Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Σεπτεμβρίου 2020

Γερμανικό στο λόφο

Νήσος Κως 2/6/2001 σε κάποιο ακριτικό στρατόπεδο του πεζικού

Ακολουθούσα το δεκανέα αλλαγής, εγώ και ακόμη τρεις σκοποί. Δεν είχε χρειαστεί να με ξυπνήσει ο θαλαμοφύλακας κι ας ήταν σχεδόν δυο η ώρα τα ξημερώματα, ήταν η πρώτη μου σκοπιά στη μονάδα μετά από μια σύντομη «εβδομάδα προσαρμογής» τριών ημερών και είχα άγχος. Δεν είχα φτάσει βλέπετε ακόμη στο στάδιο εκείνο της θητείας μου που θα προσπαθούσα να κοιμάμαι ακόμη και το δεκάλεπτο για να κερδίσω, ή να χάσω -όπως θέλετε πάρτε το –χρόνο. Είχαμε αντικαταστήσει ήδη το σκοπό πύλης και αυτόν της αποθήκης πυρομαχικών,  εκεί ένας παλιός φαντάρος αντικατέστησε κάποιον που ήταν σειρά μου, δεν ήξερα ακόμη το όνομα του αλλά δεν είχε και σημασία.

Έβαλα το χέρι στην τσέπη της φόρμας να σιγουρευτώ ότι δεν είχα ξεχάσει το χαρτάκι με τα συνθηματικά, «πυρσός», «4», σύνθημα και παρασύνθημα. «Νέος, εσύ θα φυλάξεις στο λόφο;» φώναξε ο συνάδελφος που περπάταγε πίσω από εμένα βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. «Ναι, γιατί;» τον ρώτησα καθώς γύρισα το κεφάλι να τον κοιτάξω. «Τι γιατί; Καλά κανείς δεν σου σφύριξε τίποτα;» είπε και έσκασε ένα στραβό χαμόγελο με μισόκλειστο το δεξί μάτι. «Άστονα ρε Πανάγο! Θες να εγκαταλείψει και αυτός τη σκοπιά και να έχουμε αναφορές το πρωί απλά και μόνο για να κάνεις το κομμάτι σου;», είπε ο δεκανέας. «Πιστεύεις στα φαντάσματα ψηλέ;», με ρώτησε ο μπροστινός μου. Δεν απάντησα. «Πιστεύεις δεν πιστεύεις να ξέρεις ότι στο λόφο πριν από μερικά χρόνια τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ένας σκοπός, το κουκουλώσανε βέβαια αλλά όταν ήρθα εγώ εδώ υπήρχαν ακόμα άτομα που πρόλαβαν κάποιους που υπηρέτησαν μαζί του». «Τι φαντάσματα ρε και μαλακίες, ξέρεις πόσες τέτοιες ιστορίες έχω ακούσει από τότε που παρουσιάστηκα; Σε κάθε στρατόπεδο υπάρχει και από ένα φάντασμα και από ένας διοικητής που έκανε καταδρομική στο σκοπό χωρίς να σταματήσει για αναγνώριση και ο σκοπός του έσπασε τα μούτρα με το κοντάκι και πήρε 20 μέρες φυλακή και 20 μέρες τιμητική άδεια» είπε ο δεκανέας περιφρονητικά.

Εκείνη τη στιγμή φτάσαμε στην τρίτη σκοπιά, ήταν ένα μικρό υπερυψωμένο ασβεστωμένο κουβούκλιο με έναν προβολέα στη σκεπή. Ο Πανάγος ανέβηκε βαριεστημένα τη σκάλα, αντικατέστησε ένα παχουλό σκοπό με ξεθωριασμένη στολή παραλλαγής και οκτάγωνο τζόκεϊ, δεν είχα μάθει τους κώδικες ακόμη αλλά αυτό σήμαινε ότι ήταν «αρχαίος» και αμετάθετος. «Πες ρε Billy στο παιδί για το λόφο» φώναξε ο Πανάγος που τώρα είχε ανέβει στη σκοπιά και φόραγε τα ακουστικά του τρανζίστορ. Ο δεκανέας έκανε ένα μορφασμό απαξίωσης, υπέγραψε το τετράδιο και ξεκίνησε πάλι να περπατάει, ακολουθήσαμε. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς μια πλαγιά, ο ουρανός ήταν έναστρος και το μονοπάτι της ανάβασης φαινόταν αρκετά καθαρά ανάμεσα σε μερικά χαμηλά ξερόχορτα και θάμνους. «Νέο…» είπε ο Billy, «άμα ακούσεις πετραδάκια να χτυπάνε στο τζάμι της σκοπιάς να μη γυρίσεις να κοιτάξεις… να μη γυρίσεις για κανένα λόγο. Μια σειρούλα μου που έκανε το λάθος να κοιτάξει, δυο μέτρα λεβέντης λέμε τώρα, απολύθηκε μετά από 3 μέρες με Ι5 ψυχολογικό». Ο μπροστινός φαντάρος που δεν είχα ακόμη ακούσει το όνομα του γέλασε πονηρά. «Τι γελάς ρε , έπρεπε να ήσουν εδώ όταν έγινε να τον δεις, άσπρο σαν το πανί τον πήραν και τον πήγαν στο νοσοκομείο, αλλά πριν τον πάνε μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Που να τα ξέρεις όμως αυτά εσύ, τότε ήσουν ακόμη στο σπίτι και έπινες το γάλα της μανούλας σου». «Καλά, καλά… εγώ δεν είμαι ψάρακας να πιστεύω τις μαλακίες σας», είπε αυτός με το άγνωστο όνομα, Μάριος λέγονταν έμαθα αργότερα. Ο Billy πάντως έδειχνε πραγματικά να πιστεύει αυτά που λέει.

Ο φαντάρος που ήταν σειρά μου δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται καθόλου για την κουβέντα, έμοιαζε νυσταγμένος, χασμουριόταν κάθε λίγο και περπατούσε καμπουριαστά ενώ ο αορτήρας του όπλου σχεδόν του είχε φύγει απ τον ώμο καθώς τον κρατούσε πολύ χαλαρά. «Τι να σας πω ρε παιδιά, εγώ δεν πιστεύω σε φαντάσματα», είπα, «δεν θέλω να πω ότι λες ψέματα Billy, μπορεί ο φίλος σου να τρομοκρατήθηκε πολύ επειδή πραγματικά τα πίστευε όλα αυτά και να νόμιζε ότι είδε κάτι». «Καλά, θα τα ξαναπούμε το πρωί…» είπε και κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.

Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε το λοφάκι για 2-3 ακόμη λεπτά, είχαμε απομακρυνθεί συνολικά τουλάχιστον μια 700αριά μέτρα από τους λόχους και το μόνο που ακούγονταν ήταν τα βήματα μας που σέρνονταν στο χώμα και μερικά τριζόνια που σφύριζαν μονότονους καλοκαιρινούς σκοπούς. Όταν σταματήσαμε να ανεβαίνουμε, ο δεκανέας πλησίασε σε ένα μικρό τσιμεντένιο βάθρο που πάνω βρίσκονταν το τετράδιο περιπόλου. Καθώς υπέγραφε μου είπε να ακολουθήσω το μονοπάτι λίγο ακόμη δεξιά για καμιά τριαντάρια μέτρα για να αντικαταστήσω το σκοπό. Από το σημείο εκείνο μια επιχωμάτωση μου έκρυβε το σημείο φύλαξης. Προχώρησα μόνος και μόλις πέρασα το σωρό με τα χώματα είδα το μικρό τσιμεντένιο κτήριο που ήταν η σκοπιά του λόφου. Πριν προλάβω να φτάσω ο σκοπός είχε αρχίσει να βαδίζει προς το μέρος μου, όταν διασταυρωθήκαμε με κοίταξε για μια στιγμή νευρικά και συνέχισε χωρίς να πει τίποτα. «Καλή ξεκούραση» φώναξα προσπαθώντας να είμαι ευγενικός, αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.  

Μπήκα στου κουβούκλιο που ήταν περιμετρικά το πολύ 1,5χ1,5 μέτρο με μοναδικό αντικείμενο στο χώρο ένα μικρό τραπεζάκι με αφημένη πάνω μια τελαμώνα – την οποία άφηνε ο προηγούμενος σκοπός στον επόμενο- και μια λάμπα να κρέμεται από ένα καλώδιο στην οροφή. Στους 3 τοίχους υπήρχαν μικρά παραθυράκια με τζάμι και μπροστά η πόρτα, αυτό ήταν όλο κι όλο. Από το σημείο φύλαξης δεν φαίνονταν και πολλά πράγματα προς την πλευρά του στρατοπέδου, αν και η επιχωμάτωση αγκαλιάζονταν από ένα ισχνό στεφάνι φωτός που προέρχονταν από τους δυνατούς προβολείς που βρίσκονταν στο προαύλιο του τάγματος. Αυτή η σκοπιά υποτίθεται προστάτευε τα μετόπισθεν, στην πραγματικότητα ήταν ένα καλό μέρος για να λουφάρεις, να βγάλεις το κράνος, να ακουμπήσεις το όπλο, να κλείσεις λίγο και τα μάτια σου, αν και ακόμη ήμουν πολύ νέος για να κάνω  κάτι τέτοιο και εκτός αυτού πολύ φοβισμένος από αυτά που είχα ακούσει.

Για να πω την αλήθεια κάθε άλλο παρά πίστευα στα φαντάσματα και στις διάφορες μεταφυσικές αρλούμπες, όμως ο λογικός εαυτός σου υποχωρεί όταν βρεθείς στις κατάλληλες, ή πιο σωστά στις ακατάλληλες, συνθήκες και τη θέση του παίρνει το υποσυνείδητο και το ένστικτο. Είχα  ξαναφυλάξει σκοπιά στο κέντρο εκπαίδευσης, αυτό όμως βρίσκονταν μέσα σε πόλη και έτσι δεν υπήρχε το ζήτημα της απομόνωσης. Αν και στην πραγματικότητα η πόλη με έκανε να νιώθω μελαγχολικά βλέποντας τα φώτα των γύρω πολυκατοικιών να ανάβουν και να σβήνουν και ανθρώπους να παρκάρουν τα αυτοκίνητα τους και να συνεχίζουν να κάνουν ότι έκαναν στις ζωές τους την στιγμή που εγώ είχα μπροστά μου ακόμη 1,5 χρόνο θητείας.

Ήμουν στην τσίτα και η τρίχα μου σηκώνονταν στον παραμικρό θόρυβο που δεν έμοιαζε να είναι ρουτίνας. Κοίταξα το ηλεκτρονικό μου ρολόι, δεν είχα αγοράσει ακόμη το πρώτο μου κινητό πράγμα που έγινε μόλις μια εβδομάδα αργότερα, και είχαν περάσει μόνο 6 λεπτά μετά τις δυο. Η ώρα που  περνάς στη σκοπιά γενικότερα, η πιο σωστά η περίοδος μετά τα πρώτα δέκα λεπτά της βάρδιας που χρειάζονται για να μπεις στο κλίμα και πριν τα δέκα τελευταία που περιμένεις να σε αλλάξουν, μπορεί να είναι χρόνος βαθιάς περισυλλογής στα όρια του διαλογισμού, μόνο που το καταφέρνεις χωρίς να προσπαθείς. Εναλλακτικά, μπορείς να αρχίσεις να παρατηρείς την παραμικρή λεπτομέρεια του περιβάλλοντα χώρου, κάτι αντίστοιχο με το να διαβάζεις τα μπουκαλάκια του σαμπουάν και τα σωληνάρια της οδοντόκρεμας όταν κάθεσαι στη λεκάνη της τουαλέτας αλλά για περισσότερη ώρα. Στις τουαλέτες των στρατοπέδων, βέβαια, σε περιμένουν άλλες εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα το να αντικρίσεις το  σύνθημα «όλα σκατά!» γραμμένο με σκατά στον τοίχο. Από την παραγωγή στην κατανάλωση… Συνθήματα όμως υπήρχαν και στις σκοπιές, συχνά ήταν γραμμένα με μαρκαδόρο, συχνότερα ήταν σκαλισμένα πάνω στο σοβά, στο χρώμα ή στο ξύλο με την ξιφολόγχη. Δεν ήταν πάντα τόσο ευρηματικά και τα πιο συχνά ήταν του τύπου «στραβάδια απολύομαι» όμως στις περιστάσεις αυτές δεν είχες να κάνεις κάτι καλύτερο από το να τα χαζεύεις.

Μην έχοντας, λοιπόν, κάτι καλύτερο να κάνω άρχισα να επεξεργάζομαι στο μυαλό μου αυτά που έλεγαν οι συνάδελφοι για τη σκοπιά στο λόφο. Να ήταν άραγε αλήθεια ότι κάποιος φαντάρος είχε βάλει τέρμα στη ζωή του σε αυτή εδώ τη σκοπιά ή μια ακόμη πληροφορία ράδιο αρβύλα από τις εκατοντάδες που κυκλοφορούν στο στρατό; Και αν είναι αλήθεια γιατί άραγε να το έκανε; Ερωτική απογοήτευση, ψυχολογικά, οικογενειακά; Ποιος ξέρει, πάντως όσο και αν υπάρχουν πολλά προβλήματα από την προσωπική σου ζωή τα οποία αφήνεις πίσω όταν κάνεις τη θητεία σου, υπάρχουν και μερικά που εντείνονται στον υπερθετικό βαθμό κάτι που έμελε και εγώ ο ίδιος να διαπιστώσω εν συνεχεία. Όσο τα σκεφτόμουν όλα αυτά ένιωθα συνέχεια ότι κάτι συνέβαινε πίσω από την πλάτη μου και για αυτό το λόγο κάθε λίγο έριχνα ματιές. Φυσικά τίποτα παράξενο δεν είδα, όμως δεν μπορούσα να ξεχάσω τις προειδοποιήσεις του Billy για τα πετραδάκια και τα τζάμια, στις οποίες αρχικά είχα φανεί δύσπιστος αλλά τώρα έπαιρναν σάρκα και οστά. Αυτό που επιβεβαίωνε περισσότερο τους όποιους παράλογους φόβους μου είναι το ότι το τζαμάκι που βρίσκονταν απέναντι από την πόρτα ήταν ραγισμένο, ακριβώς σαν να το είχε χτυπήσει πέτρα. Βέβαια θα μπορούσε όλο αυτό να ήταν ένα είδος καψονίου που έκαναν οι παλιοί στους νέους, να τους λένε δηλαδή την ιστορία και ύστερα να παριστάνουν το φάντασμα πετώντας πετραδάκια.

Τέτοιες ήταν οι σκέψεις μου όταν με έκανε να τιναχτώ ένας απότομος θόρυβος κάτι σαν «γλου» και ύστερα ένα φτερούγισμα, ήρθε και έκατσε πάνω σε ένα κόκκινο βαρέλι πυρασφάλειας που βρίσκονταν μερικά μέτρα από τη σκοπιά, μια μεγάλη λευκή κουκουβάγια. Όταν μου πέρασε το αρχικό ξάφνιασμα προσπάθησα να μείνω ακίνητος για να μην την τρομάξω, δεν είχα ποτέ ξαναδεί κουκουβάγια από τόσο κοντά. Αρχικά κάθονταν με γυρισμένη την πλάτη όμως μετά από μερικά δευτερόλεπτα γύρισε το κεφάλι της 180 μοίρες και με κοίταξε, μακάρι να είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη τα κινητά με τις κάμερες έτσι ώστε να μην ξεφεύγει τίποτα, συν του ότι δεν είχα κινητό. Άφησα να περάσουν κάποια λεπτά που αλληλοκοιταζόμασταν και έκανα να προχωρήσω προς το μέρος της, την είχα δει κάτι σαν γητευτής, όμως δεν ήμουν και έτσι μετά από δυο τρία βήματα που έκανα το πουλί πέταξε απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση, ξιπάζοντας με για δεύτερη φορά.

Κάπου εκεί άρχισα να νιώθω ότι ήθελα να κάνω τσιγάρο, δεν είχα καπνίσει ποτέ πριν το στρατό και το άρχισα στο κέντρο, όμως τώρα ήμουν στην προσπάθεια να το κόψω και για αυτό απέφευγα να αγοράσω πακέτο. Έβγαλα ένα μικρό μπουκαλάκι νερό που είχα στην τσέπη και ήπια μια γουλιά, αργότερα φρόντιζα να έχω πάντα μαζί μου και σπαστό καφέ. Σταδιακά ήρθε και η νύστα, βλέπετε όσο τρομαγμένος και αν είσαι η έλλειψη ύπνου βάζει σιγά και ύπουλα το ποδάρι της από την πόρτα σαν πλασιέ και κάνει τα υπνωτιστικά της κόλπα. Έγειρα την πλάτη στον τοίχο και χρησιμοποίησα το G3A3 ως μπαστούνι για τα χέρια μου, τους επόμενους μήνες έμελε να ρίξω πολλούς ολιγόλεπτους ύπνους σε αυτήν την στάση, όμως αυτή τη φορά με το που έκλειναν τα μάτια μου για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου τα άνοιγα αγχωμένος, φοβούμενος μη φάω καμπάνα, ήμουν αρκετά ψαρωμένος ακόμη.

Με όλα και όλα αυτά είχε φύγει περίπου το μισό «γερμανικό»[1] όταν άρχισα να διαβάζω τα διάφορα που ήταν αποτυπωμένα στους εσωτερικούς τοίχους της σκοπιάς. «Μαρία σ΄ αγαπώ», «νέοι ποντικαραίοι», «Μποχαλία τέλος» και άλλα τέτοια ευφάνταστα «στιχάκια» ανάμεσα σε κολλημένες τσίχλες και σημάδια από κάφτρες τσιγάρων που σβήστηκαν στον τοίχο… υπήρχαν και κάτι πράσινοι λεκέδες που προτιμούσα να μη ξέρω από τι είναι. Ο τοίχος είχε ένα περίπου ζαχαρί χρώμα (άγνωστο αν στην αρχή ήταν άσπρος και το ζαχαρί οφείλονταν σε κάποιο στρώμα μπίχλας που συσσωρεύθηκε με τον καιρό), αλλά σε ένα σημείο του, πάνω από το διακόπτη για το φώς είχε ένα κυκλικό μπάλωμα με γκρι στόκο περίπου 10χ10 εκατοστά. Όταν δεν περνάει η ώρα τα χέρια μας ασυναίσθητα κάνουν διάφορα αψυχολόγητα πράγματα, έτσι και τα δικά μου άρχισαν να σκαλίζουν το στόκο αποσπώντας από τις άκρες του μικρά κομματάκια. Αργότερα, και συνειδητά πια, είχα την φαεινή ιδέα να συνεχίσω το ξύσιμο με την ξιφολόγχη αντί για τα νύχια, επιταχύνοντας έτσι τη μάταιη αυτή διαδικασία. Μου πήρε συνολικά περίπου ένα τέταρτο να αφαιρέσω πλήρως το στόκο, ύστερα ξεσκόνισα την επιφάνεια με τα χέρια μου για να φανεί το αρχικό χρώμα του τοίχου. Έτσι όπως καθάριζα ένιωσα με τα δάχτυλα μου χαρακιές, έτριψα γρηγορότερα και ύστερα έριξα λίγο νερό από το μπουκαλάκι για να φύγει η σκόνη από τις σχισμές.

«2/6/1999, ΦΕΥΓΩ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΟΡΔΕΛΟ Ν.Κ»  

Το παραπάνω σύνθημα ήταν γραμμένο προφανώς από κάποιο φαντάρο που απολύονταν ή έπαιρνε μετάθεση. Υπήρχαν και άλλα αντίστοιχα στη σκοπιά, γιατί όμως αυτό το είχαν καλύψει με στόκο; Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ένα ηλεκτρικό «τιζζζζ» έκανε τη λάμπα να αναβοσβήσει, ύστερα πάλι το ίδιο και μετά έσβησε για τα καλά με ένα παφ. Ο διακόπτης δεν ανταποκρίνονταν. Τέλεια, σκέφτηκα, τώρα το μόνο που μένει για να τα παίξω είναι να αρχίσει κάποιος να μου πετάει πετραδάκια στο τζάμι. Κοίταξα το ρολόι, το φωτάκι του φώτισε σαν κερί το εσωτερικό της σκοπιάς, η ώρα ήταν 3.33, τέλεια, ένα μισάωρο ακόμη συσκότισης, αυτό αν με αλλάξουν στην ώρα μου.  

Αν και πετραδάκι στο τζάμι δεν εκτοξεύθηκε, όταν βρίσκεσαι σχεδόν στο απόλυτο σκοτάδι αρχίζεις να παρατηρείς ήχους που διαφορετικά είναι σαν να μην υπάρχουν… Ίσως δηλαδή και να μην υπήρχαν και να προέρχονταν απ’ τη φαντασία μου, εντάξει, στη χειρότερη να έπαιρνα Ι5 ψυχολογικό και να τέλειωνε νωρίτερα η θητεία μου, καλύτερα να βλέπουμε πάντα το ποτήρι μισογεμάτο. Τα τζαμάκια της σκοπιάς με άγχωναν περισσότερο για αυτό και βγήκα έξω και άρχισα να κάνω μικρές βόλτες σε ακτίνα 3-4 μέτρων σαν σε διάδρομο μαιευτικής κλινικής «συγχαρητήρια είναι αγόρι και είναι 4,1 κιλά»[2] μου είπε μια φανταστική νοσοκόμα. Παντού γύρω μου σχεδόν ανεπαίσθητοι θόρυβοι, ένα μικρό κρακ, κάποιο σύρσιμο, ίσως και ένα φύσημα του ανέμου που έμοιαζε αμυδρά με λέξη, όλη η νυχτερινή ύπαιθρος ήταν εναντίον μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αποφάσισα ότι στην επόμενη μου  έξοδο έπρεπε να αγοράσω κινητό, ήταν τέτοιο το πλάκωμα της απομόνωσης που έστω και το αίσθημα ότι με κάποιον θα μπορούσα να επικοινωνήσω μου φαίνονταν σαν όαση στην έρημο. Βέβαια εγώ δεν ήμουν σε κάποια έρημο, αλλά λιγότερο από 1 χιλιόμετρο απόσταση από τον πολιτισμό, αν υποθέσουμε ότι ο στρατώνας είναι κάτι πολιτισμένο. Στο κέντρο είχαν φροντίσει να μας τρομοκρατήσουν για τις καμπάνες που θα έπεφταν σε περίπτωση εγκατάλειψης σκοπιάς, για ένα νεούδι σαν και εμένα αυτό φάνταζε σχεδόν σαν στρατοδικείο και εκτελεστικό απόσπασμα.

Σιγοτραγούδησα, είπα δυο τρεις φορές το πάτερ ημών, μέχρι εκεί που το θυμόμουν δηλαδή γιατί δεν ήμουν καθόλου θρήσκος, έφτιαξα διάφορα σχήματα με την αρβύλα μου στο χώμα, ήπια νερό, ξαναήπια, μουρμούρισα ασυναρτησίες, μπήκα και βγήκα στη σκοπιά καμιά δεκαπενταριά φορές… Έτσι πέρασαν ακριβώς 22 λεπτά (τα έβλεπα ένα ένα να εναλλάσσονται στο ψηφιακό καντράν) που εμένα μου φάνηκαν σαν 11 ώρες όταν άκουσα επιτέλους τα βήματα της αλλαγής μου που πλησίαζε πίσω από την επιχωμάτωση. Κάποια στιγμή ο «Μεσσίας» ξεπρόβαλε πίσω από το σωρό, η ανακούφιση μου ήταν μεγάλη αλλά δεν ήθελα να το δείξω, δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό να του κάνω αναγνώριση. Ήταν ένας κοντούλης αδύνατος τύπος με γυαλάκια, τα χαρακτηριστικά του από αυτήν την απόσταση ήταν σκιασμένα. Όταν πλησίασε παρατήρησα ότι ήταν χαμογελαστός και το πρόσωπο του ήταν γεμάτο σπυριά, ο λαιμός του ήταν μακρύς και είχε πεταχτό μήλο του Αδάμ, τον έκανα περίπου στα 22-23. Μίλησε πρώτος «Γεια χαρά φιλαράκι», «γεια» απάντησα προσπαθώντας να φανώ χαλαρός. «Τι έγινε, κάηκε η λάμπα πάλι; Συνέχεια το παθαίνει», «ναι, δεν άντεξε τη συγκίνηση», του απάντησα. «Σε βλέπω όμως και εσένα συγκινημένο» μου είπε, «τόσο πολύ φαίνεται;». Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε πρώτα ένα πακέτο τσιγάρα και ύστερα ένα μικρό ασημένιο φακό. Άναψε το φακό, τον κράτησε με τα δόντια του και ύστερα τράβηξε δυο τσιγάρα μέσα από το μαλακό πακέτο και έναν αναπτήρα, μου πρόσφερε το ένα, δεν ήμουν σε θέση να αρνηθώ. Μου άναψε το τσιγάρο και πήρα μια βαθιά τζούρα με το χέρι μου να ψιλοτρέμει, ένιωσα τους παλμούς μου να πέφτουν, πόσο το χρειαζόμουν αυτό.

Πήρε το φακό από το στόμα και άναψε και το δικό του τσιγάρο. «Σου είπανε τις γνωστές μαλακίες για το φάντασμα που στοιχειώνει το μέρος;» με ρώτησε. «Ναι αλλά δεν τα πιστεύω αυτά…» απάντησα, προσπαθώντας να μη φανεί ότι μέχρι πριν από ένα λεπτό ήμουν «χεσμένος». «Σου είπαν και για το σκοπό που τρελάθηκε και για τα πετραδάκια;», έκλεισα για λίγο τα μάτια προς επιβεβαίωση αυτού που με ρώτησε. «Από πρέζα τρελάθηκε το παλληκάρι, το χειρότερο από όλα τα φαντάσματα, εδώ ήμουν και τα … έζησα». «Δηλαδή όλα αυτά για την αυτοκτονία ήταν μούφα;» ρώτησα με τη σειρά μου, «όχι, αυτό ήταν αλήθεια, κάτσε να δεις» είπε καθώς μου φώτισε ένα σημείο στο σκέπαστρο της σκοπιάς με τη δέσμη του φακού. Κοίταξα, στην αρχή δεν πρόσεξα κάτι, ύστερα είδα ένα μικρό βαθούλωμα. «Είδες την τρύπα; Αυτό είναι από τη σφαίρα, πρώτα πέρασε από τα μυαλά του και ύστερα καρφώθηκε στο τσιμέντο». Ανατρίχιασα εκείνη τη στιγμή. «Τι λες ρε φίλε, και γιατί το έκανε, ξέρεις;», «δεν ξέρω αλλά έχω ακούσει ότι είχε προβλήματα με το σπίτι και ότι του έκαναν και πολλά καψόνια οι παλιοί, δεν θέλει και πολύ καμιά φορά για να την κάνεις τη μαλακία». Έμεινα για λίγο αμίλητος… «εσύ πως τα έμαθες;» αναρωτήθηκα, «εγώ είμαι ο πιο παλιός εδώ μέσα» είπε και χαμογέλασε, «κρίμα, τι να πω…», «να μην πεις τίποτα, άντε πήγαινε να ξεκουραστείς».

Τον αποχαιρέτισα και άρχισα να απομακρύνομαι από τη σκοπιά, είχα φτάσει λίγο πριν την άκρη της επιχωμάτωσης όταν γύρισα το κεφάλι για να τον ρωτήσω «εσύ πόσο έχεις ακόμη;» του φώναξα, «τελευταία μέρα, φεύγω επιτέλους από αυτό το μπορδέλο» μου απάντησε. Πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω ήμουν στην άκρη του αμμόλοφου, στα δέκα μέτρα απόσταση είδα το δεκανέα αλλαγής να ανεβαίνει το μονοπάτι με τους τρεις σκοπούς. Τρείς σκοποί; μα εμένα μόλις με είχαν αλλάξει. Γύρισα να κοιτάξω πάλι προς τη σκοπιά, δεν βρίσκονταν κανείς εκεί… κρατούσα το τσιγάρο ακόμα στο χέρι μου.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)


[1] Στην αργκό του στρατού γερμανικό είναι το βραδινό νούμερο 2-4.

[2] 4.1 κιλά είναι το βάρος του G3A3 του τυφεκίου που έχουν οι φαντάροι στον Ε.Σ.

Read Full Post »

Read Full Post »