, αρχικά στον χώρο της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, ξεκίνησε μετά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια να εμφανίζεται ως τάση αυτό που ονομάστηκε «μεταμοντερνισμός», ενώ αργότερα ο μεταμοντερνισμός επηρέασε και τις επιστήμες. Μετά τις ανατροπές, οι ιδέες του μεταμοντερνισμού κυριάρχησαν παγκοσμίως στις τέχνες, την επιστήμη και την κουλτούρα, έγιναν το «Paradigm»της εποχής μας, για να παραπέμψω και στον Κουν. Δεν γνωρίζω πολλά για τις ειδικές συνθήκες εμφάνισης του μεταμοντέρνου, πιστεύω όμως ότι μετά τη γέννησή του, προωθήθηκε σαν ρεύμα από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Στο παρόν άρθρο δεν θα επεκταθώ ιδιαίτερα στους λόγους που η καπιταλιστική οικονομία ερωτεύτηκε τον μεταμοντερνισμό, αν και κάποιοι από αυτούς θα κάνουν την εμφάνισή τους στην ανάλυση που ακολουθεί.

Σκοπός μου είναι να δείξω ότι στα πλαίσια του μεταμοντερνισμού, και ειδικότερα στο κομμάτι των κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών, η παρατήρηση του Μαρξ ότι «οι φιλόσοφοι έχουν [μόνο] εξηγήσει τον κόσμο» μοιάζει να σφάλλει. Κι αυτό επειδή οι αρχές του μεταμοντερνισμού και ο τρόπος που έχουν αυτές επιδράσει στις κοινωνικές επιστήμες, ωθούν την διαδικασία παραγωγής της γνώσης να κάνει ένα ακόμη βήμα πίσω, δηλαδή από την εξήγηση προς την απλή περιγραφή [και χειρότερα].

Πριν προχωρήσω παρακάτω να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα για να μην παρεξηγηθώ:

  • Το παρόν άρθρο δεν έχει σκοπό να τεκμηριώσει επιστημονικά τα όποια επιχειρήματά του. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται πολύς κόπος και άριστη γνώση της φύσης του μεταμοντερνισμού και της σχέσης του με την καπιταλιστική κοινωνία. Απόπειρά μου είναι να παραθέσω μερικούς [δικαιολογημένους] συλλογισμούς για το πώς το μεταμοντέρνο επιδρά αρνητικά στην επιστημονική έρευνα στις κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες, και κάποιες ιδέες σχετικά με το γιατί αυτό συμβαίνει.
  • Χρησιμοποιώ τον όρο μεταμοντέρνο για να περιγράψω το κυρίαρχο – πολιτικά ορθό- [εναλλακτικοφανές] ιδεολογικό επικάλυμμα μιας κατά τη γνώμη μου μεταβατικής περιόδου. Μιας εποχής που προσπαθεί, στο επίπεδο της ιδεολογίας, να ντύσει με περίτεχνο τρόπο τη συντήρηση που ανακυκλώνεται –σε πολλούς τομείς της κοινωνίας- μην μπορώντας να δώσει οτιδήποτε προοδευτικό. Σε αυτές τις συνθήκες, το μεταμοντέρνο έρχεται ως από μηχανής θεός να υπηρετήσει τον καπιταλισμό και να «σώσει τα φαινόμενα».
  • Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ ότι η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες χαρακτηρίζεται μόνο από το μεταμοντέρνο Paradigm, ισχυρίζομαι όμως ότι αυτό το Paradigm προωθείται από τα κέντρα εκείνα που καθορίζουν τον προσανατολισμό της επιστήμης στις μέρες μας.

Αφού έγιναν οι απαραίτητες επισημάνσεις, ας εξετάσουμε μερικές βασικές όψεις της μεταμοντέρνας παράδοσης στις επιστήμες μέσα από το πρίσμα του κεντρικού επιχειρήματος του άρθρου, το πισωγύρισμα δηλαδή από την εξήγηση των φαινομένων στην περιγραφή τους.

Η απέχθεια για τις «μεγάλες αφηγήσεις»

Αν κάτι απεχθάνονται οι μεταμοντέρνοι, είναι αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν «μεγάλη αφήγηση». Τι είναι όμως η μεγάλη αφήγηση;

Χοντρικά, ως μεγάλη αφήγηση, οι μεταμοντέρνοι ορίζουν τις κοινωνικές θεωρίες εκείνες που εκφράζουν ολοκληρωμένες οπτικές περί του κοινωνικού γίγνεσθαι. Θεωρίες δηλαδή που έχουν ως αντικείμενό τους την κοινωνία σαν σύνολο και όχι επί μέρους κομμάτια της. Τέτοιες είναι ο φιλελευθερισμός, ο μαρξισμός, ο αναρχισμός κ.α. Άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό -των περισσοτέρων τουλάχιστον- «μεγάλων αφηγήσεων» (ιδιαίτερα εκείνων του 18ου και 19ου αιώνα) είναι ότι δεν περιορίζονται μόνο στην επιστημονική σφαίρα (στην περιγραφή ή στην εξήγηση) αλλά εκφράζουν και ένα πολιτικό πρόσταγμα για το μέλλον της κοινωνίας. Είναι θα λέγαμε προσανατολισμένες στην αλλαγή του κόσμου.

Με βάση τη μεταμοντέρνα αντίληψη, αυτού του είδους οι θεωρίες φλερτάρουν με τον «ολοκληρωτισμό»1. Δηλαδή, επειδή εκφράζουν ένα συνολικό όραμα για την κοινωνία, υπάρχει ο κίνδυνος –αν υιοθετηθούν από θεσμούς διακυβέρνησης- να επιβάλλουν αυτό το όραμα τους με αντιδημοκρατικές μεθόδους στα κοινωνικά υποκείμενα.2Σε προπαγανδιστικό επίπεδο, στο στόχαστρο μπήκαν τα σοσιαλιστικά κράτη, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και τα φασιστικά στο βαθμό που αυτό εξυπηρετούσε την κατασκευή της θεωρίας των δυο άκρων. Να σημειώσουμε ότι τους διέφυγε το γεγονός, πως τα φασιστικά κράτη δεν έπαψαν να είναι καπιταλιστικά –στο πεδίο αυτό δεν έγιναν συγκρίσεις από τους μεταμοντέρνους- αλλά και το γεγονός ότι ακόμα και στις πιο φιλελεύθερες δημοκρατίες η εργατική τάξη στενάζει ολοκληρωτικά κάτω από την καταπίεση της αστικής.

Επειδή όμως οφείλουμε να τα συνδέσουμε όλα αυτά με την επιστήμη, ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Αυτή η απέχθεια για τις μεγάλες αφηγήσεις, επιστημονικά εκφράστηκε με την πολυδιάσπαση του πεδίου έρευνας. Από μόνο του κάτι τέτοιο δεν είναι αρνητικό, όμως θα πρέπει να τηρούνται και οι δύο φάσεις. Δηλαδή, ανάλυση του αντικειμένου έρευνας σε κομμάτια, που όμως θα ακολουθείται από σύνθεση των κομματιών αυτών έτσι ώστε να παράγεται γνώση υψηλότερου επιπέδου. Αν υποθέσουμε ότι το αντικείμενο έρευνας είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό, αν μείνουμε μόνο στην από κοντά παρατήρηση των ψηφίδων χάνουμε την μεγάλη εικόνα, όπως και αν αρκεστούμε στην από ψηλά παρατήρηση της εικόνας χάνουμε τα συστατικά της. Η μεταμοντέρνα έρευνα εστιάζει σε επίπεδο πρεσβυωπίας και ύστερα δεν κάνει την αντίστροφη διαδικασία απομάκρυνσης και σύνθεσης.

Σε ένα βαθμό αυτό οφείλεται και στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής στην ώριμη φάση του. Ο συντονισμός των επί μέρους πεδίων έρευνας, έτσι ώστε να γίνει η σύνθεσή τους και να προκύψει η μεγάλη εικόνα είναι κάτι που χρειάζεται προσπάθεια σε μεγάλη κλίμακα, ας πούμε σε επίπεδο κράτους. Η πολυδιάσπαση των συμφερόντων των καπιταλιστικών κοινωνιών και η ανισόμετρη ανάπτυξη σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο είναι κάτι που δεν βοηθάει προς αυτήν την κατεύθυνση παρά μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

Υπάρχει, πιστεύω, και ένας ακόμη λόγος που οι μεταμοντέρνοι αρκούνται στο μεμονωμένο. Όπως θα δούμε και παρακάτω, υφίσταται άμεση σύνδεση του μεταμοντερνισμού με κρατικούς, διακρατικούς και ιδιωτικούς οργανισμούς του δυτικού κόσμου. Η CΙΑ, η ΕΕ, και μια σειρά από ιδιωτικά ιδρύματα χρηματοδοτούν διανοούμενους, think tanks, πανεπιστήμια, MKO, και ερευνητικά κέντρα. Προσανατολίζουν, έτσι, το αντικείμενο και το είδος της έρευνας με βάση τα δικά τους συμφέροντα, τα οποία συνήθως δεν είναι ενιαία. Στις συνθήκες αυτές, η όποια παραγόμενη θεωρία, μοιραία, θα είναι μέσου ή χαμηλού επιπέδου.

Ας εξετάσουμε όμως και μια άλλη διάσταση:

Η μικρού και μέσου επιπέδου θεωρία, δεν είναι ικανή να ασκήσει ολοκληρωμένη κριτική στους κατεστημένους θεσμούς, ούτε και να δείξει προς μια οδό υπέρβασής τους. Ακόμη και επιστήμονες/διανοητές που έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, αναγκαστικά είναι εξαρτημένοι από τη χρηματοδότηση στην έρευνα, και η χρηματοδότηση αυτή τους περιορίζει τις όποιες επιλογές.3

Κοινωνικά ζητήματα όπως αυτό της φτώχειας, της μετανάστευσης, της περιθωριοποίησης, της ανεργίας, εξαρτώνται σπάνια αποκλειστικά από τοπικούς παράγοντες, και συνδέονται συνήθως με το εθνικό ή και το διεθνές. Μια παγκόσμια οικονομική κρίση, για παράδειγμα, παράγει [και] φαινόμενα που μοιάζουν να είναι τοπικά, είναι αδύνατον όμως να κατανοήσουμε τις αιτίες τους χωρίς αναφορά στο παγκόσμιο επίπεδο!

Ας το δούμε και λίγο στην πράξη:

Οι καπιταλιστές προτιμούν να μην συνδέεται το σύστημα το οποίο υπηρετούν (και τους υπηρετεί) με τα δεινά που εξαιτίας της φύσης του προκαλούνται στις λαϊκές μάζες. Αυτός είναι και ο λόγος που στα πλαίσια της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, σπάνια γίνεται αναφορά σε αυτή με το όνομά της. Αντιθέτως, ακούμε τους «ειδικούς» να μιλούν για κρίση χρέους, κρίση αξιών, κρίση της «μεσαίας τάξης», κρίση θεσμών κλπ. Αποφεύγεται αυστηρά να συνδεθούν αυτά τα επί μέρους παράγωγα της καπιταλιστικής κρίσης μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην ενοχοποιηθεί το καπιταλιστικό σύστημα εν συνόλω.

Τέλος, αυτή η διακήρυξη της απέχθειας  των μεταμοντέρνων για μεγάλου επιπέδου θεωρία στην επιστήμη και η αγάπη τους για την πολυδιάσπαση, κρύβει από πίσω της ένα είδος πολεμικής στο ιδεολογικό επίπεδο με τον Μαρξισμό/Λενινισμο. Εναντιώνεται κοντολογίς στην αντίληψη των μαρξιστών λενινιστών περί συγκεντροποίησης της παραγωγής και κεντρικού ελέγχου. Της άποψης, δηλαδή, ότι μπορεί να συντονίζεται και να προγραμματίζεται η παραγωγή ενός κράτους σε όλους τους τομείς ενιαία. Υπό αυτήν την έννοια, η προσκόλληση στην πολυδιάσπαση, αποτελεί την άρνηση αυτής της δυνατότητας, άρα και την άρνηση μιας εκ των βασικών αρχών του κομμουνισμού. Η πραγματικότητα, βέβαια, τους διαψεύδει, αφού η παραγωγή στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα ακολουθεί συνεχώς πορεία συγκεντροποίησης, με τα μονοπώλια να γίνονται όσο πάει και λιγότερα αριθμητικά ενώ μοιράζονται μεταξύ τους όλο και περισσότερο όγκο και κλάδους παραγωγής. Φυσικά, σε συνθήκες καπιταλισμού, ακόμα και αν οι τεχνικές συνθήκες το επιτρέψουν, δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρης και απόλυτη συγκεντροποίηση με κεντρικό έλεγχο.

(Συνεχίζεται…)

1 Νομίζω η πατρότητα(ή η μητρότητα) του όρου με το σημερινό νόημα, ανήκει στην [χρηματοδοτούμενη από τη CIA Χάνα Άρεντ] και συγκεκριμενα προέρχεται από το έργο της, The origins of totalitarianism, στο οποίο εγκαινιάζει και τη θεωρία των δυο άκρων, δηλαδή μια απόπειρα εξίσωσης κομμουνισμού και φασισμού.«Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές αντικομμουνιστικές εκδόσεις , έλαβαν άμεση η έμμεση χρηματοδότηση(από τη CIA)[…]. Μεταξύ των διανοητών που προωθήθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τη CIA ήταν οι IrvingKristol, MelvinLasky, IsaiahBerlin, StephenSpender, SidneyHook, DanielBell, DwightMacDonald, RobertLowell, HannahArendt, MaryMcCarthy, και μια σειρά από άλλους στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Στην Ευρώπη, η CIA ενδιαφέρονταν κυρίως να προωθήσει την «Δημοκρατική Αριστερά» και πρώην αριστερούς, μεταξύ των οποίον βρίσκονταν οι, IgnacioSilone, StephenSpender, ArthurKoestler, RaymondAron, AnthonyCrosland, MichaelJosselson, και ο GeorgeOrwell.» Μετάφραση από https://monthlyreview.org/1999/11/01/the-cia-and-the-cultural-cold-war-revisited/

2Οι οπαδοί του μεταμοντερνισμού στο σύνολο τους, αντιλαμβάνονται ως «δημοκρατικές», μόνο τις διαδικασίες εκείνες που πηγάζουν από τον αστικό τύπο δημοκρατίας. Ενός τύπου δημοκρατίας κομμένου και ραμμένου να είναι συμβατός με τα συμφέροντα της αστικής τάξης, σε κοινοβούλια που υπερισχύουν τα αστικά κόμματα. Στην πιθανότητα να υπερισχύσει κάποιο κομμουνιστικό κόμμα εκλογικά –και εφόσον αυτό το κόμμα δεν είναι εκφυλισμένο- οι αστικοί θεσμοί δεν λειτουργούν δημοκρατικά. Αντιθέτως, επικρατεί η βία και η νοθεία, ή στην χειρότερη περίπτωση έρχεται μια χούντα να βγάλει την αστική τάξη από το αδιέξοδο.

3 Και ειδικότερα στις ανθρωπιστικές επιστήμες η χρηματοδότηση αυτή δίνεται με μεγάλη φειδώ και αυστηρές προϋποθέσεις.

Εδω το δεύτερο μέρος

 

Read Full Post »