Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Ιουλίου 2017

wittgenstein-harris-7

Πριν προχωρήσουμε παρακάτω να πω ότι θεωρώ το άρθρο του Ιστρολλικού, το περιεχόμενο του οποίου με βρίσκει σύμφωνο στα περισσότερα σημεία, ως κομμάτι αυτής της σειράς άρθρων. Υπό αυτήν την έννοια ό,τι ακολουθεί μπορεί να θεωρηθεί και τέταρτο μέρος, το ονομάζω όμως τρίτο επειδή διατηρεί τη συνέχεια του δικού μου συλλογισμού. Ας περάσουμε στο ψητό:

Ο «Σχετικισμός»:

Είδαμε στο προηγούμενο μέρος ότι σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, το πέρασμα από τις πολυθεϊστικές θρησκείες στις μονοθεϊστικές αποτέλεσε βήμα εμπρός για τη μετάβαση στη νεωτερική εποχή και σκέψη, και αυτό επειδή η ανθρωπότητα τότε άρχισε να βλέπει το σύμπαν ως κάτι ενιαίο. Παρακάτω στο ίδιο άρθρο μιλήσαμε για «πολυδιάσπαση των ιδεών» η οποία υφίσταται τόσο εξαιτίας αντικειμενικών παραγόντων (μεγάλη κυκλοφορία/παραγωγή πληροφορίας και δυσκολία διαχείρισής της) όσο και υποκειμενικών (ιδεολογικοί λόγοι, αποφυγή ανάδειξης νέου “Paradigm” που να απειλεί το κυρίαρχο, ερευνά και παραγωγή ιδεών εστιασμένη σε ιδιαίτερα συμφέροντα κ.α.).1 (Αν και όλη αυτή η διάσπαση, δεν δείχνει να απειλεί τις τάσεις για συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.) Ο κατακερματισμός και ο επιμερισμός αυτός των ιδεών (δηλαδή και της φιλοσοφίας, και της επιστήμης, και των θρησκειών, και, και, και…), οδηγεί κατά μια έννοια ξανά πίσω στην περίοδο πριν την κατανόηση του σύμπαντος ως κάτι ενιαίο, σε μια εποχή πολλών «θεών» και θεών.2 Ένα υποπροϊόν αυτού του γενικότερου φαινομένου είναι η κυριαρχία του σχετικισμού. Διότι σε ένα κόσμο που οι ιδέες δείχνουν να έχουν ξεφύγει από κάποιους κεντρικούς άξονες και έχουν γίνει κομμάτια, είναι ακόμη πιο δύσκολο να πεις ποιες ιδέες είναι σωστές και ποιες όχι, άσχετα αν το κριτήριο σου είναι η επιστημονική μέθοδος, η φιλοσοφία, η θρησκεία, η ηθική ή ό,τι άλλο.

Το φαινόμενο αυτό αλληλοεπιδρά με τον ατομικισμό, που βρίσκεται και αυτός σε έξαρση και παράγει ένα είδος θορυβώδους πολυφωνίας που [μάλλον] δεν οδηγεί πουθενά. Στα πλαίσια αυτής της πολυφωνίας, και εξαιτίας της ριζοσπαστικοποίησης των μέσων επικοινωνίας, ευνοούνται και οι μεταφυσικές ιδέες, και μάλιστα, εξαιτίας του σχετικισμού η απαξίωση αυτών των ιδεών δεν είναι και τόσο εύκολο ζήτημα. Είναι αυτό που εγώ ονομάζω «η αυθεντία του εγώ» η οποία στον μεταμοντέρνο κόσμο δικαιούται να βρίσκεται πάνω από κάθε είδους συλλογική αυθεντία. Θεωρητικά η αμφισβήτηση της αυθεντίας δεν είναι κάτι κακό, διαφορετικά η ανθρωπότητα θα είχε «παρκάρει» σε μια σειρά από αιώνια θέσφατα. Όμως, αν δούμε αυτό το φαινόμενο στην ιστορική του διάσταση στο σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν πρόκειται για μια γόνιμη λειτουργία, τουλάχιστον όχι στο μεγαλύτερο της μέρος. Αυτό για δύο κυρίως λόγους:

Α) Τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για τη θεμελίωση της ατομικής άποψης και με βάση τα οποία χτίζεται η κοσμοαντίληψη των ατόμων είναι σαθρά, για να μην πω σκουπίδια. Μπορεί να υπάρχει πληθώρα ιδεών, αλλά αυτή η πληθώρα είναι αφενός σαν την πληθώρα των προϊόντων του supermarket, δηλαδή πολλά «προϊόντα» που κάνουν το ίδιο πράγμα και διαφέρουν μόνο στη συσκευασία. Αφετέρου μοιάζει λίγο σαν τα άπειρα περιεχόμενα του internet, που ο λόγος χρήσιμες/άχρηστες + βλαβερές πληροφορίες γέρνει συντριπτικά υπέρ του παρονομαστή. Επίσης, υπάρχει –όσο και αν αυτό μοιάζει αντιφατικό- έλεγχος της πληροφορίας σε τέτοιο βαθμό που να διαμορφώνονται μαζικά συνειδήσεις. Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν το Εγώ μας δεν είναι και τόσο αυθεντικό. Αυτό ασχέτως με το αν το συνειδητοποιούμε ή όχι. Πολλές φορές άνθρωποι που βρίζουν έναν δημοσιογράφο αναπαράγουν επιχειρήματα που αυτός έχει θέσει χωρίς να το καταλαβαίνουν. Δείτε για παράδειγμα πως λειτουργεί ο κοινωνικός αυτοματισμός.

Β) Δεν υπάρχει πραγματική αμφισβήτηση της αυθεντίας, όχι τουλάχιστον της κυρίαρχης. Ο καπιταλισμός εξυπηρετείται όπως είδαμε παραπάνω από αυτήν την πολυδιάσπαση. Και αυτό επειδή εξ αντικειμένου, η αναπαραγωγή του υλικού και του πνευματικού κόσμου, γίνεται με βάση τα καπιταλιστικά συμφέροντα και με βάση την καπιταλιστική οικονομία.

Το Α και το Β φυσικά είναι παντρεμένα μεταξύ τους και κατά κάποιο τρόπο αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Υπό αυτήν την έννοια, η αξία του κυρίαρχου Εγώ είναι θεωρητική, αφού το Εγώ αυτό διαμεσολαβείται από την μεγάλη καπιταλιστική αφήγηση, δομείται πάνω σε σαθρά υλικά, και δεν αμφισβητεί τελικά τίποτα. Το πολύχρωμο μήνυμα (χάντρες και καθρεφτάκια) που μεταφέρουν αυτά τα διασπασμένα(;) Εγώ, σαν να μη φτάνουν όλα τα άλλα, εναντιώνεται και σε οτιδήποτε γόνιμο. Τόσο επειδή η αναπαραγωγή της αστικής ιδεολογίας του φοράει τακούνια και το βοηθάει τεχνητά να παίρνει κεφάλι, αλλά και εξαιτίας του ότι υπάρχει ένα απέραντο δάσος από ιδέες τέτοιας σύνθεσης, που σκιάζουν και δεν αφήνουν εύκολα τις ανταγωνιστικές (στο καπιταλιστικό σύστημα) ιδέες να βλαστήσουν, ενώ τα όποια ξέφωτα είναι ελάχιστα.

Το μεταφυσικό πουλάει:
Ζούμε σε μια ακραία εμπορευματοποιημένη κοινωνία, και στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, οτιδήποτε μπορεί να έχει υψηλή εμπορευσιμότητα πουλάει. Τον καπιταλισμό δεν τον ενδιαφέρει η ποιότητα της όποιας ιδέας/ιδεολογίας, αλλά το αν μπορεί από αυτήν να παράξει κέρδος και η βιομηχανία του μεταφυσικού πουλάει καλά. Για παράδειγμα ο κλάδος της φαρμακευτικής παραγωγής που ασχολείται με τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα είναι τεράστιος και αποφέρει υπέρογκα κέρδη. Αντίστοιχα, οι διάφορες ανατολίτικες θρησκείες, περνώντας στη Δύση(και εφόσον είχαν πέραση), έχουν προσαρμοσθεί στα δεδομένα και αυτό σημαίνει ότι –μεταξύ άλλων- έχουν «πακεταριστεί» και μετατραπεί σε εμπορευματικά προϊόντα. Συνεπώς, η συνεχής εντατικοποίηση της εμπορευματοποίησης ευνοεί και την διάδοση των μεταφυσικών ιδεών.

Απήχηση αυτών των μεταφυσικών ιδεών επειδή είναι εύπεπτες: 

Το πιο απλό το άφησα για το τέλος. Δηλαδή, ότι είναι πολύ πιο εύκολο να εσωτερικεύσει κανείς μια σειρά από μεταφυσικές ερμηνείες για τα φαινόμενα, από ό,τι να κατανοήσει μέσω της επιστημονικής μεθόδου τους φυσικούς νόμους που πιθανόν να τα εξηγούν. Πόσο μάλλον όταν οι απαντήσεις της μεταφυσικής μπορούν να προσαρμοστούν σε όλα τα γούστα. Αντιθέτως, ο ορθός λόγος χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη αυστηρότητα ενώ δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τον μεταφυσικό λόγο ούτε στο πεδίο των υποσχέσεων. Είναι πιο εύκολο να διαβάσεις τα ζώδια από ό,τι μια κοινωνιολογική μελέτη. Είναι πιο εύκολο να το παίξεις αστρολόγος από ότι να γίνεις γιατρός.

Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η σειρά άρθρων μου σχετικών με το φαινόμενο της «επαναμάγευσης του κόσμου». Αποτελούν μέρος της ευρύτερης μου προσπάθειας να κατανοήσω και να εξηγήσω αυτό που κάποιοι αποκαλούν «μετανεωτερικότητα». Κάτι που σημαίνει ότι –πέραν του ότι ήδη κάποια έχουν προηγηθεί- θα ακολουθήσουν και άλλα άρθρα με συγγενές περιεχόμενο.

Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος.
Διαβάστε εδώ το 2ο μέρος.
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Ιστρολλικού.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

1 Θα ήθελα –και αξίζει- να μιλήσω παραπάνω για το φαινόμενο της πολυδιάσπασης των ιδεών όμως θα ξεφύγουμε και σε έκταση και από το θέμα μας. Να είστε όμως σίγουροι ότι σχεδιάζω να το πιάσω στο μέλλον.

2 Το παράδειγμα μου αποτελεί σχηματικό παραλληλισμό και όχι ότι υπάρχει κατ’ ανάγκη κάποια πραγματική αντιστοιχία με την προ-μονοθεϊστική εποχή.

Read Full Post »

Magisa1

Αναδημοσίευση από Κατιούσα

Προσφάτως, η Κατιούσα, μέσα από την τρέχουσα σειρά άρθρων του Πόε αλλά και ενός σχολίου σχετικά με το Τίμιο Κάστανο, ανέδειξε το κρίσιμο ζήτημα της αναβίωσης και επέκτασης σκοταδιστικών αντιλήψεων και «μαγικών» πρακτικών στη σύγχρονη κοινωνία. Με αφορμή την ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση, θα ήθελα να σχολιάσω μια συγκεκριμένη πτυχή του φαινομένου της «επαναμάγευσης του κόσμου» που μέχρι στιγμής έχει θιχτεί μόνο εμμέσως, αλλά στο μέλλον θα λάβει μάλλον σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις.

Αναφέρομαι στην τάση ενός συνεχώς αυξανόμενου αριθμού ανθρώπων κυρίως μικροαστικής προέλευσης, όχι απλώς να υιοθετούν ανορθολογικές αντιλήψεις, αλλά και να τις προωθούν ενεργά, να τις περιφρουρούν με πυγμή απέναντι σε κάθε κριτική και σε τελική ανάλυση να τις μετασχηματίζουν σε κεντρικό κομμάτι της κοινωνικής τους συνείδησης. Παραδείγματα αυτής της τάσης είναι μεταξύ άλλων το κίνημα κατά του εμβολιασμού, η υπόθεση Σώρρα και η εκστρατεία κατά του διαχειριστή της τρολλοσελίδας «Άγιος Παστίτσιος». Αποκαλώ αυτό το φαινόμενο «επιθετικό ανορθολογισμό» για να το διαχωρίσω από την μέχρι πρότινος ακίνδυνη παρουσία παρεμφερών πεποιθήσεων στην ελληνική κοινωνία και τον δημόσιο λόγο.

Εξηγούμαι: Όσοι από μας είναι γύρω στα πρώτα -άντα και επομένως μεγάλωσαν στις χρυσές πασοκικές δεκαετίες του 80-90, την εποχή της άνθησης της μικροαστικής τάξης (και μερικής αστικοποίησης κάποιων τμημάτων της), σίγουρα θα θυμούνται ότι οι διάφορες μαγικές δοξασίες δεν ήταν ακριβώς ανύπαρκτες στο δημόσιο λόγο και στην κοινωνική συναναστροφή. Μιλάμε για την εποχή του περιοδικού Strange, των σατανιστών της Πεντέλης, της αστρολογίας κ.ο.κ. Ποιος σημερινός τριαντάρης δεν έχει βρεθεί στα σχολικά του χρόνια σε παρέα που έκανε συζητήσεις περί μαγείας και «ανεξήγητων» φαινομένων, ποιος δεν θυμάται καλοκαιρινό τραπέζι όπου κάποιος οικογενειακός φίλος θα ανέπτυσσε μεταξύ σοβαρού και αστείου (;) τη θεωρία του ότι οι Έλληνες είναι εξωγήινοι και γι’αυτό είναι καλύτεροι από τους χαζο-ξένους.

Τότε, αυτές οι αντιλήψεις βρίσκονταν σε ειρηνική συνύπαρξη με ένα γενικότερο σεβασμό προς την επιστήμη ως δραστηριότητα και τους επιστήμονες ως κοινωνικό στρώμα. Μπορεί ο κόσμος να πίστευε σε μαντζούνια και ξεματιάσματα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση γονιός να αρνηθεί να εμβολιάσει το παιδί του. Μπορεί η εκκλησία να έχαιρε εκτίμησης, αλλά λίγοι ήταν αυτοί που θα προτιμούσαν το παιδί τους να πάει στην ιερατική αντί για τη ΣΕΜΦΕ.

Αυτή η αντίφαση στην κοινωνική συνείδηση ήταν σε μεγάλο βαθμό απόρροια της φύσης της ελληνικής κοινωνίας ως προσφάτως (μεταπολεμικά) και ταχέως (σε μια γενιά) αστικοποιημένης και εκσυγχρονισμένης. Ένας κόσμος που μέχρι χθες ζούσε στη μικρή κοινωνία του χωριού βρισκόταν ξαφνικά αντιμέτωπος με έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών χωρίς να έχει τα εργαλεία να τον διαχειριστεί, καθώς το σύστημα παιδείας από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο ήταν προσανατολισμένο στην παροχή έτοιμης ‘γνώσης’ με σκοπό την προετοιμασία επαρκώς ικανού εργατικού και επιστημονικού δυναμικού, χωρίς να ασχολείται ιδιαίτερα με την καλλιέργεια κριτικών ικανοτήτων για την αυτόνομη απόκτηση και αξιολόγηση της γνώσης.

Παρόλα αυτά, σε συνθήκες ανάπτυξης, η δυνατότητα που έδινε η επιστημονική εξειδίκευση για κοινωνική ανέλιξη, αλλά και η πραγματική βελτίωση που βίωνε ο κόσμος στην καθημερινότητά του λόγω της επέκτασης των υποδομών, του συστήματος υγείας κ.ο.κ, είχε ως αποτέλεσμα ο περισσότερος κόσμος να κρατάει τις διάφορες δοξασίες στο πίσω μέρος του μυαλού του, ή τέλος πάντων να τις αντιμετωπίζει κάπως σαν χόμπι ή χαβαλετζίδικο θέμα συζήτησης.

Σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης όμως – όταν η επιστημονική κατάρτιση δεν είναι πια τρόπος κοινωνικής ανέλιξης (ούτε καν διατήρησης της κοινωνικής θέσης κάποιου) και τα επιτεύγματα της επιστήμης δεν επιστρατεύονται για την κοινωνική ευημερία – τα καταστρεφόμενα μικροαστικά στρώματα, μην μπορώντας να αποδεχτούν τη σύνθλιψή τους ως νομοτέλεια του συστήματος, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να το ρίξουν στην τρέλα. Μιλάμε φυσικά για υποκείμενα που ποτέ δεν πήραν πραγματικά διαζύγιο από τον «μαγικό» τρόπο σκέψης και που στρέφονται στον άκρατο υποκειμενισμό που αυτός προσφέρει προκειμένου να εξηγήσουν την κατάστασή τους και να εξοπλιστούν ψυχολογικά για την αντιμετώπιση της.

Ο λόγος που μιλάω για «επιθετικό ανορθολογισμό» πιο πάνω είναι ότι αυτές οι δοξασίες, εκτός από την κινηματική τους διάσταση, τείνουν προς όλο και πιο εξωπραγματικές μορφές. Δεν μας έφτανε η εκκλησία και οι Γέροντες, έχουμε τώρα επίπεδη Γη και Ελοχίμ. Η πραγματικότητα μας τα χάλασε, οπότε της κάνουμε μούτρα.

Μπορεί αυτά να φαντάζουν αστεία, αλλά δυστυχώς δεν είναι και τόσο. Η γενίκευση του ανορθολογισμού είναι ο ιδεολογικός προθάλαμος για το πέρασμα των μικροαστικών στρωμάτων στο φασισμό. Αυτό επειδή σε αντίθεση με την αστική ιδεολογία γενικότερα, η φασιστική έχει σκοπό όχι να αδρανοποιήσει, αλλά να συσπειρώσει και να κινητοποιήσει λαϊκά στρώματα ενάντια στο ίδιο τους το συμφέρον (κοινώς ο λαός να βάλει τα χέρια του και να βγάλει τα μάτια του). Μπορεί ας πούμε το λούμπεν-τβ να σπάει πλάκα με τους δωδεκαθεϊστές αλλά το αστείο ξινίζει λίγο όταν θυμηθούμε ότι στη Ναζιστική Γερμανία αναπτύχθηκε η λατρεία του ήλιου και του θεού Βόταν (ο οποίος σύμφωνα με τον μύθο έβγαλε το μάτι του). Ακόμα χειρότερα γίνονται τα πράγματα όταν αναλογιστούμε ότι μεγάλο κομμάτι των κατεστραμμένων μικροαστών αναγκαστικά θα προλεταριοποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι σημαντικά κομμάτια της εργατικής τάξης στο μέλλον θα κουβαλάνε αυτόν ακριβώς τον επιθετικό ανορθολογισμό, με αποτέλεσμα να είναι… εμβολιασμένα ενάντια στον Μαρξισμό. Ταυτόχρονα, η γενίκευση του ανορθολογισμού στο αστικό ιδεολογικό πεδίο θα δημιουργήσει ευκαιρίες για πολιτικά ανοίγματα στο χώρο των επιστημόνων και των προοδευτικών διανοουμένων γενικότερα. Ο επιθετικός ανορθολογισμός είναι λοιπόν ένα σύνθετο ζήτημα που θα απασχολήσει στο μέλλον τόσο το ΚΚΕ ως πολιτική πρωτοπορία του λαϊκού κινήματος, όσο και τους φίλους και συμμάχους του.
——– Конец пересылаемого сообщения ——–

(Ιστρολλικός)

Read Full Post »

αναδημοσίευση από Κατιούσα

Πραγματεία επί της γλώσσης)

φωτο-κορναρος

Δείτε εδώ το Α’ Μέρος

Γιώργος Πιτσιτάκης

δάσκαλος – Ιστορικός ερευνητής

pitsitakisg@gmail.com

Το κείμενο για το γλωσσικό ζήτημα του 16χρονου Πάνου Κορνάρου που ακολουθεί (σ.σ. έγραψε και δημοσίευσε και ωραία ποιήματα) και το οποίο ανασύραμε 92 χρόνια μετά, είναι δημοσιευμένο σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό «Αυγερινός» στα τεύχη υπ’ αριθμόν 8, 9 και 10, από τις 15 Μαρτίου έως τον Μάιο του 1925, στο οποίο εισηγητής επί της ύλης δηλ. υπεύθυνος, ήταν ο τελειόφοιτος μαθητής Μανώλης Κριαράς και ο αντικαταστάτης του Πολυδεύκης Καλδής. Εντυπωσιάζει η στέρεη γνώση του 16χρονου Κορνάρου που τον δίδαξαν σπουδαίοι φιλόλογοι όπως ο Εμμ. Γενεράλις και ο Ιωάννης Μοσχόπουλος για τον οποίο ο Εμμ. Κριαράς, γράφει: «[…] Από την Πέμπτη τάξη (1922-23) αποκτούσα έναν ακόμη καλό δάσκαλο, το φιλόλογο Ιωάννη Μοσχόπουλο. Έως τότε δίδασκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και με τη μικρασιατική καταστροφή είχε έρθει πρόσφυγας με την οικογένειά του στα Χανιά. Ήταν κατατοπισμένος σε κοινωνιολογικά θέματα, καθώς και στο γλωσσικό μας ζήτημα, και μας άνοιγε πνευματικούς ορίζοντες πέρα από τα μαθήματα του σχολείου. Έδινε ιδιαίτερη σημασία και στην παρέκβαση κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Μας μιλούσε τότε και για σύγχρονη λογοτεχνία και για σύγχρονους λογοτέχνες, που βέβαια δε διδάσκονταν στο γυμνάσιο. Θυμάμαι το δάσκαλό μας να υπογραμμίζει το πόσο δύσκολο είναι να καταλάβομε την αρχαία ποίηση, αν δεν έχομε εξοικειωθεί με τη δική μας, τη νεοελληνική, που βέβαια μας είναι και γλωσσικά προσιτότερη. Ο Μοσχόπουλος δεν παρέλειπε και θέματα κοινωνικά να θίγει και πολιτικά ακόμη, που διαφώτιζαν εμάς τους ανώριμους. Είναι βέβαιο ότι ο δημοτικισμός μερικών από μας τους μαθητές του οφείλεται, σε μεγάλη μοίρα, στη διδασκαλία του. […]».

Το παρακάτω κείμενο του Κορνάρου αποτελεί μια μελέτη – παρέμβαση υπέρ της δημοτικής σ’ ένα νεανικό περιοδικό που την υπερασπίζονταν. Είναι εξάλλου, γνωστοί και την περίοδο αυτή, οι επίμονοι αγώνες των δημοτικιστών (μαλλιαρών), τόσο από την πλευρά του Εκπαιδευτικού Ομίλου με πρωτομάχο τον Δημήτρη Γληνό, όσο κι από πρωτοπόρους λογοτέχνες της εποχής και πολλούς άλλους. Ο 16χρονος Κορνάρος, με τις γνώσεις που υπήρχαν τότε, ξεκινώντας από τον πρωτόγονο άνθρωπο περιγράφει με θαυμαστή σαφήνεια και γλαφυρότητα την πορεία άρθρωσης του λόγου και την αρχή της γλώσσας, προχωρά στην εμφάνιση της ελληνικής γλώσσας και στην ιστορική διαδρομή της και καταλήγει στην ανωτερότητα της δημοτικής απέναντι στην καθαρεύουσα.

Στο αρχικό κείμενο η μόνη παρέμβαση που έγινε, ήταν η μετατροπή του στο μονοτονικό.

Πάνου Κορνάρου: Πραγματεία επί της γλώσσης

Ο πρώτος εκείνος αγριάνθρωπος, που θα ζούσε σε χρόνους πανάρχαιους, μόλις θα ’βλεπε να κατέρχεται η λάβα κάποιου ηφαιστείου, βέβαια θα ’θελε να γλυτώσει και θα ήθελε να σώσει και το θήλυ με το οποίον θα είχαν κοιμηθή μαζί έστω και μία φορά. Δηλαδή θα είχε την ανάγκη να ειδοποιήση. Αν ήταν κοντά θα έδειχνε με τα χέρια του, μα αν τύχαινε να ’ναι αλάργα; Ιδού αμέσως εκ της πρωτογόνου καταστάσεως υπήρξε η ανάγκη κάποιου μέσου για συνεννόηση κι αυτό ήτο η κραυγή, η άναρθρος φωνή, που συνοδευότανε με κάποια ζωηρή χειρονομία. Επίσης όταν θα ’πιανε βροχή ή άμα θα βροντούσε ο κεραυνός, θα υπήρχε η ανάγκη συνεννοήσεως. Χωρίς αυτό όμως, το μικρό εκείνο, που θα ’τανε 3-4 χρόνων και δεν το ’χε αφήσει ακόμα η μάννα του, κάποτε θα ευρίσκετο στην ανάγκη να της πη κάτι, πως θέλει να πούμε φαγητό, νερό και άλλα όμοια, πάλι δηλαδή ανάγκη συνεννοήσεως. Την πρώτη αυτή συνεννόηση μπορούμε να την παρατηρήσουμε στους σημερινούς άγριους. Είναι άναρθροι φωναί, σαν βελάσματα, σαν γιουχαΐσματα, ότι να ’ναι, τέλος όμως κάποια φωνή. Κι αυτή η φωνή αποτελεί την πρώτη αρχή της γλώσσας. Αιώνες θα πέρασαν ώσπου να μάθουν να λένε ωρισμένους φθόγγους το κάθε χρειαζούμενό τους: το νερό, το φαγί, το ξύλο, τον πατέρα, την μητέρα. Αλλά τέλος το κατόρθωσαν. Σιγά – σιγά ύστερα άρχιζε η τελειοποίηση, με διάφορες ανωμαλίες, με καινούργιες λέξεις και στο τέλος γίνηκε η γλώσσα, δηλαδή η εύρεση όλων των απαιτουμένων λέξεων για να μπορέση κανείς να συνεννοηθή με έναν άλλο.

Οι δυό μεγάλες πατρίδες των ανθρώπων: οι Σημιτικοί λαοί και οι Άρειοι, σχημάτισαν κατά τα προηγούμενα, γλώσσα καθένας και άλλην, αλλ’ ομολογουμένως πρώτοι στη δημιουργία της γλώσσας ήλθανε οι Σημιτικοί λαοί, γιατί έχομε επιγραφές αδιάβαστες γραμμένες σε πολύ παλιά εποχή. Οι πρώτοι εγράφανε πλειά, όταν οι δεύτεροι ξεκινήσανε από τα βάθη της Ασίας με κατεύθυνση στην Ευρώπη.

Αφήνομε τώρα τους αποδέλοιπους και παίρνουμε κείνους που κατεβήκανε στην Ελλάδα. Εκεί βρήκαν άλλο λαό, που κατοικούσε και που θα ’χε κι αυτός τη γλώσσα του. Όσο όμως κι αν επιδράσανε οι κατακτηταί κάτι τι αφομοιώθηκε κι από την παλιά και στα ήθη τους και στη γλώσσα τους. Είναι αδύνατο να μην αφομοιωθή κάτι.

Καθώς γνωρίζομε από την Ιστορία μετά τους πρώτους τους Αχαιούς ήλθαν οι άλλοι οι περισσότεροι, οι ανδρειότεροι, οι Δωριείς, που αναγκάσανε τους πρώτους να φύγουν στα διάφορα μέρη. Μερικοί πήγαν στην Μικράν Ασία. Ελησμονήσαμε όμως να πούμε, πως πρίχου φύγουν, ήχαν πάρει από τους Φοίνικες το Αλφάβητο. Εκεί στον ξάστερο αέρα και στον διαφανή ουρανό που πέφτει και κοιμάται πάνω στον «οίνοπα πόντο» εγεννήθηκε το πρώτο είδος του γραφτού λόγου: το τραγούδι που η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, αυτή η φύση το υπαγορεύει. Κι άνθησαν τα Ομηρικά έπη, που ως είναι από τη φύση υπαγορευμένα τίποτε άλλο, παρά χάριτος και καλλονής ύμνοι, είναι. Κι ύστερα έρχεται το λυρικόν μέρος, η ιστορία, η φιλοσοφία, το δράμα, η ρητορική. Με το πέρασμα του χρόνου αλλάσσει κι η αρχαία γλώσσα, μεταβάλλεται αναλόγως του κλίματος, της κατασκευής των φωνητικών οργάνων και φθάνει εις τον ύπατον βαθμόν της τελειότητος στην Αττική διάλεκτο. Η κάθε λέξη τώρα μετράται καλά κι έπειτα τίθεται σε ωρισμένο μέρος ώστε να αποτελή ένα θαυμάσιο σύμπλεγμα σχημάτων και συντάξεων που βλέπομε στον Δημοσθένη και στον Θουκυδίδη.

Τέθοια γλώσσα ούτε έγεινε ούτε θα γίνη ποτέ, ώσπου «τ’ αστέρια θα φανίζουνε και τα πουλιά θα κελαϊδάνε». Ύστερα έρχεται η κοινή διάλεκτος και αυτήν διαδέχεται η Βυζαντινή.

2ο μέρος

Τώρα πλειά έπαυσε να διακρίνεται και το μακρόν απ’ το βραχύ, έπαυσε τούτ’ έστι η προσωδία. Από δω και μπρος αρχίζει να παρατηρείται κι η αναθεματισμένη Αττικομανία και δη στους πρώτους εκκλησιαστικούς κανόνας τους ιαμβικούς, εξακολουθεί δε να υφίσταται και επί Ηρακλείου οπότε ο διάκονος της Αγίας Σοφίας – μου διαφεύγει το όνομά του – έγραψε τα κατορθώματα του Ηρακλείου εις ηρωικόν εξάμετρον. Αλλά πέστε μου σας παρακαλώ ποιος τα διάβασε… Αλλά η Ελληνική γλώσσα ήτο πεπρωμένον να ζήση και έζησε, έζησε δια των μελωδιών της Εκκλησίας μας και έγινε μάλιστα και θαύμασμα γλώσσας! Επί Κομνηνών όμως πάλιν άρχισε η Αττικομανία και χάρις εις την αντίδρασιν του κόσμου έγιναν τα τραγούδια του Ακριτικού κύκλου εις την καθαράν δημοτικήν. Την τάση αυτή και στα δυό έκοψε η άλωση της Κων/πόλεως, οπότε το έθνος μας καταστράφηκε για να ξαναζήση μετά 400 έτη και να αρχίση την νέαν σταδιοδρομίαν του. Μεσ’ στα έτη αυτά της δουλείας αν δεν έχωμεν να επιδείξωμεν άλλο τι, όμως οι παλληκαριές των κλεφτών μας και τα δημοτικά τραγούδια μας είναι δυό φωτογόνα αστεράκια, που θα λάμπουνε, Διόσκουροι στον ουρανώδη θόλο και θα δείχνουνε στες μέλλουσες γενιές παραδείγματα προς μίμησιν. Μόλις δε αρχίσαμε να αναντρανίζουμε από τον πικρόν ζυγό τ’ αφορεσμένου άρχιζε και η κοιμισμένη επί 350 χρόνια Αττικομανία του Ρωμαίϊκου! Μα ξάφνου φτάνει ο θεόσταλτος Βηλαράς, που τ’ όνομά του θ’ αντηχή στου κάθε Έλληνα την ψυχή – παρηγορήτρα ιδέα – και αναστηλώνει την γλώσσαν των κλέφτικων τραγουδιών.

Πεθυμήσανε πολλοί ν’ ανατρέψουν την γλώσσα που είναι βγαλμένη από τα σωθηκά μας αλλά φτάνει ο Σολωμός, και Βαλαωρίτης, Λασκαράτος και Μαρκοράς, Κρυστάλλης και Βιζυηνός και τόσοι άλλοι που φέρνουν τη νια χαραυγή, που ξάφνου θα την αντικαταστήσουν οι ήλιοι Παλαμάς και Ψυχάρης για να ζήση η γλώσσα μας! Και θα ζήση!

3ο μέρος

Έγραφα προχθές πως η Αττικομανία άρχιζε από τη σύσταση του Βυζαντινού Κράτους. Ίσως βρεθούνε μερικοί και αντιτείνουν και πουν πως άρχιξε από τον Λουκιανό. Αυτό όμως είναι έτσι κι έτσι. Και βέβαια άμα ζης 400 χρόνια ύστερα από τον Πλάτωνα και το Σοφοκλή κι είσαι λογικευούμενος, τιμή και δόξα σου είναι να γράφης τη γλώσσα του Πλάτωνα που τη μιλάνε και οι θεοί, αλλά η γλώσσα του Πλάτωνα στον καιρό της μιλήθηκε, ήτανε εξάπαντος γλώσσα γενική, αφού μόνο για το Θουκυδίδη ακούμε πως ήτανε, να πούμε, καθαρευουσιάνος της εποχής του.

Για το χρόνο των ακριτικών τραγουδιών είναι αναντίρρητο πως γραφτήκανε ύστερα – πολύ ύστερα – από το Νικηφόρο.

Της Εποχής του επικό ποίημα κανείς δεν έγραψε. Ετελειώναμε δε με τον Παλαμά και Ψυχάρη.

Μα οι κακές γλώσσες κάτι θα πουν, κάτι θα μουρμουρίσουν, μασώντας τις λέξεις και μορφάζοντας παράξενα. Κι είναι οι κακές γλώσσες σ’ αυτή την περίσταση δυό λογιών: Άλλοι δηλαδή θα θένε πρώτο τον Ψυχάρη και έπειτα τον Παλαμά και άλλοι θα περιμένανε να βάλουμε τον Ραγκαβή… ίσως. Για τους δεύτερους περιττό να μιλήσουμε. Μα για τους πρώτους κάνει να δώσουμε μιαν εξήγηση: Είναι βέβαια αναντίλεχτο πως ώθησε σε πραγματική δημιουργία, σε καλαιστητική μορφή λογοτεχνίας, σπέρμα για να ριζώση το χιλιόκλαδο δεντρί της νέας δημιουργίας, έρριψε ο Ψυχάρης, αλλά ο Παλαμάς είναι ο φοβερός αλεστής νους, που ψυλοκοσκινίζοντας συνάμα, μας παρουσιάζεται κολοσσός αληθινά σήμερα. Ο Πάλλης επιγραμματικά λέγει στον Μπρουσό: Σε κείνα τα προψυχαρικά χρόνια όλοι γράφαμε την καταδίκη. Άρα και ο Παλαμάς εξάπαντος θα ’γραφε την καθαρεύουσα και έτσι από τη βαθιά και εμπνευσμένη ποίησή του θα ’χε λείψει η καλαιστητική δύναμη των τραγουδιών του, που τους χαρίζει το ψηλό και καλλιτεχνικό ύφος του ΠΑΛΑΜΑ.

Άμα διαβάζη κανείς του Παλαμά τα τραγούδια λες χίλιοι ήχοι υψηλοί και βαθηνόητοι αντηχούνε στην ψυχή του που με την καθαρεύουσα θα ’λειπαν.

Μ’ αυτά τα λίγα κλείνουμε το προχθεσινό σημείωμά μας και πάμε παρακάτω, να μηλήσουμε για τη γλώσσα.

Και θέτουμε το ερώτημα: Ποια γλώσσα αποδείχτηκε στο να εκφράζη τα ψυχικά συναιστήματα και τα διανοήματα πιο κατάλληλη, που και ομορφότερα να τα εκφράζη και πιο εύκολα να τα καταλαβαίνουμε, η δημοτική ή η καθαρεύουσα; Ποια άλλη γλώσσα έχει τη χάρη και το απαλότατο χνούδι της δημοτικής στη ρίμα του τραγουδιού, που κάθε λέξη της λες και κάτι ανάλαφρο αγεράκι βάζει στα βάθη της ψυχής σου;

Δείξετέ μου καλύτερο ποίημα στην καθαρεύουσα από το Δημοτικό περιώνυμο εκείνο.

Αυγίτσα θε να σηκωθώ απ’ του βουνού τη ρίζα
Να σύρω να ξημερωθώ βουνό μου στην κορφή σου
Να κάμω κύκλο το βουνό, βόλιτα στη μαδάρα
Να βρω μια πέτρα ριζιμιά να διπλωθώ να κάτσω
ν’ ακούσω γερακιού φωνή και φάλκο1 να λαλήση
ν’ ακούσω και την πέρδικα, …

[Σημείωση Πάνου Κορνάρου: Το ποίημα τούτο κάθε άλλο παρά τη φυσική ομορφάδα θέλει να παραστήση. Είναι συμβολιστικό και λέγει το μελλούμενο εγερτήριο σάλπιμα κατά τ’ αποδιαφώτισμα της ελευτεριάς, που τότε θα μπορέση ο άνθρωπος ν’ ακούση τα ωραία και ζωογόνα του πολιτισμού «έπεα».]

Ο Νεοέλληνας είναι σε όλα του αψής και γλήγορος. Είναι επομένως και στη γλώσσα του. Γι’ αυτό έκοψε και τα περισσότερα αρχικά φωνήεντα, τις μικρές κατάληξες και αντί του άσκημου και κακόηχου «φύσεως» το ’καμε ποιο λεβέντικο, σύμφωνο με τον ενθουσιασμένο χαραχτήρα του, «φύσης». Κάτι σύμφωνα γ+μ, β+μ, ν+θ, κ.τ.λ. που πάνε κακόηχα, τα ξεχώρισε και έρριξε το πρώτο και έχουμε μόνο το δεύτερο και όχι όπως νομίζουν μερικοί α(κατα)νόητο πως το αφομοίωσε. Επίσης την τρίτη κλίση γενικά την απορρίψανε. Στ’ αρσενικά και θηλυκά εύκολα φαίνεται, μα στα ουδέτερα; θα ρωτήση κανένας. Τριτόκλιτα ουδέτερα λίγα μεταχειρίζουνταν μα όσα είναι και μάλιστα τα περιττοσύλαβα τα σχηματίζουν στη δεφτέρα κλίση κι έχουμε: γαλάτου, πραμάτου, κυμάτου, μπαλωμάτου, αναντρανισμάτου, σωμάτου, στοιχημάτου, αναμαζωμάτου, συμμαζωμάτου κ.τ.λ. γραμμάτου, χτημάτου, περασμάτου και από τ’ άλλα έχουμε γεγονότο, φωνήεντο, δάσο (δάσου: βλέπε: Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥ Αντωνιάδη πολλαπλές φορές).

Αλλά θα μου πήτε: μπορεί να σταθή διηγημάτου, ποιημάτου κ.τ.λ.;

Γιατί να μη σταθή, αφού και καλλιτεχνικώτερο είναι; Θα τ’ απαντήσω.

Π. ΚΟΡΝΑΡΟΣ

ΠΗΓΕΣ – ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Εμμ. Κριαράς, Μακράς ζωής αγωνίσματα, έκδ. Οι φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2009.

  • Αυγερινός, Δεκαπενθήμερο περιοδικό, εκδίδεται από τον Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο, έτος Α΄, τεύχη 8 (15 Μαρτίου 1925), 9 (Απρίλιος 1925), 10 (Μάιος 1925), εισηγητής επί της ύλης: Πολυδεύκης Καλδής.

  • Σύντομη βιογραφία του Π. Κορνάρου από την Κ. Ο. Χανίων του ΚΚΕ.

  • Φραγκιός Λαγωνικάκης, «Σελίδες από την ιστορία του προοδευτικού κινήματος στα Χανιά», Μαρτυρία στην εφημερίδα “Αλήθεια” των Χανίων που δημοσιεύτηκε σε επτά συνέχειες από τον Φεβρουάριο του 1988.

  • Γράμματα και επιστολικό δελτάριο (1937 – 1942) του Π. Κορνάρου από τους τόπους εκτόπισης.

  • Άλκης Ρήγος, Ελληνικό πανεπιστήμιο και φοιτητικό κίνημα, τόμος 2ος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2016.

  • Γιώργος Αγοραστάκης, Ρίζες της Αριστεράς στα Χανιά, Χανιά 1988 (εξαντλημένο).

  • Kώστας Θεριανός – Eλένη Zούζουλα (επιμέλεια), Δημήτρης Γληνός: Ο αγωνιστής δάσκαλος, ο ριζοσπάστης παιδαγωγός, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τεύχος 60-61.

1 Ο φάλκος ή φάλκονας είναι είδος γερακιού γνωστό και ως πετρίτητης.

Τα εξώφυλλα του περιοδικού «Αυγερινός»

Read Full Post »

Kumare

Kumare_1280x720_centered (1)

Δημοσιεύθηκε και στο Κατιούσα

Το Κουμάρε είναι ένα ντοκιμαντέρ του 2011 του οποίου το trailer το είχα εντοπίσει από τότε και μου είχε τραβήξει το ενδιαφέρον, δυστυχώς όμως δεν είχα μέχρι τώρα καταφέρει να βρω πουθενά ολόκληρο το φιλμ. Με αφορμή τη σειρά άρθρων για την επαναμάγευση του κόσμου που γράφω αυτόν τον καιρό, ανέσυρα από τη μνήμη μου το Κουμάρε το οποίο πραγματεύεται ένα πολύ σχετικό ζήτημα. Αυτή τη φορά κατάφερα να βρω και να κατεβάσω το Κουμάρε (αν και χωρίς υπότιτλους) και αποφάσισα να γράψω δυο λογάκια για να σας παρακινήσω και εσάς να το δείτε διότι πιστεύω ότι αξίζει.

Ο δημιουργός και πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ Vikram Gandhi, νεαρός ινδικής καταγωγής γεννημένος στις ΗΠΑ, παρατηρεί ότι υπάρχει μια αυξανόμενη τάση των Αμερικάνων να στρέφονται στις ανατολίτικες θρησκείες. Διάφοροι γκουρού, πνευματιστές, προφήτες, πετάγονται από παντού για να καλύψουν την ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση. Πλησιάζοντας από ερευνητικό ενδιαφέρον κάποιους από αυτούς σε ΗΠΑ και Ινδία, ο Vikram, διαπιστώνει ότι μάλλον δεν είναι και τόσο «ιδιαίτεροι» όσο οι ίδιοι και το ποίμνιο τους πιστεύουν. Προκειμένου όμως να κατανοήσει το φαινόμενο – του γιατί όλοι αυτοί έχουν τόση πέραση- προχωράει ένα μεγάλο βήμα παραπέρα. Διδάσκεται γιόγκα, μαθαίνει να μιμείται την συμπεριφορά όλων αυτών των «πνευματικών», αφήνει μαλλί και μούσι, και αφού παίρνει το κολάι φοράει μια κελεμπία και αρχίζει να υποδύεται τον Κουμάρε, έναν «γνήσιο» γκουρού, που έρχεται –υποτίθεται- από την Ινδία στις ΗΠΑ για να φωτίσει τους Αμερικάνους με τη σοφία του.

Στην αρχή της περιπέτειας του αναρωτιέται αν θα καταφέρει να τραβήξει το ενδιαφέρον. Δεν αργεί να διαπιστώσει ότι με ελάχιστο προμόσιον οι εθελοντές πιστοί ορμάνε σαν τις μέλισσες στο μέλι. Από εκεί και πέρα με τα όσα διαδραματίζονται δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις… Οι άνθρωποι που τον πλησιάζουν στο σύνολό τους δεν είναι καρικατούρες, αντιθέτως, είναι αρκετά ευκατάστατοι (οι περισσότεροι έχουν πισίνες στα σπίτια τους), επαγγελματικά πετυχημένοι, από όλες τις ηλικίες, άνδρες και γυναίκες. Αυτό που είναι ξεκάθαρο καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, είναι ότι κάθε μέλος του ποίμνιου του Κουμάρε, βρίσκει στην αγκαλιά του απάγκιο από διάφορα προβλήματα της καθημερινότητας του που σχετίζονται με το stress, τις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους, τα επαγγελματικά του, τις εξαρτήσεις κ.α.

Μέχρι το πρώτο μισό της ταινίας ομολογώ πως είχα σκάσει στο γέλιο, σταδιακά όμως άρχισα να μελαγχολώ διαπιστώνοντας το τεράστιο ανθρωπιστικό κενό που δημιουργεί ο σύγχρονος –καπιταλιστικός- τρόπος ζωή στους ανθρώπους και το οποίο έρχεται να γεμίσει όλο αυτό το ασκέρι από ψευδοπροφήτες και ιεροφάντες, κοροϊδεύοντας και σε πολλές περιπτώσεις κατακλέβοντας όσους πέσουν στην παγίδα τους. Δεν θέλω όμως να επεκταθώ για να μην σας το απομαγεύσω με την καταγραφή της δικής μου οπτικής. Σε κάθε περίπτωση, ασχέτως αν κάποιος συμφωνήσει τελικά με την κατακλείδα του ντοκιμαντέρ ή όχι, μπορεί να βγάλει πολλά συμπεράσματα για τις τάσεις των σύγχρονων κοινωνιών και τα αδιέξοδα τους.

Καλή θέαση

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

Read Full Post »

images

Δημοσιεύθηκε και στο Κατιούσα

Το πρώτο μέρος ΕΔΩ

(και καταϊδρωμένο, λόγω ζέστης)

Χωρίς πολλά-πολλά συνεχίζουμε από εκεί που είχαμε σταματήσει

Η εκπαίδευση: Μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση του τρόπου σκέψης μιας κοινωνίας έχει η οργάνωση του συστήματος εκπαίδευσης. Στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα μεταξύ άλλων παρατηρείται το εξής πρόβλημα. Η φιλοσοφία της σχολικής εκπαίδευσης είναι η αποστήθιση, το σχολείο δεν σου αναπτύσσει κάποιο σύστημα ανάλυσης και αξιολόγησης και έτσι η γνώση που αποκτάται είναι κάπως στείρα. Επίσης δεν καλλιεργείται το απαραίτητο κριτήριο που θα μπορούσε να είναι εργαλείο αξιολόγησης των πληροφοριών που λαμβάνουμε σε ευρύτερο επίπεδο, άρα είμαστε κατά μια έννοια ανυπεράσπιστοι απέναντι στον ανορθολογισμό. Στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η οποία εισάγει τους φοιτητές στην επιστημονική γνώση και μέθοδο, υπάρχει πάλι το πρόβλημα της εξειδίκευσης, αν και στα ελληνικά πανεπιστήμια το φαινόμενο αυτό δεν φτάνει σε ακραία επίπεδα (όχι προπτυχιακά τουλάχιστον). Πάντως σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (Αγγλία, ΗΠΑ), το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο, και η γνώση που αποκτάται λιγότερο διευρυμένη και περισσότερο εστιασμένη. Φυσικά υπάρχουν δεκάδες ακόμη πλευρές της εκπαίδευσης για να εξεταστούν, όμως δεν το επιτρέπει η έκταση του άρθρου να επεκταθούμε παραπάνω.

Αποσύνθεση του κοσμο-μοντέλου και κατακερματισμός, μίσος για τις «μεγάλες αφηγήσεις»: Ο Μαξ Βέμπερ έβλεπε το πέρασμα στις μονοθεϊστικές θρησκείες ως σημαντικό σκαλοπάτι για την ανάπτυξη της νεωτερικής επιστημονικής σκέψης στη Δύση. Φυσικά από την εξάπλωση των θρησκειών αυτών μέχρι και την κυριάρχηση του θετικισμού μεσολάβησαν πολλοί αιώνες, και αυτό επειδή έπρεπε να ωριμάσουν και οι υπόλοιπες [απαραίτητες] συνθήκες έτσι ώστε να επιτραπεί η μετάβαση. Ο Ιουδαϊσμός ή ο Χριστιανισμός, σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, έβλεπαν το σύμπαν σαν ένα ενιαίο δημιούργημα/σύστημα. Αυτό είναι κάτι που –όπως ο Βέμπερ υποστηρίζει- βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην νεωτερική επιστημονική σκέψη, σε σχέση με τον πολυδιασπασμένο κόσμο των αρχαίων θεών, όπου κάθε κομμάτι της φύσης εκπροσωπούνταν και από διαφορετική/ες θεότητα/ες. Ο ένας θεός που νομοθέτησε το σύμπαν, μια ενιαία βούληση, περισσότερο συμβατή με την θετικιστική επιστήμη, της οποίας δεδηλωμένος στόχος είναι η κατανόηση των φαινομένων και η ένταξή τους σε ένα ενιαίο ερμηνευτικό σχήμα αιτιοκρατικού τύπου.

Σαν ιστορική εποχή η νεωτερική εποχή, πέρα από την επιστήμη, χαρακτηρίζεται και εκείνη από αντίστοιχα ιδεολογικά/κοινωνικά μοντέλα τα οποία έχουν ένα συνολικό/ενιαίο όραμα για το ποια θα πρέπει να είναι η εξέλιξη της κοινωνίας. Η γαλλική επανάσταση, για παράδειγμα, δημιούργησε μια χάρτα ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων με οικουμενικό αίτημα.1 Η νεωτερική σκέψη όμως δεν περιορίστηκε εκεί, οικοδόμησε και άλλες «κοσμοθεωρίες» όπως ήταν για παράδειγμα αυτή του ουτοπικού και εν συνεχεία του επιστημονικού σοσιαλισμού.2 Το χαρακτηριστικό πολλών εξ αυτών των κοσμοθεωριών, είναι ότι συσπείρωσαν γύρω τους τεράστιες μάζες ανθρώπων, οι οποίες πίστεψαν σε αυτές, εμπνεύστηκαν και αγωνίστηκαν για να τις υλοποιήσουν. Η γαλλική επανάσταση με το σύνολο των ιδεών της οριοθέτησε την πορεία του κόσμου από τον 18ο αιώνα, ενώ οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις έφεραν στον 20ο αιώνα την αυγή μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα το αίτημα της οποίας –και με τις όποιες οπισθοδρομήσεις- μένει προς το παρόν ανεκπλήρωτο.

Με την ανατροπή του σοσιαλισμού και σε κάποιες περιπτώσεις τον εκφυλισμό του, ο πλανήτης μπήκε –κατά την άποψη μου- σε μια μεταβατική περίοδο. Από τη μια, όλες εκείνες οι ανθρωπιστικές ιδέες που έφερε μαζί της η ανάδυση του καπιταλισμού ως εποικοδόμημα, στις οποίες πίστεψαν και για τις οποίες αγωνίστηκαν οι λαοί, χρεωκόπησαν. Το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, έδειξε αν μη τη άλλο ότι η ρομαντική εποχή της νεωτερικότητας έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Γίνεται ξεκάθαρο πως οδηγός των εξελίξεων στον σύγχρονο κόσμο είναι ένα όραμα που δεν έχει στόχο να υπηρετήσει την ανθρωπότητα ως σύνολο, αλλά την κερδοφορία των γιγάντιων πολυεθνικών οργανισμών. Κάτι που αντί να απελευθερώνει τις δυνάμεις τις κοινωνίας, φέρνει ακραία φτώχεια, ανισομέρεια, πολέμους και γενικότερη ανισορροπία. Από την άλλη, η υποχώρηση του «αντίπαλου δέους» που ακούει στο όνομα «υπαρκτός σοσιαλισμός», και η ταυτόχρονη στοχοποίηση και δυσφήμηση του απ’ το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, δημιούργησε την εντύπωση στους λαούς ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική στο καπιταλιστικό μοντέλο. Το διττό αυτό φαινόμενο, είχε την επίδραση του και στην παραγωγή και αναπαραγωγή, τόσο της επιστημονικής σκέψης, όσο και του ευρύτερου κόσμου των ιδεών3. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την ανατροπή του υπαρκτού βρήκαν έδαφος οι θεωρίες για το «τέλος της ιστορίας».

athina-min-upotimate-tin-eksupnada-tou-tramp-leei-o-economist.w_l

Φράνσις Φουκουγιάμα, προφήτης ή ψευδοπροφήτης;

Η ανάδειξη τέτοιων θεωριών, όπως είναι αυτή περί τέλους της ιστορίας, σηματοδοτούν σύμφωνα με πολλούς εκπρόσωπους της αστικής επιστημονικής σκέψης, τη μετάβαση από την νεωτερική εποχή στην μετανεωτερική. Κατά τη δική μου άποψη, όλο αυτό δεν συνιστά την ανάδυση κάτι καινούριου, αλλά μια εποχή «βάλτου» και υποχώρησης του πολιτισμού, κατά την οποία η ουσιαστική μετάβαση, είναι το ζητούμενο και όχι το δεδομένο. Δηλαδή η μετανεωτερική εποχή, για να μιλήσουμε με αστικούς όρους, σηματοδοτεί ένα ιδεολογικό κενό ανάμεσα στον εκφυλισμό της αστικής ιδεολογίας και στην ανάδυση του επόμενου paradigm με βάση το όποιο θα προχωρήσει η κοινωνία.4 Για να το πούμε σε μια πρόταση, είναι η περίοδος ανάμεσα στο παλιό που έχει ξοφλήσει και στο νέο που δεν έχει ακόμη έρθει. Πέρα από το τέλος της ιστορίας, αν κάτι –πάλι σύμφωνα με αστούς διανοητές- ακόμα χαρακτηρίζει την μετανεωτερική/μεταμοντέρνα εποχή, είναι η αποφυγή των «μεγάλων αφηγήσεων». Με τον όρο αυτό εννοούν εκείνες τις κοσμοθεωρίες –‘όπως ο κομμουνισμός- που προβάλλουν ένα συνολικό όραμα για το ποια [θα έπρεπε να] είναι η εξέλιξη του κόσμου. Για τους οπαδούς της μετανεωτερικότητας, οι μεγάλες αφηγήσεις, στην εφαρμογή τους, οδηγούν σε «ολοκληρωτισμούς». Αυτή η άποψη είναι κυρίαρχη στις μέρες μας και απόλυτα συστημική και συντηρητική. Πάντως υπάρχει μια «μεγάλη αφήγηση» με την οποία οι μεταμοντέρνοι δεν δείχνουν να έχουν κανένα πρόβλημα, είναι η κυρίαρχη και ακούει στο όνομα καπιταλισμός. Θα κάνω πάλι μια προσωπική εκτίμηση και θα πω ότι αυτό που ενοχλεί στην πραγματικότητα τους οπαδούς των παραπάνω αντιλήψεων, είναι ότι η υπέρβαση της «μεγάλης αφήγησης» του καπιταλισμού, μπορεί να έρθει μόνο με την ανάδειξη μιας άλλης «μεγάλης αφήγησης» (πχ του κομμουνισμού). Υπό αυτήν τη σκοπιά λοιπόν, το μίσος για τις μεγάλες αφηγήσεις θεωρώ ότι έχει συντηρητικό/συστημικό υπόβαθρο, αφού για όσο καιρό δεν αναδύεται μια τέτοια, το καπιταλιστικό σύστημα δεν απειλείται. Στο επίπεδο της δικαιολόγησης της ύπαρξής του, ο καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη όπως στο παρελθόν να χρυσώνει το χάπι, αντιθέτως, εντελώς κυνικά προσπαθεί να μας πείσει όχι ότι είναι ωφέλιμος, αλλά ότι είναι αναπόδραστος.

Ίσως μέχρι αυτό το σημείο να αναρωτιέστε πού το πάω ή αν έχω βγει εκτός θέματος. Όχι, δεν έχω βγει εκτός θέματος, απλά για να γίνει κατανοητό το επιχείρημα μου έπρεπε να κάνω όλη αυτή τη μακροσκελή εισαγωγή. Το κλειδί για αυτό που θέλω να πω τελικά, βρίσκεται σε δυο σημεία 1) Στο βάλτο που έχει πέσει η κοινωνική πρόοδος εξαιτίας του σαπίσματος του καπιταλισμού και 2) Στην απουσία ενός νέου προοδευτικού αφηγήματος γύρω από το οποίο να συσπειρωθεί η ανθρωπότητα για να βγει από τις λάσπες. Το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα στη γέννηση του πλασαρίστηκε μ’ ένα τέτοιο «αφήγημα», ένα όραμα για το μέλλον με βάση το οποίο θα προόδευε η κοινωνία. Τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης έγιναν ιδανικά όλων των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων και όχι μόνο στη Γαλλία. Αυτό ήταν κάτι αναγκαίο για την αστική τάξη, που στην επανάσταση της ήθελε να έχει συμμάχους όλους όσους καταπιέζονταν από το φεουδαρχικό σύστημα. (Βέβαια με το που εξασφάλισε την κυριαρχία της η αστική τάξη έγινε συντηρητική και ξέχασε τις όποιες υποσχέσεις είχε δώσει στους καταπιεσμένους. Με μιας το γενικό συμφέρον έγινε ειδικό, και οι παρίες παρέμειναν παρίες). Ο Βάλτος και το κενό λοιπόν δημιουργούν πανικό, ο πανικός ευνοεί τον ανορθολογισμό, και ο ανορθολογισμός είναι το πιο έφορο έδαφος για να φυτρώσουν όλων των ειδών τα μεταφυσικά ζιζάνια, παραδοσιακού, νεωτερικού, μετανεωτερικού τύπου και όλων των μεταξύ τους διασταυρώσεων. Πόσο μάλλον όταν –προκειμένου να αποφευχθεί η παραγωγή «μεγάλων αφηγήσεων»- η παραγωγή της ανθρώπινης σκέψης λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι πολυδιασπασμένη, ακραία εξειδικευμένη, κατευθυνόμενη και μονομερής. Και για να μην παρεξηγηθώ, όλο αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή εξυπηρετεί τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και επειδή στην εποχή μας η καταγραφή και η διάδοση της πληροφορίας γίνεται με ραγδαίους ρυθμούς σε σχέση με παλιότερα. Όμως η δυνατότητα επεξεργασίας, συνδυασμού, επαλήθευσης και διασταύρωσης της πληροφορίας αυτής, [αν και με τη βοήθεια τις τεχνολογίας έχει επίσης επαναστατικά αυξηθεί], δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την ταχύτητα με την οποία παράγονται τα πληροφοριακά «παράσιτα» και «σκουπίδια». Ίσως μάλιστα αυτή η «πολυδιάσπαση των ιδεών» να έχει μια κάποια «εκλεκτική συγγένεια» με τα ίδια τα καπιταλιστικά συμφέροντα, τα οποία είναι από τη φύση τους διασπασμένα, αν και αλληλοδιαπλεκόμενα.

Κάποιου εδώ ολοκληρώνεται και το δεύτερο μέρος, ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο, όπου θα προσπαθήσω με κάποιο τρόπο να κλείσω τον κύκλο των συλλογισμών μου.

Λαγωνικάκης Φρακγίσκος(Poexania)

Δείτε εδώ το Γ΄ Μέρος

1 Βεβαίως πάνω σε αυτά τα δικαιώματα, του ατόμου και του πολίτη, αντανακλώνται οι ατομικές σχέσεις ιδιοκτησίας.

2 Οι όροι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς για να διαχωρίσουν τη δική τους επεξεργασμένη οπτική για τον σοσιαλισμό σε σχέση με τις πρώιμες σοσιαλιστικές θεωρίες. Υπάρχει και σχετική μπροσούρα με τίτλο “η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη“.

3 Δεν το λέω με την πλατωνική έννοια.

4 Το οποίο για εμένα πρέπει να είναι ο σοσιαλισμός.

Read Full Post »

pentagram

Δημοσιεύθηκε και στο Katiousa

Πολλοί ήταν οι διανοητές του 19ου ως και τις αρχές του 20ου αιώνα οι οποίοι μίλησαν για την «απομάγευση του κόσμου». Με τον όρο αυτό –«απομάγευση»- ο Μαξ Βέμπερ ονομάτισε την εξάλειψη ή τον ασφυκτικό περιορισμό της «μαγείας» από τις κοινωνικές πρακτικές. O όρος μαγεία αντιστοιχούσε χοντρικά σε οποιαδήποτε δοξασία ή πρακτική ή νόημα που γίνονταν αποδεκτά χωρίς τη μεσολάβηση μιας επιστημονικής [θετικιστικού τύπου] εξήγησης. Η αντίληψη αυτή δεν είχε δημιουργηθεί στους διανοητές της εποχής χωρίς λόγο. Αντιθέτως, είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν στην απομάγευση αφού μια σειρά από «επαναστάσεις», όπως ήταν η βιομηχανική (με τις δυο φάσεις της) και η επιστημονική, αλλά και επαναστάσεις χωρίς τα εισαγωγικά, είχαν φέρει στην Ευρώπη έναν τύπο ορθολογισμού που βασίζονταν πάνω στον θετικισμό, που με τη σειρά του υπηρετούσε την πρόοδο της καπιταλιστικής οικονομίας. Υπήρχαν βέβαια και διανοητές –όπως ήταν για παράδειγμα ο Καρλ Μαρξ- οι οποίοι κατάλαβαν αρκετά νωρίς τόσο τις δυνατότητες όσο και τις παγίδες του θετικισμού, τη σχέση του με τον καπιταλισμό, και κατ’ επέκταση τα όρια του.

Πάντως ο 19ος αιώνας ήταν ένας αιώνας που έδωσε την εντύπωση στους επιστήμονες, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, πως τα πάντα μπορούσαν να μετρηθούν, να ταξινομηθούν να υπολογιστούν. Και σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, μέσω της συνεχούς προόδου της [θετικιστικού τύπου] επιστήμης, υπήρχε η δυνατότητα του σχεδιασμού και της «κατασκευής» του μελλοντικού κόσμου κατά το όραμα της ανθρωπότητας. Η αισιοδοξία αυτή ιστορικά χτύπησε σε βράχο, και οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι ήρθαν να αποδείξουν ότι το όραμα της ανθρωπότητας κάθε άλλο παρά ενιαίο ήταν, και ότι η βουλησιαρχία των ισχυρών του πλανήτη για το μοίρασμα του κόσμου, μοιραία οδηγούσε την ανθρωπότητα από ξέρα σε ξέρα. Η επιστημονική σκέψη, συνειδητοποιώντας ότι το όραμα (όποιο και αν ήταν αυτό) του 19ου αιώνα, κάθε άλλο παρά πραγματώθηκε, σταμάτησε να βλέπει τον θετικισμό ως πανάκεια, και άρχισε να αναστοχάζεται πάνω στην ίδια της τη φιλοσοφία και την επιστημονική μέθοδο. Στις κοινωνικές επιστήμες αυτό εκφράστηκε με την παραδοχή ότι δεν ήταν δυνατόν τα πάντα να ποσοτικοποιηθούν και να «μαθηματικοποιηθούν». Ο θετικισμός φυσικά κάθε άλλο παρά ξεπεράστηκε, αυτό που μάλλον συνέβη είναι ότι άρχισαν να ανακαλύπτονται τα όρια και οι περιορισμοί του, και καταρρίφθηκε η όποια αισιοδοξία ότι με μια σειρά από πολύπλοκους μεν αλλά ακριβείς υπολογισμούς, όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν.

img4

Ομοιοπαθητικά σκευάσματα, σαν να λέμε mana potion, healing potion κλπ

Παράλληλα, όσο και αν η επιστημονική μέθοδος και το θετικιστικό paradigm πήρε χώρο από την «μαγεία»/μεταφυσική, εκείνη κάθε άλλο παρά εξαφανίστηκε. Ακόμα λοιπόν και αν η μεταφυσική δε βρήκε με άμεσο τρόπο χώρο ανάμεσα στους ταινιοδιαδρόμους του εργοστασίου, στις πρέσες και στα κοπίδια, στις πρακτικές του τεϊλορισμού και του φορντισμού, συνέχισε να υπάρχει στις κοινωνικές αναπαραστάσεις και κατ’ επέκταση στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Πέρα όμως από τις όποιες ποσοτικές μεταβολές υπέστη η «μαγεία», η ανάδυση του καπιταλισμού την άλλαξε και ποιοτικά. Επ’ αυτού δεν θα επεκταθώ διότι έχω αναφερθεί σε παλαιότερα μου άρθρα που όποιος θέλει μπορεί να τα διαβάσει εδώ και εδώ. Μια άλλη αδιαμφισβήτητη μεταβολή που έφερε η ανάδυση του θετικιστικού paradigm, είναι το σε συντριπτικό βαθμό διαζύγιο της μοντελοποιημένης επιστημονικής σκέψης από τη «μαγεία» και τις δοξασίες της. Στις μεσαιωνικές κοινωνίες, επιστήμη και μαγεία ήταν πολλαπλώς εναγκαλισμένες μεταξύ τους. Οι γιατροί διδάσκονταν αστρολογία και διάβαζαν προσευχές ως θεραπευτική πρακτική, οι φυσικοί διδάσκονταν αλχημεία, οι χειρούργοι ήταν «καταραμένοι» διότι με τις πρακτικές τους έχυναν αίμα, κάτι που απαγόρευε ο χριστιανισμός κ.α. Με το παραπάνω δεν υπονοώ ότι ο θετικισμός και ο καπιταλιστικός οργανωμένος τρόπος παραγωγής δεν δημιουργούν –αναγκαία- τις δικές τους ιδεαλιστικές/μεταφυσικές αναπαραστάσεις (αν θέλετε διαβάστε παλιότερο μου άρθρο για την μαρξιστική έννοια της ιδεολογίας και του φετιχισμού), αλλά ότι εισάγεται στην επιστημονική σκέψη η έννοια της απόδειξης και απορρίπτονται οι όποιες εξ αποκαλύψεως αλήθειες του παρελθόντος.

Βέβαια μέσα στην καπιταλιστική αγορά, «μαγεία», μηχανική και επιστήμη έρχονται να «συνευρεθούν» με καινοτόμους τρόπους. Για παράδειγμα ένα μεγάλο κομμάτι της φαρμακοβιομηχανίας ασχολείται με την παραγωγή ομοιοπαθητικών «σκευασμάτων», ενώ μέσω της προόδου που έφερε στις επικοινωνίες η επιστήμη της πληροφορικής διασπείρεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη κάθε είδους θεωρία συνωμοσίας, ψευδοεπιστήμης, προφητείας κ.α.

Είναι φανερό λοιπόν μέχρι τώρα, ότι αυτό που οι διανοητές της νεωτερικότητας διέγνωσαν ως παιδική ασθένεια του πολιτισμού, δηλαδή τη μαγεία, έχει μάλλον περισσότερο τη μορφή αλλεργίας αφού όχι μόνο δεν εξαφανίζεται μια και καλή, αλλά ανάλογα με την εκάστοτε εποχή αναζωπυρώνεται και μεταλλάσσεται. Μια τέτοια περίοδο θεωρώ ότι βιώνουμε και στην αυγή του 21ου αιώνα, και μάλιστα πιο έντονα από την αρχή της δεύτερης δεκαετίας του. Ομολογώ πως δεν μπορώ να κατανοήσω το φαινόμενο σε όλες του τις διαστάσεις και σχέσεις, παρόλα αυτά έχω κάποιες ιδέες σχετικά με το τι μπορεί να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή.

Οικονομική κρίση: Η οικονομική κρίση δημιουργεί αβεβαιότητα σε ανθρώπινα υποκείμενα και διαλύει κατεστημένους θεσμούς και μοτίβα. Η αβεβαιότητα αυτή κλονίζει τη μέχρι τότε σταθερή πίστη σε αξίες και τρόπους ζωής και οδηγεί τα υποκείμενα σε εναλλακτικές θεωρήσεις της πραγματικότητας. Τη θέση λοιπόν αυτού του κενού που δημιουργείται, έρχεται να την καλύψει πολλές φορές η μεταφυσική, η ψευδοεπιστήμη, ο «πνευματισμός» κ.α.

Μη επαλήθευση της τελεολογίας του θετικισμού: Το ότι ο θετικισμός, η βιομηχανική και η επιστημονική ανάπτυξη, η εξέλιξη γενικότερα της υλικής και πνευματικής παραγωγής δεν οδήγησε σε κάποιου είδους ουτοπία, είναι κάτι που κάνει την επιστήμη να χάσει την παντοδυναμία της στα μάτια των ανθρώπων. Πόσο μάλλον όταν διαφορετικά υποκείμενα απολαμβάνουν σε διαφορετικό βαθμό τα αγαθά του σύγχρονου πολιτισμού. Οι άθλιες υπηρεσίες ιατρικής φροντίδας για παράδειγμα που λαμβάνει κάποιος ανασφάλιστος, ή ακόμα και κάποιος που έχει μια δημόσια ασφάλιση της κακιάς ώρας, αφήνουν μεγάλο κενό για εισχώρηση της παραϊατρικής. Φυσικά, και μάλλον σε μεγαλύτερο βαθμό, στην παραϊατρική και στην ματζουνολογία καταλήγουν και οι ευκατάστατοι. Στην δική τους περίπτωση αυτό δεν έχει να κάνει με την μη πρόσβαση σε δομές υγείας, αλλά με τη συνήθεια, να νοηματοδοτούν τη ζωή τους μέσω του εξεζητημένου, του εκκεντρικού και του «εναλλακτικού».

Η αδυναμία της επιστήμης να δώσει απάντηση σε υπαρξιακά ερωτήματα:Υπάρχει ψυχή; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον; Ποιο είναι το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης; Τα υπαρξιακά αυτά ερωτήματα μοιραία απασχολούν τους ανθρώπους κατά πάσα πιθανότητα από την αρχή της ανθρωπότητας. Η επιστήμη πέρα από το να διαψεύσει κάποιες μεταφυσικές δοξασίες σε σχέση με αυτού του τύπου τα ερωτήματα δεν μπορεί να δώσει τη δική της απάντηση. Από τη μια λοιπόν απορρίπτει τις μεταφυσικές ερμηνείες, από την άλλη έρχεται και παραδέχεται ότι δεν έχει απτές αποδείξεις έτσι ώστε να μπορέσει να δώσει μορφή στο άγνωστο. Συνεπώς δεν είναι καθόλου παράξενο – και εφόσον τα υπαρξιακά ερωτήματα συνδέονται και με το αίσθημα του υπαρξιακού φόβου- ότι πολλοί άνθρωποι προτιμούν τις μεταφυσικές απαντήσεις από την άγνοια που τους προτείνει ως εναλλακτική η σύγχρονη επιστήμη.

Σε αυτό το σημείο ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος του άρθρου έτσι ώστε να μην γίνει πολύ μεγάλο και κουραστικό. Θα χαρώ να σας δω και στο επόμενο 

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

 

Το δεύτερο μέρος ΕΔΩ

Το τρίτο μέρος ΕΔΩ

Read Full Post »

Αναδημοσίευση από Κατιούσα

(Πραγματεία επί της γλώσσης)

Γιώργος Πιτσιτάκης

δάσκαλος – Ιστορικός ερευνητής

pitsitakisg@gmail.com

Ο Παναγιώτης (Πάνος) Κορνάρος (1908 – 1944) γεννήθηκε στο Σφακοπηγάδι Κισάμου Χανίων και ήταν ο πρωτότοκος από 5 αδέρφια. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και ήταν άριστος μαθητής.

Το σχολικό έτος 1919-20 εγγράφεται στο Γυμνάσιο Χανίων δίπλα στη Δημοτική Αγορά. Μετά τις δύο πρώτες τάξεις, το σχολικό έτος 1921-22 ο γυμνασιάρχης του 2ου Γυμνασίου Χανίων Εμμ. Γενεράλις τον παίρνει μαζί του στο γυμνάσιο, που μόλις πριν ένα χρόνο είχε ιδρυθεί παίρνοντας μαθητές από το Α’ Γυμνάσιο της Αγοράς, και όπως γράφει ο Εμμ. Κριαράς μαθητής και αυτός του ίδιου σχολείου: «[…] Εγκαταλείπαμε ευπρεπές γυμνασιακό κτίριο και “μετακομίζαμε” σε άθλιο παλαιό τουρκικό σχολικό κτίριο στη συνοικία Καστέλι των Χανιών […]». Ο Γενεράλις φαίνεται να είχε συγκεντρώσει τον «αφρό» της μαθητικής νεολαίας της εποχής. Το καλοκαίρι του 1925 αποφοιτά αριστούχος και εγγράφεται στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύμφωνα με μαρτυρία του αδερφού του, στη διάρκεια των σπουδών του ήταν αριστούχος φοιτητής και παρότι ήταν πρώτος στη σχολή του δεν του δόθηκε υποτροφία διότι ανέπτυσσε έντονη φοιτητική συνδικαλιστική δράση.

Τον Ιούλη του 1929 από την κυβέρνηση Βενιζέλου ψηφίζεται ο νόμος «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», το περίφημο «Ιδιώνυμο» (ΦΕΚ 245, τεύχος πρώτον 25/7/1929), που έστειλε στις φυλακές και τις εξορίες χιλιάδες αγωνιστές, είτε ήταν κομμουνιστές είτε όχι. H ψήφιση του «Ιδιώνυμου» και τα χρονίζοντα φοιτητικά αιτήματα, οδηγούν στο τέλος Νοεμβρίου του 1929 στη μεγάλη φοιτητική απεργία με διαδηλώσεις και σκηνές βίαιης καταστολής, όπου 32 φοιτητές καταδικάζονται όλοι ως πρωταίτιοι και κλείνονται στις φυλακές. Ο Κορνάρος που συμμετείχε στις κινητοποιήσεις αποβλήθηκε από όλα τα Πανεπιστήμια της Ελλάδας, μαζί με τους συμπατριώτες και συμφοιτητές του, Γιώργη Τσιτήλο και Γιώργη Πετράκη. Στρατεύτηκε αμέσως και υπηρέτησε στο 14ο Σύνταγμα στα Χανιά. Το 1931, ο πρωτομάρτυρας της Αντίστασης Βαγγέλης Κτιστάκης επιστρέφει στα Χανιά, από τις σπουδές του στη Γερμανία με διδακτορικό κι έχοντας γνωρίσει το μαρξισμό, στρατεύεται και υπηρετεί στην 5η Μεραρχία. Στο στρατό συνδέθηκε με τους διανοούμενους κομμουνιστές Πάνο Κορνάρο και Γιώργο Τσιτήλο. Μετά το τέλος της στρατιωτικής τους θητείας οι παραπάνω, δημιούργησαν μια ομάδα κάτω από την καθοδήγηση του Βαγγέλη Κτιστάκη στην οποία προστέθηκαν οι διαλεχτοί σύντροφοί τους ο γεωπόνος Νίκος Μαριακάκης, ο Θρασύβουλος Καλαφατάκης, ο Γιώργης Πετράκης, ο Μανώλης Πισαδάκης και άλλοι που έβαλαν τα θεμέλια των οργανώσεων και ανέλαβαν την ανάπτυξη της οργάνωσης και της πολιτικής δράσης του ΚΚΕ στο νομό Χανίων. Την περίοδο αυτή έγινε μέλος του συλλόγου φιλολόγων Ν. Χανίων. Το επόμενο διάστημα ξαναγύρισε στην Αθήνα και ανέλαβε αρχισυντάκτης στο Ριζοσπάστη. Στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 ήταν υποψήφιος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ) στο νομό Χανίων.

Στις 4 Αυγούστου 1936 επιβάλλεται από την ελληνική και ξένη ολιγαρχία η μοναρχο-φασιστική δικτατορία του Γεωργίου Γλύξμπουργκ και του Ιωάννη Μεταξά, εξαπολύοντας άγριο διωγμό όχι μόνο στους κομμουνιστές αλλά ενάντια και σε άλλους δημοκράτες. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας αστυνομικοί πραγματοποίησαν έφοδο στα γραφεία και τα τυπογραφεία των εφημερίδων. Στόχος τους να σταματήσουν τη διαδικασία έκδοσης των φύλλων της επόμενης μέρας. Σε λίγο ένας πολύπλοκος μηχανισμός θα αναλάμβανε τη προβολή του καθεστώτος. Ο “Ριζοσπάστης” ήταν η μόνη εφημερίδα που διέκοψε την κυκλοφορία της με την κήρυξη της δικτατορίας.

scan005

Ο έλεγχος του Πάνου Κορνάρου από το γυνμάσιο Χανίων

Ο Κορνάρος τότε βρισκόταν στα Χανιά. Η μαρτυρία – αφήγηση του Φραγκιού Λαγωνικάκη1 κομμουνιστή – αντιστασιακού και συγκρατούμενου του Κορνάρου, από τη Νέα Χώρα Χανίων, είναι αποκαλυπτική: «[…] Όταν έγινε η δικτατορία του Μεταξά, έγιναν και στα Χανιά μαζικές συλλήψεις. Μια μέρα ήρθαν πρωί-πρωί στο σπίτι μου και με έπιασαν. Στην ασφάλεια βρήκα το Χρήστο Δαρατσάκη, τον Κώστα Τζάκο, τον Γιάννη Πεντάρη, τον Παναγιώτη Κορνάρο, τον Παναγιώτη Τσεπέτη και άλλους. Μας μετέφεραν στο τμήμα μεταγωγών στα δικαστήρια. Διαμαρτυρηθήκαμε, ζητούσαμε να μας απολύσουν. Ήρθε ο γενικός διοικητής Πότης Σφακιανάκης: “Περιμένω διαταγές από το Μανιαδάκη”, μας είπε. Την επόμενη, συνοδεία και με χειροπέδες μας έβαλαν στο βαπόρι, μας έκλεισαν μερικές μέρες στο μεταγωγών του Πειραιά και από εκεί στην Ακροναυπλιά. Ήταν μια φυλακή παλιό φρούριο με ιστορία, εκεί είχαν κλείσει και το Γέρο του Μωριά, τον Κολοκοτρώνη, εκεί και τον Μακρυγιάννη, όταν σήκωσαν κεφάλι να πολεμήσουν την ξενοκρατία που πήρε τη θέση των Τούρκων και των κοτζαμπάσηδων. Εμείς οι Χανιώτες πήγαμε πρώτοι, εκατομμύρια ψύλλοι και κοριοί πέσανε πάνω μας να μας πνίξουν. Σε λίγες μέρες οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι από συντρόφους, οργανώσαμε τη ζωή μας, το μαγειρείο, το φούρνο, το λουτρό, καθαρίσαμε τη βρωμιά, ασπρίσαμε. Χωριστήκαμε σε παρέες, εμείς οι Χανιώτες στον ίδιο θάλαμο, στην ίδια παρέα, πείνα και των γονέων, το ψωμί λιγοστό, το φαΐ χωρίς λάδι. Καταλαβαίναμε ότι μας πήγαιναν για εξόντωση όπως και το κατάφεραν στο τέλος, παραδίνοντας τους κρατούμενους την πρώτη μέρα της κατοχής στους Γερμανούς δήμιους. Μια μέρα απόλυσαν όλους τους Χανιώτες, εκτός από μένα. Μαριακάκη, Καλαφατάκη, Βεστάκη κ.λπ. Ύστερα από μερικές μέρες τους έφεραν όλους πίσω, δεν είχε πετύχει το κόλπο.

Σε έναν θάλαμο είχαν απομονώσει όλους τους διανοούμενους και επιστήμονες, ήταν πολλοί, όπως ο Δημήτρης Γληνός, ο παιδαγωγός, τρεις γιατροί, ο Μανώλης Σιγανός από το Ηράκλειο, ο Γιάννης Αντωνιάδης και ένας άλλος, που δε θυμάμαι το επίθετό του. Ήταν ακόμα ο Σινακός, ο Βασίλης Μπαρτζώκας και πολλοί άλλοι. Ένα βράδυ πυροβόλησε η φρουρά μέσα στους θαλάμους, χωρίς λόγο. Σκότωσαν το δάσκαλο Σταυρίδη από τη Φλώρινα. Λένε πως στόχος ήταν ο Γληνός, αλλά αστόχησαν. Διαμαρτυρηθήκαμε στη διεύθυνση και στο Υπουργείο, κάναμε αποχή, ζητήσαμε να γίνουν ανακρίσεις, να περάσει από δίκη ο διοικητής της φρουράς. Στο θάλαμο δεν μέναμε ούτε μια ώρα αργοί. Την ημέρα με το νοικοκυριό μας, να καθαρίσουμε, να πλύνουμε τα ρούχα μας, να βοηθήσουμε στο μαγειρειό, κάναμε μαθήματα. Το βράδυ είχαμε πρόγραμμα ψυχαγωγίας με απαγγελίες, θεατρικά σκετς, χορούς. Στις 25 του Μάρτη, μας άφησαν και γιορτάσαμε όλοι μαζί, αλλά η διεύθυνση έκανε λογοκρισία στο πρόγραμμα. Ακόμα και από το ποίημα του Ρήγα Φεραίου κόψανε τους στίχους που λέγανε να ενωθούνε οι λαοί των Βαλκανίων, να διώξουνε τον Τούρκο δυνάστη. Πολλές φορές η διεύθυνση της φυλακής μας έφερνε χαφιέδες στους θαλάμους, εμείς τους αναγνωρίζαμε αμέσως και τους είχαμε σε απομόνωση. Ερχόταν δίπλα σου να πιάσουν κουβέντα, εσύ έφευγες, δεν τους μιλούσε κανείς. Σε λίγες μέρες τους έπαιρναν για να φέρουν άλλους που είχαν την ίδια τύχη […]».

Στο κάτεργο της Ακροναυπλίας ο Κορνάρος έμεινε έως την κήρυξη του πολέμου. Τότε οι δεσμώτες ζήτησαν να πάνε στο Μέτωπο να πολεμήσουν τους φασίστες επιδρομείς και να υπερασπιστούν την πατρίδα. Το καθεστώς τους αρνείται και όταν η χώρα υποδουλώνεται η προδοτική «κυβέρνηση» τους παραδίδει στους κατακτητές. Το Σεπτέμβρη του 1942 ο Κορνάρος μαζί με άλλους συντρόφους του μεταφέρθηκε στις φυλακές της Λάρισας. Όλα αυτά τα χρόνια ζώντας τη σκληρή και απερίγραπτη ζωή στα μπουντρούμια της φυλακής, επικοινωνεί με την οικογένειά του, με τ’ αδέλφια του και την αγαπημένη του, με γράμματα και επιστολικά δελτάρια από τα οποία ελάχιστα έχουν διασωθεί. Ένα μικρό δείγμα: «ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑΣ, 15-4-37, Αγαπητέ μου αδελφέ Νικόλα […] Εμείς εδώ είμαστε 150 περίπου άνθρωποι, εκτοπισμένοι όλοι με αποφάσεις των επιτροπών δημοσίας ασφαλείας. Για συσσίτιο μας παραχωρεί το κράτος ένα δεκάδραχμο στον καθένα και ζούμε μ’ αυτό μαγειρεύοντας από κοινού. Στην αρχή είμαστε 12 Κρητικοί αλλά αμνηστεύθηκαν οι 6 και μείναμε οι υπόλοιποι. […] Το μόνο που επιθυμώ είναι να με θυμάστε καμιά φορά και να μου γράφετε τι γίνεστε. Με αγάπη ο αδελφός σου Π. Κορνάρος». Ένα χρόνο αργότερα από τη Λάρισα μεταφέρονται στο Χαϊδάρι.

Στις 27 Απριλίου του 1944 ο ΕΛΑΣ στην Λακωνία σκοτώνει τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Πελοποννήσου, στρατηγό Φράντς Κρεχ και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Σε αντίποινα ο στρατός κατοχής αποφάσισε την εκτέλεση 200 κομμουνιστών. Έτσι από το Χαϊδάρι επιλέχθηκαν οι δεσμώτες της Ακροναυπλίας και οι εξόριστοι της Ανάφης. Ανάμεσά τους και Κρητικοί αγωνιστές όπως ο Ναπολέων Σουκατζίδης από το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου και οι Χανιώτες Πάνος Κορνάρος από το Σφακοπηγάδι, ο Νίκος Μαριακάκης από τα Χανιά και ο Θρασύβουλος Καλαφατάκης από τον Πλατανιά. Την Πρωτομαγιά του ’44 και καθώς το δρεπάνι του χάρου τους ακουμπά, αυτοί τραγουδούν, αποχαιρετούν τους συντρόφους τους και ο Κορνάρος, ίδιος σταυραϊτός, έσυρε πρώτος το χορό στον πεντοζάλη που χόρεψαν οι μελλοθάνατοι πριν την εκτέλεσή τους. Ο Γερμανός στρατοπεδάρχης σαστίζει, δεν πιστεύει στα μάτια του και ρωτά τι κάνουν. Ανεβάζουν τους ήρωες στα φορτηγά και τους μεταφέρουν στην Καισαριανή. Εκεί στο σκοπευτήριο ο μαντρότοιχος βάφτηκε κόκκινος κι οι μάρτυρες πέρασαν στην αθανασία.

Γληνος

Τα χρόνια εκείνα του Μεσοπολέμου (αρχές της δεκαετίας του 1920) με τον ταραγμένο κοινωνικό και πολιτικό βίο (εθνικός διχασμός, Μικρασιατική καταστροφή, προσφυγικό πρόβλημα), αρκετοί νέοι των Χανίων, που αργότερα εξελίχθηκαν σε σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής , όπως ο Μανώλης Κριαράς, ο Στέλιος Καψωμένος, ο Βαγγέλης Κτιστάκης, ο Νίκος Τωμαδάκης, ο Μανώλης Σκουλούδης, ο Μιχάλης Ράπτης (Pablo), ο Γιώργος Σπυριδάκης κ.ά. αντιδρώντας στο τέλμα της εποχής με πνευματικές αναζητήσεις, φιλολογικές και κοινωνικές συζητήσεις, ομιλίες και δράσεις, συγκροτούν ομάδες και ιδρύουν ομίλους και συλλόγους όπως τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο» και τον «Σύνδεσμο των Καλών Τεχνών εν Κρήτη» και εκδίδουν φιλολογικά – λογοτεχνικά περιοδικά όπως τις «Λογοτεχνικές Σελίδες», τον «Αυγερινό» και τον «Ερωτόκριτο». Σε αυτή την πνευματική κυψέλη φαίνεται ότι συμμετέχει ενεργά και ο Πάνος Κορνάρος. Είναι χαρακτηριστικά τα φλογερά λόγια όπως τα περιγράφουν οι νέοι του Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου απευθυνόμενοι στους συνομήλικούς τους στην «Έκκληση προς τους νέους των Χανίων» όταν διαπιστώνουν πνευματική νάρκωση και ακινησία: «Σπουδάζουσα νεότης! […]Εις την Κρήτην όπου οι ποιηταί δεν έλειψαν, ούτε και οι θεραπεύοντες τας μούσας, ούτε οι άνθρωποι, οι λάτραι του καλού, εις την πατρίδα του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Κονδυλάκη και Δαμβέργη, και τόσων άλλων αστέρων της ποιήσεως και της λογοτεχνίας, σήμερον παρατηρείται μία νεκροφάνεια μία σιγή, μία αφάνεια ανθρώπων αγαπώντων το καλόν και άλλων παραγωγών του ή και υποστηρικτών του! Ναι! Ο πόλεμος υπήρξεν αιτία δια να μείνωμεν οπίσω. […] Δεν υπάρχει θέλησις υποστηρίξεως των καλών τεχνών και η υπάρχουσα εκμηδενίζεται υπό της αδιαφορίας των πολλών. Εις την Κρήτην μόρφωσις υπάρχει. Μήπως δεν υπάρχουν εις την μεγαλόνησον μας άνθρωποι θερμώς αφωσιωμένοι, μήπως δεν είναι λάτραι της φιλολογίας; Μήπως δεν είναι υποστηρικταί του καλού εν τη τέχνη; Είναι! Εις σπινθήρ χρειάζεται! […]».

1 Ο Φραγκιός Λαγωνικάκης, κομμουνιστής – αντιστασιακός, είχε το ιστορικό καφενείο «Του Φραγκιού» στην παραλία της Νέας Χώρας δυτικά της πόλης των Χανίων, το οποίο υπάρχει και σήμερα. Ήταν μέλος του προπολεμικού κομμουνιστικού πυρήνα της Νέας Χώρας που καθοδηγούνταν από τον Βαγγέλη Κτιστάκη και έλαβε μέρος σε όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στα Χανιά κατά το Μεσοπόλεμο. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου τον έστειλε στην Ακροναυπλία. Έλαβε μέρος στο Κίνημα κατά του Μεταξά και φυλακίστηκε ξανά στις φυλακές της Πύλου. Κατά την Κατοχή, συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση και παρ’ ολίγο να οδηγηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί.

(Συνεχίζεται…)

Read Full Post »

Δημοσιεύτηκε στην Katiousa

lucky-luck-2

«Εμάς που δεν προσκυνήσαμε ποτέ σταυρούς, σβάστικες, σφυριά, δρεπάνια, που δε θέλαμε να κάνουμε κανένα σαν τα μούτρα μας.»

Το παραπάνω, όπως οι περισσότεροι θα γνωρίζετε πια, αποτελεί απόσπασμα από τραγούδι των ActiveMember, με τίτλο «Όλα εδώ χρεώνονται» το οποίο κυκλοφόρησε πριν από μερικές εβδομάδες και έκανε μια κάποια αίσθηση λόγω των επίμαχων στίχων του. Αν κάτι διακρίνουμε με την πρώτη ματιά, είναι η αναπαραγωγή της θεωρίας των δυο άκρων, κάτι που οι δημιουργοί βέβαια αρνούνται, αν και είναι κάπως δύσκολο πλέον να το «σώσουν». Πέρα όμως από το εμφανές, οι συγκεκριμένοι στίχοι κρύβουν ακόμη βαθύτερη σαπίλα, η οποία έχει να κάνει με ένα πιο ευρύ φαινόμενο των σύγχρονων κοινωνιών, αυτό του ατομικισμού.

«Εμάς που δεν προσκυνήσαμε[…]» τίποτα, σαν να λέει εμείς που δεν υποτάξαμε το Εγώ μας για τίποτα. Οι περισσότεροι –και καλά- αντισυμβατικοί καλλιτέχνες και περσόνες (Πανούσηδες, Μυτακίδηδες, Πιτσιρίκοι), από τη μια καταδικάζουν υποτίθεται το κατεστημένο, από την άλλη είναι πολύ «ιδιαίτεροι» για να μπουν κάτω από «σημαίες και ιδεολογίες». Διαφημίζουν λοιπόν το μοντέλο του μοναχικού καβαλάρη, που βρίσκεται έξω και πάνω από το σύστημα και ταυτόχρονα έξω και πάνω από τον υποτιθέμενο κομφορμισμό των σωματείων, των κομμάτων και λοιπών παρατάξεων. Κριτικάρουν και έχουν άποψη για τα πάντα, αλλά ποτέ δεν δείχνουν προς άλλη διέξοδο πέρα από την ατομική/εγωιστική (ψέματα, ο Πανούσης πρότεινε άμεση δημοκρατία από τα προποτζίδικα). Ακόμα και όταν αναγκάζονται να μιλήσουν για συλλογικές λύσεις, το κάνουν με αφηρημένους όρους και πάντα με λατρεία για το «αυθόρμητο» και το «αγανακτισμένο».

Αυτό το στυλάκι του «ασυμβίβαστου» και συνάμα too large, βρίσκει δυστυχώς απήχηση σε ένα ευρύτερο κοινό, που συνήθως δεν έχει κινηματική εμπειρία, έτσι, «ψαρώνει» με την παραμυθάτου καλλιτέχνη που «δεν χωρά πουθενά». Το αποτέλεσμα είναι όλες αυτές οι διασημότητες να λειτουργούν σαν ιεροκήρυκες συστημικών αντιλήψεων του τύπου «όλοι το ίδιο είναι», «εγώ δεν μου βάζω ταμπέλες», «εγώ δεν μπαίνω σε στεγανά» κ.α. Πολλές από τις περσόνες αυτές, επειδή έχουν πιάσει την καλή, ίσως έχουν την δυνατότητα να επαναπαύονται στην εγωκεντρική τους κοσμοαντίληψη, τι γίνεται όμως με τους υπόλοιπους από εμάς; Η πλειοψηφία του κόσμου δεν έχει την πολυτέλεια να συμπεριφέρεται «αυτιστικά», διότι, άσχετα με την όποια «ιδιαίτερη» κοσμοθεωρία κουβαλάει ο καθ’ ένας, βρίσκεται αντικειμενικά με την πλάτη στον τοίχο όσο λειτουργεί ως μονάδα. Η συστράτευση των υπό εκμετάλλευση ανθρώπων σε έναν κοινό στόχο, δεν συνιστά υποταγή στην μετριότητα της μάζας, αντιθέτως, είναι αναγκαία για την απελευθέρωση των ατόμων και κατ’ επέκταση για την περαιτέρω ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους.

hqdefault

Άμα σε πάρει η κατηφόρα δύσκολα κόβεις ταχύτητα

Κάποιοι, υποστηρίζουν ότι η καπιταλιστική κοινωνία δίνει στα άτομα τη δυνατότητα να αναπτύξουν το καθένα την δική του άποψη, και έτσι, υπάρχει η εγγύηση ενός πλούτου των ιδεών. Φρονώ ότι αυτός «ο πλούτος των ιδεών», δεν είναι τίποτα παραπάνω από διαφορετικά προϊόντα στα ράφια ενός supermarket, τα οποία πρακτικά διαφέρουν εξωτερικά αλλά κάνουν την ίδια δουλειά και έχουν συγκεκριμένη αφετηρία. Βέβαια, παραγωγή και αξιοποίηση ιδεών υπάρχει στην καπιταλιστική κοινωνία, όμως το αν θα έχει τύχη ή όχι μια ιδέα εξαρτάται άμεσα από το πόσο αξιοποιήσιμη θα είναι εμπορικά και όχι από το αν λ.χ. είναι χρήσιμη για την ανθρωπότητα.

Η εμμονή των ανθρώπων στο εγώ τους δεν είναι σε καμία περίπτωση προϋπόθεση της ελευθερίας τους, αντίθετα, τους καλλιεργεί την εσωστρέφεια και συχνά τους απομονώνει και τους περιθωριοποιεί. Η αντίληψη ότι «εγώ έχω την αποψάρα μου και είμαι γαμάτος», γυρνάει μπούμερανγκ όταν τα άτομα τσακίζονται από τις αντικειμενικές συνθήκες και μεταβάλλεται στο «δεν τα κατάφερα άρα είμαι άχρηστος».

Από την άλλη, η συμμετοχή σε συλλογικές δομές όπως είναι τα σωματεία, δεν σημαίνει εκμηδένιση της προσωπικότητας, αντιθέτως, οδηγεί σε ωρίμανση της συνείδησης, μέσω της κατανόησης ότι το όποιο εγώ θα ήταν ανύπαρκτο χωρίς το εμείς. Όσο πιο καλά συντονισμένο είναι το εγώ στο εμείς τόσο περισσότερος χώρος θα παράγεται τελικά για το εγώ, και τόσο μεγαλύτερη ασφάλεια θα υπάρχει για τα άτομα.

Ολόκληρη η κοινωνία είναι το αποτέλεσμα μιας διαδοχής γενεών και τύπων κοινωνιών, μιας διαδικασίας συσσώρευσης, μιας διαδικασίας απόρριψης, σύγκρουσης και συνεργασίας. Η ίδια η καπιταλιστική επιχείρηση είναι στην ουσία η οργάνωση σε υψηλό επίπεδο ανθρώπων που συνεργάζονται προς ένα στόχο, ασχέτως αν αυτός ο στόχος είναι η παραγωγή κέρδους για τους ιδιοκτήτες. Όταν κάποιος μπαίνει στον χώρο δουλειάς του, αυτομάτως περιορίζει το εγώ του και σέβεται κάποιο πλαίσιο συνεργασίας, διαφορετικά θα ήταν αδύνατος ο συντονισμός. Υπό αυτήν την έννοια η νεοφιλελεύθερη θεωρία φάσκει και αντιφάσκει όταν διδάσκει την λατρεία του ατόμου, αλλά στα πλαίσια του καπιταλισμού υποτάσσει τα άτομα σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο οργάνωσης και συνεργασίας χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαμε καν να μιλάμε για καπιταλισμό. Οι καπιταλιστές, λοιπόν, μας ζητούν να είμαστε ξεχωριστά «εγώ» μόνο όταν αυτό μας κρατά σε απόσταση μεταξύ μας και εμποδίζει την όποια θέσπιση κοινών στόχων για την προώθηση των συμφερόντων της τάξης μας, αντίθετα, στην παραγωγή, μας θέλουν ενωμένους και συντονισμένους έτσι ώστε να εξυπηρετούνται βέλτιστα τα κέρδη τους. Η όποια λοιπόν ρομαντικοποίηση του ατομικισμού, είτε με την «αριστερή» εσάνς του ανένταχτου επαναστάτη, είτε με την δεξιά εσάνς του «καταφερτζή», συνδράμει στο να αναπαράγεται η εκμετάλλευση και άρα να διαιωνίζεται η σκλαβιά.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω είναι αυτονόητο ότι το κέρδος των καπιταλιστών προέρχεται από το βαθμό οργάνωσης και συνεργασίας του έμψυχου και του άψυχου υλικού το οποίο αυτοί «κατέχουν» και διαχειρίζονται. Υψηλότερος βαθμός οργάνωσης = καλύτερο αποτέλεσμα = περισσότερο κέρδος. Φυσικά στον καπιταλισμό η οργάνωση των συντελεστών της παραγωγής, φτάνει μέχρι ένα όριο και μετά «πνίγεται» από τις εσωτερικές αντιφάσεις του οικονομικού συστήματος αυτού. Η υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θα μπορούσε να παρακάμψει τις όποιες αντιφάσεις και να απελευθερώσει τις δυνάμεις της παραγωγής. Παράλληλα, θα μπορούσε να αλλάξει το βασικό στόχο της παραγωγής που σε συνθήκες καπιταλισμού είναι το ιδιωτικό κέρδος, και να τον μετατρέψει στην αναζήτηση της κοινής ωφέλειας. Αυτό όμως είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο συλλογικά και μόνο οργανωμένα, μέσα από τα εργατικά σωματεία -γιατί ο χώρος δουλειάς είναι το βασικό κύτταρο αναπαραγωγής του υλικού κόσμου- και με σημείο αναφοράς ένα προλεταριακό κόμμα, κομμουνιστικό δηλαδή. Ακριβώς ό,τι οι Πανούσηδες και οι Μυτακίδηδες σνομπάρουν και συκοφαντούν στα υπερεπαναστατικά τους άσματα.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

Read Full Post »