Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Τις τελευταίες δυο μέρες βιώνουμε ακόμα και χωρίς να το θέλουμε, ένα φλερτ ανάμεσα σε πρώην χρυσαυγίτες βουλευτές (και νυν κατάδικους) και στο ΣΥΡΙΖΑ. Το επίδικο αυτού του φλερτ αφορά στο τι θα ψηφίσουν οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής, του Κασιδιάρη και λοιπών, τώρα που ξεμείνανε απο κόμμα. Πολλοί, φαντάζομαι, θα πληροφορηθήκατε σχετικά με το κάλεσμα του Αλέξη Τσίπρα προς τους φασίστες να στηρίξουν ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές.

Και θα πει κάποιος, «μα καλά, δεν έχει το δικαίωμα ενας ψηφοφόρος της Χρυσής Αυγής να αλλάξεις ιδέες;». Νομίζω ο κάθε ένας έχει το δικαίωμα να αλλάξει ιδέες, όμως αυτό ούτε πρόκειται να γίνει με μαγικό τρόπο τη νύχτα των εκλογών, ούτε επειδή θα βάλει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ θα μετατραπεί ο λύκος σε πρόβατο. Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του, στην λιγούρα τους για την καρέκλα, δεν διστάζουν να φτάσουν τον αμοραλισμό στα άκρα και να ζητήσουν την ψήφο ακόμα και των φασιστών. Ομως δεν είναι μόνο ο Τσίπρας που ρίχνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ φασίστες και χουντικούς θυμίζοντας το πάλαι ποτέ κάλεσμα του Καρατζαφέρη. Υπάρχει ανταπόκριση και απο τους καταδικασμένους ηγέτες των ναζιστών υπέρ της ψήφου στο ΣΥΡΙΖΑ. Ας εξετάσουμε κάποια ντοκουμέντα:

Τα δυο παρακάτω screenshots προέρχονται απο τον λογαριασμό του Κωνσταντίνου Μπαρμπαρούση και μιλάνε από μόνα τους. Ο Μπαρμπαρούσης όχι μόνο καλεί τους δικούς του να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ χωρίς αυταπάτες, αλλά αναπαράγει και την ελεεινή προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ (και παλιότερα του ΠΑΣΟΚ) ότι το ΚΚΕ στηρίζει την ΝΔ επειδή οι οπαδοί του δεν ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ και επειδή το ίδιο δεν θέλει να συγκυβερνήσει με το ΣΥΡΙΖΑ.

Ας δούμε όμως τι λέει και ο Κασιδιάρης σε προσωπικό του τουίτ:

«ούτε ένας Έλληνας ΔΕΝ πρέπει να απέχει από την εκλογική διαδικασία. Η συμμορία που απέκλεισε το κόμμα μας από τις εκλογές έχει ένα ξεκάθαρο σχέδιο: Να μας απογοητεύσει και να μας σύρει στο λευκό, το άκυρο και την αποχή, γιατί έτσι ευνοούνται τα υπόγεια σχέδιά της. Δεν θα τους κάνουμε την χάρη, δεν θα μείνουμε σπίτι και δεν θα βρεθούμε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.»

και

«. Ζητώ όμως από όλους να συμμετέχουν στις εκλογές και να ψηφίσουν κατά συνείδηση ενάντια στο καθεστώς Μητσοτάκη,»

και

«ΥΓ1: Επειδή δεχόμαστε άπειρες ερωτήσεις και υπάρχει εύλογο ενδιαφέρον για τα μικρά κόμματα, συνιστώ να είστε ιδιαιτέρως καχύποπτοι με όσους πέρασε εκπρόθεσμα ο ελεγχόμενος Άρειος Πάγος (Εάν, Πλεύση) και με όσους προβάλλει η λίστα Πέτσα (Τζήμερο, Νίκη)»

Όταν λες πως το βασικό είναι να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ταυτόχρονα προτείνεις στους ψηφοφόρους σου να μην ψηφίσουν κάποιο από τα άλλα ακροδεξιά κόμματα, δια της εις ατοπου επαγωγης δεν ειναι σαν να λες οτι θελεις να βγει κυβερνηση συριζα; Εγώ τουλάχιστον αυτό καταλαβαίνω.

Συμπέρασμα… η περίφημη «προοδευτική συμμαχία» που ευαγγελίζεται ο Τσίπρας, έχει τόσο μεγάλο εύρος που χωράνε όλοι μέσα, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Μέρα25, καραμανλικά στελέχη, Μπαρμπαρούσης, Κασιδιάρης και γενικά το πηγάδι δεν έχει πάτο. Όσοι πάτε την Κυριακή στις κάλπες καλό θα είναι να έχετε στο μυαλό σας που μπορεί να οδηγήσει η κοντόφθαλμη λογική του τύπου «σημασία τώρα έχει να φύγει ο Κούλης και μετά βλέπουμε». Όσοι θέλετε να έχετε την συνείδηση σας καθαρή οφείλετε να μαυρίσετε όλο το συνάφι των αστικών κομμάτων, πλέον δεν υπάρχει «δεν ήξερα», όλα ετούτα και πολλά περισσότερα γίνονται στο φως της μερας και ο κάθε ένας μας ευθύνεται στο βαθμό που του αναλογεί με το βάρος της ψήφου του. ΚΚΕ δαγκωτό λοιπόν!

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

ΥΓ: Στη συζήτηση που είχα με ενα σύντροφο, τέθηκε ο προβληματισμός μήπως πίσω από αυτό το φλέρτ κρύβονται οι προτιμήσεις του εφοπλιστικού κεφαλαίου το οποίο όπως είχαμε διαπιστώσει ήταν βασικός εντολοδόχος της Χ.Α τα προηγούμενα χρόνια. Είναι μια καθόλου παράλογη υπόθεση εργασίας κατά τη γνώμη μου.

Το τρίτο μάτι

Η νεα ιστοριούλα που έγραψα, ελπίζω να σας αρέσει.

Το τρίτο μάτι

Κάθονταν στο τελευταίο τραπέζι στο βάθος, εκεί όπου μερικά τρίγωνα φωτός πνίγονταν από πηχτές σκιές. Στις φωτεινές δέσμες μπορούσε κανείς να διακρίνει κόκκους σκόνης και τουλίπες καπνού στον αέρα να χορεύουν μεταξύ τους ένα αργό βαλς, ακολουθώντας σπειροειδείς τροχιές. Το μέρος εκείνο του προσώπου του που δεν έκρυβε το σκοτάδι φανέρωνε έναν άνθρωπο ταλαιπωρημένο. Είχε ξερακιανό δέρμα με βαθιές ρυτίδες, αυτές που ευγενικά αποκαλούμε γραμμές έκφρασης, και χοντρά γκρίζα γένια τεσσάρων πέντε ημερών που έμοιαζαν σκληρά σαν ακίδες συρματόβουρτσας. Όπως και κάθε άλλη φορά είχε σκυφτό το κεφάλι του το οποίο στήριζε με το χέρι του και ακούγονταν να μουρμουρίζει μοναχός του. Αυτά που έλεγε, αν κάποιος τους έδινε σημασία, δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Ήταν λες και τις μισές από τις φράσεις που ξεστόμιζε τις ολοκλήρωνε σιωπηλά στο μυαλό του. Κάποτε ένας νεαρός αγελαδάρης, περαστικός από την περιοχή, του είχε δώσει τη συμβουλή άμα τον ρωτήσουν σχετικά, να απαντήσει ότι στην πραγματικότητα δεν παραμιλάει, αλλά ότι σκέφτεται φωναχτά. «Με αυτόν τον τρόπο θα γλιτώσεις και το τρελάδικο» του είπε αστειευόμενος.

Η αλήθεια είναι ότι πέρναγαν διάφορες εικόνες από το μυαλό του και πότε πότε χασκογελούσε, ενώ ταυτόχρονα πετάριζαν τα βλέφαρα του σαν κάποιο σκουπιδάκι να τον ενοχλούσε. Το μεγαλύτερο μέρος των βολβών του πετάγονταν αφύσικα έξω από τις κόγχες τους, αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό για το οποίο του είχαν προσδώσει το όνομα «Καλιγούλας». Είναι αμφίβολο βέβαια αν έστω και ένας στους δέκα από όσους τον αποκαλούσαν με αυτό το όνομα, και όχι Τζωρτζ που ήταν το κανονικό του, γνώριζαν τον ξακουστό για όλους τους λάθος λόγους Ρωμαίο αυτοκράτορα. Ούτε και ο ίδιος τον γνώριζε. Αυτό το φαινόμενο με τους προτεταμένους βολβούς των ματιών του οφείλονταν στην πολύ μεγάλη οφθαλμική του πίεση, κάτι που τον ταλαιπωρούσε από αρκετά νεαρή ηλικία. Από την όραση του δεν είχε πάντως να ζηλέψει κάτι ούτε τυφλοπόντικας. Πέρα από το ενάμιση μέτρο ο κόσμος όλος ήταν για αυτόν σαν εκείνες τις ακατανόητες ζωγραφιές που είχε χαζέψει όταν ήταν μικρός σε μια έκθεση Γάλλων ζωγράφων, κατά τη μια και μοναδική του επίσκεψη στη Νέα Υόρκη με τους γονείς του.

Καθώς ανασηκώθηκε λίγο έπιασε ένα μικρό μπισκοτάκι που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι του και το βούτηξε στην κούπα με το –πλέον- κρύο τσάι του. Χρειάζονταν να το μαλακώσει πρώτα γιατί τα λιγοστά του δόντια δεν τον βοηθούσαν στο μάσημα.  Ήταν μια από τις ελάχιστες απολαύσεις της ζωής του αυτό το μπισκότο με πιτσιλιές σοκολάτας που του προσφέρονταν μαζί με το τσάι στο σαλούν.

Κάποτε είχε κοντέψει να πεθάνει από επιπλοκές που είχε με το συκώτι του και ο γιατρός του είχε κόψει το αλκοόλ και το τσιγάρο. Στην πραγματικότητα ο γιατρός του είχε πει να τα κόψει άλλες πέντε φορές μέχρι τότε, όμως το ενδεχόμενο του επικείμενου θανάτου του ήταν αυτό που τον έπεισε και όχι η επιστήμη. Είχαν περάσει από τότε που έβαλε στο στόμα του το τελευταίο τσιγάρο έντεκα χρόνια και μέσα σε αυτά τα έντεκα χρόνια ήταν ζήτημα αν είχε κατεβάσει συνολικά τρία σφηνάκια μπέρμπον. Κάποτε η ημερήσια κατανάλωση του ήταν τουλάχιστον μισό μπουκάλι από το χαμηλότερο σε τιμή, και υψηλότερο σε περιεκτικότητα οινοπνεύματος, ποτό που σέρβιρε το μπαρ. Υπήρχε μια περίοδος που το είχε παρακάνει, τότε ζούσε ακόμα ο Γκρίλο ο γαϊδαράκος του. Μια φορά τον είχε αφήσει δεμένο έξω από το εμπορικό επειδή έπιασε την κουβέντα με κάποιον γνωστό του και περπάτησαν παρέα από εκεί ως το σαλούν. Όταν μετά από λίγο βγήκε έξω σουρωμένος, δεν θυμόνταν τι είχε γίνει. Άρχιζε να σκούζει και να κλαίγεται ότι του τον είχαν κλέψει, και έβαλε όλους τους θαμώνες να ψάχνουν αριστερά και δεξιά για τον Γκρίλο. Μετά από κάποια ώρα που αποκαλύφθηκε τι είχε πραγματικά συμβεί κανένας δεν του κράτησε κακία, δεν σταμάτησε όμως και κανείς να του κάνει καζούρα από τότε.

Είχε έρθει πριν από πολλές δεκαετίες στην περιοχή μαζί με άλλους επίδοξους χρυσοθήρες για να απογοητευτεί και εκείνος μαζί με τους υπόλοιπους όταν αποκαλύφθηκε, ότι η φλέβα χρυσού που είχε βρεθεί δεν ήταν τελικά και τόσο σπουδαία, ούτε και εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση. Μαζί με τη φλέβα στέρεψαν και οι ελπίδες του και έμεινε ρέστος όπως και οι περισσότεροι, όμως αντίθετα με τους περισσότερους δεν εγκατέλειψε την μικρή αυτή πόλη στη μέση του πουθενά. Ό βασικότερος λόγος ήταν ότι είχε γνωρίσει και παντρευτεί την Κλάρα, με την οποία αργότερα έκανε και δυο γιούς. Η κλάρα μετά από κάποια χρόνια τον εγκατέλειψε, αφήνοντας και τα παιδία πίσω. Έφυγε με κάποιο περαστικό καραβάνι για οπουδήποτε αλλού, όμως ο ίδιος είχε ριζώσει πια στην περιοχή σαν κάκτος στην έρημο. Όταν μερικές φορές τον ρωτούσαν για την Κλάρα, απαντούσε πάντα το ίδιο, «δεν βαριέσαι, έτσι και αλλιώς ήταν διαβολογυναίκα». Στα τόσα χρόνια είχε κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, είχε δουλέψει ακόμα και ως νεκροθάφτης για μερικά φεγγάρια, όμως τα τελευταία κάμποσα χρόνια έκανε κληρώσεις. Ήταν καλός στις κληρώσεις, κάποτε έβγαζε λαχνούς για ένα ζευγάρι μπότες από δέρμα κροκόδειλου, κάποτε για κάποια ελαφρώς μεταχειρισμένη σέλα και άλλοτε κλήρωνε διάφορα εργαλεία. Αγόραζε με πίστωση το έπαθλο και έδινε στους πωλητές τα χρήματα όποτε ολοκληρώνονταν η διαδικασία της κλήρωσης. Εκείνοι του έδειχναν εμπιστοσύνη μιας και ήταν ελάχιστες οι φορές μέσα στα πολλά αυτά χρόνια που είχε αφήσει κάποιο φέσι.

Αυτή τη φορά κλήρωνε μια ζώνη μαζί με θήκη όπλου. Ήταν καλή ζώνη και η θήκη είχε χαραγμένη πάνω στο σκληρό δέρμα τη σιλουέτα ενός αλόγου που ήταν σηκωμένο στα δυο πόδια. Οι νεότεροι σε ηλικία καουμπόις τρελαίνονταν για αυτά τα σχέδια και οι περισσότεροι λαχνοί είχαν γίνει ανάρπαστοι. Πήρε με την ησυχία του ακόμη μια γουλιά ρόφημα και σηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα του. Έβγαλε από την κωλότσεπη ένα τυλιγμένο τετράδιο και πήρε από το δεξί του αυτί το μολύβι που είχε χωμένο εκεί. Η σκεβρωμένη του σιλουέτα βγήκε αργά από τις σκιές και κατευθύνθηκε προς το κέντρο του μαγαζιού. Ήταν αδύνατος, πολύ αδύνατος και σχετικά ψηλός, αν και η στάση του σώματος του ήταν καμπουριαστή.

«Δεκαπέντε νούμερα έμειναν, ποιος θα τα βάλει να κάνουμε την κλήρωση;» είπε κάπως φωναχτά με τη βραχνιασμένη του φωνή. Στην πραγματικότητα μετά από τόσα χρόνια ήξερε ποιοι από τους θαμώνες είχε ελπίδες να αγοράσουν λαχνούς και ποιοι όχι. «Έλα από εδώ» του φώναξε ο μπάρμαν που ήταν και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Αν ήταν τυχερός θα του γέμιζε και τα 15 κενά νούμερα που είχαν απομείνει ασημείωτα στο τετράδιο και θα ξέμπλεκε γρήγορα. Σε αυτήν την περίπτωση θα έκανε άμεσα την κλήρωση και θα πήγαινε απευθείας στο παντοπωλείο να ξεχρεώσει τη ζώνη και να βρει ποιο θα ήταν το επόμενο πράγμα που θα έριχνε στη λαχειοφόρο του.

Την ώρα που πέρναγε, κάποιος που κάθονταν στο τραπέζι του πόκερ με την κόκκινη τσόχα άπλωσε επίτηδες το πόδι του για να του βάλει τρικλοποδιά. Έτσι ημίτυφλος όπως ήταν δεν πήρε χαμπάρι και σκόνταψε στο απλωμένο πόδι, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει με τα μούτρα στο γλιτσιασμένο πάτωμα του σαλούν. Γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν, όμως ακούστηκε μονάχα ένας να χασκογελάει με δύναμη. Ήταν ο ίδιος που του είχε βάλει την τρικλοποδιά. Ο Καλιγούλας έβγαλε έναν τσιριχτό ήχο πόνου, κάτι σαν ποντίκι που το πατάς με τη μπότα σου για να το λιώσεις. Στην προσπάθεια του να σηκωθεί ακούστηκαν διάφορα «ουνχ» και «αααχ» μέχρι που δυο παλληκάρια από κοντινά τραπέζια τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του. Μάζεψαν και το τετράδιο από χάμω και του το έβαλαν πάλι στην κωλότσεπη. Όταν βεβαιώθηκε ότι λίγο πολύ τα μέλη του βρίσκονταν στη θέση τους άρχισε να φωνάζει «Ποιος γαμημένος μαλάκας;». Ύστερα γύρισε να κοιτάξει ποιος ήταν ο εξυπνάκιας που είχε γίνει αιτία να μισερωθεί[1]. Από το σημείο που βρίσκονταν, δηλαδή ούτε δυο μέτρα απόσταση, μπορούσε να ξεχωρίσει την σιλουέτα ενός χοντρομπαλά, γεροδεμένου με βουβαλίσιο κεφάλι. Το κεφάλι του ήταν πραγματικά τεράστιο αναλογικά με το έτσι και αλλιώς τεράστιο σώμα του. Ήταν προφανές ότι ακόμα γελούσε. «Τι γελάς ρε παιδοβούβαλο;», τον ρώτησε ο Καλιγούλας νευριασμένος. Απότομα σιώπησαν όλοι στην αίθουσα. Γνώριζαν βλέπετε ποιος ήταν ο κανάγιας που έκανε αυτήν την κακόγουστη φάρσα, ο Καλιγούλας πάλι δεν είχε ιδέα. Πλησίασε το κεφάλι του για να ξεχωρίσει καλύτερα τον ξένο, το ότι ήταν ξένος το καταλάβαινε, κανένας που ήξερε στην περιοχή δεν ήταν τόσο χοντροκέφαλος. Η γελαστή φάτσα του χωρατατζή τώρα απέκτησε ένα παγωμένο άγριο ύφος και αφού σήκωσε το τεράστιο χέρι του, άνοιξε την παλάμη του. Έπιασε με αυτήν ολόκληρο το πρόσωπο του Καλιγούλα και του ξαναέσπρωξε το κεφάλι πίσω πιέζοντας το με τα δάχτυλα του σαν να ήθελε να το λιώσει. «Πνγμουχ» ξεστόμισε ο Καλιγούλας, θέλοντας στην πραγματικότητα να πει Παναγία μου. Υποχώρησε δυο βήματα και γύρισε προς το τραπέζι που βρίσκονταν πίσω του. Με κινήσεις που για αυτόν ήταν πολλή γρήγορες, άρπαξε ένα από τα σταχτοδοχεία του σαλούν. Τα σταχτοδοχεία αυτά είχαν την ιδιαιτερότητα ότι ήταν  φτιαγμένα από κομμάτια λαξεμένης πέτρας, που σήμαινε ότι είχαν μεγάλο βάρος. Δίχως καλά – καλά να σκεφτεί το πέταξε με όλη του τη δύναμη προς τον ξένο. Η σιλουέτα του ήταν τόσο μεγάλη που από αυτή την απόσταση ήταν πιο δύσκολο να μην τον πετύχει, και τον πέτυχε στο κάτω μέρος του κεφαλιού. Ο ξένος δεν περίμενε κάτι τέτοιο για αυτό και δεν πρόλαβε να κάνει καμία κίνηση αποφυγής, είχε μάθει στη ζωή του να μην συναντά αντίσταση από απλούς ανθρώπους. Αν ο Καλιγούλας το είχε σκεφτεί έστω και ένα δευτερόλεπτο παραπάνω ίσως και να συγκρατιόνταν, τώρα όμως, όπως έλεγε και κάποιος παλιός του συνάδελφος, «ο κύβος ερρίφθη».

Έβαλε το τεράστιο του χέρι στο τεράστιο του πρόσωπο, έτριψε το μάγουλο του και μετά κοίταξε την παλάμη του που ήταν πασαλειμμένη στο αίμα. Πλησίασε πάλι το χέρι του στο πρόσωπο του, έβγαλε τη γλώσσα του και έγλειψε το αίμα από την παλάμη του. Ύστερα σηκώθηκε, έπρεπε να είχε ύψος τουλάχιστον δυο μέτρα και να ζύγιζε πάνω από 150 κιλά. Χωρίς να πει λέξη άρπαξε τον Καλιγούλα από το γιακά και άρχισε να τον σέρνει προς την έξοδο. Μόλις πέρασε τις ανακλινόμενες πόρτες του κτηρίου έβαλε όλη του τη δύναμη και τον πέταξε σαν σακί στη μέση του δρόμου. Ο οδηγός ενός κάρου που περνούσε εκείνη την ώρα μπροστά από το σαλούν γύρισε να κοιτάξει το σκηνικό, όταν κατάλαβε πως ο θεόρατος τύπος που έκανε τη φασαρία ήταν ο Κόλιν – Μπλακ Τζακ – Γουέσλει χτύπησε τα γκέμια για να επιταχύνει. Δεν ήθελε μπλεξίματα όσο και αν τον έτρωγε η περιέργεια. Έτσι και αλλιώς ήταν σίγουρος ότι θα μάθαινε την κατάληξη από τις εφημερίδες.

Ο Μπλακ Τζακ δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τον αρχηγό μιας περιπλανώμενης συμμορίας ληστών. Αφίσες με την προσωπογραφία του κοσμούσαν όλα τα γραφεία των σερίφηδων της ευρύτερης περιοχής, όλη η πόλη γνώριζε καλά πως έμοιαζε. Πριν ακόμη τον γνωρίσει κάποιος από την καλή τον ήξερε από την ανάποδη. Την παρουσία του είχε πληροφορηθεί και ο γεροσερίφης, τι να έκανε όμως; Ήταν μόνος του με δυο βοηθούς, και η συμμορία του Τζακ, που σίγουρα κάπου εκεί κοντά θα κρύβονταν, αριθμούσε τουλάχιστον καμιά εικοσαριά καλόπαιδα. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει το κορόιδο μέχρι να περάσει ο κίνδυνος, μια μικρή πόλη όπως η Νου Κάντρι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μια τόσο μεγάλη απειλή κατά πρόσωπο.

Ο Κόλιν – Μπλακ Τζακ – Γουέσλει έβαλε τώρα τα χέρια του να ακουμπάνε στα δυο περίστροφα που είχε ζωσμένα και ξεκίνησε έναν μονόλογο. «Κανείς δεν προσβάλλει έτσι τον Τζακ, κατάλαβες σκουπίδι; Ήρθε η ώρα να μιλήσουν τα περίστροφα!». Ο Καλιγούλας ούτε κούνησε ούτε λάλησε από εκεί χάμω που βρίσκονταν. Το δέρμα του δεξιού χεριού του είχε γδαρθεί από τα χαλίκια και τον έτσουζε πολύ, η όποια αντοχή του είχε εξαντληθεί για τα καλά. «Με άκουσες βρωμιάρη; Σήκω! Και κάποιος να πάει στο κοράκι να παραγγείλει τον τάφο του!», φώναξε ξανά ο Μπλακ Τζακ. Εκείνη την ώρα από την πόρτα βγήκε ο μπάρμαν. Στην προσπάθεια του να σώσει κάπως την κατάσταση επιστράτευσε όλο του το κουράγιο και είπε, «Κύριε, αν μου επιτρέπετε, όπως θα παρατηρήσετε ο αντίπαλος σας δεν είναι καν οπλισμένος, ίσως θα ήταν καλό να του δίνατε λίγο χρόνο να προετοιμαστεί. Επίσης θα ήταν φρόνιμο νομίζω να τον αφήσετε να πει δυο κουβέντες και στους δικούς του ανθρώπους, ίσως να μην έχει άλλη ευκαιρία όπως καταλαβαίνετε». Το γομάρι τα επεξεργάστηκε για λίγο στο μυαλό του αυτά τα λόγια. Έτσι συνοφρυωμένος όπως ήταν καθώς σκέφτονταν έμοιαζε με νεάντερταλ. Κάποια στιγμή τελικά απάντησε, «Πολύ καλά, ραντεβού πάλι εδώ αύριο την ίδια ώρα, κατάλαβες σκουπίδι; Αν δεν έρθεις θα έρθω εγώ να σε βρω, εσένα και όσους αγαπάς, κατάλαβες ρε;». Ο Καλιγούλας τον κοίταξε και απλά έγνεψε συγκαταβατικά με το κεφάλι του, αυτό του κέρδισε κάποιο χρόνο μέχρι την επόμενη το μεσημέρι. Ο μπάρμαν, αν και ανακουφίστηκε λιγάκι δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει, τουλάχιστον είχε κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό. Ο παλληκαράς αποχώρησε περπατώντας κορδωμένα, και τον Καλιγούλα τον σήκωσαν πάλι από το πάτωμα δυο από τους θαμώνες σαλούν. Μπορούσε μετά βίας να σταθεί στα πόδια του για αυτό προχώρησε τρεκλίζονταν μέχρι τη βεράντα του κτηρίου και έκατσε σε μια από τις κουνιστές καρέκλες που βρίσκονταν εκεί.

Για κάποια λεπτά δεν σκέφτηκε απολύτως τίποτα, απλά ήπιε ένα ποτήρι νερό που το πρόσφερε κάποιος και ακούμπησε πίσω την πλάτη του για να ξεκουραστεί. Στην πραγματικότητα προσπαθούσε να καταλάβει αν όλα αυτά είχαν όντως συμβεί, το μυαλό του δεν ήταν προετοιμασμένο να τα χωνέψει. Ο Μπάρμαν μετά από λίγο έδιωξε τους περίεργους που είχαν μαζευτεί ολόγυρα του. «Αφήστε τον άνθρωπο να αναπνεύσει» τους είπε, και εκείνοι άρχισαν να διαλύονται. «Θέλεις να σου φέρω κάτι;» τον ρώτησε. Ο Καλιγούλας απάντησε αρνητικά σηκώνοντας το κεφάλι του προς τα επάνω. «Εντάξει γέρο μου…» είπε ο μπάρμαν και επέστρεψε στο πόστο του.

 Που στο γαμημένο διάβολο πήγα και έμπλεξα, αναρωτήθηκε ο Καλιγούλας, ευχόμενος να μπορούσε να πάρει πίσω τα όσα συνέβησαν τα τελευταία πέντε δέκα λεπτά. Επειδή όμως δεν μπορούσε, χρειάζονταν να αποφασίσει τι θα έκανε. Θεώρησε πως αφού πρόκειται για μονομαχία ο πρώτος σταθμός του να είναι το παντοπωλείο, πριν κλείσει. Έπρεπε σε κάθε περίπτωση να προμηθευτεί ένα όπλο γιατί δεν είχε. Περίμενε λίγα λεπτά ακόμα ώστε ένα μέρος της λιγοστής δύναμης του να επιστρέψει και σηκώθηκε με κόπο από την πολυθρόνα. Χρειάζονταν να περπατήσει καμιά τετρακοσαριά μέτρα μέχρι το κατάστημα, στις παρούσες συνθήκες αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει κάποιου είδους στοίχημα για το αν θα τα κατάφερνε. Το στοίχημα πάντως για το αν θα πετύχαινε οτιδήποτε με αυτό το όπλο δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να σταθεί πουθενά στα σοβαρά. Σε κάθε περίπτωση κατάφερε να κερδίσει τουλάχιστον το στοίχημα των 400 μέτρων.

Βρήκε ανοιχτό το κατάστημα και  μπόρεσε να κλείσει μια συμφωνία με τον έμπορα. Εκείνος είχε ήδη μάθει τα νέα για αυτό και του νοίκιασε ένα όπλο έναντι ενός λογικού ποσού, το οποίο φυσικά και εισέπραξε μπροστά. Τον έβαλε και υπέγραψε ένα χαρτί που έλεγε πως μετά το πέρας της μονομαχίας, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ή σε περίπτωση που η μονομαχία δεν γίνονταν, ο μαγαζάτορας είχε δικαίωμα να πάρει το όπλο πίσω στην κατοχή του. Αυτό το ανεξαρτήτως αποτελέσματος το είχε προσθέσει τιμής ένεκεν στο συμβόλαιο ο παντοπώλης, ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρος πως θα έπαιρνε πίσω το όπλο από το νεκρό του σώμα, το πιο πιθανόν να μην είχε προλάβει ο κακόμοιρος ο Καλιγούλας να το βγάλει καν από την θήκη. Αυτός ήταν και ο λόγος που το όπλο που του έδωσε ήταν ένα deadman’s gun[2], δηλαδή ένα μεταχειρισμένο όπλο που ο κάτοχος του είχε πεθάνει σε κάποια συμπλοκή. Τα όπλα με αυτήν την ρετσινιά θεωρούνταν γρουσούζικα για αυτό και απέφυγε να του προμηθεύσει ένα καθαρό που θα το έπαιρνε πίσω μαγαρισμένο από γκαντεμιά. Ο νοικάρης έτσι και αλλιώς δεν φάνηκε να νοιάζεται αν το όπλο ήταν γούρικο ή όχι, το πήρε απλά στο χέρι του και το περιεργάστηκε για λίγο σαν να προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τους μηχανισμούς του. Επρόκειτο για ένα κλασικό εξάσφαιρο Κολτ Ριβόλβερ, στρατιωτικού τύπου, παλιό αλλά έμοιαζε λειτουργικό ακόμα. Προμηθεύτηκε και 6 σφαίρες με τις οποίες γέμισε με τρεμάμενα χέρια το μύλο, ήταν παραπάνω από αρκετές. Αρχικα εξέτασε την ιδέα να πάρει μερικές ακόμη για σκοποβολή, όμως τι νόημα είχε να σημαδέψεις οτιδήποτε άμα δεν μπορείς να το διακρίνεις μετά τα τρία μέτρα; Αφού ολοκληρώθηκε η συναλλαγή έκανε να φύγει, όμως όταν έφτασε στην πόρτα έκανε μεταβολή και επέστρεψε στον πάγκο. Ζήτησε να αγοράσει τρία τσιγάρα χύμα, ο πωλητής του τα κέρασε. Όπως όλα έδειχναν, πέρναγε τις τελευταίες ώρες της ζωής του, δεν υπήρχε λόγος να μην το γλεντήσει και λίγο, ίσως μάλιστα να βοηθούσε και στον σωματικό πόνο.

Έκανε το πρώτο τσιγάρο στο δρόμο για την παραγκούλα του και έσβησε με το τακούνι του το αποτσίγαρο ακριβώς έξω απ’ την πόρτα του. Στράβωσε το στόμα του στην πρώτη ρουφηξιά, ύστερα όμως ένιωσε όμορφα με τον καπνό να του γεμίζει τα πνευμόνια. Στο σπίτι, εκτός από τον γιό του τον Γιαν, τον περίμεναν και τρείς ακόμη γνωστοί του, ένας εκ των οποίων διατηρούσε μια εταιρία για μεταφορές με κάρα. Αυτός του πρότεινε να τον φυγαδεύσει μαζί με το γιό του για μερικές εβδομάδες. Η αλήθεια είναι ότι μπορούσε για λίγο να κρυφτεί στο σπίτι του μικρότερου γιού του που έμενε σε άλλη πόλη, όμως εκείνος είχε γυναίκα και παιδί, δεν ήθελε να ρισκάρει να τον ψάξει εκεί ο πιστολάς με τη συμμορία του. Αφού τον ευχαρίστησε του είπε πως ότι ήταν να γίνει ας γίνονταν και αρνήθηκε τη βοήθεια του. Μάταια η ομήγυρη προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ήταν πάντα ξεροκέφαλος, είτε για καλό είτε για κακό. Όταν οι επισκέπτες τελικά έφυγαν, ζήτησε από το γιό του να μην τον ενοχλήσει για λίγο. Άναψε το δεύτερο τσιγάρο, έκοψε ένα φύλλο από το τετράδιο του, πήρε ένα καινούριο μολύβι γιατί εκείνο που είχε στο αυτί του είχε χαθεί στον καυγά και άρχισε να γράφει. Όταν τελείωσε, έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο φάκελο με μια άλλη σελίδα από το τετράδιο και αφού δίπλωσε αρκετά το γράμμα το έχωσε μέσα και έκλεισε το φάκελο. Ύστερα φώναξε στον Γιαν και του ζήτησε να δώσει αυτόν τον φάκελο στον αδερφό του στην περίπτωση που θα συνέβαινε το μοιραίο, δεν ήθελε να φύγει χωρίς να του πει δυο λόγια. Ο Γιαν πήρε το φάκελο και τον έβαλε σε ένα συρτάρι, ύστερα ξέσπασε σε κλάματα και προσπάθησε να πείσει τον πατέρα του για ακόμη μια φορά να εξαφανιστούν από την πόλη. Όταν κατάλαβε ότι ήταν ανένδοτος, ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι με προορισμό το γραφείο του σερίφη για να τον παρακαλέσει μήπως και παρέμβει. Ο σερίφης στάθηκε το ίδιο ανένδοτος με τον πατέρα του απέναντι στο ενδεχόμενο να πράξει τα καθήκοντα του, ήταν γέρος και φοβισμένος. Κάθε τόσο ο Γιαν κοίταζε τους βοηθούς του στα μάτια όμως και εκείνοι έριχναν το βλέμμα στο πάτωμα χωρίς να του δίνουν την υποστήριξη που αποζητούσε.

Στο μεταξύ ο Καλιγούλας ζέστανε και έφαγε μια κονσέρβα με φασόλια, όχι και το ειδυλλιακό γεύμα για ένα μελλοθάνατο όμως δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα το φαγητό αυτή τη στιγμή. Ήταν λιγότερο φοβισμένος από ότι θα περίμενε, έτσι και αλλιώς στα 70 του χρόνια θεωρούσε πως είχε δει ότι ήτανε να δει και είχε κάνει ότι ήτανε να κάνει. Η ζώνη της κλήρωσης βρίσκονταν κρεμασμένη από τη μέσα πλευρά της πόρτας, σκέφτηκε ότι αυτή θα χρησιμοποιούσε στη μονομαχία, να έφευγε τουλάχιστον στιλάτος.

Έμεινε λίγο μόνος στο σπίτι και μετά από κάποια ώρα ένιωσε καλύτερα. Σηκώθηκε από τη θέση του, έβγαλε ένα μασούρι με χαρτονομίσματα από ένα τενεκεδάκι που είχε χώσει κάτω από μια λασκαρισμένη σανίδα, πήρε μερικά και ύστερα άφησε το τενεκεδάκι με τα χρήματα στο τραπέζι για να το βρει ο Γιαν. Πήγε καρφί στο μπουρδέλο της Μαντάμ Κλέμενς και διάλεξε την πιο όμορφη από όλες τις κοπέλες, δεν λογάριαζε έξοδα. Ανέβηκαν μαζί αργά τη σκάλα, το κορίτσι ακολουθούσε το δικό του ρυθμό. Τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο που ήταν πνιγηρά αρωματισμένο. Τα μαξιλάρια του κρεβατιού ήταν ροζ και σε σχήμα καρδιάς. Η κοπέλα άρχισε να ξεντύνεται, εκείνος τη σταμάτησε. «Θέλω μονάχα να ξαπλώσουμε μαζί για λίγη ώρα», της είπε. Ήθελε απλά να νιώσει γυναικεία ζεστασιά και να ακούσει την ανάσα της. Έβγαλε τις μπότες, έπεσαν στο κρεβάτι και εκείνη του έπιασε το χέρι. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε. «Ροζέτα» του απάντησε αυτή. «Εμένα Τζωρτζ» είπε και έκλεισε τα μάτια του. Το ίδιο έκανε και εκείνη. Δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος.

Ήταν καλοκαίρι και ήταν μισοξαπλωμένος κάτω από τη σκιά ενός δέντρου. Άνοιξε τα μάτια του και όταν η όραση του ξεθόλωσε είδε το κεφάλι ενός περίεργου πλάσματος να τον μυρίζει στα λαγόνια. Το πλάσμα κατάλαβε πως το αντιλήφθηκε, σήκωσε το κεφάλι και του χαμογέλασε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έμοιαζαν μισοτραγίσια και μισοανθρώπινα και στέκονταν στα δυο του πόδια που κατέληγαν σε οπλές. Το πράγμα αυτό ότι και αν ήταν, κάλυπτε τη γύμνια του με ένα κόκκινο γυναικείο φόρεμα. Ο Καλιγούλας αναγνώριζε αυτό το φόρεμα, ήταν ακριβώς το ίδιο με εκείνο που φορούσε η Κλάρα όταν την συνάντησε για πρώτη του φορά. «Τι στο διαβ… είσαι;» ρώτησε διστακτικά το πλάσμα. «Έλα που δεν ξέρεις…», του απάντησε αυτό. Η αλήθεια είναι πως είχε μια ιδέα, πάντως δεν επέμενε στις τυπικότητες. «Θα αναρωτιέσαι τι θέλω από εσένα, έτσι δεν είναι;», τον ρώτησε το πλάσμα με τη σειρά του. Ύστερα χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε, «ας πούμε ότι έχουμε κοινά συμφέροντα κύριε μου». Η φωνή του πλάσματος, που ήταν γλυκερή σαν σάπιο κρέας, άλλοτε έμοιαζε ανδρική και άλλοτε γυναικεία. «Δηλαδή τι;» φώναξε απορημένα ο Καλιγούλας. Το πλάσμα του έκανε μια απαλή χειρονομία για να τον ηρεμήσει, «Καταλαβαίνω ότι είσαι λίγο μπλεγμένος, το άτομο με το οποίο έχεις μπερδέματα έχει μαζί μου ανοιχτούς λογαριασμούς από παλιά, χρειάζομαι απλά την άδεια σου για να το περιποιηθώ». «Δηλαδή από εμένα δεν ζητάς τίποτα;», το ρώτησε έχοντας καταλάβει ότι υπήρχε πιθανότητα να μπλέξει ακόμη χειρότερα άμα δεν λογάριαζε σωστά τις επιλογές του. «Όχι καλέ μου κύριε, εσάς δεν θα σας κοστίσει απολύτως τίποτα, είναι μια συμφωνία win-win όπως τη λέμε στα μέρη μου». Το σκέφτηκε για λίγο και αποφάσισε να εμπιστευθεί το πλάσμα, «όπως θέλεις» του είπε. «Τέλεια, για να ολοκληρωθεί η συμφωνία θα πρέπει να με χαϊδέψεις εδώ» και τελειώνοντας τη φράση του έδειξε το τραγογένι του. Ο Καλιγούλας άπλωσε το χέρι και έκανε όπως του είπε. Είδε το πλάσμα να χαμογελάει γλυκά…

Ξύπνησε –κανονικά τούτη τη φορά- στο δωμάτιο του μπορδέλου. Στο χέρι του κρατούσε ακόμη το τρυφερό χέρι της κοπέλας, εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Την χάζεψε για λίγο και σηκώθηκε αργά για να μην την ξυπνήσει. Έβαλε τις μπότες του και κατέβηκε στην είσοδο για να πληρώσει. Η μαντάμ φάνηκε λίγο νευριασμένη. Παρατήρησε ότι έξω είχε σκοτεινιάσει και κατάλαβε πως εξηγούνταν τα νεύρα της Κλέμενς, είχε καθυστερήσει πολύ. Την πλήρωσε με το παραπάνω προκειμένου να την καλμάρει και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι, ο γιός του κάθονταν σε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι, το τενεκάκι με τα χρήματα δεν ήταν πια εκεί όπου το είχε αφήσει αλλά δεν είπε κάτι. Κουβέντιασαν λίγο με τον Γιαν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ύστερα τράβηξαν για το κρεβάτι του ο κάθε ένας. Κανέναν από τους δύο δεν πήρε ο ύπνος όλη τη νύχτα. Ο Καλιγούλας έκανε μέσα στο κεφάλι του μια αναδρομή στο παρελθόν, χωρίς φυσικά να αποφύγει το χαρακτηριστικό του παραμιλητό. Την επικείμενη μονομαχία δεν την συλλογίστηκε καθόλου, ούτε και το όνειρο που είχε δει στο μπορδέλο δεν τον απασχόλησε. Περίεργα όνειρα ούτως ή άλλως έβλεπε συνέχεια.

 Όταν τελικά ξημέρωσε ένιωθε κάπως καταβεβλημένος από την ξαγρύπνια, όμως όσο πλησίαζε το μεσημέρι ένιωθε όλο και περισσότερη ένταση με αποτέλεσμα να του φύγει η νύστα. Την ώρα που έπιναν τον πρωινό τους καφέ ο Γιαν έκανε ακόμα μερικές απέλπιδες προσπάθειες για να τον μεταπείσει, μάταια όμως, δεν είχε κανένα σκοπό να αποφύγει την μονομαχία. Δεν έδειχνε καν να είναι φοβισμένος. Ήταν και για τους δυο μια αμήχανη κατάσταση, από εκείνες που υπό κανονικές συνθήκες δεν αντιμετωπίζουν οι απλοί άνθρωποι.

Προτίμησε να μη φάει μεσημεριανό, μήπως και του επανέφερε τη νύστα. Είχε επίσης διαπιστώσει από τη δουλειά του κορακιού πως όταν κάποιος τα κακαρώσει χέζεται πάνω του, δεν ήθελε κάτι τέτοιο για αυτό και επισκέφθηκε την τουαλέτα όπως- όπως. Με αυτά και με αυτά η ώρα της κρίσης είχε σχεδόν φτάσει. Στο λίγο χρόνο που του έμενε, ντύθηκε, φόρεσε τη ζώνη, πήρε το νοικιασμένο του όπλο και το έβαλε στη θήκη. «Πιστολέρο της πλάκας», ψιθύρισε και πραγματικά απόρησε με τον εαυτό του που είχε το κουράγιο να κάνει και χιούμορ. Αποχαιρέτησε τον Γιαν σαν να επρόκειτο να πάει για ψώνια και έτσι απλά άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ο Γιαν έμεινε στο σπίτι, δεν ήθελε να έχει στο μυαλό του την εικόνα του πατέρα του να πυροβολείται και να πέφτει νεκρός.  

Προχώρησε όλη τη διαδρομή μονάχος με τους λίγους περαστικούς να γυρίζουν να τον κοιτάνε, όμως όταν έφτασε στο σημείο παρατήρησε ότι από την πλευρά του σαλούν βρίσκονταν καμιά 40αριά συμπολίτες του που με το που είδαν να πλησιάζει βάδισαν προς το μέρος του. Ο κάθε ένας τους προσπάθησε να του δείξει την συμπαράσταση του με όποιο τρόπο μπορούσε. Ήταν όλοι τους απλοί άνθρωποι που τον συμπαθούσαν και τους συμπαθούσε. Ο σερίφης και οι βοηθοί του έλαμπαν φυσικά δια της απουσίας τους.  Στην άλλη πλευρά κάθονταν ο Μπλακ Τζακ με δυο από τα τσιράκια του, τους είχε φέρει για μάρτυρες. Όταν τον είδε φώναξε. «Καταραμένε, μόλις έχασα δυο δολάρια, είχα στοιχηματίσει ότι δεν θα εμφανιζόσουν». Ο Καλιγούλας πλησίασε χωρίς να αποκριθεί. Όταν έφτασε περίπου 10 μέτρα απόσταση από του συμμορίτες, στην πραγματικότητα το μόνο που διέκρινε ήταν 3 θολούρες, είπε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε. «Θέλω να πεις στους δικούς σου ότι αν σε κερδίσω θα αφήσουν την πόλη και την οικογένεια μου ήσυχη». Με το που το άκουσαν έσκασαν και οι τρείς τους στα γέλια. «Έτσι είναι το σωστό» μίλησε ξανά ο Καλιγούλας. «Εντάξει», απάντησε ο Τζακ και ύστερα απευθύνθηκε στους δικούς του, «ότι είπε παιδιά». Εκείνοι κάγχασαν για λίγο ακόμη, όταν όμως είδαν ότι αυτός είχε σοβαρέψει του έγνεψαν καταφατικά.  

«Έτοιμος τώρα;» τον ρώτησε ο Μπλακ Τζακ. «Έτοιμος», απάντησε ο Καλιγούλας, μια ψυχή που είναι να βγει, σκέφτηκε. Ύστερα ο Τζακ διέταξε ένα από τα τσιράκια του να μετρήσει 20 βήματα και να χαράξει σημάδια στην άμμο στις δυο άκρες. Όταν τελείωσε η οριοθέτηση στάθηκε ο κάθε ένας από τους δύο μονομάχους στην πλευρά του. Τώρα όλοι είχαν σωπάσει και είχαν απομακρυνθεί από τη γραμμή πυρός. Μερικοί για περισσότερη ασφάλεια χώθηκαν στο σαλούν. Το μόνο που ακούγονταν ήταν ο δυνατός άνεμος που σήκωνε σκόνη. Ο Καλιγούλας σε αυτή την απόσταση δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καν τη σιλουέτα του αντιπάλου του όσο τεράστιος και αν ήταν. Γνώριζε πως δεν είχε καμία ελπίδα αφού εκτός από σχεδόν τυφλός ήταν και πολύ αργός, πάντως δεν του έλλειπε θάρρος. Ήλπιζε πως αυτό τουλάχιστον θα φρόντιζαν να το τονίσουν στον επικήδειο του.

Εκείνο τον καιρό οι μονομαχίες είχαν ως εξής. Με το που στήνονταν και έλεγαν ότι ήταν έτοιμοι οι αντιμαχόμενοι, κάποιος που είχε συμφωνηθεί πέταγε ψηλά στον αέρα ένα μπουκάλι, ο κανόνας ήταν να μην πέσουν πιστολιές μέχρι να ακουμπήσει το μπουκάλι στο πάτωμα. Υπήρξε μια εξαίρεση στον κανόνα, αν κάποιος από τους πιστολέρο πετύχαινε το μπουκάλι στον αέρα, είχε δικαίωμα να πυροβολήσει και τον αντίπαλο του. Αν φυσικά προλάβαινε γιατί με αυτόν τον τρόπο έδινε στον αντίπαλο το χρόνο να τον προλάβει. Όλο αυτό έκανε τα πράγματα πιο πικάντικα και απαιτούσε ρίσκο και γρήγορη σκέψη.

Ο ήλιος βρίσκονταν ακριβώς πάνω απο τα κεφάλια τους και οι σκιές τους είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Πήραν και οι δυο τη σωστή στάση που τους έκανε να μοιάζουν σαν κρατάνε καρπούζια στις μασχάλες τους και έγνεψαν πως ήταν έτοιμοι. Χωρίς χρονοτριβές το άτομο που είχε συμφωνηθεί, αφού ζύγιασε για λίγο την ατμόσφαιρα, πέταξε το μπουκάλι όσο πιο ψηλά μπορούσε. Το χέρι του Καλιγούλα σαν ηλεκτρισμένο έπιασε το όπλο και το σήκωσε αστραπιαία. Για ελάχιστα περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο είδε τον κόσμο πεντακάθαρα, σαν να κοίταζε απο ξένα μάτια, δεν τον ενόχλησε καν η λιακάδα. Ο πρώτος πυροβολισμός ακούστηκε σχεδόν μαζί με το μπουκάλι που έσπαγε, ο δεύτερος πυροβολισμός χτύπησε σάρκα. Για λίγο έμειναν και οι δυο πιστολέρο ακίνητοι να κοιτάνε ο ένας τον άλλο . Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Καλιγούλας ήταν ένα ρυάκι από αίμα να τρέχει ανάμεσα στα μάτια του αντιπάλου του, ύστερα ο γίγαντας σωριάστηκε κάτω έχοντας μια έκφραση απορίας στα μάτια και πόνου στο στόμα. Το σιδερικό του Καλιγούλα ακόμη κάπνιζε, εκείνο του αντιπάλου του δεν βγήκε ποτέ από τη θήκη. Με το που ακούμπησε το σώμα του Τζακ στο χώμα εκείνος ήταν ήδη νεκρός και ο Καλιγούλας ξανά τυφλός σαν νυχτερίδα.

«Διάβο…» έκανε να ξεστομίσει ο Καλιγούλας, και εκείνη τη στιγμή πνίγηκε κάτω από ένα πλήθος χαρούμενων ανθρώπων που έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν και να τον συγχαρούν. Όταν σταμάτησαν οι εναγκαλισμοί τα τσιράκια είχαν εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω τον αρχηγό τους σαν ξεβρασμένο κουφάρι φάλαινας. Προχώρησε με μεγάλη ηρεμία προς το σαλούν, μπήκε μέσα και έκατσε στο βάθος ανάμεσα στις σκιές. Η συμμορία δεν ξαναεμφανίστηκε, όχι τουλάχιστον σε εκείνα τα μέρη. Μια μεγάλη αμοιβή περίμενε τον Καλιγούλα για το ξεπάστρεμα του Κόλιν Γουέσλει, γνωστού και ως Μπλακ Τζακ. Επρόκειτο δίχως αμφιβολία για μια συμφωνία win win, σκέφτηκε, και άναψε με μεγάλη όρεξη το τρίτο και τελευταίο τσιγάρο.

Αφιερωμένο στο Γιώργο (Καλιγούλα)

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος (Poexania)

Χανιά  5/2/2023


[1] Να χτυπήσει άσχημα δηλαδή

[2]Μτφ. Όπλο ενός νεκρού

Εκδρομή αρχαία Άπτερα

Η Hellenic train αποφάσισε λέει να δώσει αποζημιωσεις σε μορφή ελεημοσύνης στους ανθρώπους που τραυματίστηκαν ή στις οικογένειες που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τα οσα λέει η εταιρία:

«Όπως υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή της, θα καταβάλλει τις σχετικές προκαταβολές για την κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών για λόγους ιδιαίτερης κοινωνικής ευαισθησίας, «χωρίς αυτό να συνιστά σε καμία περίπτωση αποδοχή ευθύνης από την πλευρά της εταιρείας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1371/2007».» (παραθεμα απο in.gr)

Με λιγα λογια, η Hellenic Train, που επιδοτείται απο το Ελληνικό δημόσιο με 50 εκατομμύρια το χρόνο, θα δώσει «χαριστικά» -οχι επειδή φταίει δηλαδή- γύρω στα 3 – 3.5 εκατομμύρια συνολικά, σε όσους τραυματίστηκαν ή έχασαν ανθρώπους στο έγκλημα στα Τέμπη (από 40 χιλιάδες σε κάθε οικογένεια με νεκρό/ους και 5 ή 10 χιλιάδες σε κάθε τραυματία). Θα δώσουν και 300 ευρώ έξτρα για τις αποσκευές. Ολα αυτά, με την κάλυψη φυσικά της Ευρωπαικής Ένωσης, αφού η εταιρία απεμπολεί τις όποιες ευθύνες της με αναφορά στον ευρωπαικό κανονισμό. Δεν ξέερω αν, ως προυπόθεση για να πάρει κάποιος αυτα τα χρήματα, θα είναι να παραιτηθεί όποιων αλλων απαιτηήσεων έχει προς την εταιρία… δεν το θεωρώ πάντως καθόλου απίθανο.

Εικάζω δε, πως ακόμα και αυτα τα ελάχιστα χρήματα (μαζί με οτι άλλα διαφυγόντα κέρδη θεωρεί οτι έχει) πρόκειται να τα ζητήσει πίσω από το Ελληνικό δημόσιο, αφού η ίδια δεν αποδέχεται την παραμικρή ευθύνη για το έγκλημα. Άλλωστε ουτε και οι κυβερνώντες (αλλλά ούτε και η αξιωματική αντιπολίτευση και ίσως αυριανή κυβέρνηση) δείχνουν να θεωρούν υπευθυνη την Hellenic Train, αφού ψάχνουν την ευθύνη μόνο στο μερίδιο που αφορά την συντήρηση του δικτύου και στο ατομικό λάθος. Δεν αποκλείεται βέβαια, ακόμα και αυτά τα πενιχρά ποσά, η ιταλική εταιρία να τα ζητήσει πίσω από τα ίδια τα θύματα, όπως έχει κάνει στο παρελθόν.

Ας βγάλει ο κάθε ένας τα συμπεράσματα του και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα…

Τα κάνω paste όπως ακριβώς τα ανάρτησα στο facebook πριν δυο μέρες προκειμένου να μείνουν. Συγχωρέστε με για την έλλειψη τόνων.

Τα παρακατω αποτελουν προσωπικες εκτιμησεις και σκεψεις και συμπερασματα απο την κουβεντα μου με αλλους ανθρωπους και απο την παρακολουθηση των τεκταινομενων των ημερων.

Λοιπον τα γραφω οπως τα σκεφτομαι δεν εχω κανει καμια τρομερη επεξεργασια στο μυαλο μου, ισως αν φτιαξω καποια στιγμη μια πιο τακτοποιημενη μορφη των οσων γραφω εδω να τα αναρτησω και ως αρθρο στο blog.

Νομιζω οτι πρεπει να νιωθουμε μια μικρη αισιοδοξια για τα αντανακλαστικα του κοσμου απεναντι στο τραγικο αυτο εγκλημα που συνεβη στα τεμπη. Ηταν ισως ο κουβας που ξεχειλεισε το βαρελι, ηταν ισως το σοκ το οποιο διεκοψε την «ομαλη» διεξαγωγη της καθημερινοτητας μας. Σε καθε περιπτωση, το οτι ο κοσμος φωναξε ενα μεγαλο οχι και ενα μεγαλο γιατι και ενα μεγαλο ΟΧΙ ΑΛΛΟ! ειναι κατι το οποιο δειχνει οτι δεν εχουμε γινει τελειως αναισθητοι σαν κοινωνια, εστω και αν εχουμε πολλα υπομεινει ως τωρα στην καμπουρα μας καρτερικα.

Οι τωρινες κινητοποιησεις, οσον αφορα τη μαζικοτητα, θυμιζουν μερες 2012, ομως, και αυτο ειναι προσωπικη μου αποψη, διαφερουν απο αυτες του 12 σε αρκετα σημαντικα πεδια. Καταρχας μπαινει αποφασιστικα και μαζικα μπροστα η νεολαια. Κατα δευτερον, δεν εχουμε φαινομενα μικροαστικα τυπου πανω και κατω πλατειας. Τριτον, η σοσιαλδημοκρατια και οι ακροδεξιοι δεν εχουν βρει χωρο σε αυτες τις κινητοποιησεις, σε αντιθεση με τις πλατειες. Αυτη τη στιγμη τολμω να πω ως πολιτικη και συνδικαλιστικη δυναμη ηγειται το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ ενω ακολουθουν και αλλες πολιτικες δυναμες μικροτερες, οπως επισης και μεγαλο μερος «ανενταχτου» πολιτικα λαου που ομως υιοθετει τα συνθηματα του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ καθως επισης και της νεολαιας που οπως ειπαμε ειναι πρωτη γραμμη σε ολο αυτο.

Η συμμετοχη του λαου ειναι ακομη ζωηρη και δεν εχει μειωθει ουτε σε ενταση η φωνη του στα διαφορα συλλαλητηρια και στις κινητοποιησεις. Αναμενεται και η απεργια της πεμπτης να εχει αρκετη επιτυχια.

Ολα τα παραπανω μεσα στο πενθος των ημερων μας κανουν να χαιρομαστε που τουλαχιστον κατι κινηθηκε. Δεν το λεω οπως ο πορτοσαλτε, αλλα δεν μπορειτε να αρνηθειτε οτι με ολα οσα γινονταν τα τελευταια χρονια στη χωρα, σε πολλων το μυαλο τριγυριζε το «μα καλα τι περιμενει ο λαος για να αντιδρασει;». φυσικα αντιδρασεις υπηρχαν, βεβαιως ουτε ηταν οσο μαζικες επρεπε και σιγουρα δεν προβαλλονταν απο κανενα μεσο ενημερωσης,, οχι στα κυριαρχα δηλαδη. Ομως και αντιδρασεις υπηρχαν και καποιες επιτυχιες σημαντικες. Το τωρινο ηχηρο μυνημα του λαου εκανε και την κυβερνηση να αναδιπλωθει επικοινωνιακα αλλα και τα media να προσπαθουν να χαιδεψουν τον κοσμο που αφριζε απο απογνωση για τα οσα εζησε αυτες τις μερες, το εγκλημα και τις αποκαλυψεις. Τα media φυσικα δεν το κανουν αυτο για να ριζοσπαστικοποιησουν τον κοσμο αλλα για να πουν στον κοσμο αυτα που θελουν και σταδιακα να τον φερουν στην κατασταση που ηταν πριν, το κατα ποσο θα το καταφερουνε δεν ξερω, ομως το ειδαμε να γινεται και το 12.

Τωρα σε πολλους απο εμας στο μυαλο ερχεται μοιραια το «ναι οκ και τωρα τι;», «ποιο θα ειναι το επομενο βημα;». Για εμενα ολο αυτο πρεπει να συζητηθει με πρωτοβουλια και του κκε, σε συσκεψεις με αξονα τη γειτονια η τον κλαδο εργασιας η τους 5-10 γνωστους που μπορει να εχει ο καθε ενας και μπορει να ανοιξει μια συζητηση μαζι τους. Να γινουν εκτιμησεις και προτασεις τοσο απο το κομμα, αλλα να ακουστουν και οι προτασεις και οι ιδεες οσων ενδιαφερονται να συμμετεχουν σε αυτον το διαλογο. Περα απο αυτο, υπαρχουν και τα παραδοσιακα πεδια δρασης, αυτο σημαινει την δραστηριοποιηση και ενισχυση των πρωτοβαθμιων σωματειων. Υστερα, περα απο τα σωματεια θεωρω πολυ σημαντικα πεδια δρασης το κινημα εναντια στις κατασχεσεις και το κινημα εναντια στις διακοπες ρευματος, υδροδοτησης κλπ. Πρεπει να μας βρισκουν μπροστα στην πορτα οποιου χρειαζεται βοηθεια για να μη χασει το σπιτι του, να μην ζει χωρις ρευμα και χωρις υδροδοτηση. Εχουμε τωρα και την προσπαθεια για ιδιωτικοποιηση του νερου, και εκει πρεπει να δουμε τι θα κανουμε, ειναι ενα ζητημα που ενδεχομενως μπορει να ευαισθητοποιησει καποιους ανθρωπους ευρυτερα. Χτυπανε νευρο με την ιδιωτικοποιηση του νερου. Τελος, ο καθε ενας μας, πρεπει και στην προσωπικη του ζωη να ανοιγει κουβεντα με τον κοσμο, στους φιλους, στη δουλεια, οπουδηποτε, οχι μονο με διαθεση να πει αλλα και να ακουσει. Να κινητοποιησει και τους αλλους οχι μονο με οσα τους λεει αλλα και με τη δικη του σταση. Το να λες στον αλλο σηκω απο τον καναπε προυποθετει να σε δει εσενα να σηκωνεσαι απο τον καναπε αλλιως τσαμπα του τα λες.

Η επομενη μερα πρεπει να βρει το κινημα οσα κλικ παραπανω γινεται. Ηδη νομιζω εχουν γινει προοδοι, πρεπει να γινουν ακομη περισσοτεροι. Οι κινητοποιησεις και το κλιμα των ημερων μας δινουν μια ευκαιρια που δεν πρεπει να παει χαμενη. Πρεπει να ειμαστε συγκρατημενα αισιοδοξοι αλλα να μην νομιζουμε οτι ο δρομος θα ειναι ευκολος η οτι το κλιμα δεν θα αλλαξει η οτι δεν θα ξεφουσκωσει αυτο το ποταμι προσωρινα. Ομως ειναι απαραιτητο η επομενη μερα να μας βρει 1-2-3 κλικ ενισχυμενους, εμπειροτερους και βελτιωμενους.

Αυτα τα ολικα και προχειρα

ελπιζω σε διαλογο στα σχολια

Πατριδογνωσία

Πατριδογνωσία

Δεν είναι τα άπαρτα ψηλά βουνά

Δεν είναι οι κάμποι

Δεν είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει

Μον’ ειν’ γιοφύρια ανθρωποθεμέλιωτα

Που διασχίζουν ποτάμια αίματος

Και ενώνουν τη σχισμένη σάρκα μας

Εξαϋλώθηκε

Εξαϋλώθηκε

…δεν του το είπαν, το διάβασε κάπου

Δεν του είπαν τίποτα εκείνοι που έπρεπε

Και όλοι τώρα περιμένουμε

Εδώ και μέρες περιμένουμε

Και θα περιμένουμε

Όπως τις μανάδες και τους πατεράδες και τις αδερφές των φαντάρων στο μέτωπο

Που περιμένουν κι εκείνοι ένα γράμμα να δουν άμα το παιδί τους ζει ή αν… εξαϋλώθηκε

Εξαϋλώθηκε, που πάει να πει τι άραγε;

.

Οι ατμομηχανές μεταφέρουν κι άλλους νέους στον πόλεμο

Και βγάζουν μαύρο καπνό απ τα ρουθούνια τους

Τόσο πολύ καπνό που σκοτείνιασε ο ουρανός μέρα μεσημέρι

Άοπλους τους στέλνουν

Δεν ξέρουν που τους στέλνουν… κανένας δεν ξέρει

Έτσι και αλλιώς όπου και αν τους στείλουν πόλεμος είναι

Στα τρένα, στα σχολειά τους, στο παιδικό τους δωμάτιο

Και ύστερα τους δίνουν παράσημα, και ύστερα διαβάζουν λόγους πάνω στα φέρετρα

και ύστερα δακρύζουν…

…δακρύζουν οι κροκόδειλοι που τους δαγκώσανε

Αυτοί που κρατάνε τα λουριά τους δεν δακρύζουν

Πώς να δακρύσουν αφού δεν έχουν πρόσωπα

Δεν ξέρουν

Δεν είδαν

Όταν σκάβονται οι τάφοι εκείνοι είναι αλλού

Όταν τα αδέρφια οι πατεράδες και οι μανάδες περιμένουν το γράμμα αυτοί είναι αλλού

Όταν χτυπάνε τα τηλέφωνα αυτοί είναι αλλού

Όταν η παλάμη χαιδεύει το σκυμένο κεφάλι είναι αλλού

Έρχονται μονάχα όταν είναι να εισπράξουν

Σε όλες τις άλλες συνθήκες

Εξαϋλώνονται

Ετούτες τις μέρες λάβαμε ΟΛΟΙ ένα φάκελο

Και μέσα γράφει… «ευθύνη»

και αμα γυρίσεις το χαρτί απο την άλλη γράφει «εκδίκηση»

Πάμε κι όπου βγει

Πάμε κι όπου βγει

.

Πάμε και όπου βγει

Μην κάνεις πίσω

Μπες μες τα σκοτάδια

Κι αν χρειαστεί, κατέβα να σπρώξεις

.

Πάμε κι όπου βγει

Υπάρχει φως στο τούνελ

Να το, το βλέπεις;

Θα σε συναντήσει μετωπικά

.

.

Πάμε κι όπου βγει

Και πριν και μετά

Τίποτα να μην αλλάξει

Σα να είναι η ζωή σου σε ράγα

.

Πάμε και όπου βγει

Κι άμα τελειώσει το κάρβουνο

Θα κάψουμε σάρκα

Έλα, μην αργείς

Αντικείμενο

Αντικείμενο

.

Χτυπάς το γυμνό πόδι σου στην πέτρα και βογκά η πέτρα

Αυτή πονά

Αυτή ματώνει

Σέρνει πίσω όλους τους αιώνες της

Μια αμαξοστοιχία που κινείται στο χρόνο

Αργά και σταθερά

Δεν είναι αναλλοίωτη

Ίσως έτσι μοιάζει στα εφήμερα μάτια σου

Που την κοιτούν και δακρύζει

Είναι τα μάτια σου καθρέφτες

Ανίκανα να απορροφήσουν οποιαδήποτε πληροφορία

Αντανακλούν μονάχα

Ίσως και λίγο παραμορφώνουν

Αν δεν μπορούν να εισπράξουν κάποιο μήνυμα

ας το στείλουν κάπου τυχαία

σαν σήμα S.O.S

σαν δέσμη από κάποιο φάρο

όχι πως υπάρχει χρόνος για σωτηρία

αλλά ας διαφυλαχθεί η πληροφορία πως κάπου κάποτε κάτι άξιζε να σωθεί

μια πέτρα που δακρύζει και ματώνει

πάνω στο χώμα

το απότιστο

εδώ και αιώνες

Τροφική αλυσίδα

Τροφική αλυσίδα

Εκείνο που είχε πια απομείνει ήταν ένα κουφάρι

Το μισό από ένα κουφάρι δηλαδή

Είχε βλέπετε πρωτύτερα βρεθεί μια σολομώντειος λύση

Ανάμεσα σε δυο θηρία

Που έκοψαν το θήραμα στα δυο

Και αφού χορτάσανε

Ξαπλώσανε στον ήλιο να χωνέψουν,

Έχουν περάσει μέρες από τότε

Τώρα μικρότερα ζώα, όρνεα ύαινες και ποντίκια,

ανταγωνίζονται για μια λίβρα σάρκας

ή έστω μια μικρή δαγκωνιά από ότι έχει μείνει κολλημένο στα κόκκαλα

η μπόχα του τους σπάει τα ρουθούνια

και κάνει το σάλιο τους να κυλάει απ το στόμα

 θα πάρει το κάθε ένα τη σειρά του

ανάλογα με τη θέση του στην τροφική αλυσίδα

κι ότι απομείνει στο τέλος

θα το αφήσουν για τους ανθρώπους εκείνους

που πεινάσαν από έρωτα

Αρέσει σε %d bloggers: