Την μέρα που είχαν βγει στη φόρα οι φωτογραφίες από το Καστελόριζο οι οποίες έδειχναν μέλη της κυβέρνησης της «αριστεράς» (Πάνος Καμμένος, Δημήτρης Δρίτσας κ.α) να ποζάρουν δίπλα σε χρυσαυγίτες βουλευτές(Κασιδιάρης, Παππάς), σκέφτηκα ότι αυτό ήταν κάτι που μάλλον δεν το ήθελαν αλλά και δεν μπορούσαν να αποφύγουν για θεσμικούς λόγους. Θεώρησα δηλαδή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προτιμούσε αυτή η φωτογραφία να μην είχε δει το φως της δημοσιότητας και ότι απλά αναγκάστηκαν να τους «ανεχθούν» δίπλα τους για να μην παραβούν τους κανόνες του αστικού κράτους(αλήθεια τι μας λέει αυτό για τους κανόνες του αστικού κράτους). Και αυτό όχι επειδή τρέφω κάποια εκτίμηση στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν πιστεύω δηλαδή ότι θα τους απέφευγαν αν μπορούσαν για λόγους ιδεολογικούς, απλά για να μην αμαυρώσουν –βάση της αρχής ότι ο καθένας είναι ότι δηλώνει- την εικόνα τους ως κόμμα της αριστεράς.
Τελικά δεν ήταν αυτή η περίπτωση, και υπάρχουν δυο πολύ ισχυρά τεκμήρια που δείχνουν ότι ήταν συνειδητή η επιλογή τους να βρεθούν και να φωτογραφηθούν δίπλα στους χρυσαυγίτες. Το πρώτο τεκμήριο είναι η αναφορά της ίδιας της αυγής στο γεγονός:
Θα υπέθετε κανείς πως αν ήθελαν θα μπορούσαν να είχαν επιλέξει μια άλλη φωτογραφία που να συνοδεύει το άρθρο, αντίθετα επέλεξαν μια στην οποία φαίνεται πρώτη μούρη ο Κασιδιάρης. Αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο που συνοδεύει τη φωτογραφία, κάνει στο δικό μου μυαλό αρκετά ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να αποδοθεί στην «κακιά στιγμή» η συνύπαρξη φασιστών και … «σοσιαλιστών» στο Καστελόριζο. Αντίθετα, υπάρχει προγραμματισμός και σκοπιμότητα. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να το δούμε ως μια επίδειξη «εθνικής ομοψυχίας», ότι, «να, απέναντι στον κοινό εχθρό είμαστε όλοι οι Έλληνες ενωμένοι άσχετα από κόμματα και ιδεολογίες». Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι παρόμοιο κλίμα επικρατούσε στις πλατείες των αγανακτισμένων, «έξω τα κόμματα, όλοι οι Έλληνες μαζί»[1]. Τι και αν ήταν τελικά δύο κόμματα εκείνα που ωφελήθηκαν από το «κίνημα πλατείας», το Σύριζα και η Χρυσή Αυγή.
Το δεύτερο τεκμήριο, που θα μπορούσε να πείσει και τον πιο καλόπιστο απέναντι στο σύριζα για το μη συμπτωματικό της υπόθεσης είναι οι δηλώσεις του συριζαίου πρώην υπουργού δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου:
«Η εικόνα της συνύπαρξης στο Καστελόριζο και στη Ρω σε πολλούς μας δεν άρεσε. Από την άλλη όμως πρέπει να αποφασίσουμε τι προτιμούμε: Μια προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο κλίμα της δημοκρατίας ή τη διαρκή ρήξη. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προηγηθεί η ουσία μιας σύγκλισης».
Πρόσθεσε: «Η Χρυσή Αυγή πρέπει να δεχθεί έμπρακτα την υπαγωγή της στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Και αυτή τη στάση, αν και όταν εκδηλωθεί, πρέπει να τη στηρίξουν τα δημοκρατικά κόμματα».[2]
Στα λόγια του πρώην υπουργού παρατηρούμε αφενός μια προτροπή για κατευνασμό του κτήνους, και αφετέρου ένα κλίμα τύπου «να τα βρούμε και να συνυπάρξουμε». Σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να κάνουμε μια μικρή ιστορική παρένθεση/αναδρομή και να μιλήσουμε λίγο για το μεσοπόλεμο.
—
Την τακτική αυτή του κατευνασμού των ναζί την εφάρμοσαν στο παρελθόν τόσο η Γαλλία όσο και η Αγγλία πριν από το ξέσπασμα του Β παγκοσμίου πολέμου. Η ιδέα τους ήταν ότι αν φέρονταν με το γάντι στον Χίτλερ, αν τον καλόπιαναν, τότε αυτός δεν θα στρέφονταν εναντίον τους, και, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα στρέφονταν εναντίον του κοινού τους εχθρού που ήταν η Σοβιετική Ένωση. Έτσι, παρά τις εκκλήσεις της ΕΣΣΔ για κοινό μέτωπο απέναντι στη ναζιστική Γερμανία, προσάρμοσαν την εξωτερική τους πολιτική γύρω από αυτήν την ιδέα, ακόμα και όταν ο Χίτλερ είχε δείξει τα δόντια του ενάντια στους γειτονικούς λαούς. Πάντως, παρά την καλή τους διαγωγή, τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία, πλήρωσαν ακριβά τις συνέπειες του γερμανικού ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού και κάθε άλλο παρά απέφυγαν την σύγκρουση.
Στην ίδια τη Γερμανία, όταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κλήθηκε να διαλέξει ανάμεσα στο να στηρίξει τους κομμουνιστές ή το αστικό κράτος, αυτό επέλεξε να στηρίξει το αστικό κράτος ενάντια στον κοινό τους εχθρό που ήταν οι «κόκκινοι» και να ευλογήσει την όποια καταστολή για την αποτυχία της επανάστασης και των ταξικών αγώνων που ακολούθησαν. Κατά την άνοδο του ναζισμού, μάταια οι συνεπείς ταξικές δυνάμεις έκαναν εκκλήσεις για κοινό μέτωπο απέναντι στον Χίτλερ. Οι σοσιαλδημοκράτες είχαν κάνει την επιλογή τους, θα στήριζαν μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος τους το αστικό σύστημα και το δικαίωμα του ναζιστικού κόμματος να συμμετέχει στις εκλογές όπως κάθε άλλο κόμμα. Ήθελαν και εκείνοι να κατευνάσουν τον Χίτλερ βλέπετε, άλλωστε ήταν ξεκάθαρο πως μεταξύ των ναζί και των κομμουνιστών αυτοί επέλεγαν τους ναζί. Τελικά στήριξαν τον Χίντεμπουργκ και αυτός με τη σειρά του όρκισε τον Χίτλερ απόλυτο αρχηγό του γερμανικού κράτους. Το μόνο που κατάφεραν τελικά οι του SPD, πέρα από το να συνδράμουν για να πάρει ο Χίτλερ την εξουσία, ήταν να φάνε και τα δικά τους κεφάλια, αφού με την πρώτη ευκαιρία ο Χίτλερ τους έστειλε στα τάρταρα, μαζί με την αστική νομιμότητα και τον κοινοβουλευτισμό εν γένει.
Δεν ξέρω αν δικαιούμαστε να κατηγορήσουμε αυτή τη στιγμή τον ΣΥΡΙΖΑ για σοσιαλσωβινισμό[3], όμως δεν μπορούμε και κάνουμε τα στραβά μάτια στα σημάδια που παραπέμπουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Πρέπει μάλλον να δεχθούμε πως αν σαπίσουν αρκετά οι συνθήκες και βιώσουμε παρόμοιες καταστάσεις με αυτές του μεσοπολέμου, κατά πάσα πιθανότητα η στάση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας θα έχει πολλά κοινά με τη στάση της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας εκείνης της εποχής. Επίσης πρέπει να έχουμε κατά νου και τη στάση των σοσιαλσωβινιστικών κομμάτων της περιόδου πριν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τα οποία, κόντρα στις αποφάσεις της Δεύτερης Διεθνούς, ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις, πυροδοτώντας έτσι τον πόλεμο και βάζοντας πλάτη στις επεκτατικές ιμπεριαλιστικές διεκδικήσεις των αστικών τους τάξεων.
—
Προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ο Παρασκευόπουλος «ανασκεύασε» τις αρχικές του δηλώσεις υποστηρίζοντας ότι άλλα εννοούσε και άλλα καταλάβαμε:
«κάθε ανθρώπινο ον, έχει δικαίωμα να αλλάξει στο μέλλον στάση» και προσθέτει «η δήλωσή μου πάντως καθόλου δεν αναφέρεται στο παρελθόν, στα πεπραγμένα μιας ομάδας που εμφορείται από ναζιστική ιδεολογία, ούτε στα εγκλήματα μελών της που λογοδοτούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η ιστορία δεν ξεπλένεται».
Προσωπικά το βρίσκω αρκετά ύποπτο που ένας πρώην υπουργός δικαιοσύνης αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει ευμενώς για ένα ναζιστικό κόμμα του οποίου τα μέλη είναι υπόδικοι για τα πιο στυγερά εγκλήματα. Αλήθεια, μήπως σημαίνει κάτι αυτό για την κατεύθυνση που θα πάρουν οι δίκες; Πόσο μάλλον όταν υποστηρίζει ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να αλλάξει. Δηλαδή είναι ατομικό το ζήτημα, είναι ατομική υπόθεση η άνοδος του φασισμού; Ως τέτοιο -ατομικό ζήτημα- θα το αντιμετωπίσει και η δικαιοσύνη και όχι ως τις συλλογικές πράξεις ενός ναζιστικού μορφώματος που από τη φύση του παράγει και προάγει την εγκληματική δράση των μελών του απέναντι σε αυτούς που θεωρεί κατώτερους; Η δεύτερη δήλωση του πρώην υπουργού είναι κατά τη γνώμη μου πιο επικίνδυνη από την πρώτη, διότι κρύβει από πίσω της ακριβώς αυτή τη σκοπιμότητα, να αντιμετωπιστούν τα εγκλήματα των χρυσαυγιτών ως μεμονωμένα περιστατικά, ένα σύνολο από κακές στιγμές που ουδεμία σύνδεση έχουν μεταξύ τους και που καμία σχέση δεν έχουν με την «ακτιβιστική» πλευρά του ναζιστικού κινήματος.
Και όλα αυτά την ίδια στιγμή που ο χορός του χρυσαυγιτικού εγκληματικού «ακτιβισμου» με επίκεντρο τα κέντρα κράτησης και το μεταναστευτικό έχει φουντώσει. Κάτι που δείχνει ότι η «σοβαρή-κατευνασμένη- Χρυσή Αυγή» υπάρχει μόνο στην φαντασία των λειτουργών του αστικού κράτους, ίσως όμως και έτσι ακριβώς να τη θέλουν. Αυτή τη στιγμή άλλωστε, η ρεφορμιστική και η σοσιαλδημοκρατική αριστερά ελάχιστα εκφράζει την λαϊκή δυσαρέσκεια στους δρόμους. Η εκλογική στήριξη που έδωσε ο λαός στο ΣΥΡΙΖΑ δεν μεταφράζεται σε κινηματική στήριξη. Ο βασικός «παίχτης» στους δρόμους είναι το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ, με κάποια μικρότερα εξωκοινοβουλευτικά ρεφορμιστικά κόμματα και οργανώσεις να ακολουθούν από μεγάλη απόσταση. Η παρουσία και η ενίσχυση της Χρυσής Αυγής ως ανάχωμα, χρησιμεύει στο να κρατά συνειδησιακά και κινηματικά αιχμάλωτη μια μερίδα του απογοητευμένου και εκνευρισμένου λαού. Μακριά από το να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα και να στρατευτεί με αυτούς που πρέπει να στρατευτεί βάση των ταξικών του συμφερόντων.
Η «αντισυστημική» Χρυσή Αυγή, αυτή που ξεσπά, που δέρνει, που μαχαιρώνει, που τα βάζει με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, που βρίσκει εχθρούς εκεί που δεν υπάρχουν και κρύβει τους εχθρούς εκεί που υπάρχουν, έλκει μια μερίδα του λαού που μην έχοντας την απαραίτητη πείρα ψάχνει κάποιον να ενοχοποιήσει και κάπου να ξεσπάσει. Τα αστικά κόμματα υποκρίνονται όταν κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν πως δεν αλλάζει ο φασίστας άμα του φορέσεις κοστούμι και γραβάτα, και με το να ντύνουν τους φασίστες με φανταχτερά κοστούμια, ξεγυμνώνονται οι ίδιοι στα μάτια όποιου μπορεί να σκεφτεί και να κρίνει. Με λίγα λόγια, για το αστικό σύστημα η Χρυσή Αυγή και τα τερτίπια της αποτελούν μια «ασφαλή εναλλακτική», μια εναλακτική που και θα απορροφήσει μερίδα του απογοητευμένου κόσμου μην αφήνοντας την να γίνει πραγματικά επικύνδυνη για το σύστημα, και θα συγκρουστεί με τα όποια προοδευτικά στοιχεία είναι ικανά να γίνουν επικύνδυνα για τον καπιταλισμό.
Είναι όπως είδαμε και μέσα από τα ιστορικά παραδείγματα, στη φύση των αστικών κομμάτων, ανάμεσα στον φασισμό και στον κομμουνισμό να προτιμούν τον φασισμό. Και αυτό επειδή μπορεί τα νήματα να καταλήγουν τελικά σε διαφορετικές πολιτικές μαριονέτες, ξεκινούν όμως από το ίδιο χέρι, την καπιταλιστική ιδιοκτησία, και αυτή πρέπει να την προστατέψουν με κάθε θυσία. Οι μαριονέτες αυτές, λοιπόν, όσες διαφορές και αν εμφανίζονται να έχουν στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, δουλεύουν για τον ίδιο σκοπό στον ίδιο θίασο, ανεβάζοντας το ίδιο έργο. Έτσι, μερικές φορές, όσο και αν θέλουν να κρυφτούν η χαρά δεν τους αφήνει.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)
[1] Και έτσι πάνε περίπατο οι ταξικές αναλύσεις περί ευθύνης του πλούσιου για τη φτώχεια του φτωχού, και καλλιεργείται η ιδέα ότι μπορούν τα πρόβατα και οι λύκοι να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι χωρίς τα πρώτα να είναι το γεύμα.
[2] http://www.902.gr/eidisi/politiki/116602/diloseis-toy-proin-ypoyrgoy-dikaiosynis-gia-sygklisi-me-ti-hrysi-aygi
[3] Την αντίληψη ότι στα πλαίσια ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου οι ταξικές αντιπαλότητες πρέπει να σταματήσουν και η εργατική τάξη πρέπει να στηρίξει την αστική ενάντια στον υποτιθέμενο κοινό εξωτερικό εχθρό. Ο Λένιν πολέμησε αυτήν την αντίληψη υποστηρίζοντας ότι από τους πολέμους που ξεσπούν μεταξύ καπιταλιστικών κρατών για τα συμφέροντα των αστικών τάξεων των κρατών αυτών η εργατική τάξη δεν έχει τίποτα να κερδίσει και για αυτό πρέπει με κάθε τρόπο να τους μπλοκάρει. Χρέος της εργατικής τάξης είναι να κάνει τον δικό της πόλεμο απέναντι στην εγχώρια της αστική τάξη, έτσι ώστε να σταματήσουν οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι.
Παράρτημα:
Στα παραπάνω πρέπει να συνυπολογιστεί και η στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία όσο βρίσκονταν ακόμη στο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολλές εκείνες οι φορές που στήριξε ανοιχτά τη Χρυσή Αυγή μέσα στο κοινοβούλιο με βάση τον θεσμικό της ρόλο και με πρόσχημα την αστική νομιμότητα και την εθνική ομοψυχία. Παρακάτω μερικά τεκμήρια:
Τεκμήριο 1:
Από συζήτηση στη βουλή 10/3/2015
ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ: Δεν είναι δυνατόν να αποκαλούμεθα «επίγονοι του Χίτλερ» ή «επίγονοι του ναζισμού». Είναι και αυτό ύβρις. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να ανακληθεί στην τάξη.
Η κόντρα συνεχίστηκε, αυτή τη φορά ανάμεσα στον Αρβανίτη και στον Καραθανασόπουλο από το ΚΚΕ, με τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής να αποκαλεί τον κ. Καραθανασόπουλο «επίγονο του Στάλιν».
ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ: Με αναγκάζει ο προλαλήσας, επίγονος του Στάλιν, να του πω ότι κατά την πρώτη συνεδρίαν της Περιφερείας Δυτικής Ελλάδος, γενομένης συζητήσεως περί Μελιγαλά, είπε αναστάς ο κ. Καραθανασόπουλος: «Και λίγους σφάξαμε εκεί! Και στον επόμενο γύρο θα σας κανονίσουμε!». Επί λέξει! Εδώ είναι.
ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: Η σιωπή μου προς απάντησή του. Δεν μπαίνω καν στον κόπο να απαντήσω, κυρία Πρόεδρε.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: Θα επαναφέρω το Σώμα στο πνεύμα της συνεδρίασης, που πρέπει να είναι πνεύμα ομοψυχίας και εθνικής ομοθυμίας για μία διεκδίκηση πανθομολογούμενη και συνομολογούμενη και όχι πνεύμα αναφορών οι οποίες θα πυροδοτήσουν μάλλον διχαστικές συζητήσεις.
ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ: Η σιωπή μας προς απάντησή τους, γιατί δεν θέλουμε να συνομιλούμε με συνεργάτες -και δεν υπάρχει εδώ καμία εθνική ομοψυχία- με πολιτικούς απογόνους των ναζιστών, συνεργάτες των κατακτητών, με το ναζιστικό αυτό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Τεκμήριο 2:
Η Κωνσταντοπούλου προτείνει να αναβληθεί συνεδρίαση της βουλής επειδή δεν παρίστανται οι υπόδικοι χρυσαυγίτες βουλευτές.
Τεκμήριο 3:
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου αρνείται την πρόταση του ΚΚΕ να βγεί κείμενο πολιτικής καταδίκης ενάντια στις απειλές που εξαπέλυσε ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής στην βουλευτή του ΚΚΕ Λιάνα Κανέλλη.
Σχολιάστε