Και συχνά η μεταφυσική ντύνεται τον μανδύα της επιστήμης, αποκτά μέθοδο αντίστοιχη με αυτή των επιστημών στην προσπάθεια της να τις μιμηθεί και έτσι να αντλήσει μια κάποια εγκυρότητα. Η ομοιοπαθητική για παράδειγμα, ως ψευδοεπιστήμη που είναι, μιμείται την ιατρική, τα διάφορα ινστιτούτα εναλλακτικών θεραπειών μιμούνται τις κλινικές, και οι κομπογιαννίτες συχνά φορούν λευκές ποδιές μιμούμενοι τους γιατρούς. Άλλες φορές η μεταφυσική ποντάρει στην επιστημονικοφανή ονομασία των κλάδων της, βιομαγνητισμός για παράδειγμα(biomagnetism). Πολλές φορές βασίζεται σε κάτι υπαρκτό, όμως η ανάγκη για αισχροκέρδεια, εντυπωσιασμό, και η εκμετάλλευση των αναγκών και των επιθυμιών των ανθρώπων, την αναγκάζει να προικίσει με πλαστές ιδιότητες το αντικείμενο της για να επεκτείνει την αγορά στην οποία απευθύνεται και να αυξήσει τις πωλήσεις. Είναι διαφορετικό για παράδειγμα να σου λέει κάποιος ότι η πορτοκαλάδα ενισχύει την άμυνα του οργανισμού και διαφορετικό να σου λέει ότι θεραπεύει το Aids. Η μεταφυσική προσαρμόζεται στην εκάστοτε κοινωνία, αλλάζει το περίβλημα της, όταν κάτι «δεν τραβά» εκμοντερνίζεται. Και όπως οι αρχαιότερες κοινωνίες είχαν την αστρονομία αλλά είχαν και την αστρολογία, είχαν την αριθμητική αλλά είχαν και την αριθμοσοφία, έτσι και οι πιο σύγχρονες έχουν την ψυχολογία αλλά έχουν και την παραψυχολογία.
Και θα πει κανείς, «οκ, είναι λογικό για τις «παραδοσιακές κοινωνίες» να παράγουν τέτοια φαινόμενα, γιατί όμως αυτό συμβαίνει και στις μέρες μας, μετά από τόσες προόδους που έχει κάνει η επιστήμη και ο «ορθός λόγος»;
Καταρχήν οι υποσχέσεις που έχει δώσει κατά το παρελθόν ο θετικισμός, ο ορθός λόγος, τα οράματα των επιστημόνων και οι ουτοπίες που υπόσχονταν τα θαύματα της τεχνολογίας, απέχουν πολύ από το να έχουν εκπληρωθεί. Αυτό το τσάκισμα των αυταπατών που δημιούργησε η ραγδαία επιστημονική και βιομηχανική πρόοδος από τα μέσα του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μετατράπηκε σε απαισιοδοξία και εκφράστηκε με φιλοσοφικά ρεύματα όπως ο μηδενισμός. Ο Νίτσε για παράδειγμα, βλέπει τα αδιέξοδα του διαφωτισμού, του ουμανισμού, της αστικής δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού και με το έργο του αποδομεί όλες εκείνες τις ιδέες που ήταν μεν κυρίαρχες στην εποχή του, αλλά βρίσκονταν σε κρίση εξαιτίας του ότι η πραγματικότητα της διέψευδε. Η διέξοδος, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, που πρότεινε ο Νίτσε, μάλλον περισσότερο κοντόφθαλμη και περισσότερο παιδιάστικη(και πιο μικροαστική) ήταν από τις αντιλήψεις και τις θεωρίες στις οποίες εναντιώνονταν και αποδομούσε. Και ενώ τα κηρύγματα του ήταν στα λόγια αντί-διαφωτιστικά, στην πραγματικότητα η ίδια η μέθοδος της κριτικής του, όφειλε την ύπαρξη της στις ιδέες του διαφωτισμού.
Στην πολιτική αυτός ο αντί-διαφωτισμός, μπολιασμένος και με κάποιες από τις ιδέες του Νίτσε, εκφράστηκε μέσα από την ιδεολογία του φασισμού και του ναζισμού. Και παρότι η ιδεολογία του ναζισμού και του φασισμού έμοιαζε να απαρνείται τις ιδέες του διαφωτισμού, στην πράξη, στην οικονομία δηλαδή, μια χαρά υιοθέτησαν την εργαλειακή λογική, τον θετικισμό, και προώθησαν την επιστημονική καινοτομία. Παράλληλα ο φασισμός, και περισσότερο ο ναζισμός δεν παρέλειψαν να παράξουν μια σειρά από ψευδοεπιστήμες, που είτε πήγαζαν από τις ίδιες τις αντιφάσεις και την παράνοια του καθεστώτος, είτε εξυπηρετούσαν καθαρά την προπαγάνδα του. Και ενώ ο ναζισμός υμνούσε στη θεωρία ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, μια ρομαντική ενατένιση της «περήφανης Γερμανίας» του παλιού καιρού, στην πράξη τροφοδοτούνταν και τροφοδοτούσε τη βιομηχανία, τις τράπεζες, την έρευνα και την παραγωγή σύγχρονων όπλων, ενώ συνέβαλε τα μέγιστα στην συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του γερμανικού κεφαλαίου, τσακίζοντας τους μικροαστούς Γερμανούς, εκείνους στους οποίους πρωτύτερα έδιδε υποσχέσεις στο όνομα του φυλετικού μεγαλείου και του «ιστορικού» ρόλου της γερμανικής φυλής.[1]
Κατ’ ανάλογο τρόπο, και μάλλον πιο έντονα σε περιόδους κρίσης, οι σύγχρονες κοινωνίες δεν σταματούν να παράγουν αυτά τα φαινόμενα με τουλάχιστον δυο μαζικούς τρόπους.
Ο ένας τρόπος έχει να κάνει με αυτό στο οποίο ακροθιγώς αναφέρθηκα στο πρώτο μέρος του άρθρου, με το γεγονός ότι η επιστήμη, έχει πάρει στις μέρες μας, τον ρόλο που κατά τα χρόνια του μεσαίωνα κατείχε η θρησκεία, να υπηρετεί δηλαδή την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Έτσι η ίδια η επιστήμη, το κάστρο του ορθού λόγου, του θετικισμού, της μεθόδου, παράγει και η ίδια σε μεγάλο βαθμό τη «μεταφυσική» της. Και δεν εννοώ ότι απλά παίρνει θέση υπέρ του ισχυρού, που το κάνει βεβαίως, αλλά ότι διαστρεβλώνει συνειδητά και ασυνείδητα(όχι η επιστήμη σαν ζωντανό υποκείμενο αλλά οι θεράποντες της) την εικόνα που έχουμε για την πραγματικότητα, προκειμένου να υπηρετήσει τα μονοπώλια και την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Με παρόμοιο τρόπο η μεσαιωνική θρησκεία/εκκλησία γίνονταν το εργαλείο/χέρι εκείνο που εξασφάλιζε μια σταθερότητα για την άρχουσα τάξη, νομιμοποιώντας τη θέση των πραγματικών γήινων τάξεων, βάσει ενός υποτιθέμενου θεϊκού σχεδιασμού και μιας ουράνιας αναλογίας. Βέβαια ο σύγχρονος κόσμος, σε σχέση με τον «παλαιό», κάθε άλλο παρά το ίδιο αργοκίνητος είναι, όμως, η σύγχρονη επιστήμη υπάρχει [και] για να εξασφαλίζει ότι θα κινείται για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στην κατεύθυνση που επιθυμεί η τωρινή άρχουσα τάξη, με όλους βέβαια τους ανταγωνισμούς, τις δικές της μεταφυσικές αυταπάτες, τις δικές της αντιφάσεις αλλά και τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
Πόσοι κονδύλια καταναλώνονται, πόσα ινστιτούτα καταπιάνονται, πόσοι οικονομολόγοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι επιστρατεύονται για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι έχουμε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας». Και από την άλλη, πόσοι ανθρωπολόγοι, ψυχολόγοι, ψυχίατροι, δεν υπηρετούν και κατασκευάζουν το «αφήγημα», από τα χρόνια του Μαρξ κιόλας, ότι ο καπιταλισμός είναι συμβατός με τη μια και απαράλλακτη ανθρώπινη φύση(η βιαιότητα, η εκμετάλλευση, οι πόλεμοι και το αίμα, δεν παράγονται ταχα στις ποσότητες που παράγονται για τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος για κέρδη, απλά το σύστημα δίνει μια διέξοδο στην μανία που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος). Με τέτοιου είδους δοξασίες θέλουν να περάσουν το μύνημα στις μάζες ότι ο καπιταλισμός, καλός ή κακός, δεν ξεπερνέται, δεν γίνεται να τον υπερβεί κανείς, είναι το τελευταίο και αναπόδραστο ιστορικό στάδιο, το πιο εξελιγμένο, που όποιο προορισμό είναι η ανθρωπότητα να εκπληρώσει θα τον εκπληρώσει μέσα από αυτό. Και αμα δεν σας αρέσει, κρίμα, γιατί μετά τον καπιταλισμό το χάος. Πόσο αλήθεια διαφέρει αυτή η αντίληψη, από τις αντιλήψεις του μεσαίωνα για την «αιώνια κοινωνία του θεού»; Και οι άνθρωποι του μεσαίωνα είχαν μια σειρά απο ελαφρυντικά, ήταν αγράμματοι, η κοινωνία τους εξελίσσονταν τόσο αργά που όντως έμοιαζε ακίνητη, οι επιστήμες δεν είχαν κάνει τέτοιες προόδους που να μπορεί έστω ο γραμματιζούμενος να έχει τα εργαλεία να δει παραπέρα ή παραπίσω κλπ. Η πίστη στο «τέλος της ιστορίας» στην σημερινή εποχή, είναι πολύ περισσότερο αναχρονιστική σε σχέση με την πίστη στην «αιώνια κοινωνία του θεού» κατά την περίοδο του μεσαίωνα.
Ο άλλος τρόπος έρχεται ως αντίδραση στην επιστήμη εκείνη, που υπηρετώντας τα κυρίαρχα συμφέροντα και το κέρδος τους, εναντιώνεται στην ανθρωπότητα, δημιουργώντας ανισότητα, ανεργία, αδιέξοδα, κατασκευάζοντας όπλα μαζικής καταστροφής, αποκλείοντας από τους καρπούς της τα δισεκατομμύρια των φτωχών κλπ. Είναι η προσπάθεια κάποιων ανθρώπων, από κάπου να πιαστούν, να δώσουν νόημα στη ζωή τους, να αποκτήσουν περιεχόμενο. Αυτό δεν είναι από μόνο του κάτι κακό, έχει όμως σημασία ποιο είναι αυτό το περιεχόμενο που δίνουν. Και η μενατεωτερική εποχή είναι γεμάτη από πολύχρωμες ιδέες, από χιλιάδες μεταφυσικές αυταπάτες σε μορφή προϊόντος προς κατανάλωση αλλά και «δωρεάν». Η ριζοσπαστικοποίηση των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών έχει κάνει τον κόσμο να μοιάζει με μια πελώρια ντισκοτέκ γεμάτη ήχους, και φώτα, και καπνούς, και κρότους, ικανό πιο εύκολα να αποπροσανατολίσει, παρά να οδηγήσει προς κάποια [εναλλακτική] κατεύθυνση μέσα από την σωρεία των πληροφοριών που προσφέρονται. Και μέσα σε αυτές τις «πληροφορίες» στην κορυφή του σκουπιδαριού, βρίσκεται και η σύγχρονη μεταφυσική, που δεν θα μπορούσε σε αυτές τις συνθήκες να έχει ενα και μόνο στέρεο πρόσωπο, πχ αυτό του χριστιανισμού, αλλά αναγκαία ενα εναλλασσόμενο, με συνεχή ανακύκλωση των σκουπιδιών που παράγονται, ως δομικά του υλικά.
Η μετανεωτερική εποχή, η μετανεωτερική επιστήμη, η μεταμοντέρνα τέχνη, μισεί τις «μεγάλες αφηγήσεις», ως τέτοια, για παράδειγμα, εννοεί τον κομμουνισμό. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι ότι με την ίδια την δική της θεωρία για το τι είναι «μεγάλη αφήγηση», εμείς ζούμε μέσα σε μια τέτοια, τον καπιταλισμό. Το μίσος για τις «μεγάλες αφηγήσεις», εκφράζει κατά τη γνώμη μου μια ακραία μορφή συντηρητισμού, βάσει του οποίου η μετανεωτερική εποχή εξασφαλίζει την διαιώνιση της «μεγάλης αφήγησης» του καπιταλισμού, με την οποία δεν φαίνεται να έχει μεγάλο πρόβλημα. Η μετανεωτερική εποχή, και μερίδα εκείνη της επιστήμης που την υπηρετεί, κάνει ότι μπορεί για να εξασφαλίσει ότι τα ιδεολογικά όπλα που θα έχει στα χέρια του εκείνος που θα θέλει να εναντιωθεί στον καπιταλισμό, να μην είναι περισσότερο αποτελεσματικά από όσο θα ήταν μια πέτρα που πετάει ένας παλαιστίνιος σε ένα ισραηλινό τανκ. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που μισεί τις «μεγάλες αφηγήσεις», και ιδιαίτερα την «μεγάλη αφήγηση» του κομμουνισμού, διότι καταλαβαίνει ότι μόνο μια μεγάλη αφήγηση θα μπορούσε να ανατρέψει μια άλλη μεγάλη αφήγηση, αυτή του καπιταλισμού.
Για εμένα αυτό που αποκαλούν μετανεωτερικότητα, δεν είναι τίποτα άλλο από μια εποχή που ψάχνει σε λάθος μέρη να βρει τα εργαλεία εκείνα που θα την απεγκλωβίσουν από την ξεπερασμένη ιστορική περίοδο του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός βέβαια αντιδρά συντηρητικά, αποπροσανατολίζοντας, και για να το πετύχει αυτό από τη μια χρησιμοποιεί τα εργαλεία της σύγχρονης τεχνολογίας και της επιστήμης ως όπλα που θα τον θωρακίσουν, και από την άλλη εξασφαλίζει ότι οι μάζες θα βομβαρδίζονται με άχρηστες πληροφορίες, οι οποίες θα έχουν ως σκοπό να τις κρατούν σε αφασία, σε απόγνωση, σε αδιέξοδο. Μεγάλο μέρος αυτών των άχρηστων πληροφοριών, που παίζουν τεράστια σημασία στον αποπροσανατολισμό των λαών, είναι και όσες σχετίζονται με τη μεταφυσική και τα παράγωγα της. Αποτελούν μεθόδους φυγής από την [σκληρή] πραγματικότητα και συμβιβασμού, μέσα από σχήματα που παγιδεύουν τα υποκείμενα σε ακύνδυνες για το σύστημα δραστηριότητες και εναλλακτικές.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)
[1] Περισσότερα πράγματα για τον διαφωτισμό και τον αντί-διαφωτισμό μπορείτε να αντλήσετε από άρθρα και πραμάτειες διαφόρων εκπροσώπων της «Σχολής της Φρανκφούρτης»
[…] Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania) Το δεύτερο μέρος εδώ […]
προσθεσα ακομη μια παραγραφο κατοπιν εορτης
«Προστεθηκε και αυτο το κομματι
«Πόσοι κονδύλια καταναλώνονται, πόσα ινστιτούτα καταπιάνονται, πόσοι οικονομολόγοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι επιστρατεύονται για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι έχουμε φτάσει στο «τέλος της ιστορίας». Και από την άλλη, πόσοι ανθρωπολόγοι, ψυχολόγοι, ψυχίατροι, δεν υπηρετούν και κατασκευάζουν το «αφήγημα», από τα χρόνια του Μαρξ κιόλας, ότι ο καπιταλισμός είναι συμβατός με τη μια και απαράλλακτη ανθρώπινη φύση(η βιαιότητα, η εκμετάλλευση, οι πόλεμοι και το αίμα, δεν παράγονται ταχα στις ποσότητες που παράγονται για τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος για κέρδη, απλά το σύστημα δίνει μια διέξοδο στην μανία που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος). Με τέτοιου είδους δοξασίες θέλουν να περάσουν το μύνημα στις μάζες ότι ο καπιταλισμός, καλός ή κακός, δεν ξεπερνέται, δεν γίνεται να τον υπερβεί κανείς, είναι το τελευταίο και αναπόδραστο ιστορικό στάδιο, το πιο εξελιγμένο, που όποιο προορισμό είναι η ανθρωπότητα να εκπληρώσει θα τον εκπληρώσει μέσα από αυτό. Και αμα δεν σας αρέσει, κρίμα, γιατί μετά τον καπιταλισμό το χάος. Πόσο αλήθεια διαφέρει αυτή η αντίληψη, από τις αντιλήψεις του μεσαίωνα για την «αιώνια κοινωνία του θεού»; Και οι άνθρωποι του μεσαίωνα είχαν μια σειρά απο ελαφρυντικά, ήταν αγράμματοι, η κοινωνία τους εξελίσσονταν τόσο αργά που όντως έμοιαζε ακίνητη, οι επιστήμες δεν είχαν κάνει τέτοιες προόδους που να μπορεί έστω ο γραμματιζούμενος να έχει τα εργαλεία να δει παραπέρα ή παραπίσω κλπ. Η πίστη στο «τέλος της ιστορίας» στην σημερινή εποχή, είναι πολύ περισσότερο αναχρονιστική σε σχέση με την πίστη στην «αιώνια κοινωνία του θεού» κατά την περίοδο του μεσαίωνα. «»